Μην παρασύρεσαι σε άκαιρο και αδιάκριτο γέλιο και σε αργολογία, για να μη σκορπίσης ό,τι μάζεψες με κόπο και δάκρυ.
Το αδιάκριτο γέλιο διασκορπίζει όλα τα καλά που μαζεύτηκαν στην ψυχή. Απομακρύνει τη χάρι του Κυρίου, φονεύει τη μνήμη του θανάτου, φέρνει τη λησμοσύνη της φοβερής κρίσεως, ψυχραίνει τον αγωνιστικό ζήλο, σκοτίζει τη συνείδησι, θλίβει τους αγγέλους, χαροποιεί τους δαίμονες.
Το γέλιο είναι αίτιο της αυθάδειας, παραγωγός της αμαρτίας, χειραγωγός στην ασωτία, πρόδρομος κάθε πτώσεως. Το γέλιο είναι γνώρισμα φιλήδονης καρδίας, φανέρωσις ψυχής δειλής και απόδειξις πνευματικής ανανδρίας.
Φυλάξου από το άκαιρο γέλιο, για να μη σου κλέψη τα δάκρυα, που προξενούν κάθε πνευματικό καλό. Φυλάξου από το γέλιο, για να μην αδειάση η ψυχή σου από την αρετή, για να μη σε κυριεύση πνευματική αδιαφορία, για να μην πέσης στα δίχτυα του διαβόλου. Ο Χριστός μακαρίζει όχι αυτούς που γελούν, αλλά αυτούς που με επίγνωσι κλαίνε και πενθούν:
«Μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται» (Ματθ. 5. 4). «Μακάριοι οι κλαίοντες νυν, ότι γελάσετε» (Λουκ. 6. 21). Μακάριοι είναι όσοι κλαίνε σ" αυτή τη ζωή για τις αμαρτίες τους και τις παιδαγωγικές δοκιμασίες του Θεού, που με ευγνωμοσύνη και υπομονή αποδέχονται. Αυτοί θα γελάσουν και θα χαρούν στη μέλλουσα ζωή.
Φυλάξου όμως και από την πολυλογία και αργολογία. Αν δεν είναι ανάγκη να μιλήσης, μη λες τίποτα, έστω κι αν θες να πης κάτι καλό. Γιατί από τα περίσσια λόγια συνήθως προέρχονται πολλά κακά. «Το περισσόν εκ του πονηρού».
Συχνά αρχίζοντας από θεαρέστους λόγους καταλήγουμε σε αισχρολογίες, όρκους, συκοφαντίες, ψεύδη και κάθε πονηρό. Η πολυλογία τρέφει την κενοδοξία όπως το λάδι τη φωτιά. Η πολυλογία καλλιεργεί τη λήθη του Θεού και των αμαρτιών μας και σκορπίζει την κατάνυξι. Η πολυλογία ψυχραίνει την πνευματική θέρμη και γεννά την πνευματική οκνηρία και την ακηδία. Η πολυλογία χαλαρώνει την προσοχή και αδυνατίζει την προσευχή.
Πρόσεξε λοιπόν να μη γίνεις εχθρός του εαυτού σου, γιατί «θάνατος και ζωή εν χειρί γλώσσης, οι δε κρατούντες αυτής έδονται τους καρπούς αυτής» (Παροιμ. 18. 21).
Η σιωπή είναι η αρχή της καθάρσεως της ψυχής από τα πάθη. Άκοπα διδάσκει όλες τις εντολές. Ο απόστολος Ιάκωβος λέει: «Η γλώσσα μικρόν μέλος εστί και μεγαλαυχεί ... ακατάσχετον κακόν, μεστή ιού θανατηφόρου. Εν αυτή ευλογούμεν τον Θεόν και πατέρα, και εν αυτή καταρώμεθα τους ανθρώπους τους καθ" ομοίωσιν Θεού γεγονότας ... Ει τις εν λόγω ου πταίει, ούτος τέλειος ανήρ, δυνατός χαλιναγωγήσαι και όλον το σώμα» (Ιακ. 3. 5, 8-9, 2).
Ο λόγος θέλει πολλή προσοχή. Πρέπει να σκεφθής σε ποιο χώρο και χρόνο μιλάς, για ποιο σκοπό, σε ποιους απευθύνεσαι, ποιο είναι το κίνητρο και ποια τα αποτελέσματα του λόγου σου. Πριν μιλήσης να τα σκέπτεσαι όλα αυτά. Ο σιωπηλός τα σκέφθηκε, Και γι" αυτό σιώπησε.
Την ημέρα της Κρίσεως θα δώσης λόγο έστω και για έναν ασήμαντο άσκοπο λόγο. Μας διαβεβαίωσε ο ίδιος ο Κύριος γι" αυτό: «Λέγω δε υμίν ότι παν ρήμα αργόν ό εάν λαλήσωσιν οι άνθρωποι, αποδώσουσι περί αυτού λόγον εν ημέρα κρίσεως» (Ματθ. 12. 36).
Γι΄ αυτό, ήδη πολλούς αιώνες πριν, ο προφήτης Δαβίδ παρακαλούσε τον Θεό: «Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου και θύραν περιοχής περί τα χείλη μου. Μη εκκλίνης την καρδίαν μου εις λόγους πονηρίας» (Ψαλμ. 140. 3-4). Και αλλού: «Φυλάξω τας οδούς μου του μη αμαρτάνειν με εν γλώσση μου" εθέμην τω στόματί μου φυλακήν εν τω συστήναι τον αμαρτωλόν εναντίον μου. Εκωφώθην και εταπεινώθην και εσίγησα» (Ψαλμ. 38. 2-3).
«Επί των ποταμών Βαβυλώνος εκεί εκαθίσαμεν και εκλαύσαμεν εν τω μνησθήναι ημάς την Σιών ... Πώς άσωμεν την ωδήν Κυρίου επί γης αλλοτρίας;» (Ψαλμ. 136. 1, 4). Όπως οι Εβραίοι στη Βαβυλώνα, έτσι κι εμείς είμαστε αιχμάλωτοι, πάροικοι και παρεπίδημοι σ" αυτή τη γη. Πατρίδα μας δεν είναι η πρόσκαιρη γη, αλλά η αιώνια νέα Σιών του ουρανού.
Τώρα ζούμε στην κοιλάδα του κλαυθμώνος" αύριο ελπίζουμε να βρεθούμε στη χώρα της αιωνίας παρηγοριάς και της χαράς. Τώρα ζούμε στην εξορία" αύριο θα είμαστε στην αληθινή μας πατρίδα. «Ου γαρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν» (Εβρ. 13. 14). Πώς λοιπόν γελάς ενώ είσαι αιχμάλωτος και εξόριστος «επί γης αλλοτρίας»;
Κλάψε και θρήνησε που είσαι μακρυά από την αιώνια πατρίδα σου το Ισραήλ και ζήτησε με δάκρυα από τον Κύριο να μη σου τη στερήση όταν θα έρθη η μεγάλη ώρα της επιστροφής ... «Ταλαιπωρήσατε και πενθήσατε και κλαύσατε" ο γέλως υμών εις πένθος μεταστραφήτω και η χαρά εις κατήφειαν» (Ιακ. 4. 9). Έχε βαθιά συναίσθησι της αμαρτωλότητός σου, πένθησε, κλάψε. Το γέλιο σου κάνε το πένθος μετανοίας. Τη χαρά σου κάνε την θλίψι συντριβής. Δύο είναι οι πηγές, αλλά και οι θυγατέρες, του γέλιου και της ευτραπελίας: η υπερηφάνεια και η φιληδονία, τα δυο πιο θανάσιμα πάθη. Φυλάξου λοιπόν απ" αυτά, για να μη διαπιστώσης την πνευματική σου φτώχεια κατά την έξοδο της ψυχής σου. Τότε που θα είναι πολύ αργά πια για να βοηθήσης τον εαυτό σου.
(Από το βιβλίο «Πνευματικό Αλφάβητο» του Αγίου Δημητρίου Ροστώφ, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, 1996)
ΙΗΣΟΥΣ Ο ΝΑΖΩΡΑΙΟΣ!! Μακάριοι είναι εκείνοι, που πενθούν, γιατί αυτοί θα παρηγορηθούν.!!
Το γέλιο βγήκε από την κόλαση!! ΑΝ ΔΙΑΒΑΖΑΝ ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΤΗΝ ΒΙΒΛΟ ΔΕΝ ΘΑ ΕΜΕΝΕ ΟΥΤΕ ΕΝΑΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ!!
ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΡΩΜΙΟΙ ΓΙΑ ΝΑ ΓΝΩΡΙΣΤΕ ΣΕ ΠΟΙΑ ΕΒΡΑΪΚΗ ΑΝΟΗΣΙΑ ΣΑΣ ΜΑΘΑΙΝΟΥΝ ΝΑ ΠΙΣΤΕΥΕΤΕ ΑΠΟ ΜΙΚΡΑ ΠΑΙΔΑ!!Μέρα του γέλιου η χτεσινή, συνέπεσε για μια ακόμα φορά για τους χριστιανούς με τις μέρες της περίσκεψης και της νηστείας. Αυτή η αντίθεση του γέλιου με τη θρησκευτική πίστη συνοδεύει το χριστιανισμό από τη γέννησή του.
Πριν καταδικάσουμε τους φανατικούς μουσουλμάνους που δεν συμμερίζονται το χιούμορ της Δύσης -ειδικά όταν αναφέρεται στον Μωάμεθ- καλό είναι να ρίξουμε μια ματιά και στα «δικά μας». Να δούμε πόσο ανέχεται και η δική μας «επικρατούσα θρησκεία» το αστείο και το γέλιο. Και τότε με έκπληξη θα διαπιστώσουμε ότι η ορθόδοξη θεολογία είναι εξαιρετικά αυστηρή πάνω σ' αυτό το ζήτημα. Οι έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας είναι εκείνοι που επιδεικνύουν τη λιγότερη ανοχή απέναντι στο γέλιο: Το θεωρούν ανθρώπινη αδυναμία, απότοκο του προπατορικού αμαρτήματος, και το αποδίδουν στον διάβολο. Το γέλιο στη Βίβλο Η πρώτη χρονολογικά, η πιο γνωστή και περισσότερο σχολιασμένη σκηνή γέλιου στην Παλαιά Διαθήκη είναι η στιγμή που η Σάρρα ακούει τον Κύριο να πληροφορεί τον Αβραάμ ότι του χρόνου η γυναίκα του θα γεννήσει. Αντιγράφουμε από τη μετάφραση της Ελληνικής Βιβλικής Εταιρείας: «Η Σάρρα τα άκουγε όλα αυτά, γιατί στεκόταν από πίσω του, στο άνοιγμα της σκηνής. Ο Αβραάμ και η Σάρρα ήταν γέροντες προχωρημένης ηλικίας, και η Σάρρα δεν είχε πια περίοδο. »Η Σάρρα λοιπόν γέλασε κρυφά καθώς σκεφτόταν: "Αφού γέρασα, είναι δυνατόν να έχω ορμές; Κι ο άντρας μου είναι κι αυτός γέροντας". Αλλά ο Κύριος είπε στον Αβραάμ: "Γιατί γέλασε η Σάρρα; Γιατί αμφιβάλλει ότι θ' αποκτήσει γιο τώρα που γέρασε; Τίποτα δεν είναι αδύνατο για τον Κύριο! Οταν την ίδια εποχή ύστερα από ένα χρόνο θα ξανάρθω σπίτι σου, η Σάρρα θα έχει γιο". Η Σάρρα αρνήθηκε και είπε: "Δε γέλασα" - γιατί φοβήθηκε. Αλλά εκείνος της είπε: "Και όμως, γέλασες"» (Γένεσις, 18,10). * Αυτό το γέλιο της Σάρρας θα εμπνεύσει το Θεό να ονομάσει τον γιο του ζεύγους Ισαάκ. Yishaq στα εβραϊκά σημαίνει «γελάει» ή «άσ' τον να γελάει». Τα γέλια της Σάρρας της βγήκαν ξινά: «Ο Αβραάμ ήταν εκατό ετών όταν γεννήθηκε ο Ισαάκ, ο γιος του. Και είπε η Σάρρα: "Περίγελω μ' έκανε ο Θεός. Οποιος ακούει ότι έκανα γιο θα γελάει μ' εμένα". Και συνέχισε: "Ποιος να το 'λεγε στον Αβραάμ ότι η Σάρρα θα θήλαζε παιδιά! Στα γερατειά του του γέννησα παιδί"» (21,5). * Οι ερμηνευτές της Βίβλου επί αιώνες πολλούς διασταυρώνουν τα ξίφη τους για το αν το γέλιο της Σάρρας ήταν έκφραση αδυναμίας, λειψής πίστης (και επομένως καταδικάζεται) ή χαράς μπροστά στο θαύμα (και κατά συνέπεια ευλογείται). Σε ένα τόσο εκτεταμένο αφήγημα όσο η Παλαιά Διαθήκη είναι φυσικό να περιλαμβάνονται και άλλες αναφορές στο γέλιο, καθώς και σκηνές με ειρωνική διάθεση. Ωστόσο είναι επικίνδυνο να μπερδέψουμε τη σημερινή αίσθηση χιούμορ με εκείνη που είχαν οι συντάκτες των Ιερών Βιβλίων πριν από κάποιες χιλιετίες. * Τα μηνύματα προς τους αναγνώστες της Βίβλου δεν είναι μονοσήμαντα. Ακόμα και στο ίδιο βιβλίο υπάρχουν αποκλίνουσες αναφορές. Στον Εκκλησιαστή, για παράδειγμα, όπου μιλάει ο γιος του Δαβίδ, βασιλιάς στην Ιερουσαλήμ, στην αρχή διαβάζουμε: «Για το γέλιο κατέληξα πως είν' ανοησία και για τη χαρά σκέφτηκα "τι ωφελεί;"» (2,2). Και σε άλλο σημείο: «Προτιμότερη είναι η λύπη από το γέλιο. »Γιατί μπορεί να δίνει στο πρόσωπο όψη θλιμμένη, αλλά σου μαθαίνει τη ζωή. Οι σοφοί βρίσκονται εκεί που οι άνθρωποι πενθούν και οι ανόητοι εκεί που γλεντούν» (7,3). Αλλά στο ίδιο βιβλίο υπάρχει και η πιο ισορροπημένη διατύπωση: «Για όλα πάνω στη γη υπάρχει ο κατάλληλος χρόνος και ο συγκεκριμένος καιρός [...] Καιρός που κλαίει κανείς και που γελάει. Που θρηνεί και που χορεύει» (3,4). * Τις περισσότερες φορές είναι ο ίδιος ο Θεός που γελάει. Παράδειγμα στους Ψαλμούς: «Θ' αναγελάσει εκείνος που 'χει στους ουρανούς το θρόνο του» (2,4), «Ο Κύριος γελάει μαζί του (σ.σ. με τον ασεβή), γιατί ξέρει πως έρχεται της τιμωρίας του η μέρα» (37,13), «Αλλά συ, Κύριε, γελάς μ' αυτούς χλευάζεις όλα τα έθνη» (59,9). Ο Σολομών στις Παροιμίες του γράφει ότι η θεϊκή σοφία γελάει εκδικητικά με τους ανόητους: «Απορρίψατε όλες μου τις συμβουλές και περιφρονήσατε τις επιπλήξεις μου. Γι' αυτό κι εγώ με την καταστροφή σας θα γελάσω, θα σας ειρωνευτώ όταν σας κυριέψει ο τρόμος» (1,26). Ο αγέλαστος Ιησούς Αν ο Γιαχβέ συχνά πυκνά γελούσε, δεν φαίνεται να κληροδότησε αυτή του την ιδιότητα στον μονογενή Υιό του. Σύμφωνα με τη διατύπωση πολλών Πατέρων της Εκκλησίας ο Χριστός «δεν γέλασε ποτέ». Οπως εξηγεί ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, τόσο τα Ευαγγέλια, όσο και οι Πράξεις και οι Επιστολές, αντιμετωπίζουν εντελώς αρνητικά την υπόθεση «γέλιο». * Τα πράγματα παίρνουν, λοιπόν, μια αυστηρότερη μορφή στην Καινή Διαθήκη που μας αφορά άμεσα. Το γέλιο είναι παρόν, αλλά κυρίως ως ειρωνεία και κοροϊδία όσων δεν πιστεύουν στον Ιησού και τη διδασκαλία του. Τον περιγελούν όταν τους λέει ότι η κόρη του άρχοντα δεν πέθανε αλλά κοιμάται (Κατά Ματθαίον, 9,24). Τον κοροϊδεύουν οι στρατιώτες του Πιλάτου, γονατίζουν μπροστά του και λένε «Ζήτω ο βασιλιάς των Ιουδαίων» (Κατά Ματθαίον, 27,29). * Η διδασκαλία του Ιησού είναι σαφής επ' αυτού: «Μακάριοι εσείς που τώρα κλαίτε γιατί θα χαρείτε [...] Αλίμονο σ' εσάς που τώρα γελάτε, γιατί θα θρηνήσετε και θα κλάψετε» (Κατά Λουκάν, 6,21-25). Πουθενά στα Ευαγγέλια δεν αναφέρεται ο Ιησούς να γελάει, ενώ αλλού κλαίει («Τότε ο Ιησούς δάκρυσε», Κατά Ιωάννην 11,35), αλλού τρώει («Τα πήρε και τα έφαγε μπροστά τους», Κατά Λουκάν, 24/43), αλλού πίνει («Ο Ιησούς της λέει, "δώσε μου να πιω"», Κατά Ιωάννην, 4/7) ή κοιμάται («Ο Ιησούς ήταν στην πρύμνη και κοιμόταν πάνω σ' ένα μαξιλάρι», Κατά Μάρκον, 4/38). * Υπάρχουν, όμως και ορισμένες ενδείξεις ότι αυτή η εικόνα ενός σοβαρού και αγέλαστου δασκάλου είναι πλασματική και οφείλεται στο γεγονός ότι στα Ευαγγέλια περιγράφεται μόνο η δημόσια δράση του Ιησού τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του και η πορεία του προς το εκούσιο πάθος, γεγονός που επέβαλε στους Ευαγγελιστές να αυτολογοκριθούν και να αποσιωπήσουν τις πιο χαλαρές πλευρές του χαρακτήρα του. * Προς αυτή την κατεύθυνση συντείνει και η μαρτυρία του Ευαγγελιστή, ο οποίος αντιπαραβάλλει την εικόνα ενός γλεντζέ Ιησού προς εκείνη του ασκητή Προδρόμου: «Ηρθε ο Ιωάννης, που δεν έτρωγε και δεν έπινε και είπαν "είναι δαιμονισμένος". Ηρθε ο Υιός του Ανθρώπου, που τρώει και πίνει, και λένε "φαγάς και οινοπότης είν' αυτός"» (Κατά Ματθαίον, 11, 18). * Αλλά και το πρώτο θαύμα που αναφέρεται στα Ευαγγέλια δεν είναι άλλο από τη δημιουργία κρασιού από νερό για τις ανάγκες του γλεντιού στον γάμο της Κανά (Κατά Ιωάννην, 2,6). * Από την άλλη μεριά, η εικόνα του αγέλαστου Ιησού συνδέεται περισσότερο με την παράδοση του θείου παιδιού. Απαιτεί ασφαλώς σοβαρότητα η εικόνα του δωδεκάχρονου Ιησού που συζητούσε με τους νομοδιδάσκαλους στον Ναό (Κατά Λουκάν, 2,40) και επιτιμούσε με αυστηρότητα τους γονείς του που ανησυχούσαν γι' αυτόν. "Οι Πατέρες " Ανεξάρτητα από τον ανθρώπινο χαρακτήρα της ιστορικής μορφής του Ιησού, σημασία για την εξέλιξη της διδασκαλίας του έχει η κωδικοποίηση του δόγματος που πραγματοποιήθηκε τους πρώτους αιώνες της χριστιανικής εξάπλωσης. Εδώ σταματούν οι επαμφοτερίζουσες διατυπώσεις. Το γέλιο καταδικάζεται αποφασιστικά ως προϊόν του διαβόλου! * Ερμηνεύοντας τις Γραφές ο "Μεγάλος" Βασίλειος θεωρεί ότι «το να κατέχεται κανείς από ασυγκράτητο και άμετρο γέλωτα είναι απόδειξη ακράτειας και δεικνύει ότι δεν ελέγχει τας συγκινήσεις του και ότι δεν καταπιέζεται η χαλαρότητα της ψυχής με αυστηρή κριτική. Η συγκίνηση βέβαια της ψυχής δεν είναι απρεπές να εκδηλώνεται μέχρι και με ένα φωτεινό μειδίαμα, όσο διά να δείξει μόνον τον λόγο της Γραφής, ότι "όταν ευφραίνεται η καρδία, το πρόσωπο θάλλει". »Αλλά ο δυνατός γέλως και οι αθέλητοι άτακτοι κινήσεις του σώματος δεν είναι γνωρίσματα εκείνου που ελέγχει την ψυχή του ούτε του δοκίμου ούτε εκείνου που εξουσιάζει τον εαυτόν του» («Οροι κατά πλάτος, Β'»). * Ο Βασίλειος είναι σαφής και για τον Ιησού: «Ο Κύριος εις καμίαν περίπτωση δεν φαίνεται ότι εγέλασεν, όσον ημπορούμε να κρίνουμε από τις ευαγγελικές αφηγήσεις, αλλά και χαρακτήριζε δυστυχισμένους τους κατεχομένους από τον γέλωτα». Οσο για τις αναφορές της Παλαιάς Διαθήκης στο γέλιο και πάλι ο Αγιος της Πρωτοχρονιάς δεν αφήνει ερωτηματικά: «Ας μη παραπλανώμεθα από την αμφίβολον σημασία της λέξεως "γέλως". Διότι η Γραφή πολλάκις ονομάζει γέλωτα την χαράν της ψυχής και την φαιδράν διάθεσιν, που δημιουργείται από τα συμβαίνοντα αγαθά». * Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς αφιερώνει ειδικό κεφάλαιο του μεγάλου του έργου «Παιδαγωγός» στο γέλιο («Περί γέλωτος»). Η άποψή του είναι ότι πρέπει να εξορίζονται οι γελωτοποιοί: «Τους ανθρώπους που μιμούνται τα γελοία ή μάλλον τα καταγέλαστα πάθη πρέπει να τους απομακρύνουμε από την πολιτεία μας». Κατά μείζονα λόγο δεν πρέπει να τους μιμούμαστε: «Αν λοιπόν πρέπει ν' αποβάλουμε τους γελωτοποιούς από την πολιτεία μας, πολύ περισσότερο δεν πρέπει να επιτρέπουμε στους εαυτούς μας να γελωτοποιούμε. [...] Αλλά και τον ίδιο τον γέλωτα πρέπει να χαλιναγωγούμε. Διότι το γέλιο, όταν εξάγεται με τον τρόπο που αρμόζει, εμφανίζει κοσμιότητα, όταν όμως δεν εκδηλώνεται έτσι, δείχνει ακολασία. [...] Επειδή δηλαδή ο άνθρωπος είναι γελαστικό ζώο, αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να γελά για τα πάντα, αφού ούτε ο ίππος, που είναι χρεμετιστικός, δεν χρεμετίζει για τα πάντα. Ως λογικά ζώα πρέπει να κατευθύνομε τους εαυτούς μας με μετριοπάθεια, χαλαρώνοντας αρμονικώς την αυστηρότητα και την υπερένταση του ζήλου μας, χωρίς να τα διαλύομε δυσαρμονικά. Η κόσμια και αρμονική άνεσις του προσώπου, σαν οργάνου, ονομάζεται μειδίαμα, κι έτσι στο πρόσωπο ανακλάται η διάχυσις και το γέλιο ανήκει στους σώφρονες. Η δυσαρμονική όμως έκλυσις του προσώπου, αν γίνεται στις γυναίκες, ονομάζεται κιχλισμός που είναι πορνικό γέλιο, κι αν γίνεται στους άνδρες, ονομάζεται καγχασμός και είναι γέλιο προκλητικό κι υβριστικό. [...] Πρέπει επίσης να γίνεται εκπαίδευσις στο μειδίαμα. Αν πρόκειται για αισχρά πράγματα, πρέπει να φαινόμαστε μάλλον ότι κοκκινίζουμε, παρά ότι χαμογελούμε, για να μη νομιστεί ότι συμμετέχουμε στην ηδονή από συμπάθεια. [...] Για τα μειράκια μάλιστα και τις γυναίκες ο γέλωτας είναι ολίσθημα προς τις διαβολές» (Ο Παιδαγωγός, Λόγος Β', 46-47). * Ο πιο σκληρός αντίπαλος του γέλιου μεταξύ των Πατέρων της Εκκλησίας ήταν χωρίς αμφιβολία ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Στο Υπόμνημά του για την Προς Εβραίους Επιστολή του Παύλου (Ομιλία ΙΕ) αναπτύσσει μια εκτενή διατριβή εναντίον του γέλιου, το οποίο ευθέως συνδέει με τον διάβολο: «Στέκεσαι και γελάς όπως οι κοσμικές γυναίκες, προκαλώντας τα γέλια σαν τις γυναίκες του θεάτρου; Αυτό τα ανέτρεψε όλα, αυτό τα κατέρριψε. Κατάντησαν τα δικά μας γέλως και πολιτισμός και αστειότητα. Τίποτα το σταθερό, τίποτα το στερεό. Δεν τα λέγω αυτά μόνο προς τους κοσμικούς άνδρες, αλλά γνωρίζω ποιους υπαινίσσομαι. Γέμισε η Εκκλησία από γέλωτα. »Αν ο τάδε πει κάποιο αστείο, αμέσως προκαλούνται γέλια σ' εκείνους που κάθονται. Και το θαυμαστό είναι ότι πολλοί δεν σταματούν να γελούν και κατά την ίδια την ώρα της ευχής. Παντού χορεύει ο διάβολος, όλους τους ντύθηκε, όλους τους εξουσιάζει. Ατιμάσθηκε ο Χριστός, περιφρονήθηκε, δεν υπάρχει πουθενά η εκκλησία. Δεν ακούτε τον Παύλο που λέγει "αισχρότητα και μωρολογία και γελοιότητες ας εξαφανισθούν από σας"; Μαζί με την αισχρότητα αναφέρει τη γελοιότητα και συ γελάς; Μωρολογία τι είναι; »Εκείνα που δεν έχουν τίποτα χρήσιμο. Γελάς λοιπόν διαρκώς και φαιδρύνεις το πρόσωπό σου συ ο μοναχός; Γελάς, πες μου, συ που έχει σταυρωθεί, συ που πενθείς; Πού άκουσες το Χριστό να το κάνει αυτό; Πουθενά, αλλά πόσες φορές ήταν σκυθρωπός. Πραγματικά, όταν είδε την Ιερουσαλήμ δάκρυσε, όταν σκέφτηκε τον προδότη ταράχτηκε και όταν επρόκειτο ν' αναστήσει τον Λάζαρο έκλαψε. Και συ γελάς; [...] Ο παρών καιρός είναι καιρός πένθους και θλίψεως, βασάνων και δουλαγωγίας, αγώνων και ιδρώτων, και συ γελάς;» * Κάπου ο Ιωάννης καταλαβαίνει ότι το παράκανε και βάζει λίγο νερό στο κρασί του: «Και τι κακό, λέγει, είναι το γέλιο; Δεν είναι κακό το γέλιο, αλλά κακό είναι όταν γίνεται πέρα από το μέτρο και άκαιρα. [...] Το γέλιο υπάρχει στην ψυχή μας, για να ανακουφίζεται κάποτε η ψυχή, όχι για να οδηγείται στη διάχυση. Αλλωστε και η επιθυμία υπάρχει μέσα στα σώματά μας και δεν πρέπει οπωσδήποτε επειδή υπάρχει να τη χρησιμοποιούμε ή να τη χρησιμοποιούμε πέρα από το μέτρο». * Απ' ό,τι φαίνεται, αυτή η εμμονή του Ιωάννη στο κλάμα είχε αποτυπωθεί και σε παρατσούκλια που του απηύθυναν οι σύγχρονοί του. Μας το λέει ο ίδιος: «Γνωρίζω ότι πολλοί με κατηγορούν, λέγοντας "αμέσως δάκρυα"». Αλλα εκείνος επιμένει: «Ας πενθήσουμε, αγαπητοί, ας πενθήσουμε για να γελάσουμε πραγματικά, για να νιώσουμε πραγματική ευφροσύνη κατά τον καιρό της ειλικρινούς χαράς». Φυσικά αυτή η «ειλικρινής χαρά» και τα γέλια μετατίθενται για την άλλη ζωή. Αυτή η διδασκαλία κατά του γέλιου οδήγησε στη θέσπιση της απαγόρευσής του στο εσωτερικό των μοναστικών κοινοτήτων. Οι περισσότεροι κανονισμοί μονών προβλέπουν συγκεκριμένα επιτίμια (ποινές) για τους μοναχούς που παρασύρονται σε γέλια. Δεν είναι ασφαλώς σύμπτωση που στο γνωστό αστυνομικό μπεστ σέλερ «Το Ονομα του Ρόδου» που διαδραματίζεται στο εσωτερικό ενός μεσαιωνικού μοναστηριού, ο Ουμπέρτο Εκο έχει τοποθετήσει στο κέντρο της μυθοπλασίας τις φιλοσοφικές και θεολογικές διαφωνίες για το γέλιο. Στην εκτενή συζήτηση μεταξύ του Γουλιέλμου της Μπάσκερβιλ και του γηραιού μοναχού Χόρχε του Μπούργκος, το τελικό επιχείρημα του Χόρχε εναντίον του γέλιου είναι και πάλι το γνωστό: «Ξέρετε ότι ο Χριστός δεν γελούσε». Ο Γουλιέλμος τον αμφισβητεί: «Δεν είμαι βέβαιος. Οταν καλεί τους Φαρισαίους να ρίξουν τον πρώτο λίθο, όταν ζητά να μάθει ποιος απεικονίζεται στο νόμισμα που θα δοθεί ως φόρος, όταν παίζει με τις λέξεις και λέει "Συ ει Πέτρος", πιστεύω ότι έλεγε πράγματα ευφυή που σπέρναν τη σύγχυση στους αμαρτωλούς και εμψύχωναν τους πιστούς του. [...] Ως και ο Θεός, λοιπόν, εκφράζεται με αστεϊσμούς για να σπείρει τη σύγχυση σ' αυτούς που θέλει να τιμωρήσει» (σ. 180). Κλειδί του μυστηρίου στο μυθιστόρημα είναι -τι άλλο- μια φιλοσοφική πραγματεία για το γέλιο που θα εξαφανιστεί, γιατί όπως λέει ο Χόρχε: «Το γέλιο είναι η αδυναμία, η εξαχρείωση, η αηδία της σάρκας μας. [...] Το γέλιο αποσπά για μερικές στιγμές τον αγροίκο από τον φόβο. Μα ο νόμος επιβάλλεται με το δέος, του οποίου το αληθινό όνομα είναι "φόβος Θεού"» (σ. 624). Ο Εκο δεν είναι, βέβαια, ο πρώτος λογοτέχνης που ασχολήθηκε με το ζήτημα. Σχολιάζοντας την «Ουσία του γέλιου και του κωμικού στη γλυπτική», ο Μποντλέρ παρατηρεί ότι σύμφωνα με τις Γραφές το «γέλιο είναι ένα καταραμένο στοιχείο που προέρχεται από το διάβολο και είναι ένα από τα πολλά κουκούτσια που περιέχονται στο συμβολικό μήλο». Ως απόδειξη αυτής της θέσης του ο Μποντλέρ επαναλαμβάνει κι αυτός ότι πουθενά ο Ιησούς δεν γελάει και παραπέμπει σε ανάλογες διαπιστώσεις πολλών ομοτέχνων του (Curiosites esthetiques, 1855, Garnier, Paris 1969). Και τώρα τι κάνουμε; Πρέπει -όσοι πιστεύουν- να τα βάψουν μαύρα και να σταματήσουν να γελούν; Αστειεύεστε, βέβαια. Υπάρχει και η αισιόδοξη πλευρά. Επιμένοντας τόσο πολύ εναντίον του γέλιου, οι Πατέρες της Εκκλησίας και ειδικά οι θεωρητικοί του ασκητισμού απλώς πιστοποιούν το γεγονός ότι το γέλιο είναι σύμφυτο με την ανθρώπινη ιδιότητα. Στην πραγματικότητα, λοιπόν, εξισώνοντας το γέλιο με τον Σατανά οι θεολόγοι και οι μοναχοί εκείνης της περιόδου εκδηλώνουν την ουτοπική αισιοδοξία τους και την πίστη τους ότι ο άνθρωπος μπορεί να ξεπεράσει τη σαρκική του υπόσταση. Καταπνίγοντας το γέλιο μέσα τους είναι σαν να νικούν τον Σατανά, έστω σ' αυτό το μικρό αλώνι. Τον Σατανά που τους κρατάει μακριά από τον Θεό, στην κατάσταση της «πτώσης». Πόσο ρεαλιστικό είναι αυτό; Μα είναι θέμα απλής άσκησης. Μας το διδάσκει ένα απλό παιδικό παιχνίδι όπου χάνει όποιος γελάσει πρώτος. Γνωρίζουμε ότι κάποια παιδιά αντέχουν περισσότερο, αλλά στο τέλος όλοι γελούν.