Quantcast
Channel: ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΣ: ΑΠΟΛΛΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ
Viewing all articles
Browse latest Browse all 8271

Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΦΑΙΜΑΞΗ ΤΩΝ ΡΑΓΙΑΔΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΒΡΑΙΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ!

$
0
0

Η οικονομική αφαίμαξη των ραγιάδων από την Εκκλησία κατά την Τουρκοκρατίαalt«κατxν χιλιάδες, καv 4σως περισσότεροι, μαυροφορεμένοι ζφσιν ργοv καv τρέφονται πx τοzς 5δρωτας τφν ταλαιπώρων καv πτωχφν λλήνων. Τόσαι κατοντάδες μοναστήρια, Aποz πανταχόθεν εQρίσκονται, ε6ναι τόσαι πληγαv ε0ς τtν πατρίδα, πειδή, χωρvς νp τtν `φελήσουν ε0ς τx παραμικρόν, τρώγοσι τοzς καρπούς της καv φυλάττουσι τοzς λύκους, διp νp ρπάζουν καv ξεσχίζουν τp θφα καv 1λαρp πρόβατα τΖς ποίμνης τοζ Χριστοζ. 8δού, f λληνες, γαπητοί μου δελφοί, ! σημερινt θλία καv φοβερp κατάστασις τοζ λληνικοζ 1ερατείου, καv ! πρώτη α0τία Aποz ργοπορεΦ τtν λευθέρωσιν τΖς λλάδος». «Ελληνική Νομαρχία» Με την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, η οποία ήταν η χαριστική βολή των Οθωμανών στο ήδη αποδεκατισμένο και διαλυμένο βυζαντινό κράτος, η Εκκλησία ήταν ένας από τους μεγάλους κερδισμένους τής υπόθεσης αυτής. Ο ρόλος της στην κατάκτηση της Πόλης ήταν καθοριστικός κι αυτό το αναγνώρισε εμπράκτως ο Μωάμεθ ο Πορθητής, χρίζοντας πατριάρχη τον Γεννάδιο, ο οποίος μέχρι τότε φρόντιζε να καλλιεργεί την διχόνοια και κλίμα ηττοπάθειας στο βυζαντινό στρατόπεδο, λόγω της αντίθεσής του στην ένωση των Εκκλησιών (κάτι που θα σήμαινε απώλεια πολλών προνομίων που διατηρούσε μέχρι τότε η ορθόδοξη Εκκλησία). Είναι γνωστό άλλωστε το περίφημο «φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων, ή καλύπτραν λατινικήν» του Νοταρά. Γνωστά πράγματα, παρ' όλο που η Εκκλησία προσπαθεί να καλύψει τις αμαρτίες της με το παραμυθάκι της Κερκόπορτας. Η προνομιακή μεταχείριση των παπάδων, δεν αποτελούσε όμως μόνο απλά την αναγνώριση εκ μέρους των Τούρκων, των πολύτιμων υπηρεσιών των ρασοφόρων. Οι Οθωμανοί δεν ήταν ηλίθιοι, ούτε και άσχετοι με την διοίκηση. Αφ' ενός δεν επιθυμούσαν τον καθολικό εξισλαμισμό των νέων υπηκόων, γιατί έτσι θα περιόριζαν τα εισοδήματα από την βαρύτατη φορολογία, την οποία επέβαλαν στους «άπιστους» κι αφ' ετέρου ήθελαν μία κατά το δυνατόν ομαλή καθυποταγή τους. Αντιλαμβάνονταν, πως σε ένα ήδη θεοκρατικό καθεστώς, όπου ο σκοταδισμός και η τυφλή θρησκευτική πίστη βασίλευαν, το ιερατείο ήταν ένας πολύτιμος βραχίονας διοίκησης και επιβολής εξουσίας. Η πίστη, ήταν το όπλο στα χέρια του πατριαρχείου, με το οποίο μπορούσε να καθηλώσει υπό την σκέπη του ολόκληρο το ορθόδοξο ποίμνιο, ανεξαρτήτου εθνικότητας. Ο επίσκοπος Ευβοίας, Άνθιμος, σε επιστολή του, που είχε παραλήπτη τον βασιλιά Όθωνα, το 1835, ομολογεί σε μια κρίση ειλικρίνειας: «Οι σουλτάνοι εγνώρισαν από την πείραν ότι, διά να τυραννούν ευκόλως τον ελληνικόν λαόν, είχον ανάγκην από την συνδρομήν της θρησκείας του. Σέβας εις τους πατριάρχας μας, υπεράσπισιν εις την Εκκλησίας και προνόμια εις τους αρχιερείς της επρόσφερον αδιακόπως η τουρκική κυβέρνησις». Η Εκκλησία λοιπόν, όχι μόνο δεν βγήκε χαμένη από αυτή την ιστορία, αλλά απεναντίας βγήκε και περισσότερο ενισχυμένη από πριν. Ο πατριάρχης, αποκτώντας τον τίτλο του πασά, στην τουρκική ιεραρχία και μάλιστα με τρεις ουρές αλόγου στην σημαία του, όχι μόνο κατόρθωσε να διατηρήσει τα κεκτημένα της Εκκλησίας, αλλά ορίστηκε από τον σουλτάνο, να είναι στην ουσία το εκτελεστικό του όργανο, με εξουσίες όχι μόνο πάνω στον ελληνικό χριστιανικό πληθυσμό, αλλά σχεδόν σε όλους τους χριστιανούς της οθωμανικής πλέον επικράτειας. Η ασυδοσία των ρασοφόρων, όχι μόνο δεν περιορίστηκε, αλλά αντιθέτως ενισχύθηκε υπό την κάλυψη της οθωμανικής εξουσίας. Ο ραγιάς, πέρα από τον αβάσταχτο κεφαλικό φόρο, που έπρεπε να πληρώνει ετησίως στους Οθωμανούς, για να «έχει την άδειαν να φέρη επί εν έτος την κεφαλήν επί των ώμων του», είχε πλέον να αντιμετωπίσει, και τα -κατά την καθομιλουμένη- «γαμισιάδικα» του εκάστοτε πατριάρχη και των επισκόπων, οι οποίοι επιδίδονταν σε έναν απίστευτο πλειοδοτικό διαγωνισμό για την απόκτηση των ιερατικών θρόνων. Ο «ανώνυμος» της «Ελληνικής Νομαρχίας», μας περιγράφει τον τρόπο που χρίζονταν πατριάρχες και επίσκοποι και τι επίπτωση είχε αυτό στον υπόδουλο χριστιανικό πληθυσμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: ) Σύνοδος γοράζει τxν πατριαρχικxν θρόνον πx τxν @θωμανικxν ντιβασιλέα διp μίαν μεγάλην ποσότητα χρημάτων, πειτα τxν πωλεΦ οWτινος τΖς δώσΓ περισσότερον κέρδος, καv τxν γοραστtν τxν @νομάζει πατριάρχην. ΑPτός, λοιπόν, διp νp ξαναλάβΓ τp Eσα δανείσθη διp τtν γορpν τοζ θρόνου, πωλεΦ τpς παρχίας, $τοι τpς ρχιεπισκοπάς, οWτινος δώσΓ περισσοτέραν ποσότητα, καv οUτως σχηματίζει τοzς ρχιεπισκόπους, ο1 AποΦοι πωλφσι καv αPτοv ε0ς λλους τpς πισκοπάς των. Ο1 δr πίσκοποι τpς πωλφσι τφν χριστιανφν, δηλαδt γυμνώνουσι τxν λαόν, διp νp βγάλωσι τp Eσα ξώδευσαν ...καv ε0ς αPτx μιμοζνται τοzς @θωμανικοzς διοικητpς τΖς ρχιεπισκοπΖς των, πx τοzς Aποίους ε0ς λλο δrν διαφέρουσι, ε0μt Eτι ο1 ρχιεπίσκοποι πληρώνουν αPτούς, καv αPτοv τοzς δίδουν τtν δειαν νp κλέψωσιν Eσα μποροζσι. Τα ρασοφόρα τρωκτικά, πέραν από την τακτική φορολογία που είχαν επιβάλλει στους ραγιάδες (γνωστή ως «τακτική» ή «κανονική» ή «χρονιάτικη»), τους υποχρέωναν να παραδίδουν στην Εκκλησία το 1/3 του εισοδήματός τους με την μορφή ενός φόρου που ονομάζονταν «ρόγα». Είχαν δε επινοήσει πλήθος άλλων έκτακτων «εισφορών» (κατά το κοινώς, «αρπαχτές»), όπως: «Εμβατίκια», «φιλότιμα», «ζητείαι», «συνοικέσια», «δίσκοι», «λειτουργικά», «παρρησίαι», «προθέσεις», «ψυχομερίδια» κ.ά. Τα «δοσίματά» τους στους Οθωμανούς διοικητές για να διατηρούνται οι καλές σχέσεις μαζί τους («μπαξίσια», «κανίσκια» κ.λπ.) ήταν μεγάλα. Πολλές φορές οι επισκοπές, με τα πολλά τους έξοδα και τις δωροδοκίες ήταν καταχρεωμένες. Κι όλο πιο βαριά φορολογία έριχναν στις πλάτες των χριστιανών. Άλλοτε αναζητούσαν διάφορους τρόπους κι έβρισκαν τις πιο παράξενες ευκαιρίες για να ενισχύσουν το ταμείο τους. Ο Σέργιος Μακραίος με γράμμα του (1759) προς τον Νεκτάριο, επίσκοπο «Λιτζάς και Αγράφων», τον παρακαλεί να συγχωρήσει κάποιον Παπαγιώργη για ένα παράπτωμά του, χωρίς όμως να του πάρει χρήματα. Που σημαίνει ότι η συγχώρηση παραχωρούνταν με πληρωμή χρημάτων. Καθόλου παράξενο βέβαια, από μια άποψη, καθώς είναι γνωστό πως τα «συγχωροχάρτια» δεν αποτελούσαν αποκλειστικό προνόμιο της Καθολικής Εκκλησίας, όπως πιστεύεται σήμερα. Στα διάφορα «βεράτια» (σουλτανικές άδειες) των εκάστοτε πατριαρχών ή μητροπολιτών, πληροφορούμαστε και τις οδηγίες που δίνονταν: « ...Ομοίως δε και το ζαράρι κασαμπιγιέ, και η ζητεία και η ελεημοσύνη, και τα άσπρα οπού συνηθίζονται να δίδωνται δια τα αγιάσματα, πρώτα δεύτερα και τρίτα συνοικέσια, και ακολούθως από κάθε ιερέως προς εν φλωρίον δια τον πατριάρχην, και άλλα τόσα δια τον μητροπολίτην ή ηγούμενον ...» (βεράτι πατριάρχη Κύριλλου) « ...Όταν δε εις φόρου υποτελής, μη έχων χρήματα δια να πληρώσει το μιρίον, δίδη αντ' αυτού εις τον Μητροπολίτην υφάσματα και φορέματα ...ως και δια τα διδόμενα αυτώ υπό των φόρου υποτελών λόγω ελεημοσυνών πράγματα, ήτοι οίνον, έλαιον μέλι και λοιπούς δημητριακούς καρπούς ...» (βεράτι μητροπολίτη Κρήτης, Γεράσιμου του Χίου). « ...Οι επίσκοποι παπάδες και λοιποί ραγιάδες, οι κατοικούντες ...να δίδωσι το ετήσιον ρέσμι πεσκέσι, ζαγάρι κασαπγιέ, άσπρα ελέους αγιασμού, ζητείας πανηγύρεως το ρέσμι του Α', Β', Γ' γάμου· έτι δε ετήσιον κάθε σπίτι υπανδρευμένου να δίδει ανά 12 άσπρα και έκαστος παπάς ανά εν φλωρί ρέσμι του πατριάρχου, και πάλιν ανά 12 άσπρα και ανά εν φλωρί ετήσιον ρέσμι του αρχιερέως ...» (βεράτι μητροπολίτη Λαρίσης, Λεόντιου) Με την ανακήρυξη της Εκκλησίας τής Κρήτης ως αυτοκέφαλη, στο πατριαρχικό βεράτι τονίζεται η ανάγκη «ενός Μητροπολίτου, όστις να εισπράττει τους φόρους, να εκτελεί τας λειτουργίας των και να συγκρατεί τους ραγιάδες ...». Από τις «αρπαχτές» των ρασοφόρων, δεν ήταν δυνατόν να λείπουν και οι περίφημες εκθέσεις «ιερών λειψάνων», που επιβιώνουν μέχρι και τις μέρες μας. Ο λόγος και πάλι στον απολαυστικό «ανώνυμο» της «Ελληνικής Νομαρχίας»: Μετp τφν πισκόπων, λοιπόν, ρχονται κεΦνοι ο1 πρωτοσύγκελλοι, ο1 ρχιμανδρΦται καv ο1 πνευματικοί, ο1 AποΦοι στέλλονται πx τp μοναστήρια μr κάποιας πανταχούσας. ΑPτοv ε6ναι ναρίθμητοι, πειδt δrν εQρίσκεται πόλις " χωρίον, Aποz νp μtν φυλάττΓ " να " δύο πx αPτοzς τοzς λαοκλέπτας, ο1 AποΦοι παρησιάζονται ε0ς τxν ρχιερέα καv γοράζουν παρΏ αPτοζ τtν δειαν τοζ κλεψίματος, καv πειτα, μr κραν αPθάδειαν, ρχινοζσιν πx @σπίτιον ε0ς @σπίτιον, νp ζητοζσιν λεημοσύνην, καv κδύουσιν ξόχως τpς γυναΦκας, Eσον μποροζσι. Τxν τρόπον, Aποz μεθοδεύονται, ε6ναι ξιος γέλωτος νταυτχ καv δακρύων. ΑPτοv χουσιν ν κιβωτίδιον γεμάτον πx νθρώπινα κόκκαλα καv κρανία κέραια, τp AποΦα σημώνοσι, καv πειτα @νοματίζουσιν, λλα μrν τοζ γίου Χαραλάμπους καv λλα τοζ γίου Γρηγορίου. ν νv λόγσ, δrν φίνουν γιον, χωρvς νp χουν μέρος πx τp κόκκαλά του (γώ, ως τώρα βέβαια, ε6δα ως τέσσαρας κεφαλpς τοζ γίου Χαραλάμπους, πειδή, Eταν κολουθΗ ! πανοζκλα, τότε κάθε πολιτεία χει πx μίαν κεφαλtν τοζ γίου Χαραλάμπους). Ο1 περισσότεροι πx αPτοzς τοzς κοκκαλοπωλητpς ξέρχονται πx τx Dρος τοζ θους, Aποz @νομάζουν γιον Lρος, ε0ς τx AποΦον εQρίσκεται ! πηγt αPτφν τφν καλογήρων. Τp δr μοναστήρια αPτp χουσιν ε0ς κάθε πολιτείαν Qποστατικp καv @σπίτια, τp AποΦα καλοζσι μετόχια καv τp κατοικοζσιν αPτοv ο1 περιηγηταί. κεΦ μετροζσι τp κλεφθέντα χρήματα, διp νp λάβωσιν αPτοv κρυφίως τp μισp καv τp λοιπp νp τp Qπάγωσιν ε0ς τp μοναστήριά των (γ| γνώρισα να πνευματικxν γιορείτην, A AποΦος δrν &τον τόσον μαθής, Eσον &τον Qποκριτtς καv φιλάργυρος. Πολλάκις, λοιπόν, καυχώμενος μοζ διηγεΦτο, Eτι ε0ς ε4κοσι χρόνους καμεν να καπιτάλι πx κατxν πενήντα χιλιάδες γρόσια, καv ε6χε δοσμένα ε0ς τx μοναστήριόν του τp δύο τρίτα, τp δr λοιπp ε6χε μοιρασμένα ε0ς διαφόρους πραγματευτpς μr τx διάφορον. ΑPτxς ε6χε τtν κάραν τοζ γίου Θεοδώρου). ΑPτp τp τέρατα λοιπόν, πειδt ποτr δrν τοzς βγαίνει πx τx στόμα τους νας ναστεναγμός, συνηθίζουν κατΏ @λίγον @λίγον ε0ς τtν πάθειαν, καv φθάνουσιν ε0ς τοιοζτον βαθμόν, Aπού, A κόσμος καv ν χαλάσΓ, τίποτε δrν τοzς μέλει ... Από την άλλη πλευρά, οι ταλαίπωροι ραγιάδες, από φόβο μην τους κατασχέσουν την όποια περιουσία τους οι Τούρκοι, παραχωρούσαν με την μορφή εικονικής δωρεάς τα κτήματά τους στα μοναστήρια, γιατί γνώριζαν πως οι Οθωμανοί δεν άγγιζαν την μοναστηριακή περιουσία, με την προσδοκία να τα πάρουν πίσω μόλις οι συνθήκες το επιτρέψουν. Στην συντριπτική πλειοψηφία όμως των περιπτώσεων, οι προσδοκίες παρέμειναν προσδοκίες, καθώς οι καλόγεροι τις οικειοποιούνταν, αρνούμενοι να αναγνωρίσουν το εικονικό των «δωρεών». Η Εκκλησία είχε καταστεί έτσι ένας φεουδάρχης και οι ραγιάδες κατάντησαν να εργάζονται ως δουλοπάροικοι στις περιουσίες τους που με ανήθικο τρόπο είχε οικειοποιηθεί το ιερατείο. Τα ρασοφόρα κοράκια όμως, δεν περιορίστηκαν στις φορολογικές επιδρομές, αλλά επεκτάθηκαν και σε αυτές κάθ' αυτές τις περιουσίες των ραγιάδων, είτε επιτυγχάνοντας με βεράτια, να κληρονομείται από τα μοναστήρια ολόκληρη η περιουσία των αποθανόντων κληρικών («Των αποθνησκόντων ακλήρων επισκόπων, παπάδων, κεσσίσιδων, καλογραιών, τα μετρητά, η περιουσία, τα άλογα, τα κτήματα, και ό,τι άλλο ήθελον έχει ανήκον ταις εκκλησίαις, ο μητροπολίτης και οι διορισμένοι επίτροποι του παραλαμβάνοντές τα διά λογαριασμόν του ρέσμι πεσκεσίου, οι πεϊτουλάμηδες ...βοϊβόδες ...να μην προξενώσιν ενόχλησιν» [βεράτι μητροπολίτη Λαρίσης Λεόντιου]), είτε βάζοντας στο χέρι με τον ίδιο τρόπο το 1/3 της περιουσίας των αποθανόντων λαϊκών, καθώς όπως μας ενημερώνει και ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, «Πας χριστιανός υπεχρεούτο να διαθέτη το τρίτον της εαυτού περιουσίας υπέρ της εκκλησίας, αι δε τοιαύται διαθήκαι ήσαν αναγκαστικώς εκτελεσταί». Μάλιστα, ο επίσκοπος Κοζάνης, Θεόφιλος, δεν παραλείπει να υπενθυμίζει σε εγκύκλιό του το 1796, πως «Όσοι κάτοικοι εν τη πολιτεία ταύτη ήθελαν κάμει διαθήκη, είτε εδώ ευρισκόμενοι είτε αλλού, να έχουν απαραιτήτως για να αφιερώσουν πρώτον εις τον κατά καιρούς αρχιερέα της επισκοπής ταύτης (εκτός των συνήθων, οπού δικαιούται λαβείν και άνευ διαθήκης κατά την κατάστασιν του τεθνεώτος) ...». Σε περίπτωση δε, που κάποιος κληρικός δεν μεριμνήσει κατά τον «ορθό» τρόπο για «τα δέοντα» στην διαθήκη του, σύμφωνα με τον κανόνα ΝΘ' των Αγίων Αποστόλων, κατά τον Μανουήλ Μαλαξό (ιερέας και λόγιος του 16ου αιώνα) θα πρέπει να αφορίζεται και να καθαιρείται «ως φονεύσας τον αδελφόν αυτού». Η Εκκλησία δεν έδειχνε κανένα έλεος, μπρος στην αδυναμία ή -ακόμα χειρότερα- στην άρνηση των ραγιάδων να πληρώσουν. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο έργο του Τάκη Σταματόπουλου, «Ο Εσωτερικός Αγώνας», τα 32 από τα 68 χωριά της Χίου ανήκαν στην Εκκλησία και οι ραγιάδες συντηρούσαν με τον ιδρώτα τους έναν σωρό μοναστήρια, εκκλησίες και παρεκκλήσια, τους δε φόρους, οι ρασοφόροι « ...τους εισέπρατταν τακτικά χωρίς να χαρίζουν ούτε έναν παρά και στην ανάγκη μεταχειρίζονταν και βία ...». Ο ιστορικός Γιάννης Κορδάτος, σημειώνει πως, « ...το πιο έφορο και καλό μέρος της γης ήταν ιδιοκτησία των μοναστηριών. Μια φούχτα καλόγεροι που κι αυτοί ήσαν εξαρτημένοι απ' το Άγιο Όρος, το Πατριαρχείο, τον μητροπολίτη, έπαιρναν αμύθητα εισοδήματα από γεννήματα, καρπούς και ζωντανά. Χιλιάδες αγρότες ήταν σκλάβοι των μοναστηριών κι έτρεφαν τους μικρούς και μεγάλους καλόγερους, με τον μόχθο και τον ιδρώτα τους» («Σελίδες από την ιστορία τού αγροτικού κινήματος», σελ. 11). Ο δε ξένος περιηγητής Μπερτόλντι υπογραμμίζει: « ...Ουδεμία απάτη, ουδείς λόγος, ουδεμία δεισιδαιμονία, ουδείς ερεθισμός υπάρχει άγνωστος εις αυτούς ... Βραδυκίνητοι, φίλαυτοι, δόλιοι, πραγματικές βδέλλες, εκμυζούν το αίμα του λαού». Ομοίως και ο «ανώνυμος» της «Ελληνικής Νομαρχίας» τονίζει: ΑPτοί, λοιπόν, περιφέρονται ε0ς Eλα τp χωρία τΖς πισκοπΖς καv μr κραν σπλαγχνίαν κδύουσι τοzς πολλp θώους χωριάτας, καv μάλιστα τpς γυναΦκας. Mταν δrν τοzς εQρίσκουσι χρήματα, τότε τίνος ρπάζουσι ν φόρεμα, τίνος ν ργαλεΦον τΖς γεωργικΖς, τίνος ν στολίδι τΖς γυναικός του, καv φθάνουσι νp τοzς παίρνουσιν ως καv τp δοχεΦα τφν φαγητφν. πx λλους πάλιν λαμβάνουσι τόσα κιλp σιτάρι " τόσον κρασί. ν νv λόγσ, τοzς γυμνώνουσι, καv πειτα τοzς εPλογοζσι καv φεύγουσι. Πολλάκις δr περιέρχεται A 4διος πίσκοπος ε0ς τp χωρία, καv τότε πλέον κολουθοζν τp χειρότερα. ΑPτxς A ναίσχυντος καv βάρβαρος καv μαθέστατος νθρωπος, φοζ τρώγει διΏ Eσας !μέρας μένει ε0ς τx χωρίον πx τtν πτωχtν κοινότητα, φοζ ρπάζει Eσα περισσότερα δυνηθΗ, τότε φορίζει να δύο, καv λλους τόσους κάμνει παπάδες, καv πειτα φεύγει. Όταν οι ρασοφόροι αδυνατούσαν οι ίδιοι να εισπράξουν τα απαιτηθέντα, δεν δίσταζαν να βάλουν μπροστά τα μεγάλα μέσα, όπως στην περίπτωση, των Κρητών ραγιάδων, οι οποίοι από το 1669 και για μια τριετία αρνούνταν να πληρώσουν τα υψηλά πατριαρχικά δικαιώματα, με αποτέλεσμα, ο σουλτάνος, μετά από απαίτηση του πατριαρχείου, να αποστείλει στην Κρήτη για την είσπραξη των πατριαρχικών φόρων τον Αλί αγά. Την ίδια οδό, θα ακολουθήσει λίγα χρόνια αργότερα, ο μητροπολίτης Κρήτης Αθανάσιος Καλλιπολίτης: «Αίτησις του Μητροπολίτου Κρήτης προς τον πασάν Χάνδακος. Ευδαίμων μακάριε και εξοχώτατε Αυθέντα μου, έσο υγιής. Η αίτησις του δούλου σας αφορά εις την εξής υπόθεσιν: Επί τω τέλει όπως προβώμεν, δυνάμει του ανά χείρας μας υψηλού αυτοκρατορικού φιρμανίου εις την είσπραξιν των ανέκαθεν καθιερωμένων πατριαρχικών και μητροπολιτικών δικαιωμάτων και φόρων εκ της νήσου Κρήτης, παρακαλούμεν την έκδοσιν υψηλής διαταγής, όπως ουδείς έξωθεν παρεμπόδιση ημίν τούτο. Επί τούτοις εις υμάς απόκειται ...να αποφασίσητε». Και η υπογεγραμμένη απάντηση του πασά: «Όπως ουδείς παρεμπόδιση αυτόν κατά την είσπραξιν των καθιερωμένων φόρων ...». Την προστασία της τουρκικής διοίκησης ζητούν και τα μοναστήρια, όταν τους «ντουκουτίζουν» οι ραγιάδες. Απόφαση του Βεζύρ Αλί πασά: «Εγώ ο Βεζύρ Αληπασάς. Έδωκα το μπουγιουρδί μου του ηγουμένου από μοναστήρ Βαρνάκοβα, ότι δια το χωρίον Παλιόμυλον, όπου έχει αγορασμένον από τους ραγιάδες Παλιομυλιώτες και τον νταβίζουν δια να του το πάρουν πίσω ... Εκοίταξα εγώ αυτήν τη διαφοράν και κανείς δεν έχει να τον ντουκουτίση εις το παραμικρόν· και όποιον ραγιάν θελήση να κράτηση, και όποιον δεν θελήσει να τον διώξη από το τσιφλίκι του με το ιζίνι μου». Το άπληστο ιερατείο, ως φαίνεται δεν δίσταζε να «χαλάει» διαθήκες κατά το δοκούν, όπως καταλαβαίνουμε από μια επιστολή της «Χώρας και χωρίου Θερμίων Κύθνου», που ζητούν από τον αρχιερέα τους, τις νόμιμες διαθήκες «να μη τας χαλνά, αλλά να παίρνει όσα του αφήνουν αυτοπροαιρέτως». Αξίζει να σημειωθεί, πως η επιστράτευση ακόμη και ληστών για την είσπραξη των «δικαιωμάτων» από τους ραγιάδες, δεν ήταν άγνωστη ούτε και αποκλειστέα τακτική από τους ιερείς. Όπως ήταν φυσικό, σε αντίθεση με τον υπόλοιπο υπόδουλο πληθυσμό ο οποίος στέναζε, οι ρασοφόροι (εξαιρουμένου ίσως σε κάποιες περιπτώσεις τού χαμηλόβαθμου κλήρου) περνούσαν «ζωή χαρισάμενη». Ο «ανώνυμος» της «Ελληνικής Νομαρχίας» είναι εξ ίσου γλαφυρός στο σημείο αυτό: Πφς ραγε ζφσιν αPτοv ο1 ρχιεπίσκοποι ε0ς τpς μητροπόλεις των καv AποΦαι ε0σv α1 ρεταί των; Τρώγοσι καv πίνοσι aς χοΦροι (I νζν 8ωαννίνων, καθ|ς $κουσα πx ναν μάρτυρα αPτόπτην, ε0ς τx πρόγευμα τρώγει δύο @κάδες γιαούρτι, καv ε0ς τx δειλινxν μισtν @κΆ σαρδέλας ξεκοκκαλισμένας, τpς Aποίας τρώγει μr τx χουλιάρι). Κοιμφνται δεκατέσσαρας eρας τtν νύκτα καv δύο eρας μετp τx μεσημέρι. Λειτουργοζσι δύο φορpς τxν χρόνον, καv Eταν δrν τρώγωσι, δrν πίνωσι, δrν κοιμφνται, τότε κατεργάζονται τp πλέον ναίσχυντα καv οPτιδανp ργα, Aποz τινpς μπορεΦ νp στοχασθΗ (I ρτης, A Γρεβενφν καv A 8ωαννίνων ε6ναι ο1 πρφτοι προδόται τοζ τυράννου, καθ|ς Eλοι τx γνωρίζουσι. I Uστερος πx αPτοzς 1κέτευσεν τxν τύραννον, καv κούρευσεν τxν γγονά του, aς νp τοζ γίνετο νουνός. I ρτης πάτησεν καv πρόδωσεν τοzς %ρωας Σουλιφτας· ε6ναι δr καv ο1 τρεΦς σελγεΦς, σωτοι ε0ς τx κρον, μοιχοί, πόρνοι καv ρσενοκοΦται φανεροί). Καv οUτως ε0ς τxν βόρβορον τΖς μαρτίας καv ε0ς τtν 0δίαν κρασίαν θησαυρίζουσι χρήματα, καv ο1 ναστεναγμοv τοζ λαοζ ε6ναι πρxς αPτοzς τόσοι ζέφυρες. Η «μάχαιρα του αφορισμού», με την οποία καυχιόταν ο πατριάρχης Σαμουήλ Χαντζερής ότι η Εκκλησία επιβαλλόταν, αποτελούσε το κυριότερο μέσο επιβολής της πατριαρχικής και επισκοπικής εξουσίας, κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Το πατριαρχείο και οι επίσκοποι χρησιμοποιούσαν τον αφορισμό ως κατασταλτικό και ταυτόχρονα πειθαρχικό μέσο των ραγιάδων. Ως κατασταλτικό και πειθαρχικό μέσο των Ελλήνων ραγιάδων, ο αφορισμός είχε την επικύρωση της τουρκικής διοίκησης. Έτσι συνδέεται η διοικητική διαδικασία του τουρκικού κράτους με τη χριστιανική ηθική και μεταβάλλονται οι υποχρεώσεις προς το πατριαρχείο και, μέσω αυτού, προς το τουρκικό κράτος, σε ηθικές υποχρεώσεις του Έλληνα ραγιά προς την πίστη του. Αυτή η σύνδεση ηθικότητας και διοίκησης, κατά την τουρκοκρατία, μετέτρεψε και την ηθική και την πίστη σε «αγαθά διοίκησης». Η πίστη γίνεται υπόθεση του τουρκικού κράτους, που διευκολύνει, σε κάθε επαρχία του, την εγκαθίδρυση της ειδικής εξουσίας του επισκόπου. Ο επίσκοπος μπορεί, έτσι, να ελέγχει απόλυτα, με τον αφορισμό, την ενιαία δια της εκκλησιαστικής πράξεως κοινότητα. Με την απειλή των εκκλησιαστικών επίτιμων διατηρείται η διοικητική διάρθρωση της ορθόδοξης εκκλησίας και στο εξωτερικό. Η αμφισβήτηση της απόλυτης αυθεντίας του επισκόπου θεωρείται ηθική παράβαση και διώκεται. Ο μη ικανοποιητικός διακανονισμός των οικονομικών χρεών μητροπολίτη προς το πατριαρχείο επιφέρει, εκτός από καθαίρεση, και αφορισμό εάν ο καθηρημένος, για οικονομικούς λόγους, μητροπολίτης, εξακολουθεί να τελεί ιερατικές πράξεις. Ο αφορισμός εκφωνείται μετά «ωμοφορίου και επιτραχηλίου». Οι οικονομικές παραβάσεις μετατρέπονται σε παραβάσεις πίστεως και διώκονται. Ο αφορισμός είναι μια δημόσια τελετή, στην οποία το θύμα, αλλά και η οικογένειά του, γίνονται αντικείμενα της κολαστικής δυνάμεως του επισκόπου. Αυτή η δημόσια τελετή κάνει γνωστό στην κοινότητα το μειονέκτημα, που σέρνει πάνω του ο «αφορεσμένος», γνώση που θα επιτρέψει στην κοινότητα να εκτελέσει την ποινή. Ο αφορισμός, στην πραγματικότητα, ήταν μια πολιτική δραστηριότητα του επισκόπου, από κοινού με την κοινότητα. Η κοινότητα ήταν το απαραίτητο εργαλείο. Ο αφορισμός συνίσταται στην αδυναμία συναναστροφής του «αφορεσμένου» με την υπόλοιπη κοινότητα των χριστιανών. Ο αφορίζων, ταυτόχρονα αφαιρεί τη δυνατότητα της μεταθανάτιας σωτηρίας και διαφοροποιεί τον χριστιανό, που τον δέχεται, από το σύνολο της κοινότητας, στην οποία ανήκει. Κατά το Ο' κεφάλαιο του Νομοκάνονα του Μανουήλ Μαλαξού, όποιος συνεύχεται με τον αφορισμένο, αφορίζεται κι αυτός. Παραθέτοντας ο Νομοκάνονας τις απόψεις Ζωναρά, θεωρεί ότι όποιος «εσυγκοινωνεί» με τον αφορισμένο, αποδεικνύει, με τη στάση του αυτή, ότι «καταφρονεί τον αρχιερέα οπού τον αφώρισε» ή ότι κακώς τον αφόρισε ο αρχιερέας. Γι' αυτό,«όποιος συνέρχεται και συμψάλλει μετά τον αφωρισμένον ή εις εκκλησίαν, ή εις οσπήτιον και αυτός αφοριζέσθω». Ο αφορισμός είναι εκκλησιαστική ποινή, της οποίας όμως ο χαρακτήρας είναι δημόσιος. Δεν μπορεί να επιφέρει αποτελέσματα και να παράγει εξουσία, για τον επίσκοπο επάνω στην κοινότητα, παρά μόνο εφ' όσον επιτραπεί η ανάγνωση του δημόσια. Για να γίνει αυτό, χρειαζόταν η άδεια του σουλτάνου. Ο σουλτάνος έδινε την άδεια να χρησιμοποιείται αυτό το μέσο διοικήσεως με το διοριστήριο βεράτι. Τη μετατροπή του αφορισμού σε μέσο διοικήσεως, κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, αποδέχεται και η ίδια η σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος. Σε έγγραφο της 9/9/1837, λέει: « ...και εάν επί Τουρκοκρατίας εκδίδετο ούτος, (ο αφορισμός) εκδίδετο παρά της Εκκλησίας ουχ απλώς, αλλ' ως διοικούσης και πολιτικώς και δικαστικώς, και εις αναχαίτισιν πολλών άλλων καταχρήσεων ...». Πως μπορεί όμως ένας αφορισμένος να αντιδράσει, να αμφισβητήσει το «δίκαιον» του αφορισμού του, ή έστω να δηλώσει μεταμέλεια; Στο Νομοκάνονα του Μανουήλ Μαλαξού αναφέρεται ότι «Ένας άνθρωπος, οπού να αφορισθή δικαίως ή αδίκως παρά του αρχιερέως αυτού να μην δεν καταφρονή τελείως τον αφορισμόν, ουδέ να γίνεται κριτής αυτός εις τον εαυτόν του, ως ότι αδίκως αφορίσθη αλλά να απέρχεται μετά πάσης προθυμίας και ευλάβειας εις τον αρχιερέα αυτού, δουλικώς να παρακαλή να του συγχώρηση ...». Πρόκειται δηλαδή, για το άκρον άωτον της ιερατικής αλαζονείας και υπεροψίας. Η κατοχή ενός τέτοιου «όπλου» στα χέρια τής Εκκλησίας και μάλιστα με την ανοχή και άδεια της οθωμανικής διοίκησης, ήταν φυσικό πως θα οδηγούσε σε κατάχρηση. Ο «ανώνυμος» της «Ελληνικής Νομαρχίας», γράφει χαρακτηριστικά, πως «Ο1 φορισμοv ε0ς τtν λλάδα, καv ξόχως ε0ς τp 8ωάννινα καv Πάτραν, $θελαν νομισθΗ εPχαv τΖς λειτουργίας πx κανένα λλογενΖ. Τόσον ε6ναι συχνοί, καv σχεδxν κάθε Κυριακtν ε0ς κάθε κκλησίαν ναγινώσκονται δύο καv τρεΦς φορισμοί, πάντοτε δr διp οPτιδανωτάτας διαφοράς, καv aς πv τx πλεΦστον διp δύο " τριφν γροσίων Qπόθεσιν». Λίγο πριν την επανάσταση του ΄21, εξαθλιωμένοι κάτοικοι της περιοχής του Καστρίου της Κυνουρίας, εξαγριωθέντες από τις ενέργειες των μοναχών κι από τη συσσώρευση μεγάλου πλούτου στο μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου, έκαναν το αυτονόητο: Πήραν τα κτήματα, τις ελιές και τα αιγοπρόβατα της μονής και τα ιδιοποιήθηκαν. Ο τότε μητροπολίτης Άργους και Ναυπλίας, Ιερόθεος, ενημέρωσε τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄, του οποίου ζήτησε την υποστήριξη. Τότε, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως εξέδωσε φοβερό αφορισμό εναντίον των εμπλεκομένων κατοίκων επτά χωριών της περιοχής και συγκεκριμένα των: Αγίου Νικολάου, Έλατου, Καράτουλας, Μεσορράχης, Νέας Χώρας, Περδικόβρυσης και Ωριάς. Αμφισβήτηση της συνολικής αυθεντίας του πατριαρχείου και της εκκλησιαστικής πράξεως παρατηρήθηκε στην περίπτωση της αλλαξοπιστίας 36 χωριών της περιοχής Πωγωνιανής και Κόνιτσας το 1760. Οι κάτοικοι αποφάσισαν να τηρήσουν με σχολαστικότητα τη νηστεία της Μεγάλης Σαρακοστής να παρακαλέσουν να προσευχηθούν για τη σωτηρία τους από τους Οθωμανούς και, σε περίπτωση που δεν εισακουσθούν οι δεήσεις τους μέχρι την Ανάσταση, να αλλαξοπιστήσουν, πράγμα που τελικά έκαναν, αφού έδιωξαν τον επίσκοπο και τους ιερείς τους. Αμφισβήτηση, επίσης, της «μάχαιρας του αφορισμού» εκ μέρους κοινότητας συναντούμε στην περίπτωση του ομαδικού εξισλαμισμού, κάτω από την πίεση εδώ του ίδιου του επισκόπου του χωριού Κοροβελέσι των Ακροκεραυνίων, τον 18ο αιώνα. Αφορμή εδώ η τήρηση των κανόνων της νηστείας, που, σε εποχή μεγάλης σιτοδείας, ήθελε ο επίσκοπος Χειμάρας και Δελφίνου να τηρούν οι χριστιανοί, απειλώντας αυτούς «δι' αρών και απειλών της γεένης του πυρός». Έτσι, σύμφωνα με την «Χρονογραφία της Ηπείρου» (1856) του Παναγιώτη Αραβαντινού, οι «προύχοντες της χώρας εκείνης θεωρήσαντες ότι, εάν ου κατέλυαν την νηστείαν, επέκειτο αναπόφευκτος εις αυτούς θάνατος και αυτοχειρία, και εκ τούτου κόλασις αιώνιος, και, εάν πάλι κατέλυον, έμελλον, ίνα εισέλθωσιν εις την κόλασιν μετά των αλλόπιστων, προετίμησαν το δεύτερον, και ούτως απογνωσθέντες ενηγκαλίσθησαν τον Ισλαμισμόν οι πλείστοι». Στην πραγματικότητα, εδώ ο αφορισμός χρησιμοποιείται για την προσαρμογή του πληθυσμού σε μια απαράδεκτη τάξη πραγμάτων ενώ η νηστεία χρησιμοποιείται ως μέσο πειθαρχίας που διευκολύνει την προσαρμογή. Έχοντας υπόψιν όλα τα παραπάνω, δεν είναι δύσκολο να κατανοήσει κάποιος, γιατί η Εκκλησία δεν έβλεπε με καθόλου καλό μάτι την Επανάσταση των ραγιάδων και την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Είναι ευκόλως εννοούμενο, πως κάτι τέτοιο σήμαινε την απώλεια από μέρους της, σημαντικού τμήματος της εξουσίας, την οποία της είχε εξασφαλίσει η οθωμανική διοίκηση και με την οποία είχε φτάσει στο σημείο να γίνει κατά περίπτωσιν, χειρότερος δυνάστης κι απ' τους ίδιους τους Τούρκους. Ο λαός δεν ονόμασε τυχαία τους κληρικούς και τους κοτσαμπάσηδες (αυτούς που γνωρίζουμε σήμερα με τους εξευγενισμένους όρους, «προεστοί», «δημογέροντες», «πρόκριτοι», «καραβοκύρηδες» κ.ά.), «χριστιανούς πασάδες». Άλλωστε, ο αφορισμός της Ελληνικής Επανάστασης, μιλάει από μόνος του ...

 
Πηγές: «Η πολιτική των επισκόπων στην Τουρκοκρατία» (Δημήτρης Παπαϊωάννου) | ethnikoi.org | evrytan.gr | el.wikipedia.org | freeinquiry.gr | siamosnick.gr
Από: Πάρε-Δώσε http://www.pare-dose.net/?p=4029#ixzz28ymbq3Pv ***********************************************************************
Πηγή: diadrastiko: Η οικονομική αφαίμαξη των ραγιάδων από την Εκκλησία κατά την Τουρκοκρατία http://diadrastiko.blogspot.com/2013/10/blog-post_1570.html#ixzz3JXOTjpUP

Viewing all articles
Browse latest Browse all 8271

Trending Articles



<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>