600 περίπου. Η «Λακεδαιμονία», η οποία επί δύο περίπου αιώνες εστέγαζε την δράκα των τοποτηρητών της πρωτοβυζαντινής αυταρχίας, με άρχοντα διοικητή διορισμένο πότε απευθείας υπό των θεομανών αυτοκρατόρων της Nova Roma (Νέας Ρώμης) του Βοσπόρου και πότε υπό του Στρατηγού του «Θέματος Πελοποννήσου» που ήδρευε στην Κόρινθο, εγκατελήφθη σταδιακώς από τα μη Εθνικά στοιχεία. Η χριστιανική της Επισκοπή έκλεισε και αρκετοί εκ των Σπαρτιατών του Ταϋγέτου και του Πάρνωνος επέστρεψαν σ' αυτήν, μαζί με τα λείψανα των πολιτικοθρησκευτικών Εθνικών θεσμών τους. Οι ελάχιστες εκκλησίες ερημώθησαν και, όπως αποδεικνύεται εκ της πλήρους απουσίας βυζαντινών νομισμάτων της εποχής, μετά τον Γιουτπράδα (Ιουστινιανό) οι ελεύθεροι Έλληνες της λακωνικής γής κατέφυγαν στην ανταλλακτική οικονομία προς εξασφάλιση της αυταρκείας και αυτονομίας τους.
700 περίπου. Πτωχικοί μικροπληθυσμοί μη χριστιανών «Σλάβων», ή «Χορβατών», ή «Παγανών», όπως τους απεκάλουν οι Βυζαντινοί, άρχισαν να κατέρχονται ειρηνικώς έως την Πελοπόννησο και, αναζητώντας έναν ασφαλή τόπο να εγκατασταθούν μακριά από την βία των χριστιανών, άρχισαν να ιδρύουν οικισμούς στην Κορινθία, την Αχαϊα, την Ηλεία, την Αρκαδία, καθώς και στην Λακωνία, ανεμπόδιστοι από τους εκεί Έλληνες Εθνικούς. Τρείς μη χριστιανικές εθνικές κοινότητες, οι Έλληνες Εθνικοί, οι «Παγανοί», και κάποιοι ελάχιστοι Ιουδαίοι, θα ζήσουν έκτοτε μέσα στην πόλη της «Λακεδαιμονίας» επί πολλές δεκαετίες, δίχως προστριβές, παρόλο που η κάθε κοινότης ετη
727 Ελλαδικοί και νησιώτες Έλληνες, εστασίασαν στο πλευρό του «τουρμάχου» Αγαλλιανού κατά του εικονομάχου αρμενικής καταγωγής αυτοκράτορος Λέοντος και εξεστράτευσαν κατά της Κωνσταντινουπόλεως με μεγάλο στόλο, ο οποίος όμως κατεστράφη σε ναυμαχία υπό του «Υγρού Πυρός» των Βυζαντινών. Αποτέλεσμα αυτής της ήττας ήταν να τεθεί όλη η Ελλάδα, με διάταγμα του Λέοντος, υπό την άμεση εξουσία του Πατριάρχου.
746 - 747 Διετής μεγάλος λοιμός, προερχόμενος εκ της Καλαβρίας και της Σικελίας, εσάρωσε τους πληθυσμούς της Χερσονήσου του Αίμου και των νήσων, συμπεριλαμβανομένης και της Λακωνικής, με περισσότερα θύματα ωστόσο στους επήλυδες Βυζαντινούς γύρω από την Μονεμβάσια.
755 Για να πυκνώσει τον αποδεκατισθέντα υπό του μεγάλου λοιμού, πληθυσμό της Νέας Ρώμης (Κωνσταντινουπόλεως), ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος, επανέφερε μεγάλα πλήθη Βυζαντινών εποίκων και έτσι αδυνάτισε επί πολλές δεκαετίες η Βυζαντινή παρουσία στους τόπους των Ελλήνων, ιδιαιτέρως δε στην Πελοπόννησο και την Λακωνική. Οι Εζερίτες Σλάβοι κατέκλυσαν την εκκενωθείσα περιοχή του Έλους, η οποία εκ του φυλετικού τους ονόματος απεκλήθη έκτοτε Εζερού.
790 - 800 περίπου. Αποτυχημένη απόπειρα του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ταρασίου (784 - 806) ο οποίος απεστρέφετο πάρα πολύ την Εθνική Παράδοση, να εκχριστιανίσει με την βία των όπλων, τους απομονωμένους μη χριστιανούς πληθυσμούς της Λακωνικής. Ο Ταράσιος, ήταν ένας εκ των ελαχίστων Βυζαντινών που εκείνη την εποχή κατείχαν μία μικρή γνώση Ρητορικής και Φιλοσοφίας, ως αποτέλεσμα μελετών του σ' εκκλησιαστικές βιβλιοθήκες που περιείχαν βιβλία Εθνικών.
807 Το έτος αυτό εξέσπασε μεγάλη εξέγερση των Σλάβων της Αχαϊας κατά των Βυζαντινών, με την από θαλάσσης βοήθεια, των υπό τον Αρούν Αλ Ρασίδ Σαρακηνών, κατά την οποία επολιορκήθη η πόλη των Πατρών. Ο Βυζαντινός στρατηγός Λέων Σκληρός έπνιξε στο αίμα την εξέγερση, η οποία επαρουσιάσθη υπό της βυζαντινής προπαγάνδας της εποχής ως τάχα πολιορκία υπό ξένου στρατού, την οποία οδήγησε σε αποτυχία ένα... θαύμα του «Αποστόλου» Ανδρέου. Η κατ' ουσίαν ανθελληνική αυτή προπαγάνδα θαυματοπληξίας των χριστιανών, αφού αυτή και μόνον ήταν που έδωσε πολλούς αιώνες αργότερα λαβή σε ευρωπαίους ιστορικούς να ομιλούν για σλαβική τάχα προέλευση των Νεοελλήνων, διογκώθη αργότερα ακόμη περισσότερο: «...τα της επιδρομής των Σλάβων εις Πελοπόννησον και τα της πολιορκίας των Πατρών επί το μυθικότερον, επηύξησε το γράμμα του Πατριάρχου Νικολάου Γραμματικού (1084 - 1111). Ούτος, υπερέβη πάσαν υπερβολήν ότι επί διακόσια δέκα και οκτώ έτη οι Σλάβοι, απέταμον την Πελοπόννησον της ρωμαϊκής αρχής, ότι ουδέ πους Ρωμαίου ηδύνατο να βαδίση εν αυτή, αλλ' εν μία ώρα δια του θαύματος του πρωτοκλήτου Ανδρέου, επανήλθεν η χερσόνησος υπό τα σκήπτρα τής εν Κωνσταντινουπόλει βασιλείας. Ούτω δε η Εκκλησία δια τοιούτων υπερβολών ενόμισεν ότι προήγε την δόξαν του «Αποστόλου» Ανδρέου διαστρέφουσα τα ιστορικά γεγονότα και περιβάλλουσα αυτά δια του μύθου» (Π. Ζερλέντου, ως άνω, σελ. 16).
849 Ο Βυζαντινός στρατηγός Θεόκτιστος Βριαίνιος, κατά διαταγή του αυτοκράτορος Μιχαήλ Γ (842 - 867), κατέπνιξε μεγάλη υπερδεκαετή ανταρσία των πεδινών Μελιγγών και Εζεριτών της Λακωνικής.
880 - 900 περίπου. Η τελευταία μαζική λατρεία των Ολυμπίων Θεών, εκείνη των απομονωμένων κατοίκων της Λακωνικής, εξησθένισε ακόμη περισσότερο μετά από μανιώδεις επιχειρήσεις εκχριστιανισμού. Ο Κωνσταντίνος Ζ ο Πορφυρογένητος, έγραψε στο «Περί Διοικήσεως Της Αυτοκρατορίας» τα εξής: «Ίστεον ότι οι του κάστρου Μαϊνης οικήτορες, ουκ εισίν από της γενεάς των προρρηθέντων Σλαύων, αλλ' εκ των παλαιοτέρων Ρωμαίων, οι και μέχρι του νύν παρά των εντοπίων Έλληνες προσαγορεύονται, δια το εν τοίς προπαλαιοίς χρόνοις ειδωλολάτρας είναι και προσκυνητάς των ειδώλων κατά τους παλαιούς Έλληνας, οίτινες επί της βασιλείας του αοιδίμου Βασιλείου (σημ. 867 - 886) βαπτισθέντες, Χριστιανοί γεγόνασιν..». Τ' απομεινάρια των Ελλήνων Εθνικών περιορίσθησαν να ζούν έκτοτε στους απροσίτους οικισμούς τους επί του Ταϋγέτου, όπου ήδη εφιλοξενούντο από της εποχής των σφαγών του Σταυρακίου και οι ανυπότακτοι Μελιγγοί, που ήδη είχαν πλήρως εξελληνισθεί .
940 περίπου. Νέα στάση των μη χριστιανών της Λακωνικής εναντίον της βυζαντινής εξουσίας, κατά την διάρκεια της βασιλείας του αυτοκράτορος Ρωμανού, κατεστάλη υπό του στρατηγού Κρινίτου Αροτρά. Ακολούθησε ωστόσο μία περίοδος αναρχίας στην όλη περιοχή, καθώς διάφοροι Βυζαντινοί πρωτοσπαθάριοι και άρχοντες (Βάρδας Πλατυπόδης κ.ά.) προέβαιναν σ' αλλεπάλληλες στάσεις κατά της εξουσίας του Ρωμανού, συνεπικουρούμενοι υπό του εντοπίου εθνικού στοιχείου.
945 - 988 Ο αφιχθείς στην Λακωνική σκληρός Αρμένιος προσηλυτιστής Νίκων, ο αποκαλούμενος «Μετανοείτε», εκτός από την κατασφαγή των εν «Λακεδαιμονία» Ιουδαίων και των ανεπιδέκτων εκχριστιανισμού παγανιστών Σλάβων των πεδινών οικισμών της περιοχής (των «Τελχίνων» όπως τους έλεγαν σε μία προσπάθεια δαιμονοποιήσεως οι Βυζαντινοί), εφρόντισε και για την εξολόθρευση των τελευταίων ιχνών της «αρχαίας ειδωλολατρίας» που, προστατευομένη υπό του δυσπροσίτου Ταϋγέτου, ελειτουργούσε ελευθέρως και απροσκόπτως υπό την ηγεσία του Έλληνος «Εφόρου των Εθνικών γαιών» και «Δουκός των Εθνικών», Αντιόχου («...ός την δουκικήν μεν αρχήν διείπε της των εθνικών χώρας...», περιγράφεται στον «Βίο Νίκωνος» 156 β), επιδείξασα μάλιστα εξαιρετική αφομοιωτική δύναμη, δεδομένου ότι οι συνοικήσαντες Μελιγγοί είχαν εξελληνισθεί πλήρως, όπως προείπαμε, «ουδέν ίχνος αφήσαντες της επί του Ταϋγέτου εξοικίσεως αυτών» (Περικλέους Ζερλέντου, ως άνω, σελ. 9). Ο Αρμένιος προσηλυτιστής εξόντωσε με τα ίδια του τα χέρια τον «φιλοδαίμονα» και «αλαζόνα» Αντίοχο, (την δολοφονία αυτή, ο βιογράφος του Νίκωνος την παρουσιάζει βεβαίως σαν... μεταθανάτιο θαύμα του «Οσίου» !), εθανάτωσε τους ιερείς και όλους τους «τολμητίες και θρασυκαρδίους» αμεταπείστους, αφού προηγουμένως, όπως φαίνεται εκ της λεγομένης «Διαθήκης» του, με αφορμή μία εκ των πολλών επιδημιών («θανατικών») της εποχής, παρεκίνησε εξ Αμυκλών τους επήλυδες χριστιανούς της περιοχής (ο ίδιος ο βιογράφος του ομολογεί στον «Βίο» του ότι επρόκειτο περί «των της Λακεδαίμονος εποίκων», 130 α 25), να κυνηγήσουν τους Ιουδαίους της περιοχής και να καταστρέψουν τους τελευταίους Εθνικούς και τα επί των υψωμάτων πτωχικά Ιερά τους: «Εις τους οποίους εγώ αποκρίθηκα ότι επειδή και η οργή είναι θεϊκή, εσείς δεν έχετε πού να φύγετε, διατί ο Θεός όπου κατοικά εις τους ουρανούς κυριεύει και την Ανατολήν και την Δύσιν, και εις οποίον τόπον εσείς θέλετε υπάγηι, ευρίσκει σας. Όμως εσείς κάμετέ μου μίαν ομολογίαν ιδιόχειρον, ότι να μου υπακούσετε εις εκείνα οπού μέλλω να κάμω. Το οποίον είναι τούτο: να ευγάλω τους Εβραίους από μέσα από την χώραν, να υπάγουν έξω. Και τα μακελιά οπού είναι προς τον άγιον Επιφάνειον να τα χαλάσουν...» («Διαθήκη Νίκωνος», όπως εδημοσιεύθη στον «Νέο Ελληνομνήμονα», τεύχος 3.1906, με πολύ ενδιαφέρον το εντελώς άσχετο τρίτο πληθυντικό πρόσωπο που χρησιμοποιείται στο «να τα χαλάσουν»). Στην ίδια την πάλαι ποτέ «κατείδωλον» Σπάρτη, έκτισε αμέσως μετά από όλα αυτά εκκλησία του «Σωτήρος Χριστού» επάνω στον ιερό λόφο του ιστορικού Ναού της Χαλκιοίκου Αθηνάς. Προηγουμένως μάλιστα, εξοντώθη («συνέβη και απέθανε») μυστηριωδώς ένας ακόμη Εθνικός που τον εμπόδιζε να κτίσει την εκκλησία του στον ιερό τόπο, καθώς και αναρίθμητες άλλες εκκλησίες επάνω σε άλλα Ιερά (ή χρησιμοποιώντας τα συντρίμμια τους ως δομικά υλικά, όπως λ.χ. στις εκκλησίες των Γερονθών). Ταυτοχρόνως, οι Βυζαντινοί ολοένα μετέφεραν και εγκαθιστούσαν στην πεδινή Λακωνική κατά ομάδες, επήλυδες χριστιανούς, για ν' αλλοιώσουν την εθνική σύνθεση των εντοπίων.
Με αφορμή τις κακουργίες του Αρμενίου προσηλυτιστού, κάποιες εκ των οποίων ο ίδιος ο βιογράφος του έκαμε το λάθος να διασώσει, όπως έκαμαν, ευτυχώς για την ιστορική αλήθεια και άλλοι όμοιοί του, όπως λ.χ. ο ανεκδιήγητος εκείνος Μάρκος Διάκονος, πρέπει να μην αφήσουμε ασχολίαστο ένα λυπηρό αλλά κατά κόρον παρουσιαζόμενο φαινόμενο. Το ότι στρέφουν αποτόμως οι διαφόροι Ρωμιοί συγγραφείς «Ιστοριών» της Σπάρτης, ή της Ελλάδος ευρύτερα, έναν αόρατο διακόπτη του μυαλού
(Από το βιβλίο του Βλάση Γ. Ρασσιά "Επίτομος Ιστορία των Σπαρτιατών")