ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΜΟΥΣΙΚΗ: Η ΑΥΘΕΝΤΙΚΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΗΣ ΕΒΡΑΪΚΗΣ
Διάφοροι οπαδοί του Εβραιοχριστιανικού ιδεολογήματος στην προσπάθειά τους να «αποδείξουν», ότι το Βυζάντιο αποτέλεσε δήθεν ομαλή και φυσική συνέχεια του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού υποστηρίζουν, ότι η βυζαντινή μουσική αποτελεί εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής μουσικής. Τούτο είναι τελείως ανακριβές· η βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική είναι η εβραϊκή λειτουργική μουσική με μεταφρασμένους ή παραφρασμένους τους στίχους της στα ελληνικά. Ελάχιστες τυχόν ομοιότητες της βυζαντινής με την Ελληνική μουσική δεν οφείλονται σε εξέλιξη της βυζαντινής από την ελληνική, αλλά σε -κατ' ανάγκην- αντιγραφές και δάνεια είτε της βυζαντινής απ' ευθείας, είτε της εβραϊκής -απ' όπου προέρχεται η βυζαντινή- από την κατά πολύ αρχαιότερη, τεχνικότερη, επιστημονική και πλούσια αρχαία Ελληνική μουσική παράδοση.
Η μουσική επιστήμη στην αρχαία Ελλάδα
Χαρακτηριστικά της αρχαίας ελληνικής μουσικής είναι ο πλούτος των μέτρων, των τρόπων (κλιμάκων ή αρμονιών) και η ποικιλία των μουσικών οργάνων. Από τα έγχορδα ξεχωρίζουν η διονυσιακή βάρβιτος, η τετράχορδη ομηρική φόρμιγξ, η επτάχορδη απολλώνια λύρα, η κιθάρα, η πανδουρίς και η πολύχορδη άρπα. Από τα πνευστά το κέρας, ο διπλός αυλός, η σάλπιγξ και η επτακάλαμος σύριγξ. Στα κρουστά καταλέγονται τα κύμβαλα, το σείστρο, ο απλός και σύνθετος κώδων, τα κρόταλα και το τύμπανο. Οι τρόποι που χρησιμοποιούνταν κυρίως ήταν οι: δώριος, φρύγιος, λυδικός, μιξολυδικός, αιολικός υποδώριος, ιωνικός υποφρυγικός και υπολυδικός. Πλέον αυτών χρησιμοποιούνταν και συνδυασμοί τους, όπως ο λυδικός-αιολικός, ο μικτός φρυγικός-λυδικός και πολλοί άλλοι.
Οι μυτιληναίοι, λέγει ο Αιλιανός («Ποικίλη Ιστορία», Ζ΄6), όταν έγιναν θαλασσοκράτορες, εις όσους επαναστατούσαν επέβαλλαν ως τιμωρία να μήν διδάσκονται τα παιδιά τους μουσική, «επειδή θεώρησαν, ότι απ' όλες τις τιμωρίες η βαρυτέρα είναι να ζει κανείς χωρίς μουσική». Η μουσική αποτελούσε το βασικότατο μάθημα στην εκπαίδευση όλων των αρχαιοελληνικών πόλεων - κρατών, ο δε Πλάτων και άλλοι κορυφαίοι φιλόσοφοι αφιερώνουν πολλές σελίδες των έργων τους, για να καταδείξουν την τεράστια επίδραση της μουσικής στη διαμόρφωση της νοημοσύνης, του ψυχισμού και γενικώς του χαρακτήρα του ανθρώπου. Όλοι οι μεγάλοι διανοητές γνώριζαν τη μουσική. Η μουσική ήταν κλάδος των μαθηματικών· η Αρμονική, όπως ονομαζόταν, αναζητούσε μουσικούς «τρόπους» και μουσικούς «νόμους» για την ηχητική έκφραση της αρμονίας του Σύμπαντος από την Τέχνη. Μέθοδοι μουσικοθεραπείας εφαρμόζονταν στα Ασκληπιεία και Αμφιαράεια.
Η μελωδία απαιτεί μια μόνη μουσική γραμμή, η οποία τραγουδιέται απ' όλους μαζί ομόφωνα και ομότονα, είναι δηλαδή μονοφωνική. Αντίθετα η αρμονία απαιτεί πολλές μουσικές γραμμές, οι οποίες συνηχούνται (ακούγονται ταυτόχρονα) από δύο φωνές (διφωνία) ή από τρείς (τριφωνία) κ.ο.κ. είναι δηλαδή πολυφωνική. Η εβραϊκή και η βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική είναι μονοφωνικές ενώ η κλασική ευρωπαϊκή πολυφωνική. Στις εικονιζόμενες παραστάσεις φαίνεται, ότι και οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν -αντίθετα με ό,τι διδάσκεται- την πολυφωνία. Στην αριστερή αγγειογραφία του στ΄ αιώνα π.Χ. εικονίζονται αυλητής και αοιδός. Στην δεξιά αγγειογραφία του ε΄ αι. π.Χ. εικονίζεται ομάδα μουσικών με τρία όργανα (από αριστερά προς τα δεξιά: ζεύγος αυλών, άρπα και λύρα). Σε πολλές παραστάσεις αρχαίων αγγείων με έγχορδα (κιθάρα, λύρα κ.τ.λ.) εικονίζονται οι μουσικοί να κτυπούν με τα δάκτυλα του αριστερού χεριού τις χορδές και με το δεξί χέρι να τις κτυπούν συγχρόνως όλες (συνήχηση φθόγγων).
Η μουσική, θεραπαινίδα της θεοκρατίας
Στους εβραίους, η αντίληψη για τη μουσική ήταν τελείως διαφορετική, καθ' ότι συνδεδεμένη με τα εξ αποκαλύψεως προστάγματα του Γιαχβέ, προέκυψε κατ' εντολήν αυτού προς τον Μωυσή, προκειμένου να τον δοξάζουν οι υιοί του Ισραήλ: «Και νυν γράψατε τα ρήματα της ωδής ταύτης και διδάξατε αυτήν εις τους υιούς Ισραήλ και εμβαλείτε συτήν εις το στόμα αυτών, ίνα γένηταί μοι η ωδή αύτη κατά πρόσωπον μαρτυρούσα εν υιοίς Ισραήλ». («Δευτερονόμιον», λα΄ 19). Ο Μωυσής είναι ο -κατ' εντολήν Γιαχβέ- πρώτος ρυθμιστής και οργανωτής της λατρείας δια της μουσικής («Αριθμοί», ι΄ 1-10). Δεύτερος θεωρείται ο Δαβίδ, ο οποίος, με την εισαγωγή του θεσμού των ψαλτωδών, την ποίηση των ψαλμών και τη χρήση μουσικών οργάνων ποίκιλε -σύμφωνα με την εβραϊκή βιβλική παράδοση- τη λατρεία: «Έταξε κατά πρόσωπον της κιβωτού διαθήκης Κυρίου εκ των Λευιτών λειτουργούντας, αναφωνούντας και εξομολογείσθαι και αινείν Κύριον τον Θεόν Ισραήλ· Ασάφ ο ηγούμενος και δευτερεύων αυτού Ζαχαρίας, έπειτα Ιεϊήλ και Σεμιραμώθ και Ιεχιήλ και Ματαθίαν και Ελιάβ και Βεναϊάν και Ωβήδ-Εδώμ». («Α΄ Παραλειπομένων», ιστ΄ 4-6).
Στην «Παλαιά Διαθήκη» διακρίνονται τα εξής υμνητικά είδη:
- Οι ωδές, οι οποίες είναι πολλές, αλλά στη χριστιανική λατρεία χρησιμοποιούνται οκτώ απ' αυτές. (Δύο, που αποδίδονται στον Μωυσή, μία της προφήτισσας Άννας, του Αββακούμ, του Ησαΐα, του Ιωνά, του Αζαρία και μία των τριών εβραίων παίδων).
- Οι ψαλμοί, οι οποίοι αποδίδονται κυρίως στον Δαβίδ, ψάλλονταν από τους ιερείς, ενώ οι πιστοί συνήθως συμμετείχαν επαναλαμβάνοντας τις καταλήξεις των στίχων. Οι ψαλμοί αναλόγως του περιεχομένου διαιρούνται σε δοξολογικούς, παρακλήσεως, ευχαριστίας, βασιλικούς, υμνητικούς (της Σιών), διδακτικούς κι εορταστικούς.
Ο «προφητάναξ Δαυίδ» από το επίσημο λειτουργικό βιβλίο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, «Ψαλτήριο». Παρατηρείστε τα δάκτυλά του και συγκρίνατέ τα με τα δάκτυλα της αρπίστριας της προηγούμενης εικόνας δεν πρόκειται για κίνηση δακτύλων αρπιστή, αλλά κάποιου τελείως άσχετου με το εικονιζόμενο μουσικό όργανο.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας κι άλλοι χριστιανοί απολογητές, εκθειάζουν την αξία των ψαλμών και υπογραμμίζουν την καθοδήγηση των ψαλμωδών από το θεό μέσω του αγίου πνεύματος. [«Επειδή γαρ είδε το Πνεύμα το Άγιον δυσάγωγον προς αρετήν το γένος των ανθρώπων και δια το προς ηδονήν επιρρεπές του ορθού βίου καταμελούντας ημάς, τι ποιεί; Το της μελωδίας τερπνόν τοις δόγμασιν εγκατέμιξεν, ίνα τω προσηνεί και λείω της ακοής το εκ των λόγων ωφέλιμον λανθανόντως υποδεξώμεθα». (Μ. Βασιλείου, «Εις τον Α΄ ψαλμόν», ΒΕΠΕΣ 52, 1121-26. PG 29, 212 B). Το άγιον πνεύμα «πάντας φωτίζει προς την του Θεού κατανόησιν, εμπνεί τοις προφήταις». (Μ. Βασιλείου, «Περί πίστεως»,3.ΒΕΠΕΣ 54,15437-38. ΡG 31,469C). «Δια τούτο τους ψαλμούς ημίν ήσεν ο μακάριος εκείνος (ο Δαβίδ), μάλλον δε η του Πνεύματος χάρις». (Ι Χρυσοστόμου, «Ομιλία εις τον ΜΑ΄ψαλμόν 5.PG 55,163). «Ηνίκα τοίνυν εσκίρτα το Πνεύμα επι τινα των αρχόντων των ψαλτωδών, οι λοιποί ησυχίαν ήγον παρεστώτες και υπακούοντες συμφώνως το ψάλλοντι, "Aλληλούια"». (Ευσεβίου Καισαρείας, «Ερμηνεία εις τους ψαλμούς», ΒΕΠΕΣ 21,1631-34(PG 23,73B).]
Η κεντρική λειτουργική θέση των ψαλμών στην «Παλαιά Διαθήκη» διατηρήθηκε αναλλοίωτη και στη χριστιανική λατρεία. «Πάντες γαρ αυτόν (τον Δαβίδ) αντί μύρου δια στόματος φέρομεν. Εν Εκκλησία παννυχίδες και πρώτος και μέσος και τελευταίος ο Δαβίδ (δηλαδή οι ψαλμοί του)· εν τοις σκηνώμασι των νεκρών προπομπαί και πρώτος και τελευταίος ο Δαβίδ· εν ταις οικίαις των παρθένων ιστουργίαι, και πρώτος και μέσος και τελευταίος ο Δαβίδ». (Ι. Χρυσοστόμου, «Περί μετανοίας και ανάγνωσμα του Δαβίδ περί της του Ουρίου», PG 64,12).
· Οι ύμνοι· όρος διάχυτος στα κείμενα της «Παλαιάς Διαθήκης» με ασαφή συχνά όρια με τις ωδές και τους ψαλμούς. Η συγγραφή και η εκτέλεση των ύμνων είχε ανατεθεί σε ειδική τάξη του λαού και του ιερατείου: στους προφήτες με τις ομάδες των ψαλμωδών και στο ιερατείο των λευιτών («Α΄ Παραλειπομένων», ιστ΄ 4-6, «Αριθμοί», α΄ 47-54).
Στο «Ψαλτήριον» περιέχονται πολλοί ανθελληνικοί ψαλμοί, που ψάλλουν οι ιερείς στους ναούς της σημερινής Ρωμιοσύνης. Στις φωτογραφίες εικονίζονται το εξώφυλλό του και η πρώτη σελίδα του. (Διαβάστε και κατεβάστε δωρεάν από την "Ελεύθερη Έρευνα": Τα υβριστικά κατά των ελλήνων επίσημα κείμενα της Ορθοδοξίας.)
Νομαδικοί λαοί δεν ήταν σε θέση να αναπτύξουν τη μουσική επιστήμη, ούτε καν η μουσική σημειογραφία δεν είχε αναπτυχθεί, ένα είδος της οποίας -τη νευματική γραφή- χρησιμοποίησαν οι εβραίοι μετά τον 9° αιώνα μ.Χ..
Αυτό, που βασικά ξεχωρίζει τη σημιτική από την ευρωπαϊκή μουσική είναι η ιδιαίτερη προτίμησή της πρός το χρωματικό στοιχείο. Χρωματικές κλίμακες λέγονται αυτές που χρησιμοποιούν πολλά χρωματικά ημιτόνια, δηλαδή τα ημιτόνια εκείνα που σχηματίζονται μεταξύ ομωνύμων φθόγγων, που διαφέρουν μεταξύ τους κατά σημείο αλλοίωσης (π.χ. ντο - ντο #). Με απλά λόγια το χρωματικό ύφος παράγεται όταν παίζονται εναλλάξ άσπρο-μαύρο τα πλήκτρα στο πιάνο.
Η ανάπτυξη της εβραϊκής λειτουργικής μουσικής στηρίχθηκε στη χρησιμοποίηση ενός μέρους των αρχαίων ελληνικών κλιμάκων και κυρίως του δώριου τρόπου. Η ιουδαϊκή θρησκεία είχε κατ' αρχήν επιτρέψει στους εβραίους τη χρήση μουσικών οργάνων στη λατρεία, όταν όμως οι λατρευτικές αυτές υποχωρήσεις δεν έφεραν τους αναμενόμενους καρπούς, όπως διευκρινίζει ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος («Εισαγωγή εις τον ΡΛS΄ ψαλμό», PG 55,405), το εβραϊκό ιερατείο εφάρμοσε την αποδοτική μέθοδο της στέρησης. Η βαβυλώνειος αιχμαλωσία στέρησε από τους εβραίους τις λατρευτικές τους δυνατότητες. Τα μουσικά όργανα του ναού παρέμεναν κρεμασμένα στις ιτιές των ποταμών Βαβυλώνος («Ψαλμός ΡΛΖ΄», 2) και φούντωναν τη νοσταλγία της λατρείας στο ναό του Σολομώντος, αφού στον ξένο τόπο ήταν απαγορευμένη η χρήση των ψαλμωδιών και των οργάνων του ναού. Έτσι λοιπόν, σύμφωνα πάντα με τις εβραϊκές-χριστιανικές πηγές, η λατρευτική εβραϊκή μουσική -από τη βαβυλώνειο αιχμαλωσία και μετά- ήταν ανόργανη.
Η εβραϊκή «βυζαντινή» μουσική
Την ίδια ώρα, που ο μεσσιανισμός των ιουδαίων ξεψυχούσε με την καταστροφή της Ιερουσαλήμ, στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, στη Ρώμη, ο οικουμενικός - ιδεαλιστικός μεσσιανισμός διά του χριστιανισμού έμπαινε στο προσκήνιο της ιστορίας, «ίνα νικών νικήση». Ο χριστιανισμός διαδίδονταν από εβραίους σε εβραίους μέσω των συναγωγών της διασποράς (βλ. «Πράξεις»). Οι πρώτες χριστιανικές κοινότητες αποτελούνταν από ιουδαίους («Πράξεις», κα΄ 21).
Οι τέσσερις πρώτοι αιώνες -ως την κτίση της Κωνσταντινούπολης- οριοθετούν την πρώτη περίοδο για τη χριστιανική λατρευτική μουσική. Οι χριστιανοί της πρωτοχριστιανικής περιόδου περιόδου συνέχισαν να έχουν λατρευτική επαφή με τη συναγωγή. Έτσι διαμορφώθηκε ο τύπος της χριστιανικής λατρείας, επάνω στους παραδοσιακούς θεσμούς της συναγωγής. Ο νόμος, οι προφήτες, οι ψαλμοί, οι βιβλικές ωδές και οι ύμνοι ήταν τα κύρια και ουσιώδη στοιχεία της εξελισσόμενης χριστιανικής λατρείας.
Η δημιουργία κι η εξέλιξη της βυζαντινής μουσικής έχει άμεση σχέση με τη δημιουργία κι εξέλιξη του χριστιανισμού, ο οποίος αναπτύχθηκε και εκτράφηκε στο άμεσο υπέδαφος του ιουδαϊσμού. Οι ύμνοι και οι ψαλμοί, που χρησιμοποίησαν τους πρώτους αιώνες οι χριστιανοί για τις λειτουργικές τους ανάγκες ήταν παρμένοι από την εβραϊκή θρησκευτική μουσική· το βιβλίο των ψαλμών του Δαβίδ και η ψαλμωδία χρησίμευσαν ως πρότυπα της ακολουθίας. Η πρωτοχριστιανική εκκλησία δεν είχε λόγο να αναπτύξει ούτε νέα λειτουργική γραμματεία, ούτε νέα λειτουργική υμνογραφία.
Οι πρώτοι εκκλησιαστικοί ύμνοι ψάλλονταν συνήθως απ' όλους μαζί. Υπήρχε όμως κι ένας άλλος τρόπος, ο καθ' υπακοήν, όπου τον ύμνο τον έψελνε ένας ψάλτης, ενώ το πλήθος τραγουδούσε μαζί του μόνο το τέλος, τα ακροτελεύτια, όπως λέγονταν. Η μουσική αυτή ήταν βέβαια μονοφωνική και -κατά την εβραϊκή παράδοση- δεν χρησιμοποιούσε καθόλου μουσικά όργανα, δείχνοντας έτσι παράλληλα και την αντίθεση της στην ενόργανη ελληνική μουσική. Η χρήση της οργανικής μουσικής στη λατρεία απαγορεύτηκε και με αποστολικές διατάξεις, ενώ σφοδρή πολεμική τής έκαναν κι οι Πατέρες της Εκκλησίας με προεξάρχοντα τον Ιωάννη Χρυσόστομο.
«Σιωωών»... (Από τη λειτουργία).
Πολλοί από τους ύμνους των πρώτων αιώνων, δηλαδή οι εβραϊκής εκκλησιαστικής μουσικής ύμνοι, διατηρήθηκαν στο πέρασμα του χρόνου, έφτασαν ατόφυοι ως τις μέρες μας και ψάλλονται ακόμη και σήμερα στους χριστιανικούς ναούς. Σε διάφορα χριστιανικά βιβλία, όπως στο επίσημο βιβλίο του Ο.Ε.Δ.Β. «Η μουσική μέσα από την ιστορία της» της Β΄ Γυμνασίου έχουν καταγραφεί αναλυτικά οι ύμνοι αυτοί, οι οποίοι είναι:
Πέραν αυτών, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, αναφερόμενος στην «Ωδή των τριών εβραίων παίδων» βεβαιώνει την ύπαρξή της στη λειτουργική ζωή της εκκλησίας και την πίστη του, ότι η ωδή θα άδεται και στο μέλλον σε όλη την οικουμένη («Ότι τον εαυτόν μή αδικούντα», παρ. 16, ΕΠΕ 31,55618, PG 52,477). Η ωδή αυτή ψάλλεται στις μέρες μας στον εσπερινό του Μ. Σαββάτου αποδεικνύοντας έτσι για μια ακόμη φορά τη διαχρονική παρουσία του εβραϊκού πνεύματος στο Χριστιανισμό.
Ο Μ. Αθανάσιος στη δ΄ εορταστική επιστολή του αναφέρει, ότι το Μ. Σάββατο στη λειτουργία περιλαμβάνονταν οι περικοπές από την «Έξοδο» ιγ΄ 20, ιδ΄ 32 και ιε΄ 1-19). Ο Κύριλλος Ιεροσολύμων στην ιη΄ κατηχητική ομιλία του αναφέρει για την ίδια μέρα την περικοπή «Ησαΐα», ξ΄ 1-16.
Ο διωγμός της ελληνικής μουσικής στο Βυζάντιο
Με πρόφαση τον αγώνα κατά της ειδωλολατρίας, ο χριστιανισμός χρησιμοποιήθηκε ως κίνημα κατά της ελληνικής τέχνης και του πολιτισμού, της γλυπτικής, της αρχιτεκτονικής, της φιλοσοφίας κ.λ.π.. Με την πάροδο του χρόνου οι οπαδοί του νέου δόγματος «δεν ηρκούντο να απαιτώσι την ελευθερίαν της συνειδήσεως, αλλ' εξ υπερβολής ζήλου προανήγγελλον εις τους ετεροδόξους την προσεχή των ειδώλων καταστροφήν, τα οποία και παρόντων εκείνων πολυειδώς περιεφρόνουν και εξηυτέλιζον». (Κ. Παπαρρηγοπούλου, Ιστορία Ελλ. Έθνους, βιβλίο ένατο, σελ. 26, εκδόσεις «Γαλαξίας»).
Ο ομηρικός ρυθμός δεν επιβιώνει στη βυζαντινή μουσική, αλλά στη δημοτική βαλκανική μουσική. (Καλαμάτα στα αρβανίτικα = αλβανικά, σημαίνει χρωματιστό μαντήλι, το οποίο ήταν διακριτικό γνώρισμα της αρβανίτικης γυναικείας φορεσιάς, που το χρησιμοποιούσαν και στο χορό. Διαβάστε στην "Ελεύθερη Έρευνα": Από τον Σπάτα και τον Τατόη, στο Χαλάνδρι και τη Λούτσα...).
Η μουσική, που καλλιεργήθηκε τους βυζαντινούς χρόνους ήταν δύο ειδών: η εκκλησιαστική κι η κοσμική. Την Βυζαντινή θρησκευτική μουσική ανέπτυξε και καλλιεργούσε η πολιτικοθρησκευτική εξουσία με τους πληβείους της.
Σαφώς και υπήρχε όμως παράλληλα και κοσμική μουσική, η οποία ήταν το δημοτικό λεγόμενο τραγούδι, το οποίο συνέχιζαν και καλλιεργούσαν οι λαοί (σλάβοι, αρβανίτες, βλάχοι κ.λπ.). Ο προστάτης της "παιδείας" τής Ρωμιοσύνης, Ιωάννης Χρυσόστομος και οι άλλοι Πατέρες της Εκκλησίας κήρυξαν διωγμό κατά της κοσμικής μουσικής. Ζητούσαν από τους χριστιανούς να ξεγράψουν οριστικά κάθε λαϊκό τραγούδι τους. Οι αγωγιάτες να μην τραγουδούν πάνω στο κάρο τους ούτε οι κοπέλες στον αργαλειό τους ούτε οι μανάδες νανουρίζοντας τα παιδιά τους.
Τα λείψανα αυτά της αρχαίας ζωής έπρεπε να τα αντικαταστήσουν με ψαλμούς από την Παλαιά Διαθήκη. Τι περιείχε όμως η Παλαιά Διαθήκη; «Και εξεγειρώ τα τέκνα σου, Σιών, επί των τέκνων των ελλήνων και ψηλαφήσω σε ως ρομφαία μαχητού. Και Κύριος έσται επ' αυτούς και εξελεύσεται ως αστραπή βολής» («Ζαχαρίας, θ΄ 13-15). Η περικοπή αυτή ψάλλεται ακόμη και σήμερα στους χριστιανικούς ναούς της Ελλάδος, ειδικά την Μ. Εβδομάδα. (Διαβάστε στην "Ελεύθερη Έρευνα":Εβραϊκό Πεσάχ - χριστιανικό Πάσχα.)
Η αρχαία μουσική καταδιώχθηκε και με αποφάσεις οικουμενικών συνόδων:
«Ότι ου δεί χριστιανούς εις γάμους απερχομένους βαλλίζειν ή ορχείσθαι, αλλά σεμνώς δειπνείν ή αριστάν, ως πρέπει χριστιανοίς». (53ος κανών της εν Λαοδικεία ιεράς συνόδου, 364 μ.Χ.).
«Ότι ου δεί ιερατικούς ή κληρικούς, αλλ' ουδέ λαϊκούς, εκ συμβολής συμπόσια επιτελείν». (55ος κανών της ίδιας συνόδου).
Δείγμα ύμνων που ψάλλονται βυζαντινότροπα από τους ορθόδοξους ιερείς στους ναούς της Ρωμιοσύνης,από το λειτουργικό βιβλίο, «Ιερατικόν».
Εκτός από τους ψαλμούς και τις βιβλικές ωδές, αφού ο χριστιανισμός έγινε τον δ΄ αι. μ.Χ. επίσημη θρησκεία, άρχισαν να δημιουργούνται νέοι ύμνοι, πάντα όμως στο ίδιο πνεύμα (στίχων - μουσικής). Οι σπουδαιότεροι υμνογράφοι τον δ΄ και ε΄ αιώνα είναι οι τρείς ιεράρχες, ο Εφραίμ ο Σύρος, ο Μ. Αθανάσιος, ο Κύριλλος Ιεροσολύμων κ.ά.. Από τον στ΄ έως τον ι΄ αιώνα η βυζαντινή λειτουργική μουσική γνωρίζει την μεγάλη της ακμή, σταθερά προσανατολισμένη πάντα στις αρχέγονες εβραϊκές της ρίζες. Όλη η χριστιανική υμνογραφία διακρίνεται για το ανθελληνικό της πνεύμα:
- Τα κοντάκια του Ρωμανού του Μελωδού πλημμυρίζουν από ανθελληνικό μένος. Στον ύμνο «εις Πεντηκοστήν», που επίσης ψάλλεται στους ρωμιορθόδοξους ναούς ακόμα και σήμερα αναφέρεται: «Τι φυσώσιν και βαμβεύουσιν οι έλληνες; Τι φαντάζονται προς Άρατον τον τρισκατάρατον; Τι πλανώνται προς Πλάτωνα; Τι Δημοσθένην στέργουσιν τον ασθενή; Τι μη νοούσιν Όμηρον, όνειρον αργόν; Τι Πυθαγόραν θρυλλούσι τον δικαίως φιμωθέντα;» (οικ. ιζ΄).
- «Χαίρε η των αθηναίων τας πλοκάς διασπώσα. Χαίρε η φιλοσόφους ασόφους δεικνύουσα». («Ακάθιστος Ύμνος», βλ. Τα υβριστικά κατά των ελλήνων επίσημα κείμενα της Ορθοδοξίας).
Ο καλύτερος τρόπος για να αντιληφθεί ο αναγνώστης, ότι η εβραϊκή και η βυζαντινή μουσική είναι ακριβώς ίδιες με μόνη διαφορά τη γλώσσα είναι να ακούσει εβραϊκή λειτουργία σε συναγωγή ή εβραϊκή λειτουργική μουσική σε μουσική βιβλιοθήκη εβραϊκού Μουσείου ή από σχετικό δίσκο. Άλλος τρόπος είναι μέσω διαδικτύου, όπου υπάρχουν αρκετές ιστοσελίδες -κυρίως στην αγγλική γλώσσα- από τις οποίες «κατεβαίνουν» εύκολα σχετικοί ύμνοι. Ένα δείγμα αυθεντικής εβραϊκής λειτουργικής μουσικής μπορείτε να ακούσετε πατώντας το βελάκι στην παραπάνω εικόνα.
Μεγάλη μορφή της βυζαντινής μουσικής θεωρείται ο Ιωάννης Δαμασκηνός (676-756 μ.Χ.), θεολόγος και υμνογράφος, ο οποίος προέρχεται από τη μονή αγίου Σάββα της Βηθλεέμ. Το σπουδαιότερο έργο του είναι η «Οκτώηχος», που τον απασχόλησε ολόκληρη σχεδόν τη ζωή του. Στην «Οκτώηχο» περιέλαβε και ταξινόμησε όλα τα λειτουργικά μέλη, που ήταν σύμφωνα με τα χριστιανικά δόγματα και το αυστηρό πνεύμα της βυζαντινής μουσικής, ενώ απέκλεισε όσα θύμιζαν έστω και λίγο την αρχαία μουσική.
Το χαμηλό πολιτιστικό επίπεδο των βυζαντινών δεν τους επέτρεπε να ελπίζουν, ότι θα ήσαν σε θέση να δημιουργήσουν δική τους μουσική, ούτε είχαν λόγο άλλωστε· η απλή εβραϊκή εκκλησιαστική μουσική, που παρέλαβαν και συνέχισαν ήταν ό,τι ακριβώς χρειάζονταν, τόσο από πλευράς δογματικής, όσο και από τεχνικής. Τις περισσότερες από τις κλίμακες, που χρησιμοποίησαν, τις είχε ήδη «δανεισθεί» παλαιότερα η εβραϊκή από την ελληνική μουσική. Δικές τους κλίμακες οι βυζαντινοί δέν δημιούργησαν, απλά χρησιμοποίησαν ορισμένες από τις ελληνικές -αυτές που βρήκαν- όχι όμως από αγάπη προς τον ελληνικό πολιτισμό, όπως διατείνονται οι ρωμιορθόδοξοι προπαγανδιστές, ο οποίος εξ άλλου βρισκόταν υπό διωγμό, αλλά εξ ανάγκης.
Οι χριστιανοί υμνογράφοι στη χιλιόχρονη βυζαντινή Iστορία δεν δημιούργησαν κάτι νέο στη μουσική· πήραν ό,τι βρήκαν έτοιμο από την αρχαία. Η απέχθειά τους όμως, για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό ήταν τόση, ώστε, ενώ πήραν τις νότες ατόφυες μαζί με την παρασήμανσή τους, τους αλλοίωσαν τα ονόματα προσθέτοντας ένα ή δύο γράμματα πρίν ή μετά. Έτσι, ο μητροπολίτης Χρύσανθος καθιέρωσε τον ιθ΄ αι. μ.Χ. την μετατροπή του Α σε ΠΑ, του Β σε ΒΟΥ κ.τ.λ..
Οι βυζαντινοί άλλαξαν τις ονομασίες στις κλίμακες. Έτσι ο δώριος τρόπος μετονομάστηκε σε ήχο πρώτο, ο λύδιος σε ήχο δεύτερο, ο φρύγιος σε ήχο τρίτο, ο μιξολύδιος σε ήχο τέταρτο, ο υποδώριος ή παλαιός αιολικός σε ήχο πλάγιο του πρώτου, ο υπολύδιος σε ήχο πλάγιο του δευτέρου, ο Ιωνικός (υποφρύγιος) σε ήχο βαρύ. Τους πολλούς άλλους ακόμα τρόπους, που χρησιμοποιούνταν στην ελληνική μουσική τους απέρριψαν, όπως τους είχε απορρίψει ήδη κι η εβραϊκή μουσική ως μη αρμόζοντες στα «σεμνά» και «ιερά» αισθήματα.
Η αρχαία ελληνική μουσική με πολυμορφία ειδών (παιάνες, διθυράμβους, νόμους, εγκώμια κ.λ.π.) ήταν πολυφωνική, διέθετε πλήθος οργάνων, με ποικιλία ρυθμών και κλιμάκων και μπορούσε να συνοδευτεί από χορό. Δεν νοούνταν ελληνική μουσική χωρίς ρυθμό και χορό. Η εβραϊκή και η βυζαντινή εκκλησιαστικές μουσικές, που προέκυψαν εξ αποκαλύψεως κατ' εντολή του Γιαχβέ και για χάρη του είναι μονοφωνικές, ανόργανες, χρησιμοποιούν πολύ λιγότερες κλίμακες κι είναι κατ' εξοχήν αχόρευτες. Λόγω του φόβου της υποκίνησης του «ορχηστρικού ενστίκτου» του ποιμνίου εφαρμόστηκε η λύση του λεγόμενου «ίσου». Αυτός που κρατάει το «ίσο» έχει δεύτερο ρόλο, συνοδεύει την κύρια φωνή και ψάλλει συνήθως μιά οκτάβα χαμηλότερα κρατώντας επίμονα (ίσα) τον φθόγγο, που αποτελεί τη βάση του ήχου. Ο μόνος χορός, που κράτησαν οι βυζαντινοί είναι ο χορός του Ησαΐα, ο οποίος μόνον χορός δεν είναι· πρόκειται για παραλλαγή του εβραϊκού εθίμου της περιφοράς της νύφης γύρο από τον γαμπρό κατά τη διάρκεια της τελετής του εβραϊκού γάμου.
Κληρονόμος της αρχαίας Ελληνικής μουσικής δέν είναι η μονότονη βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική, αλλά το με πλήθος ρυθμών κι οργάνων βαλκανικό δημοτικό τραγούδι. Όση σχέση έχει το «αρχή σοφίας φόβος Κυρίου» του ιουδαιοχριστιανισμού με το «αρχή βλακείας φόβος θεού» του Επίκουρου, τόση σχέση έχει κι η βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική με την αρχαιοελληνική. Οι ρίζες του συνόλου της χριστιανικής παράδοσης -κι όχι μόνον της βυζαντινής μουσικής- στην Ιουδαία πρέπει να αναζητηθούν κι όχι στην Ελλάδα.