Quantcast
Channel: ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΣ: ΑΠΟΛΛΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ
Viewing all articles
Browse latest Browse all 8271

Η ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ!!ΚΑΤΑ ΠΛΑΤΩΝΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ!!!

$
0
0

ΠΟΛ1.jpgΗ των Ελλήνων Φιλοσοφία & Θεολογία : "κατά Πλάτωνα Φιλοσοφία & Θεολογία" - Πρόκλος, πλατωνικός διάδοχος-σχολάρχης στην Πλατωνική Ακαδημία)

"Κατά Πλάτωνα Θεολογία" : Βιβλίο Α΄, κεφάλαιο α' - ζ' : Πρόκλου πλατωνικού διαδόχου (σχολάρχης της Πλατωνικής Ακαδημίας)

Α') Προοίμιο, στο οποίο έχει προσδιοριστεί ο σκοπός της πραγματείας, μαζί με ένα έπαινο και του ίδιου του Πλάτωνα και των διδαχών του στη φιλοσοφία.

Β') Ποιος είναι ο τρόπος των λογικών συλλογισμών στην παρούσα πραγματεία και ποια προετοιμασία πρέπει να προηγηθεί από όσους θα την παρακολουθήσουν.

Γ') Ποιος είναι ο θεολόγος σύμφωνα με τον Πλάτωνα και από πού αρχίζει και μέχρι ποιες υποστάσεις ανεβαίνει και με ποια δύναμη της ψυχής ειδικά ενεργεί.

Δ') Όλοι οι θεολογικοί τρόποι, σύμφωνα με τους οποίους ο Πλάτων διαμορφώνει τη διδασκαλία του για τους Θεούς.

Ε') Ποιοι είναι οι διάλογοι από τους οποίους κυρίως πρέπει να λάβουμε τα στοιχεία για την πλατωνική Θεολογία και σε ποιές βαθμίδες των Θεών καθένα από αυτούς μας εισάγει.

ς') Αντίρρηση προς τη σύνοψη της του Πλάτωνος θεολογίας μέσα από τους περισσότερους διαλόγους, απορρίπτοντας την ως μερική και αποσπασματική.

Ζ') Απάντηση στην αντίρρηση που προαναφέρθηκε, απάντηση η οποία ανάγει σε έναν διάλογο, τον "Παρμενίδη", ολόκληρη την παρά τον Πλάτωνα αλήθεια περί Θεών.

 

 Α')

Όλη η του Πλάτωνος φιλοσοφία, Περικλή, φίλτατε των φίλων μου, εμφανίστηκε σύμφωνα με την των κρείττονων αγαθοειδή βούληση, αποκαλύπτοντας τον εν αυτοίς κεκρυμμένο νου (νόηση) και την αλήθεια η οποία μαζί με τα όντα έλαβε υπόσταση μέσα στις περί γένεσιν στρεφόμενες ψυχές, όσο επιτρέπεται σε αυτές να μετέχουν σε τόσο υπερφυσικά και μεγάλα αγαθά, και ότι πάλι αργότερα αυτή τελειοποιήθηκε και, αφού αποσύρθηκε στον εαυτό της και κατέστη άγνωστη στους περισσότερος από αυτούς που διακήρυσσαν ότι είναι φιλόσοφοι και αδημονούσαν να ασχοληθούν με «την του όντος θήραν», όπως λέγει ο Πλάτων στον «Φαίδωνα, 66.c», πάλι ήρθε στο φως. Ειδικά νομίζουμε ότι η μυσταγωγία για τα ίδια τα θεία, η οποία έχει στηριχτεί με αγνότητα σε ιερό βάθρο και έχει λάβει υπόσταση αιώνια δίπλα στους ίδιους τους θεούς, από εκεί εμφανίστηκε σε όσους μέσα στον χρόνο μπορούν να την απολαύσουν με το έργο ενός ανθρώπου, τον οποίο δεν θα σφάλαμε, αν τον αποκαλούσαμε προηγεμόνα και Ιεροφάντη «των  αληθινών τελετών, τις οποίες τελούν» οι ψυχές απομακρυσμένες από τους γήινους τόπους, καθώς και «των ολοκλήρων και γεμάτων εσωτερική ηρεμία φασμάτων», στα οποία συμμετέχουν όσες είναι γνήσια προσκολλημένες στην ευδαίμονα και μακάρια ζωή. Αυτή, αφού τόσο σεμνά και απόρρητα από αυτόν για πρώτη φορά έλαμψε σαν σε άγια ιερά και τοποθετήθηκε με ασφάλεια μέσα σε άδυτα και δεν κατανοήθηκε από τους περισσότερους που εισήλθαν, σε τακτά διαστήματα προωθήθηκε, όσο ήταν δυνατόν σε αυτήν, από κάποιους αληθινούς ιερείς, οι οποίοι ανέλαβαν και την κατάλληλη για αυτήν τη μυσταγωγία ζωή, και φώτισε ολόκληρο τον τόπο και εμφάνισε τις λάμψεις των θεϊκών φασμάτων παντού.

Ως τέτοιους ερμηνευτές της πλατωνικής θεωρίας, οι οποίοι μας ανέπτυξαν τις παναγέστατες περί των θείων υφηγήσεις και οι οποίοι είχαν την τύχη να έχουν μια παρόμοια φύση με τον αρχηγέτη τους, θα θεωρούσαν εγώ τουλάχιστον, τον Πλωτίνο τον Αιγύπτιο και όσους από αυτόν παρέλαβαν την θεωρία, δηλ. τον Αμέλιο και τον Πορφύριο, και τρίτους όσους μετά από αυτούς αποτέλεσαν κάτι ανδριάντα για εμάς, δηλ. τον Ιάμβλιχο και τον Θεόδωρο, και όποιους άλλους μετά από αυτούς ακολουθούν αυτόν τον θείο τούτο χορό και με την δική τους διάνοια έφτασαν έως την ανεβάκχευση των δογμάτων του Πλάτωνα. Από αυτούς το γνησιότερο και καθαρότερο φώς της αλήθειας αφού δέχτηκαν αχράντως στους κόλπους της ψυχής του ο μαζί με τους θεούς καθοδηγητής μας σε όλα τα ωραία και αγαθά, μας εισήγαγε και σε όλη την υπόλοιπη φιλοσοφία του Πλάτωνα και σε όσα απόρρητα από τους προγενέστερους του είχε μυηθεί, και έτσι μας κατέστησε συγχορευτές της περί τα θεία μυστικής αλήθειας.

Αν πρόκειται σε αυτόν να αποδώσουμε την πρέπουσα ευγνωμοσύνη για τις ευεργεσίες του προς εμάς, δεν θα θα έφτανε ούτε όλος μαζί ο χρόνος. Αν όμως πρέπει όχι μόνο οι ίδιοι να παραλάβουμε από άλλους το εξαιρετικό αγαθό της πλατωνικής φιλοσοφίας, αλλά να αφήσουμε και υπομνήματα στους μεταγενέστερους για τα μακάρια θεάματα, των οποίων οι ίδιοι υποστηρίζουμε ότι γίναμε κατά το δυνατόν παρατηρητές και υποστηρικτές υπό την καθοδήγηση του κάλλιστου οδηγού της εποχής μας, ο οποίος είχε φτάσει στο έπακρο της γνώσης της φιλοσοφίας, τότε ίσως δικαιολογημένα θα παρακαλούσαμε τους ίδιους τους Θεούς να φέξουν το φώς της αλήθειας στις ψυχές μας, και τους «ακολούθους και υπηρέτες» των θείων να κατευθύνουν τον νου μας και να τον οδηγήσουν στην πλήρη, θεϊκή και υψηλή τελειότητα της πλατωνικής θεωρίας. Γιατί παντού, πιστεύω, πρέπει και αυτός «που είναι έστω και ελάχιστα συνετός» να ξεκινά από τους Θεούς, περισσότερο μάλιστα όσον αφορά τις ερμηνείες για τους Θεούς. Γιατί δεν είναι δυνατόν να κατανοήσουμε διαφορετικά το θείο, παρά αφού τελειοποιηθούμε με το φως που πηγάζει από εκείνους, ούτε να το μεταδώσουμε σε άλλους, παρά καθοδηγούμενοι από εκείνους και διατηρώντας την ερμηνεία των θείων ονομάτων απαλλαγμένη από τις πολύμορφες δοξασίες και από την ποικιλία που εκφράζεται με τα λόγια.

Αυτά λοιπόν και εμείς γνωρίζοντας και υπακούοντας στις προτροπές του πλατωνικού «Τίμαιου», θα καταστήσουμε τους θεούς ηγεμόνες μας της περί αυτών διδασκαλίας. Κι αυτοί ακούσαντες «5λετ τε καv εPμενεΦς» ελθόντες, και ας οδηγήσουν τον της ψυχής ημών νουν και ας τον μεταφέρουν στην εστία του Πλάτωνα και στον ανηφορικό δρόμο αυτής της θεωρίας. Εκεί, λοιπόν, αν βρεθούμε, θα λάβουμε όλη την αλήθεια για αυτούς και θα έχουμε το άριστο τέλος της εν ημίν οδύνης για τα θεία, καθώς ποθούμε να γνωρίσουμε κάτι για αυτά, είτε ζητώντας να το μάθουμε από άλλους είτε πιέζοντας τους εαυτούς μας, όσο μπορούν.

- Βλ. Πρόκλος «Κατά Πλάτωνα Θεολογία, Βιβλίο Α', 1.5.6 - 1.8.22»). -

Β')

Αρκετά όμως με αυτά για εισαγωγή. Είναι αναγκαίο εξάλλου σε εμένα να παρουσιάσω τον τρόπο της παρούσας διδασκαλίας, τι λογής πρέπει να περιμένει κανείς ότι θα είναι, και να προσδιορίσω και την προετοιμασία όσων πρόκειται να την παρακολουθήσουν, προετοιμασία με βάση την οποία δεν θα αντεπεξέλθουν κατάλληλα στους δικούς μας συλλογισμούς, αλλά στη "υψηλόνοη" και ένθεη πλατωνική φιλοσοφία. Γιατί ταιριάζει βέβαια και τα είδη των λόγων και η προετοιμασία των ακροατών να είναι κατάλληλα ως βάση, όπως ακριβώς και στις ανάλογες τελετές την υποδοχή των θεών την προετοιμάζουν οι περί αυτά δεινοί, και ούτε πάντοτε τα ίδια, είτε άψυχα αντικείμενα είτε άλλα ζώα είτε ανθρώπους, δεν χρησιμοποιούν για την παρουσία των Θεών, αλλά σε κάθε περίπτωση φέρνουν στην συγκεκριμένη τελετή αυτό που από την φύση του μπορεί να μετέχει

Θα είναι, λοιπόν, ο λόγος μου κατ' αρχάς χωρισμένος σε τρία μέρη. Αρχικά συνοψίζω όλες τις κοινές σκέψεις για τους θεούς, τις οποίες παραδίδει ο Πλάτων, και εξετάζω παντού τις σημασίες και τις αξίες των αξιωμάτων. Ενδιάμεσα, απαριθμώ όλες τις βαθμίδες των θεών και προσδιορίζω τις ιδιότητες και την πρόοδο τους, σύμφωνα με τον πλατωνικό τρόπο, και όλα τα ανάγω στις θεωρίες των θεολόγων. Στο τέλος, πραγματεύομαι τους υπερκόσμιους και εγκόσμιους θεούς που σποραδικά στα Πλατωνικά συγγράμματα έχουν εξυμνηθεί και αποδίδω στα καθολικά γένη των θείων (δια)Κόσμων τη θεώρηση τους.

Σε όλα λοιπόν θα προτιμήσουμε τη σαφήνεια, την οργάνωση και την απλότητα από τα αντίθετα τους, μεταφέροντας όσα έχουν παραδοθεί δια συμβόλων, στην ευκολονόητη διδασκαλία για αυτά, ανάγοντας όσα παραδίδονται στην δοκιμασία των "υπολογισμών των αιτίων τους" όσα έχουν καταγραφεί με τη μορφή μιας πιο βέβαιης κρίσης, διερευνώντας όσα αποτελούνται από αποδείξεις, "επεξηγώντας" τον τρόπο της αλήθειας που κρύβεται σε αυτά και κάνοντάς τον γνωστό στους ακροατές, ανακαλύποντας από αλλού το σαφές νόημα όσων είναι καταγεγραμμένα αινιγματικά, όχι από άσχετες υποθέσεις, αλλά από εκεί έρχονται στον νου των ακροατών. Από όλα αυτά λοιπόν θα αποκαλυφθεί σε εμάς το μοναδικό και τέλειο είδος της Πλατωνικής θεολογίας, καθώς και ο μοναδικός νους που παρήγαγε όλο τούτο το κάλλος του και την μυστική ανάπτυξη της θεωρίας αυτής.

Τέτοιος θα είναι ο λόγος μου, όπως ακριβώς είπα. Ο ακροατής, πάλι των εξεταζομένων απόψεων ας είναι εκ των προτέρων εφοδιασμένος με τις ηθικές αρετές, ας έχει δαμάσει με τη λογική της αρετής όλα τα ταπεινά και ανάρμοστα πάθη της ψυχής και ας έχει συνθέσει μαζί στη μορφή της φρόνησης. "Γιατί αν κάτι μη καθαρό", λέει ο Σωκράτης ("Φαίδων, 67.b"), "πιάνει το καθαρό, να τι είναι ανεπίτρεπτο". Κάθε κακός βέβαια είναι οπωσδήποτε ακάθαρτος, ενώ ο αντίθετος του είναι καθαρός. Ας έχει εξασκηθεί, εξάλλου, και σε όλους τις συλλογιστικές μεθόδους και ας έρθει έχοντας μελετήσει πολλές αδιάψευστα νοήματα για τις αναλύσεις και για τις αντίθετές τους διαιρέσει, όπως ακριβώς, νομίζω, και ο Παρμενίδης προέτρεψε τον Σωκράτη. Γιατί πριν από μια τέτοια "περιπλάνηση" στους λογικούς συλλογισμούς είναι δύσκολη και ακατόρθωτη η κατανόηση των θείων γενών και εντός αυτών ιδρυμένης αλήθειας. Και τρίτον μετά από αυτά, ας μην ανίδεος από τη Φυσική και από τις κάθε μορφής θεωρίες μέσα στους κόλπους της, για να αναζητήσει μέσα στις εικόνες, όπως πρέπει, τις αιτίες των όντων και για να πορευτεί πιο εύκολα στην ίδια πλέον την φύση των ξεχωριστών και πρωταίτιων υποστάσεων. Ας μην απέχει λοιπόν ούτε από την αλήθεια των αισθητών, την οποία αναφέραμε, ούτε, πάλι, από "τις εκπαιδευτικές μεθόδους" (πβλ. "Τίμαιος, 52.c") και την μάθηση που προκύπτει από αυτές. Γιατί μέσα από αυτά αναγνωρίζουμε ως πιο άυλη τη θεία ουσία

Αφού όλα αυτά τα συνδυάσει κανείς στη σκέψη που θα τον οδηγήσει και συμμετάσχει και στην πλατωνική διαλεκτική και μελετήσει τις άυλες και ξεχωριστές από τις σωματικές δυνάμεις ενέργειες και "νοήσει μετά λογικών συλλογισμών" τα όντα επιθυμώντας να τα θεωρήσει (πβλ. "Τίμαιος, 28.a"), ας αναλάβει με ζήλο την ερμηνεία των θείων και μακάριων δογμάτων, "ανοίγοντας" σύμφωνα με τον χρησμό "στον έρωτα τα βάθη της ψυχής του", επειδή δεν είναι δυνατόν "να πάρει κάποιον καλύτερο συνεργό από τον έρωτα" για την κατανόηση αυτής της θεωρίας, όπως λένε κάπου τα λόγια του Πλάτωνα (πβλ. "Συμπόσιο, 212.b"), έχοντας εξασκηθεί στην αλήθεια που τα διέπει όλα, ανυψώνοντας το όμμα του νου στην ίδια την πραγματική αλήθεια, τοποθετώντας τον εαυτό του δίπλα στο μόνιμο, αμετάβλητο και ασφαλές είδος της γνώσης των θείων, χωρίς να παρασύρεται να θαυμάσει πλέον κάτι άλλο ή να στοχεύσει προς κάτι άλλο, αλλά σπεύδοντας με ατάραχη διάνοια και με την "δύναμη της άφθαρτης" ζωής προς το θείο φως, και, για να μιλήσω γενικά, έχοντας προβάλει μαζί ένα τέτοιο είδος ενέργειας και ηρεμίας, όποια πρέπει να έχει αυτός που θα γίνει έτσι "κορυφαίος", 'όπως λέει ο Σωκράτης στον "Θεαίτητο, 173.c"».

- Βλ. Πρόκλος «Περί της κατά Πλάτωνα θεολογίας, βιβλίο Α', 1.8.17 - 1.11.26». -

Γ')

Όλοι λοιπόν όσοι μέχρι την εποχή του Πλάτωνα είχαν ασχοληθεί με την θεολογία, κατονομάζοντας «θεούς» τα από τη φύση τους πρώτα, υποστήριζαν ότι γύρω από αυτά περιστρέφεται η διαπραγμάτευση της θεολογικής επιστήμης. Οι Στωικοί π.χ. θεωρώντας αξιόλογη μόνο την σωματική υπόσταση του είναι και θέτοντας σε δεύτερη μοίρα ως προς την ουσία όλα τα είδη των άυλων, χαρακτήριζαν τις αρχές των όντων σωματοειδείς και την εσωτερική μας διάθεση που τις αναγνωρίζει σωματική. Άλλοι πάλι, όπως ο Αναξαγόρας, εξαρτώντας όλα τα σώματα από τα άυλα, και εντοπίζοντας την πρωταρχική ύπαρξη εν ψυχή και τις ψυχικές δυνάμεις, «θεούς», αποκαλούσαν τις άριστες  ψυχές, ενώ ονόμαζαν θεολογία της επιστήμη που ανέρχεται έως αυτές και τις αναγνωρίζει. Όσοι πάλι, όπως ο Αριστοτέλης, και τα πλήθη των ψυχών όπως αναφέρει και ο Πλάτων στους «Νόμους, 631.d»τα παρήγαγαν από κάποια άλλη πρεσβύτερη αρχή και θεωρούσαν «τον νου ως ηγεμόνα» των πάντων, υποστήριζαν ότι η καλύτερη τελείωση είναι η ένωση της ψυχής με τον νου και πίστευαν ότι το νοητικό [νοερό] είδος της ζωής είναι το πιο πολύτιμο από όλα και ταύτιζαν βέβαια τη θεολογία με την ερμηνεία της νοητικής ουσίας.

Όλοι λοιπόν, όπως είπαμε, τις πιο πρώτες και πιο αυτοτελείς αρχές των όντων τις αποκαλούσαν θεούς και θεολογία την τούτων επιστήμη. Μόνο η ένθεη υφήγηση του Πλάτωνα θέτοντας όλα τα σωματικά σε κατώτερη μοίρα από την αρχή [γιατί καθετί που μπορεί να χωριστεί και να διαιρεθεί από τη φύση του δεν μπορεί να παράγει ούτε να διατηρηθεί, αλλά και την ύπαρξή του και το ότι ενεργεί ή πάσχει τα έχει  μέσω της ψυχής και των κινήσεων που συμβαίνουν σε αυτήν] και αποδεικνύοντας ότι η ουσία της ψυχής είναι πρεσβύτερη [ανώτερη] από αυτή των σωμάτων, αλλά εξαρτάται από την νοητική υπόσταση του νοός [επειδή κάθε τι που κινείται μέσα στον χρόνο, ακόμα κι αν κινείται από μόνο του, είναι ηγεμονικότερο από αυτά που κινούνται μέσω άλλων, είναι κατώτερο όμως από την αιώνια κίνηση], χαρακτηρίζει τον Νου πατέρα και αίτιο των ψυχών και των σωμάτων, και γύρω από αυτόν υπάρχουν και ενεργούν όλα όσα αποκτούν ζωή μέσα στις τροχιές και τις ανακυκλώσεις, προχωρά όμως και σε μια άλλη αρχή εντελώς εξηρημένη [ανεξάρτητη] από τον Νου, πιο άυλη και πιο μυστική, από την οποία αναγκαστικά πηγάζει η υπόσταση των πάντων, ακόμα και αν μιλήσεις για τα τελευταία όντα. Γιατί από τη φύση τους δεν συμμετέχουν όλα στην ψυχή, αλλά όσα έχουν λάβει μέσα τους περισσότερο ή λιγότερο ξεκάθαρη, ούτε είναι δυνατόν όλα να μετέχουν στον νου και στην ουσία, αλλά όσα έχουν λάβει υπόσταση σύμφωνα με κάποιο είδος. Πρέπει, όμως, πάλι στην αρχή των πάντων να συμμετέχουν και όλα τα όντα, για να μην «απουσιάσει από κανένα» αυτή, εφόσον είναι αίτια όλων όσων θεωρούνται ότι έχουν λάβει υπόσταση με οποιονδήποτε τρόπο.

Αφού αυτή την πρώτη και την πρεσβύτερη [ανώτερη] του Νου αρχή - (Νους = νοητό πλάτος = Νοητικοί Θεοί + Νοητικοί & Νοητοί Θεοί + Νοητοί Θεοί) -, η οποία είναι κρυμμένη σε άβατους χώρους, με ένθεη έμπνευση η πλατωνική φιλοσοφία ανακάλυψε και παρουσίασε αυτές τις τρείς αιτίες και ενιαίες μονάδες πέρα από τα σώματα, εννοώ την ψυχή, τον πρωταρχικό νου και την υπέρ Νου Ένωση, παράγει από αυτά σαν μονάδες τους  οικείους αριθμούς [πλήθη], το ενιαίο δηλαδή, το νοητικό και το ψυχικό, και συνδέει, όπως ακριβώς τα σώματα με τις ψυχές, έτσι λοιπόν και τις ψυχές με τα νοητικά είδη και αυτά τα τελευταία με τις ενάδες των όντων, ενώ όλα επιστρέφουν στη μία Ενάδα, η οποία δεν επιδέχεται συμμετοχή. Και ανεβαίνοντας μέχρι αυτή, πιστεύει ότι κατέχει την κορυφή της θεώρησης των πάντων και ότι αυτή η αλήθεια για τους θεούς, αυτή που ασχολείται με τις ενάδες των όντων και μας παραδίδει τις προόδους και τις ιδιότητες τους και τη σύνδεση των όντων με αυτές τις μονάδες και τις βαθμίδες των ειδών, οι οποίες εξαρτώνται από αυτές τις ενιαίες υποστάσεις. Και η θεωρία που περιστρέφεται γύρω από τον νου και τα είδη και τα γένη του νου πιστεύει ότι είναι κατώτερη από την επιστήμη που πραγματεύεται τα θέματα των ίδιων των θεών. Και ότι αυτή η τελευταία αγγίζει ακόμα και τα νοητά είδη και αυτά που μπορούν να αναγνωριστούν από την ψυχή μέσω της νοητικής συλλήψεως, ενώ εκείνη που υπερτερεί από αυτήν αναζητά μέσα στις άρρητες και άφθεγκτες υπάρξεις την μεταξύ τους διάκριση και την εμφάνισή τους από μια αιτία. Για αυτό πιστεύω το νοερό ιδίωμα [η νοητική ιδιότητα] της ψυχής μπορεί να συλλάβει τα νοητικά είδη και τη διαφορά τους, και ότι η κορυφή του νοός, το «άνθος» και η ύπαρξη του συνδέεται με τις ενάδες των όντων και μέσω αυτών με την ίδια την απόκρυφη Ένωση όλων των θείων ενάδων. Γιατί, ενώ υπάρχουν σε εμάς πολλές αναγνωριστικές δυνάμεις, με αυτή μόνο από τη φύση μας ερχόμαστε σε επαφή με το θείο και μετέχουμε σε εκείνο. Γιατί ούτε με την αίσθηση είναι αντιληπτό το «θείο γένος» όπως επισημαίνει ο Πλάτων στον «Φαίδρο, 246.d», αφού είναι εντελώς εξηρημένο [ξεχωριστό] από όλα τα σωματικά, ούτε από την δόξα [αντίληψη] και την διάνοια, αφού αυτές είναι διαμοιρασμένες και έρχονται σε επαφή με το πολύμορφα πράγματα, ούτε από τη «νόηση μετά Λόγου [με λογικούς συλλογισμούς]», αφού του είδους οι γνώσεις αφορούν τα αληθινά όντα, ενώ η των θεών ύπαρξη εποχείται [επιβαίνει] στα όντα όπως λέγει ο Πλωτίνος στις «Εννεάδες, 1.1.8.9, 2.5.5.10, 6.7.5.24» και έχει προσδιοριστεί από την Ένωση των πάντων. Απομένει, λοιπόν, αν μπορεί να γίνει με κάποιο τρόπο το θείο γνωστό, να είναι αντιληπτό από την ύπαρξη της ψυχής και από αυτήν να αναγνωρίζεται, καθ' όσον είναι δυνατόν. Γιατί παντού υποστηρίζουμε ότι «τα όμοια αναγνωρίζουν τα όμοιά τους». Από την αίσθηση το αισθητό, από την δόξα [αντίληψη] το δοξαστό [αντιληπτό], από την διάνοια το διανοητό και από τον νου το νοητό, ώστε και από το ένα το πιο ενιαίο από όλα και από το μυστικό το μυστικό. Σωστά λοιπόν και ο Σωκράτης στον «Αλκιβιάδη, 133.b» έλεγε ότι η ψυχή εισερχόμενη στον εαυτό θα δει και όλα τα άλλα και τον θεό. Και συγκεντρωμένη προς την ένωσή της και το κέντρο της ζωής, και ξεπερνώντας το πλήθος και την ποικιλία των κάθε είδους δυνάμεων που βρίσκονται σε αυτήν, ανεβαίνει στη ίδια την άκρα [κορυφαία] «περιωπή» [παρατηρητήριο] των όντων όπως λέγει στον «Πολιτικό, 272.b» ο Πλάτων. Και όπως ακριβώς στις πιο ιερές τελετές λένε ότι οι μύστες [μυούμενοι] στην αρχή συναντούν πολυποίκιλα και πολυειδή αυτά τα γένη των θεών που έχουν προπορευτεί, ενώ, αν εισέλθουν ακλινείς [ατάραχοι] και προστατευόμενοι από τις τελετές, την ίδια τη θεία έλλαμψιν ακραιφνώς [γνήσια] εγκολπώνονται και «γυμνοί», όπως εκείνοι  λένε, του θείου μεταλαμβάνουν, κατά τον ίδιο τρόπο και εν τη θεωρία των όλων η ψυχή η οποία κοιτάζει αυτά που βρίσκονται μετά από αυτήν, βλέπει τις σκιές και τα είδωλα των όντων, ενώ, αν στραφεί προς τον εαυτό της, ξεδιπλώνει τη δική της ουσία και τους δικούς της λογικούς προσδιορισμούς. Και αρχικά, καθώς βλέπει μόνο τον εαυτό της, εμβαθύνει στην αυτογνωσία της και βρίσκει τον νου μέσα της και τις βαθμίδες των όντων, και προχωρώντας στο εσωτερικό της και περίπου στο άδυτο της ψυχής, εκεί «με κλειστά τα μάτια» (εξ ου και μύηση) παρατηρεί (εξ ου και εποπτεία) και «το γένος των θεών» και τις ενάδες των όντων. Γιατί όλα υπάρχουν εντός μας με τρόπο ψυχικό και για αυτό από τη φύση μας τα γνωρίζουμε όλα, αφυπνίζοντας τις δυνάμεις που βρίσκονται εντός μας και τις εικόνες των πάντων.

Και αυτό είναι το άριστον της ενέργειας, με ηρεμία δηλαδή των δυνάμεων να ανατείνουμε προς το ίδιο το θείο και να χορεύουμε γύρω από εκείνο, και όλο το πλήθος τη ψυχής αεί να το «συγκεντρώνουμε μαζί» προς την ένωση ταύτην, αφήνοντας όλα όσα μετά το Ένα είναι προσιδρυμένα [προσκολλημένα] σε αυτό και συνάπτονται [συνδέονται] με το άρρητο και πάντων επέκεινα των όντων [με αυτό που βρίσκεται υπεράνω των όντων]. Γιατί μέχρι αυτό πρέπει να ανεβαίνει η ψυχή, έως ότου ολοκληρώσει την άνοδο της στην ίδια την αρχή των όντων. Όταν φτάσει εκεί και παρατηρήσει τον εκεί τόπο και εξηγήσει τα πλήθη των ειδών, εξετάζοντας τις ενιαίες μονάδες τους και τους αριθμούς τους, και αναγνωρίζοντας με τον νου πως κάθε τι εξαρτάται από τις δικές του ενάδες, ας γνωρίζει ότι κατέχει πλήρως την επιστήμη των θείων, αφού παρατηρήσει, από τη σκοπιά την ενότητας, και τις προόδους των θεών στα όντα και τις διακρίσεις των όντων με βάση τους θεούς.

- Πρόκλος στο «Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας, Βιβλίο Α, 1.12.11 - 1.17.7». -

Δ')

Ο θεολόγος λοιπόν σύμφωνα με την προτίμηση του Πλάτωνα  ας είναι για εμάς τέτοιος και η θεολογία μία τέτοια έξη, η οποία φανερώνει την ίδια την ύπαρξη των θεών και διακρίνει το άγνωστο και ενιαίο φως τους από την ιδιότητα όσων μετέχουν σε αυτούς, και παρατηρεί και αναγγέλλει στους άξιους αυτή τη μακάρια ενέργεια, η οποία παρέχει όλα μαζί τα αγαθά. Μετά από αυτά ας ξεχωρίσουμε και τους τρόπους με τους οποίους ο Πλάτων μας εξηγεί τα μυστικά νοήματα για τους θεούς. Γιατί δεν αναπτύσσει τη διδασκαλία του για τα θεία παντού με τον ίδιο τρόπο, αλλά άλλοτε με ένθεη έμπνευση και άλλοτε με την διαλεκτική αναπτύσσει την αλήθεια για αυτά, άλλοτε δηλώνοντας συμβολικά της άρρητες ιδιότητες τους και άλλοτε ανατρέχοντας από τις εικόνες στους θεούς και ανακαλύπτοντας σε αυτούς τις πρωταρχικές αιτίες των πάντων.

Στον «Φαίδρο, 238.d» γενόμενος νυμφόληπτος την ανθρώπινη νόηση με την  κρείττονα μανία αλλάζει, με ένθεο στόμα εκθέτει πολλά απόρρητα δόγματα για τους νοητικούς θεούς όπως επίσης πολλά και για τους απόλυτους [ανεξάρτητους] ηγεμόνες, οι οποίοι το πλήθος των εγκόσμιων θεών αναβιβάζουν στης νοητές και χωριστές από όλες μονάδες, και ακόμη περισσότερο από τους ίδιους τους θεούς που έχουν μοιράσει τον Κόσμο, εξυμνώντας της νοήσεις τους και τις δημιουργίες που προκαλούν μέσα στον Κόσμο και την άχραντη πρόνοια τους και την διακυβέρνηση τους πάνω στις ψυχές και σε όσα άλλα παραδίδει ο Σωκράτης σε εκείνα τα σημεία με ένθεη έμπνευση, όπως ο ίδιος ξεκάθαρα λέει, και μάλιστα αποδίδοντας στους τοπικούς θεούς την αυτή μανία [έκσταση].

Ο Πλάτων στον «Σοφιστή» εξάλλου συζητώντας διαλεκτικά για το ΟΝ και τη χωριστή υπόσταση του Ενός από τα όντα και διατυπώνοντας απορίες προς τους παλιότερους, αποδεικνύει πώς όλα τα όντα είναι εξαρτημένα από την αιτία τους και από το πρώτο ΟΝ, και πως το ίδιο το ΟΝ μετέχει στην ξεχωριστή από όλα Ενάδα, και ότι το ΟΝ έχει δεχτεί την σφραγίδα του Ενός και δεν είναι το απόλυτο Ένα, καθώς είναι πιο υποβιβασμένο από το Ένα και είναι ενοποιημένο, χωρίς όμως να είναι πρωταρχικά Ένα. Το ίδιο πάλι και στον «Παρμενίδη» τις προόδους του Όντος από το Ένα και την υπεροχή του Ενός την παρουσιάζει διαλεκτικά από τις πρώτες συζητούμενες υποθέσεις και, όπως ο ίδιος λέει εκεί, με την τελειότατη διαίρεση αυτής της μεθόδου.

Αλλά όμως και στον «Γοργία, 523.a» για τους τρείς δημιουργούς και για την δημιουργική διανομή μεταξύ τους λέγοντας ένα μύθο, ο οποίος δεν είναι μόνο «μύθος αλλά και Λόγος», και στο «Συμπόσιο» για την ένωση του έρωτα, και στον «Πρωταγόρα» για την διευθέτηση  των θνητών ζωών από τους θεούς, με τον συμβολικό τρόπο κρύβει την αλήθεια για τους θεούς και μέχρι το επίπεδο μιας απλής ένδειξης παρουσιάζει τη πρόθεσή του στους γνησιότερους από τους ακροατές του. Αλλά δεν θα μείνουμε μόνο σε αυτά, θα αναφέρουμε και την διδασκαλία μέσω των μαθηματικών και τη διαπραγμάτευση για τους θεούς μέσω των ηθικών και των φυσικών λόγων, τέτοια μπορούμε να δούμε πολλά στον «Τίμαιο» στον, στον «Πολιτικό» και πολλά άλλα στους άλλους διαλόγους σκορπισμένα. Γιατί όλα ατά απεικονίζουν τις δυνάμεις των θεών. Ο «Πολιτικός» για παράδειγμα απεικονίζει την δημιουργία στον ουρανό, τα σχήματα των πέντε στοιχείων τα οποία έχουν αναλυθεί στις γεωμετρικές σχέσεις απεικονίζουν όλες τις τάξεις των θεών. Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι και τις πολιτείες τις οποίες συγκροτεί, τις συγκροτεί απεικονίζοντας τα θεία και ολόκληρο τον Κόσμο και τις δυνάμεις μέσα σε αυτόν. Όλα λοιπόν αυτά μέσω της ομοιότητας που έχουν τα εδώ εγκόσμια προς τα θεία μας υποδεικνύουν τις προόδους, τις βαθμίδες εκείνων μέσω εικόνων.

Οι τρόποι λοιπόν της θεολογικής διδασκαλίας του Πλάτωνα είναι αυτοί περίπου και είναι φανερό από όσα έχουν ειπωθεί ότι είναι αναγκαίο να είναι στον αριθμό τόσοι. Γιατί μιλούν για τα θεία με ενδείξεις, μιλούν ή συμβολικά και μυθικά ή με εικόνες, ενώ όσοι απροκάλυπτα αναγγέλλουν τις σκέψεις τους, άλλοι κατά επιστήμη και άλλοι κατά την εκ θεών επίπνοια. Ο τρόπος που δηλώνει με σύμβολα ο Πλάτων είναι ορφικός και γενικά οικείος με όσους γράφουν τις μυθολογίες για τους θεούς. Ο τρόπος με εικόνες είναι πυθαγόρειος, επειδή και από τους πυθαγόρειους έχουν εφευρεθεί τα μαθηματικά για την ανάμνηση των θείων και μέσω αυτών, σαν να είναι εικόνες, επιχειρούσαν να μεταβούν σε εκείνα. Γιατί και τους αριθμούς και τα σχήματα τα ανήγαγε στους θεούς. Ο άλλος τρόπος, ο οποίος με ένθεη επίπνοια αποκαλεί αυτούσια την ίδια την αλήθεια των θεών, εμφανίζεται κυρίως στις ανώτερες βαθμίδες μυσταγωγών. Γιατί δεν θεωρούν αυτοί άξιο μέσα σε κάποια παραπετάσματα βέβαια να παρουσιάσουν στους μαθητές τους τις θεϊκές βαθμίδες και τις ιδιότητες τους, αλλά αναγγείλουν τις δυνάμεις και τους αριθμούς που βρίσκονται μέσα στους θεούς, κινούμενοι από τους ίδιους τους θεούς. Ο τρόπος εξάλλου της επιστήμης είναι ιδιαίτερος της Σωκρατικής φιλοσοφίας. Γιατί και τη βαθμιαία πρόοδο των θεϊκών γενών και τη μεταξύ τους διαφορά και τις κοινές ιδιότητες όλων των Κόσμων και τις ξεχωριστές καθενός μόνο ο Πλάτων επιχείρησε και να διακρίνει και να τακτοποιήσει, όπως πρέπει.

Αυτό λοιπόν θα γίνει φανερό, όταν αναπτύξουμε τη βασική επιχειρηματολογία μας για τον "Παρμενίδη" και για όλες τις διαιρέσεις σε αυτόν τον διάλογο. Προς το παρών όμως ας πούμε ότι ο Πλάτων δεν αποδέχτηκε ολόκληρη τη δραματουργία των μυθικών δημιουργημάτων, αλλά όποιο μέρος της «έχει σαν στόχο το ωραίο και το αγαθό», όπως λέγει στην «Πολιτεία, 462.a», και δεν είναι ασύμφωνο με τη θεία υπόσταση.

Γιατί ο τρόπος της μυθολογίας είναι αρχαίος και, δηλώνοντας με υπονοούμενα τα θεία και απλώνοντας πολλά παραπετάσματα μπροστά από την αλήθεια και απεικονίζοντας τη φύση, η οποία προβάλλει τα αισθητά δημιουργήματα των νοητών και τα υλικά των άυλων και τα διαιρετά των αδιαιρέτων, κατασκευάζει είδωλα των αληθινών όντων και ψεύτικα όντα. Επειδή βέβαια οι παλαιοί ποιητές θεωρούσαν καλό να ανασυνθέτουν πιο τραγικά τις μυστικές γνώσεις για τους θεούς και για αυτό δημιούργησαν απάτες των θεών, ακρωτηριάσεις, πολέμους, αλληλοσπαραγμούς, αρπαγές, μοιχείες και πολλά άλλα τέτοια σύμβολα της κρυμμένης σε αυτά αλήθειας για τα θεία, ο Πλάτων αποποιείται αυτόν τον τρόπο της μυθολογίας και υποστηρίζει, πολύ σωστά όπως έχουμε εξηγήσει, ότι είναι εντελώς ακατάλληλος για την εκπαίδευση των νέων, ενώ συμβουλεύει η δημιουργία των διηγήσεων για τους θεούς με την μορφή μύθου να γίνεται με έναν τρόπο πιο ταιριαστό στην αλήθεια και πιο οικείο στην φιλοσοφική έξη. Αυτές οι διηγήσεις θα πρέπει να θεωρούν και να δεικνύουν πασιφανώς ότι το θείο είναι υπαίτιο όλων των αγαθών και κανενός κακού, ότι δεν μετέχει σε καμία μεταβολή διατηρώντας πάντοτε αμετάβλητη τη δική του σειρά, και ότι, έχοντας συμπεριλάβει εκ των προτέρων εντός του την πηγή της αλήθειας, δεν θα γίνεται αίτιο καμίας απάτης για τα άλλα. Τέτοια λοιπόν πρότυπα για την θεολογία ο Σωκράτης στην «Πολιτεία» υπέδειξε. Όλοι λοιπόν οι μύθοι του Σωκράτη  στην πλατωνική «Πολιτεία» διαφυλάσσουν την αλήθεια απόρρητη, χωρίς όμως να έχουν την εξωτερική μορφή τους ασύμφωνη από την αδίδακτη και αδιάφθορη προ-αντίληψη [γνώση με μορφή μνήμης], η οποία υπάρχει εκ φύσεως μέσα μας, αλλά μεταφέρουν μια εικόνα της συγκρότησης του Κόσμου, στην οποία και το φαινόμενο κάλος [ορατή ομορφιά] είναι ταιριαστό ,ε τον θεό και η ποιο θεϊκή από αυτήν έχει εδραιωθεί μέσα στις αφανείς ζωές και δυνάμεις των θεών.

Ένας τρόπος, λοιπόν, είναι αυτός με τον οποίο τους μύθους τους σχετικούς με τα θεία πράγματα από την φαινομενική ακαταστασία, παραλογισμό και αταξία τους οδήγησε στην τάξη, τον κανόνα και την σύνθεση που στοχεύει στο καλό (ωραίο) και στο αγαθό. Ένας άλλος τρόπος είναι αυτός τον οποίο μας παραδίδει στον «Φαίδρο», ζητώντας να διατηρούμε παντού απρόσμικτη τη μυθολογία των θεών από τις φυσικές ερμηνείες και πουθενά να μην ανακατεύουμε ούτε να διασταυρώνουμε την Θεολογία και τη φυσική θεωρία. Γιατί, καθώς το θείο «ξΔρηται τΖς Eλης φύσεως» [στέκεται πάνω από το σύνολο της φύσεως], έτσι βέβαια και οι περί θεών λόγοι πρέπει να είναι εντελώς απρόσμικτοι από τη μελέτη της φύσεως.  image001(471).jpg      ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗ ΠΗΓΗ

ΠΗΓΗ


Viewing all articles
Browse latest Browse all 8271

Trending Articles