«Ο Ζευς, θεός των θεών, που βασιλεύει με νόμους»[1]
(Πλάτων, Κριτίας, 121.b.7 - 121.b.8)
(Πίνδαρος, αποσπάσματα, 169)
Ο νόμος του Θεού, θεϊκός νόμος. Αυτός τοποθετήθηκε από το νου, εντός των εν-νοήσεων των λογικών ψυχών, για τη σωτηρία τους και τον ανακαλύπτουν οι λογικές ψυχές μέσα από την αλήθεια των εσωτερικών τους συλλήψεων. Αυτό το νόμο, των αγνούς οι ακάθαρτες και άφρονες ψυχές, διότι εκπέμπει τη λάμψη του μέσα από τη φρόνηση και την απάθεια. Είναι ανώτερος από τη τύχη και ισχυρότερος από όλες τις μορφές δυνάμεως. Τον γνωρίζει μόνο ο νους, που τον αναζητά συνεχώς και τον βρίσκει αποτυπωμένο στον εαυτό του, παίρνοντας από αυτόν (το νόμο) τη τροφή για τη ψυχή του σαν να επρόκειτο για το σώμα του. Μιας και σώμα του νου είναι η λογική ψυχή, την οποία τη τρέφει ο νους, που μέσω του οικείου του φωτός οδηγεί στην αναγνώριση και παραδοχή των εννοιών εντός της λογικής ψυχής, τις οποίες αποτύπωσε και χάραξε σε αυτή σύμφωνα με τη αλήθεια του θείου νόμο.
Ο νόμος της θνητής φύσεως. Ο νόμος αυτός διαρθρώθηκε από τον θείο νόμο και προσδιορίζει την έκταση των αναγκών του σώματος υποδεικνύοντας τι είναι απαραίτητο για αυτές τις ανάγκες και επικρίνει την έφεση προς τα μάταια και περιττά. Αυτός ο νόμος, παραβιάζεται από εκείνους που ζουν με κενές δοξασίες, διότι ούτοι διακατέχονται από υπερβολική φιλοσωματία.
Ο θετός νόμος των εθνών και των πόλεων [το νομικό δίκαιο όπως ονομάζεται σήμερα] είναι μία κατά συνθήκη διάταξη των σχέσεων μεταξύ κοινωνιών, πόλεων, εθνών και λαών, στη βάση της γενικής ομολογίας των θεσπισμένων κανόνων. Υποτάσσεται στη σκοπιμότητα, καθώς διατυπώνεται με διαφορετικούς κατά καιρούς τρόπους, ανάλογα με τη δύναμη της κυρίαρχης εξουσίας. Τιμωρεί αυτόν που συλλαμβάνεται ως παραβάτης αλλά δεν μπορεί να αγγίξει ούτε όποιον καταφέρνει να ξεφύγει αλλά ούτε και τις προαιρέσεις των ανθρώπων. Ο συγκεκριμένος νόμος έχει θεσπιστεί για χάρη των ανθρώπων που ζουν με μέτρο, όχι για να μην αδικούν αλλά για να μην αδικούνται.
(Ιεροκλής, Υπόμνημα εις τα Πυθαγορικά Χρυσά Έπη, 1.10 - 1.13)
(Ιεροκλής, Υπόμνημα εις τα Πυθαγορικά Χρυσά Έπη, 1.16)
(Πρόκλος, Εις τας Πολιτείας Πλάτωνος Υπόμνημα, 1.68 - 1.69)
(Ιεροκλής, Υπόμνημα εις τα Πυθαγορικά Χρυσά Έπη, 1.17.3 - 1.19.7)
(Πρόκλος, Εις τον Πλάτωνος πρώτον Αλκιβιάδην, 83.8 - 83.16)
«Νόμος, ο βασιλεύς όλων των θνητών και των αθανάτων»[2]
Νόμος, εκ του ρήματος νέμω, που σημαίνει διαμοιράζω[3]. Ο νόμος, διακρίνεται σε 3 κεντρικές κατηγορίες, συμφώνως με τον Πορφύριο[4].
Από αυτές τις 3 κεντρικές κατηγορίες, θα επιδιώξουμε να βαδίσουμε στο νοερό μονοπάτι που μας οδηγεί στον θείο Νόμο. Έχοντας, λοιπόν, αυτά κατά νου, ας ξεκινήσουμε απ' τα Πυθαγορικά Χρυσά έπη (1ος στίχος) όπου λέει:
«Πρώτα τίμα τους αθάνατους θεούς, όπως έχουν οριστεί από τον νόμο»[5]
Επεξηγώντας, ο Ιεροκλής στο υπόμνημά του για τα Πυθαγορικά Χρυσά έπη, ποιος είναι αυτός ο Νόμος, αναφέρει[6]:
«Νόμος είναι ο δημιουργικός νους και η θεϊκή βούληση η οποία παράγει αιωνίως τα πάντα και τα διατηρεί για πάντα. Έννομη τάξη είναι αυτή που εισήχθη στους αθάνατους θεούς από τον πατέρα και δημιουργό του σύμπαντος και κάνει ανάμεσά τους άλλους πρώτους και άλλους δεύτερους. Γιατί, αν και έλαβαν την κορυφή του λογικού κόσμου ως συνόλου, όμως διαφοροποιούνται μεταξύ τους και κάποιοι είναι πιο θεϊκοί από άλλους. Ένδειξη της ανωτερότητας και της κατωτερότητάς τους ως προς την ουσία τους είναι η σειρά των ουρανίων σφαιρών, που καθεμία έλαβε τη θέση της ανάλογα με την ουσία και τη δύναμή της, ώστε ο νόμος να στηρίζεται στην ουσία τους και η σειρά να είναι σύμφυτη με την αξία τους. Γιατί δεν έλαβαν υπόσταση όπως να ΄ναι και κατόπιν διακρίθηκαν, αλλά ήρθαν στην ύπαρξη με τάξη, αποτελώντας διαφορετικά μέρη μέσα στον ουρανό σαν μέσα σε έναν ζωντανό οργανισμό και διατηρώντας την τακτοποιημένη σχέση που έχουν μεταξύ τους κατά την διαφοροποίησή τους ως προς το είδος και κατά την ταυτόχρονη συνάφειά τους, ώστε να μην μπορεί ποτέ να νοηθεί κάποια ανταλλαγή της θέσης τους, εκτός και αν συνοδεύεται με καταστροφή του σύμπαντος, η οποία είναι αδύνατον να συμβεί, όσο το πρώτο αίτιό τους είναι εντελώς αμετάβλητο και αμετάτρεπτο και έχει την ουσία του ίδια με την ενέργεια του και την αγαθότητα όχι ως κάτι επίκτητο αλλά αυθυπόστατη και λόγω αυτής οδηγεί τα πάντα προς το Ευ Είναι.»
Καθώς και:
«Ποιός είναι ο νόμος και η τιμή που τον ακολουθεί; Ας πούμε πάλι ότι ο νόμος είναι η αμετάτρεπτη και δημιουργική ενέργεια του θεού, η οποία γεννά και τακτοποιεί αιωνίως και αμετάβλητα τα θεϊκά γένη, ενώ η τιμή που συμφωνεί με τον νόμο είναι η γνώση της ουσίας όσων τιμώνται και η κατά το δυνατόν εξομοίωση μαζί της.» [7]
Η νομοθετική τέχνη, η τέχνη του νομοθέτη, έχει ως ενέργεια την θέσπιση νόμων ώστε η εκάστοτε πολιτεία να είναι στην άριστη μορφή της. Ο νομοθέτης, του σύμπαντος, είναι ο μέγιστος Ζευς, μιας και «ο νομοθέτης είναι το ανάλογο του δημιουργού Δία»[8]. Επίσης, ο νομοθέτης είναι και ο άριστος πολιτικός αφού «ο νομοθέτης παραδίδει το άριστο πολίτευμα αποβλέποντας στον καθολικό κόσμο»[9] και για αυτό αναφέρει ο Πρόκλος ότι:
«πολιτικός εντός του σύμπαντος είναι ο μεγάλος υμνούμενος Ζευς, στον οποίο, όπως λέει ο Πλάτων, βρίσκεται η πολιτική τέχνη. Και συνεργός του στη σύνολη τάξη του σύμπαντος, τόσο στις οξείες όσο και στις βαρείες κινήσεις, στις βραχύτερες ή στις μακρότερες περιφορές, δεν είναι άλλος από τον Απόλλωνα, τον ποιητή των μιμημάτων που διαθέτουν αρμονία και ρυθμό.»
Εφόσον λοιπόν, πολιτικός νομοθέτης του σύμπαντος είναι ο μεγάλος Ζευς, τότε, ως νόμο ορίζουμε τη θεϊκή δημιουργική βούληση του Διός, αφού όπως αναφέραμε παραπάνω «Νόμος είναι ο δημιουργικός νους και η θεϊκή βούληση η οποία παράγει αιωνίως τα πάντα και τα διατηρεί για πάντα».
Παρατηρώντας, το αρχικό χωρίου του Ιεροκλή, διαπιστώνουμε ότι υπάρχει μία παρομοίωση του κόσμου εν γένει ως ζωντανό οργανισμό, ο οποίος κόσμος-οργανισμός, για να λειτουργεί ορθώς χρειάζεται τους Νόμους. Ο συσχετισμός του κόσμου/σύμπαν ως οργανισμός ζωντανός και δη κατ' αναλογίαν του ανθρωπίνου, μας τον παραθέτει και ο Πλούταρχος, λέγοντας[10]: «Καθώς επικρατεί το σύμφωνα με το Λόγο, οι (αστέρες) σαν φωτοφόρα μάτια στο πρόσωπο του (σύμ)παντος δεμένοι περιπολούν, ενώ ο ήλιος, που λειτουργεί ως καρδιά, διοχετεύει από τον ίδιο και διασκορπίζει θερμότητα και φως σαν να ήταν αίμα και πνεύμα, ενώ τη γη και τη θάλασσα χρησιμοποιεί κατά φύση ο Κόσμος για όσα το ζωντανό πλάσμα χρησιμοποιεί τη κοιλιά και τη κύστη. Η σελήνη, που βρίσκεται μεταξύ ηλίου και γης, όπως το ήπαρ μεταξύ καρδιάς και κοιλιάς ή κάποιο άλλο μαλακά σπλάχνο, διοχετεύει προς τα εδώ τη ζέστη από ψηλά και στέλνει προς τα επάνω τις αναθυμιάσεις που βγαίνουν από εδώ, αφού τις κάνει μόνη της πιο λεπτές μέσω ενός είδους ζυμώσεως και καθάρσεως»
Το σύμπαν, λοιπόν, ως ένας ζωντανός οργανισμός, για να λειτουργήσει σωστά χρειάζεται τους νόμους, δηλαδή την δημιουργική Δίια βούληση. Εφόσον , λοιπόν, υπάρχει νόμος (=βούληση Διός) υπάρχει και δημιουργία, τάξη και αμεταβλητότητα και εφόσον υπάρχουν αυτά, υπάρχει αρμονία και ρυθμός, και όλα οδηγούν προς το Ευ Είναι. Δηλαδή, το Ευ Είναι (Ευδαιμονία) του Κόσμου/Σύμπαντος, δημιουργείται και υπάρχει λόγο του Θείου Νόμου (Βούληση του Διός). Αυτή η ευδαιμονία από το σύμπαν, εισέρχεται και εντός της ανθρώπινης ψυχής, όντας μέρος Κοσμικής Ψυχής, και ο Θείος Νόμος, προοδεύει (ύφεση λειτουργίας) στον νόμο της ψυχής, όπου με βάση αυτόν, όπως θα δείξουμε παρακάτω, η ανθρώπινη ψυχή, και όταν λέμε ανθρώπινη εννοούμε τη λογική πάντα, καθίσταται ευδαίμων.
Είδαμε ότι βάση νόμου έχουμε δημιουργία, τάξη, αμεταβλητότητα και έτσι οδηγούμαστε στην ευδαιμονία. Χωρίς νόμο αντίθετα, θα έχουμε καταστροφή, αταξία, μεταβλητότητα και πορεία προς την κακοδαιμονία. Μυθολογικά, αυτό φαίνεται από τη διαμάχη του Διός με τον Τυφώνα. Η λύση, λοιπόν, είναι να μιμηθεί η ανθρώπινη ψυχή τον συμπαντικό οργανισμό-πολιτεία και να εγκαταστήσει το νόμο εντός της.
Η ευδαιμονία κατακτάται από τον άνθρωπο, όταν εκείνος προσβλέπει στην αλήθεια, όπου ηγείται όλων των αγαθών[11]. Για να το πετύχει αυτό, οφείλει να αποδίδει ορθώς τιμές προς τους Θεούς, διότι έτσι γίνεται αληθινός πιστός.[12] Και πώς θα καταφέρει ο άνθρωπος να τιμά ορθώς τους Θεούς;
Η απάντηση έρχεται για στόματος Ιεροκλή, και λέγει[13]:
«Γιατί, όπως λένε οι Πυθαγόρειοι, θα τιμήσεις άριστα τον θεό, αν εξομοιώσεις τη σκέψη σου με το θεόΩ και όποιος τιμά τον θεό σαν ο θεός να χρειάζεται κάτι, αυτός ασυναίσθητα έχει θεωρήσει ότι ο εαυτός του είναι ανώτερος από τον θεό. Και η πολυτέλεια των προσφορών δεν αποτελεί τιμή προς τον θεό, αν δεν προσφερθεί με θεοσεβή σκέψη. Γιατί οι προσφορές και οι θυσίες των ανόητων είναι τροφή για την φωτιά, και τα αφιερώματα είναι δώρα προς τους ιερόσυλους, ενώ η θεοσεβής σκέψη που είναι διαρκώς σταθερή μας συνδέει με τον θεόΩ γιατί είναι ανάγκη το όμοιο να πηγαίνει στο όμοιο, γι΄αυτό και μόνο ο σοφός λέγεται ιερέας, μόνο αυτός θεάρεστος, μόνο αυτός ότι ξέρει να προσεύχεται. Γιατί ξέρει να τιμά μόνο εκείνος που δεν συγχέει την αξία όσως τιμώνται και που πριν απ΄όλα προσφέρει τον εαυτό του σαν θυσία και μετατρέπει την ψυχή του σε θεϊκό άγαλμα και κάνει τον νου του ναό για την αποδοχή του θεϊκού φωτός. Γιατί τι παρόμοιο θα προσφέρεις από τα συνηθισμένα υλικά, το οποίο θα το κάνεις άγαλμα ταιριαστό στον θεό ή δώρο που να μπορεί να ενωθεί μαζί του; Αυτά, λοιπόν, είναι ανάγκη να συμβαίνουν στη λογική ψυχή που καθάρθηκε. Γιατί, όπως λένε οι ίδιοι άντρες, ο θεός δεν έχει πάνω στη γη τόπο καταλληλότερο από την καθαρή ψυχή. Και ο Πύθιος [ο Απόλλων] συμφωνεί λέγοντας: "Με τους ευσεβείς βροτούς χαίρομαι τόσο, όσο με τον Όλυμπο"».
Είναι φανερό, πλέον, ότι για να τιμήσουμε τους θεούς, πρέπει να εγκαταστήσουμε το νόμο στη ψυχή μας. Νόμο ο οποίος θα μας ενώσει με τα θεία καθώς θα μας κάνει ευδαίμονες. Ως νόμο (δημιουργική ενέργεια), μια ανθρώπινη ψυχή που βρίσκεται σε λήθη, θα προσπαθήσει να χρησιμοποιήσει το λογικό της μέρος σε συμφωνία με φρόνηση, που αυτή η κατάσταση ονομάζεται από τον Πλάτωνα[14], ομοίωσις και φυγή. Η ιεραρχική δομή των τριών μερών της ψυχής (λογικό, θυμοειδές, επιθυμητικό) που θα επιφέρει την εμφάνιση του ψυχικού πλέον νόμου, είναι: Ηγέτης προς το όλον, το λογικό. Ηγέτης, προς το επιθυμητικό, το θυμοειδές που διακατέχεται από ανδρεία και σωφροσύνη και τέλος το επιθυμητικό να διακατέχεται πλήρως από σωφροσύνη. Τότε η σύνδεση της ψυχής μας με τον νου θα πραγματοποιηθεί. Και αναφερόμαστε στο νου της ψυχής διότι όπως στο σύμπαν/κόσμο ο δημιουργικός νους και η βούλησή του είναι ο Νόμος, έτσι και στη ψυχή, ο νους και η βούλησή του, θα είναι ο ψυχικός νόμος, ο οποίος αρέσκεται στο να κρύβεται και να φανερώνεται μόνο στους καθάριους και ευδαίμονες βροτούς, που μυθολογικά αναφέρονται και ως μέροπες. Καθώς, όπως λέει και ο Πρόκλος[15], «ο νους δεν επιδεικνύει πάντοτε τον εαυτό του στις ψυχές, αλλά όταν αποσυνθέσουν τον πολύ όχλο(πάθη) που έρχεται από τον κόσμο της γένεσης εκ των υστέρων και συνδέεται μαζί τους».
Ως, αναφέραμε παραπάνω, ο Ζευς, ως πολιτικός νομοθέτης του σύμπαντος/κόσμου, έχει για συνεργό του, τον Απόλλωνα. Ο Απόλλων, όμως συνδέεται άμεσα με τον Διόνυσο, ο οποίος Διόνυσος συνδέεται με τον εντός μας, νου. Το νου δηλαδή που προείπαμε.
«Μου φαίνεται, μάλιστα, ότι, όπως ο Ορφέας θέτει επικεφαλής του βασιλιά Διονύσου τη μονάδα του Απόλλωνα, η οποία τον αποτρέπει από την πρόοδο προς το τιτανικό πλήθος και από την απομάκρυνσή του από τον βασιλικό θρόνο και τον φρουρεί αγνό και αμόλυντο μέσα στην ένωση, έτσι και ο δαίμων του Σωκράτη τον οδηγεί στο νοητικό ύψος και τον κρατά μακριά από τις συναναστροφές με τους πολλούς. Διότι ο δαίμων είναι αντίστοιχος προς τον Απόλλωνα, όντας ακόλουθος του, και ο λόγος του Σωκράτη αντίστοιχος προς τον Διόνυσο, αφού ο εντός μας νους είναι γέννημα της δύναμης του θεού τούτου.»[16]
Με βάσει τα όσα έχουμε αναφέρει, με τις αναλύσεις που παρουσιάζονται εδώ: Σώμα, ψυχή, Νους (Δαίμων) και Η άνοδος της ψυχής στον Πρώτο Θεό (1Α) καθώς και το Ορφικό Απόσπασμα[17] όπου ο Ζευς, ο Άιδης, ο Ήλιος και ο Διόνυσος αναφέρονται ως ένας θεός, συμπεραίνουμε ότι ο εντός μας νους είναι δημιούργημα του Ήλιου ή ακόμα καλύτερα, η απορροή φωτός του Απόλλωνα φτάνει σε εμάς διά μέσω του Ηλίου, εντός του νου μας.
Μεταβαίνοντας από τον Θείο Νόμο και τον ψυχικό, στην διαβάθμιση του θετού νόμου, θα ανατρέξουμε στο Πλατωνικό έργο «Νόμοι», διότι τα Πλατωνικά κείμενα, ουσιαστικά είναι κείμενα μυήσεως[18].
Στο συγκεκριμένο, λοιπόν, έργο τα πρόσωπα του διαλόγου είναι τρία. Ο Αθηναίος ξένος, ο Κνώσιος Κλεινίας και ο Λακεδαιμόνιος Μέγιλλος. Ο διάλογος εξελίσσεται στην Κρήτη, από την Κνωσό έως το Ιδαίον άντρο και το ναό του Διός. Τα πρόσωπα του διαλόγου δεν είναι καθόλου τυχαία, καθώς επίσης και η διαδρομή που ακολουθούν οι τρείς τους, αναζητώντας τους ιδανικούς νόμους για την πολιτεία των Μαγνήτων που θα πραγματοποιήσει ο Κλεινίας.
Όπως αναφέρει ο Όμηρος, καθώς επίσης και ο Πλάτων στο παρόν έργο, ο Μίνωας κάθε εννέα χρόνια ακολουθούσε την ίδια διαδρομή για να πάρει από τον πατέρα του Δία τους νόμους που του έφτιαχνε για τις πόλεις[19]. Η ταύτιση αυτή μας παραπέμπει να εξάγουμε το συμπέρασμα ότι οι νόμοι που "δημιουργεί" ο Αθηναίος σε συμφωνία με τον Κλεινία και τον Μέγιλλο, δεν είναι κάτι άλλο, παρά οι Νόμοι του ίδιου του Διός. Στο παρόν έργο, λοιπόν, περιγράφονται οι νόμοι που χρειάζεται μια πολιτεία για να καταστεί ευδαίμων και να έρθει σε επαφή με τα θεία.
Σχετικά με τα πρόσωπα του διαλόγου, τώρα, ο Κλεινίας είναι Κνώσιος και ως τοπικό θεό θεραπεύει τον Δία ενώ ο Μέγιλλος από τη Σπάρτη τον Απόλλωνα. Ο Αθηναίος ξένος ως τοπική θεά θεραπεύει την Αθηνά και εκτός αυτού φαίνεται να ανήκει στη βαθμίδα της, καθώς ο Κλεινίας του λέει ότι[20] «δεν ήθελα να σε ονομάσω κάτοικο της Αττικής, (αττικό δηλαδή) γιατί μου φαίνεται ότι είσαι άξιος να ονομάζεσαι με την επωνυμία της θεάς». Αυτό δηλώνει ότι η ενοποιητική δύναμη της θεάς και η σοφία απορρέουν σε αυτόν. Έτσι ο Αθηναίος, χάρη στη φρόνηση του, "δημιουργεί" και προτείνει νόμους και το πως θα εφαρμοστούν αυτοί, ενώ ο Κλεινίας και ο Μέγιλλος ως ,τρόπο τινά, εκπρόσωποι του Δία και του Απόλλωνα ή ανήκοντας στην βαθμίδα των αντίστοιχων θεών, συμφωνούν στην εφαρμογή και λειτουργία των νόμων.
Σε σχέση τώρα ψυχών, μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τον Αθηναίο και ως ερωτικό, διότι συνάγει και συνδέει το ανώτερο με το κατώτερο. «Πραγματικά, το αντικείμενο του έρωτα κατέχει την πρώτη βαθμίδα και το υποκείμενο την τρίτη, ενώ το ενδιάμεσο των δύο το συμπληρώνει ο έρως συνάγοντας και συνδέοντας αμοιβαία το αντικείμενο και το υποκείμενο της επιθυμίας, και πληροί το κατώτερο με στοιχεία από το ανώτερο, ενώ στην περιοχή των νοητών και απόκρυφων θεών ενοποιεί τον νοητό νου με το πρωταρχικό και απόκρυφο κάλλος στη βάση μιας ανώτερης ζωής της νοήσεως»[21].
Εν κατακλείδι, η δημιουργία, η τάξη και η αμεταβλητότητα της "συμπαντικής πολιτείας", εκδηλώνεται στον τόπο της γένεσης μέσω του Αθηναίου, ενώ ο Κλεινίας βρίσκεται εκεί για να αποδεχτεί και να υλοποιήσει τους Νόμους του Δία. Όπως ο Ζευς είναι ο πολιτικός του σύμπαντος και συνεργός του στη σύνολη τάξη είναι ο Απόλλωνας, έτσι και εδώ διαπιστώνουμε ότι πολιτικός είναι ο Κλεινίας στη νέα αυτή πόλη, ενώ συνεργός φαίνεται να είναι ο Μέγιλλος, καθώς σε όλο το έργο παίρνει πολύ λίγες φορές τον λόγο, και αυτόν συνήθως για να συμφωνήσει και να συνταχτεί με τον Αθηναίο και τον Κλεινία. Δηλαδή, έχουμε τη τριάδα Ζευς-Αθηνά-Απόλλων σε αντιστοιχία των Κλεινία-Αθηναίου Ξένου-Μέγιλλου. Έτσι, λοιπόν, η πολιτεία των Μαγνήτων, βασίζεται στους Δίιους Νόμους, έχοντας ως συνεργατική αρμονία την Απολλώνια Αρμονία, μέσω της Αθηναϊκής Νοήσεως.
Συγγραφεύς: Μπρικές Α. Δημήτριος (Φιλόνικος)