Το πατριαρχείο με συγκυβέρνηση Σχολάριου και Μωάμεθ
ΜAXH ΠΑΪΖΗ-ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΥ, Δ. Γ. ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΣ:
Επίσημα κείμενα του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως Τα σωζόμενα από την περίοδο 1454-1498
εκδ. Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών, σελ. 292
Η περίοδος από το 1453 μέχρι και τις αρχές του 16ου αιώνα ήταν για το Πατριαρχείο Κων/πόλεως μία από τις πλέον αμφίσημες της ιστορίας του. Αν και η εκκλησιαστική του δύναμη ενισχύεται και αποδεσμεύεται από τους Λατίνους και από τις φιλοδυτικές πολιτικές των τελευταίων Ρωμαίων αυτοκρατόρων ή των φιλολατίνων πατριαρχών, η πολιτική του υπόσταση υποθηκεύεται σε ένα νέο κρατικό μόρφωμα, αλλόφυλο και αλλόθρησκο.
Αν και εξασφαλίζεται μια συνέχεια ως προς την προηγούμενη περίοδο, εγκαινιάζεται ωστόσο και μια τομή που του επιβάλλει στο εξής ένα νέο περιβάλλον λειτουργίας: περιβάλλον αιχμαλωσίας και πνευματικής ηγεσίας ταυτόχρονα. Περίοδος αναδιοργάνωσης και περίοδος επανορισμού των ρόλων. Ο Πατριάρχης Γεννάδιος είχε δίκιο που παραλλήλισε την εποχή του με αυτήν των διώξεων των χριστιανών πριν από τον Μ. Κωνσταντίνο: «Και νυν ο χριστιανισμός όμοιός εστι τω προ του Κωνσταντίνου».
Ο "θεόσταλτος σουλτάνος" Μωάμεθ Β', όπως χαρακτήριζε η εκκλησία σε όλη τη διάρκεια της
τουρκοκρατίας τον εκάστοτε μωαμεθανό ηγεμόνα και, δεξιά, ο συνεργάτης του Γεννάδιος-
Σχολάριος, εκ θεού επιλεγμένος υπότουρκος πατριάρχης - με σημερινή ορολογία Κουΐσλινγκ.
Η συγκέντρωση και η έκδοση των επισήμων εγγράφων του Πατριαρχείου, αυτής της περιόδου, από τη Μάχη Παΐζη-Αποστολοπούλου και τον Δημήτρη Αποστολόπουλο επιτρέπει σε όσους ενδιαφέρονται, να επισκεφτούν αυτή την εποχή «στο πρωτότυπο». Προσφέρει δε στους πιο ειδικούς αναγνώστες ένα αναντικατάστατο εργαλείο μελέτης της ιστορίας του Πατριαρχείου, του πλέον εμβληματικού θεσμού της Ορθοδοξίας και ενός από τους πλέον σημαντικούς του Ελληνισμού.
Οι συγγραφείς είναι από τους εγκρατέστερους της πατριαρχικής ιστορίας, αφού για πολλές δεκαετίες την υποστήριξαν ερευνητικά φέρνοντας στο φως και αποκαθιστώντας, εκτός των άλλων, τον σημαντικότερο κώδικα καταχώρισης πατριαρχικών εγγράφων της πρώτης περιόδου της λειτουργίας του. Το ερευνητικό τους πρόγραμμα «Θεσμοί και ιδεολογία στη νεοελληνική κοινωνία 15ος - 19ος αι.» στο οποίο σημαντική θέση είχε και ο Π. Μιχαηλάρης, αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά σχετικά ερευνητικά προγράμματα που πραγματοποιήθηκαν διεθνώς και εκσυγχρόνισαν την ιστοριογραφία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Η τριαδικότητα
Ο παρών τόμος συγκεντρώνει τις πατριαρχικές πράξεις του δεύτερου μισού του 15ου αιώνα. Δεν μπορεί να μην παρατηρήσει κανείς την προσπάθεια του Πατριαρχείου να επαναδιατυπώσει με καθαρότητα την ορθόδοξη πίστη τόσο απέναντι στο ισλάμ όσο και απέναντι στη δυτική εκκλησία, κρίνοντας από το θεολογικής καθαρότητας κείμενο «έκθεση περί της πίστεως των ορθοδόξων χριστιανών» που απευθύνει μετά τις 6 Ιανουαρίου του 1454 ο Γεννάδιος Σχολάριος στον Πορθητή· κρίνοντας από την πανορθόδοξη σύνοδο της Κωνσταντινούπολης το 1483-1484 που ανατρέπει όσα αποφασίστηκαν στη σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας και τα οποία δέσμευαν την ορθοδοξία σε μια δυτική δογματική καθόλα αντίθετη με το «σεπτόν και άγιον της πίστεως σύμβολο».
Επρόκειτο για έναν διμέτωπο αγώνα δογματικής καθαρότητας με επίκεντρο την ορθόδοξη τριαδικότητα που απειλούνταν τόσο από την ισλαμική θεολογία όσο και από τη δυτική θεολογία: προς το ισλάμ έπρεπε να ξαναειπωθεί το «και ταύτα τα τρία νους και λόγος και πνεύμα εις Θεός εστιν» και προς τη δυτική θεολογία το «μη δύο τα αίτια εν τη τριάδι νοοίτο και δύο αρχαί εν τη ακτίστω θεότητι».
Η σιμωνία
Ωστόσο τα πράγματα δεν ήταν εύκολα. Το γένος (τόσο οι ορθόδοξοι χριστιανοί γενικώτερα όσο και οι Ρωμαιογενείς ειδικώτερα) δεν διένυε την πιο ακμαία, ηθικώς, περίοδό του. Στην Εκκλησία κυριαρχούσε η σιμωνία· με άλλα λόγια η διά χρημάτων εξαγορά της «αρχιερωσύνης και της ιερωσύνης», αμάρτημα και νόσος, λύμη και αίρεσις, από τα σημαντικότερα που γύρω από την καταπολέμησή του είχε δομηθεί μερικούς αιώνες πριν η δυτική εκκλησία. Το Πατριαρχείο την καταδικάζει, αλλά η σιμωνία επιμένει (1484, 1497) · κάποτε αναγκάζεται και να την «οικονομεί»: «Εάν ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων διά χρημάτων γίνηται... μη σκανδαλίζεσθε». Και εξηγεί γιατί.
Πάντως, όσο και αν την καταδικάζει, η σιμωνία φαίνεται να μετατρέπεται σε μόνιμη μέθοδο ανάδειξης των πατριαρχών στην Κωνσταντινούπολη, αφού οι αντίπαλες ορθόδοξες φατρίες, «τινές των ημετέρων», την προτείνουν στους Οθωμανούς (ταρίφα 2.000 φλωρία) για να σπρώξουν τον δικό τους πατριαρχικό υποψήφιο. Οι Οθωμανοί την μετατρέπουν σε μόνιμο φόρο (κατ' ενιαυτόν τελείν). Και στη συνέχεια οι ενδιαφερόμενοι πατριάρχες έπρεπε να περιοδεύουν χειμώνα για να βρουν τα λεφτά.
Σε πολιτικό επίπεδο κυριαρχεί ο φατριασμός και οι συνωμοσίες των αντιπάλων ομάδων: «συνομνύμενοι, φατριάζοντες, κατασκευάς τυρεύοντες». Σε ηθικό επίπεδο η κατάσταση είναι απαράδεκτη, αφού τα ζευγάρια συγκατοικούν ανευλόγητα, συνάπτονται παράνομες κοινωνικές συμμαχίες όπως οι αδελφοποιίες, οι ιερείς δανείζουν με τόκο. Λαϊκοί και ιερείς μεθούν, οι πρώτοι δεν πάνε στην εκκλησία, παντρεύονται αλλόθρησκους, ενώ οι δεύτεροι συμπεριφέρονται αισχίστως όπως εκείνος ο των Ιεροσολύμων Ιωακείμ που «διαβεβαιούται ότι χήρας γυναικός έλαβεν εις γυναίκα».
Παρ' όλα αυτά το Πατριαρχείο καταφέρνει να κυριαρχήσει και να διεκδικήσει τον ηγετικό του ρόλο επί μητροπολιτών, μονών, αρχόντων και κυρίως επί του ποιμνίου του, «τους ταπεινούς Ρωμαίους της ημετέρας γενεάς και τάξεως». Σε μια εποχή, μάλιστα, που στη Δύση η Εκκλησία υπέφερε από τη δική της ηθική κρίση, η οποία την οδήγησε στο μεγαλύτερο σχίσμα της ιστορίας της. Η ορθόδοξη ανατολική, εις πείσμα των προβλημάτων της, επιβιώνει και επαναδιατυπώνει την ταυτότητά της. Ισως να το ήθελε έτσι και το οθωμανικό κράτος, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Έχω ορισμένες ενστάσεις ως προς την ορολογία του κειμένου, με την οποία διαχέονται υποδόρια διάφορες γνωστές ιδεοληψίες: Τι μπορεί να σημαίνει ότι οι Οθωμανοί ήταν «αλλόφυλοι κατακτητές»; Ποιο ήταν το φύλο των κατοίκων του βυζαντινού κράτους, ενός πολυφυλετικού κρατικού μορφώματος; Ένα από αυτά τα φύλα, το οσμανικό ή οθωμανικό, το οποίο μάλιστα δεν είχε ιστορικό παρελθόν αλλά προέκυψε μέσα στην επικράτεια του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους, κατέλαβε την εξουσία, όπως παλαιότερα την είχαν καταλάβει Αρμένιοι, Ίσαυροι (Σύριοι), «Μακεδόνες» και άλλοι... Η ιδέα που επικρατεί σ' αυτή την επιλογή χαρακτηρισμών είναι ότι οι «Βυζαντινοί» ήταν Έλληνες και οι Οθωμανοί ξενόφερτοι «αλλόφυλοι»... Αναμφισβήτητο είναι ότι ήταν αλλόθρησκοι, αλλά κι αυτό χρεώνεται στην ανεπάρκεια του παρακμιακού πλέον βυζαντινού κράτους, το οποίο υποσκελίστηκε από τους Περσοάραβες που επέβαλαν αυτοί τη θρησκεία τους στο πολυθεϊκό λαό των Σελτζούκων (Βρυώνης Σπύρος: «Η παρακμή του μεσαιωνικού Ελληνισμού στη Μικρά Ασία και η διαδικασία εξισλαμισμού», ΜΙΕΤ, 1996). Επίσης, για ποιο «περιβάλλον αιχμαλωσίας» γράφουν οι συγγραφείς, αφού ο λαμπρός τουρκόφιλος πατριάρχης έλεγε (και έχει διασωθεί): «Ο φιλεύσπλαχνος σουλτάνος (ο Μωάμεθ Β'), έχει εντολή από το θεό να επαναφέρει τους αμαρτωλούς χριστιανούς στο σωστό δρόμο!» Δηλαδή ήταν αιχμάλωτο το πατριαρχείο στην «εντολή του θεού»; Η συγκεκριμένη επιλογή της λέξης «αιχμαλωσία» προετοιμάζει τον αναγνώστη ψυχολογικά να αποδεχτεί ότι η Επανάσταση του 1821, η οποία έγινε ενάντια στη θέληση και τα συμφέροντα της εκκλησίας, οφείλεται στις δικές της προσπάθειες και επιθυμίες. Στην πραγματικότητα, η εκκλησία πέρασε αναγκαστικά από το πολυφυλετικό κράτος στο εθνικό και επιθυμούσε να ηγείται, αλλιώς δεν θα είχε λόγο ύπαρξης.