Ο πατέρας του δράστη, επίτροπος στην εκκλησία, κρατάει το σταυρό της κοινωνικής απαξίωσης
Από το παραδοσιακό χωριό Τύλισσος, κοντά στα Ανώγεια της Κρήτης, κρατάει η φύτρα των Στεφανάκηδων που ήρθαν και ρίζωσαν στην Αθήνα της μεταπολίτευσης το 1984 και έσπειραν την δικιά τους φαμίλια. Ο πατέρας της οικογένειας, είναι ο Μανώλης Στεφανάκης, 50 ετών, μηχανικός αυτοκινήτων. Ο «δακτυλοδεικτούμενος γονιός του φονιά Βαγγέλη Στεφανάκη που σκότωσε τη Φαίη» για την κοινωνία, ο «καλός Σαμαρείτης των φτωχών και κατατρεγμένων» για την γειτονιά, ο «πληγωμένος αϊτός που κουβαλάει στις πλάτες του ένα νεκρό κορίτσι», όπως λέει ο ίδιος, γονατισμένος στο ιερό της εκκλησίας του Άι-Γιάννη του Θεολόγου στο Γέρακα Αττικής. «Με ένα ζευγάρι παπούτσια για την εκκλησία και ένα ζευγάρι μπότες για το συνεργείο και την γυναίκα μου πάντα δίπλα, περπατήσαμε το ανηφόρι της βιοπάλης ανασταίνοντας με τη βοήθεια του Θεού, τρία παιδιά. Το ένα μου κορίτσι, 23 ετών, είναι στην ηλικία της Φαίης. Σαν τα κρύα τα νερά. Τι να πράξω τώρα; Να πάω στον Κορυδαλλό να δώσω στήριγμα στο γιο μου τον Βαγγέλη που κατηγορείται για το χαμό της ή να πάω στους γονείς της Φαίης και να τους πω να πάρουν ένα πολυβόλο, να με βάλουν στο απόσπασμα και να πατήσουν τη σκανδάλη για να πάρω πάνω μου την ντροπή των παλιών μαυροπουκαμισάδων της Κρήτης που κυκλοφορούσαν στιγματισμένοι;», εξομολογείται ο Μανώλης Στεφανάκης με τα μάτια στον ουρανό, στο προαύλιο της εκκλησίας που χτίστηκε πέτρα πέτρα από τον οβολό των ενοριτών της λαϊκής συνοικίας της Βορειοανατολικής Αττικής.
«Ακόμα και κάποιοι συγγενείς που μου τηλεφωνούν καθημερινά, διψούν για φρέσκα νέα για την υπόθεση. Να με συγχωρέσει ο Θεός αλλά όταν κλείνουν το τηλέφωνο, μάλλον τους έχω δώσει τροφή για περισσότερο κουτσομπολιό. Βλέπω και τον κόσμο που πάντα μου΄λεγαν γενναιόδωρα την καλημέρα. Σε λίγο καιρό θα χαμηλώνουν τα μάτια και θα ψιθυρίζουν μέσα τους: Αυτός είναι ο πατέρας του φονιά. Αυτές τι μέρες έχω ακούσει κι άλλα πολλά. Ότι ο γιος μου έπαιρνε ακόμα και ναρκωτικά. Στο γυμναστήριο πήγαινε. Ήθελε να έχει γερό κορμί. Να τον αγαπάνε οι γυναίκες. Στο ίδιο γυμναστήριο είχε γνωρίσει και ήταν φίλος με τον παιδί που χτύπησε στο τροχαίο, τον ηθοποιό Τομ Πρωτόπαπα. Είχε στενοχωρηθεί πολύ με την εξέλιξη στην υγεία του».
«Ο Βαγγέλης και τα κορίτσια του»
Με τον πατέρα του κατηγορούμενου για την ανθρωποκτονία της 23χρονης Φαίης Μπλάχα από την Νέα Μάκρη(ήδη προφυλακισμένου Βαγγέλη Στεφανάκη)μιλήσαμε πολύ ώρα. Όλα μέσα του ένα κουβάρι γεγονότων. Η αστυνομία που τον ξύπναγε τις νύχτες και το χάραμα για να του φέρει τα κακά μαντάτα και να τον πιέσει να τους πει «που κρύβεται», ο γιος που οδυρόταν στο γραφείο του ανακριτή «για την κακιά στιγμή του ατυχήματος»(ακόμα και μετά την ιατροδικαστική εξέταση που δείχνει θανατηφόρες βλάβες και άγρια χτυπήματα στο κεφάλι της άτυχης κοπέλας), οι εικόνες από τις επισκέψεις στο σπίτι τους στο Γέρακα, της Φαίης και της Μαριαλένας, της μεγάλης αδερφής της. «Πρώτα στο σπίτι μας ο Βαγγέλης είχε φέρει την Μαριαλένα, δύο χρόνια πριν. Πολύ όμορφη γυναίκα. Μεγαλύτερη του. Έρχονταν με ένα πράσινο Opel της κοπέλας. Δεν υπήρχε διαχυτικότητα ανάμεσα τους. Τουλάχιστον μπροστά μας. Έδειχναν να είναι πολύ φίλοι. Τίποτε άλλο. Όμως όταν ήρθε στο σπίτι η Φαίη, ο Βαγγέλης ήταν αλλιώς. Αγκαλιάζονταν, φιλιόνταν, έδειχναν ερωτευμένοι. Ο γιος μου, πάλευε για το μεροκάματο. Εγώ δεν άκουσα ποτέ για μπραβιλίκια και νταηλίκια. Πότε εργάτης σε κατασκευές για κάγκελα, πότε κούριερ σε οδοντοτεχνίτες, περιστασιακά σε σούπερ μάρκετ, τα καλοκαίρια σερβιτόρος σε νυχτερινά μαγαζιά στη Νέα Μάκρη. Εργατικός κι όχι τεμπέλης. Μια φορά που άκουσα ότι πούλησε νταηλίκια και έδειρε κάποιον της νύχτας, πήγα και τους βρήκα. Δεν μου επιβεβαίωσαν το γεγονός. Του έλεγα: «Βαγγέλη, να βρεις μια δουλειά σταθερή. Και να πάμε στους γονείς της, να το ζητήσουμε, εάν το αγαπάς το κορίτσι». Μου έλεγε ναι, να πάμε. Πίστευα ότι θα παντρευόντουσαν».
Μέχρι το βράδυ του κακού. Εκείνη τη νύχτα της 5ης Απριλίου που σκοτείνιασε ο ουρανός πάνω από το σπιτικό τους. «Με πήρε τηλέφωνο. Τσακωθήκαμε, πατέρα. Μου επιτέθηκε γιατί έμαθε ότι η αδερφή της θα χώριζε τον άντρα της για να με παντρευτεί. Πήγε να μου βγάλει τα μάτια», μου είπε. «Την έσπρωξα με δύναμη και χτύπησε στο φτερό», μιας παλιάς BMW 1600 που είχε αγοράσει. «Την πήγαμε στο νοσοκομείο. Δεν βρίσκουμε κρεβάτι. Θα ψάξουμε να την πάμε αλλού. Θα μείνω δίπλα της», φέρεται να του είπε ο Βαγγέλης Στεφανάκης. «Έμαθα ότι έμεινε δύο βράδια κοντά στο κορίτσι. Ήταν εκεί και η αδερφή της. Όταν η κατάσταση της Φαίης επιδεινώθηκε, τον έχασα. Την Μεγάλη Δευτέρα, που πέθανε το παιδί, με πήρε τηλέφωνο στη μία και μισή το ξημέρωμα, κλαίγοντας. Η αστυνομία τον έψαξε στο σπίτι. Τους είπα ότι δεν ήταν μαζί μου. Μετά τη σύλληψη του, έμαθα ότι είχε πάει στον ξάδερφό μου, ταγματάρχη, στρατιωτικό γιατρό, σε κάποιο μοναστήρι και τον είχε ξομολογήσει».
«Η Χρυσή Αυγή και τα εφαρμοστά φανελάκια»
Ο 50χρονος Μανώλης Στεφανάκης, μέσα στον ιερό χώρο του ναού, μας λέει ότι δεν έχει μάθει να λέει ψέμματα. «Τον είπαν Χρυσαυγίτη. Εγώ θα σας πω όσα ξέρω, όσα είδα και όσα πιστεύω ο ίδιος. Ήμουν από τους Κρητικούς που υποδέχθηκα τον Ανδρέα Παπανδρέου, τον πολιτικό με το ζιβάγκο, στην Κρήτη, δίνοντας του καρύδια και γλυκά όταν ήρθε στο νησί. Στη συνέχεια, μοίραζα τον «Ριζοσπάστη» στην Ομόνοια, όταν πιστεύαμε ότι κάτι θα αλλάζαμε στην κοινωνία. Ο πατέρας μου, ήταν αγωνιστής της αντίστασης κατά των Γερμανών, την περίοδο 1941-44. Ο παππούς μου, χωροφύλακας. Εγώ, πάντα δημοκράτης. Δεν έχω δουλειά με τέτοια πράγματα. Ο Βαγγέλης πράγματι φόραγε μαζί με τον μικρότερο γιο μου τα εφαρμοστά φανελάκια της «Χρυσής Αυγής» αλλά νομίζω για επίδειξη. Ο μικρός, πήγαινε και βοηθούσε στα συσσίτια των χρυσαυγιτών που μοιράζουν τα τρόφιμα και πάει στις ομάδες περιφρούρησης, όπως στις Θερμοπύλες. Αλλά μέχρι εκεί. Του έχω πει να μην ανακατεύεται σε φασαρίες. Αυτή είναι η αλήθεια από έναν πατέρα που τον βλέπετε να κουβαλάει τον δικό του σταυρό».
Ο μηχανικός αυτοκινήτων, Μανώλης Στεφανάκης, κάθε μέρα μετά τις 6 το απόγευμα, πάει στον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο. Είναι επίτροπος εκεί. Βοηθάει στα συσσίτια των φτωχών, στηρίζει ορφανούς και καταφρονεμένους. Η γυναίκα του, είναι στο φιλόπτωχο ταμείο. Το βράδυ στο σπίτι βάζουν τσουκάλι για 7 στόματα. Τα παιδιά και το υπόλοιπο σόι που μένουν μαζί τους. Για να τα φέρουν βόλτα. «Ήμουν ικανοποιημένος από τη ζωή μου. Και με τα 1000 ευρώ. Άσχετα εάν στις 5 του μήνα, ζήταγα προκαταβολή για να πληρώσω τις υποχρεώσεις. Δεν χρώσταγα σε κανέναν. Τώρα χρωστάω στην κοινωνία. Με έναν γιο στη φυλακή και ένα σκοτωμένο κορίτσι στην πλάτη μου. Τους γονείς της σκέφτομαι που πάλεψαν για να την μεγαλώσουν. Σαν να πέρασε ένα μαχαίρι και μου΄κοψε την ψυχή. Τι έκανα λάθος σαν πατέρας; Ας έρθει κάποιος να μου πει...»
Το ρεπορταζ δημοσιεύεται στην "Κυριακάτικη Δημοκρατία"