Οι τσοπάνηδές του, κάποια μέρα, βρήκαν τα βαρέλια και ήπιαν τόσο πολύ κρασί που μέθυσαν και άρχισαν να φέρονται με άγριο τρόπο. Έχοντας χάσει τα λογικά τους σκότωσαν τον Ικάριο και η κόρη του Ηριγόνη από τη στενοχώρια της αυτοκτόνησε.
Οι κάτοικοι της Ικαρίας τιμούσαν ιδιαίτερα το θεό Διόνυσο· σε αυτή την περιοχή καλλιεργήθηκε πολύ ο διθύραμβος, ο ύμνος προς το θεό, που συνέθεσε ο μουσικός Αρίωνας. Μάλιστα, πρόσθεσαν και κάτι καινούριο. Στο μουσικό αυτό ύμνο πρόσθεσαν στίχους. Κι επειδή αυτή τη σύνθεση την τραγουδούσαν άνθρωποι μεταμφιεσμένοι σε τραγόμορφους Σατύρους, την ονόμασαν τραγωδία. Βέβαια, λατρευτικές εκδηλώσεις για το θεό του αμπελιού γίνονταν και σε πολλές άλλες περιοχές. Όσοι παρευρίσκονταν σε αυτές τις εκδηλώσεις έπρεπε να συμμετέχουν ενεργά πίνοντας κρασί και χορεύοντας υπό την επήρεια της μέθης. Όσοι αρνούνταν, ήταν εχθροί του θεού και επέσυραν την οργή του.
Έτσι, τραγικό τέλος βρήκε τον Πενθέα που θέλησε να παρακολουθήσει κρυφά τις οργιαστικές εορτές. Οι Μαινάδες, μια από τις οποίες ήταν και η μητέρα του, μέσα στη μανία που τις είχε καταλάβει, όρμησαν επάνω του και τον κατασπάραξαν. Επίμονα αρνούνταν να λάβουν μέρος στις λατρευτικές τελετές οι κόρες του βασιλιά Μίνωα, όπως και του βασιλιά Προίτου. Προσβλημένος ο Διόνυσος τις έκανε να χάσουν τα λογικά τους. Άλλοι λένε ότι για τη μανία που κατέλαβε τις νεαρές κόρες του Προίτου αιτία ήταν η Ήρα.
Σκληρός τιμωρός εμφανίζεται ο Διόνυσος στους εχθρούς του και σε όσους είναι αντίθετοι στον τρόπο λατρείας του. Συνάμα γενναιόδωρος ευεργέτης σε όσους τον τιμούν και τον ευχαριστούν. Όταν ο βασιλιάς Μίδας φιλοξένησε το δάσκαλό του, το γέρο Σιληνό, που είχε χαθεί, αυτός δέχτηκε να εκπληρώσει την επιθυμία του για να τον ευχαριστήσει. Ο άπληστος Μίδας ζήτησε να μπορεί ό,τι πιάνει να το μετατρέπει σε χρυσάφι. Σύντομα ο δύστυχος διαπίστωσε πως θα γινόταν βαθύπλουτος αλλά θα πέθαινε από την πείνα και τη δίψα. Το ψωμί που άγγιζε να φάει μετατρεπόταν σε χρυσό και το νερό που ήθελε να πιει σε χρυσαφένιες σταγόνες. Μετανιωμένος ζήτησε από το θεό να τον κάνει όπως πριν και ο Διόνυσος που τον λυπήθηκε του είπε πως αν λουστεί στα νερά του Πακτωλού ποταμού θα απαλλαχτεί από το μαρτύριό του.
Ο θεός του γλεντιού δεν είχε πολλές ερωτικές περιπέτειες, όπως οι υπόλοιποι θεοί. Οι γυναίκες στη ζωή του είχαν διαφορετική θέση: υπήρξαν παραμάνες του όταν ήταν μικρός και συντρόφισσές του στα ασταμάτητα γλέντια του.
Κάποτε ερωτεύτηκε την όμορφη Αριάδνη, όταν την είδε να κοιμάται ήρεμα και γαλήνια, μοιάζοντας με θεά. Η κόρη του Μίνωα μαζί με τον Θησέα επέστρεφαν στην Αθήνα από την Κρήτη. Ξυπνώντας ένα πρωί στη Νάξο η Αριάδνη βλέπει πως ο σύντροφός της έφυγε και την εγκατέλειψε. Χωρίς να το ξέρει η ίδια, είχε έρθει ο Διόνυσος στο όνειρο του Θησέα και με απειλές τον ανάγκασε να φύγει για να κάνει δική του την όμορφη νέα.
Ολομόναχη όπως ήταν στο έρημο νησί, σαν σωτήρας εμφανίστηκε ο θεός μπροστά της, νέος, γεροδεμένος, στεφανωμένος ως συνήθως με κισσόφυλλα. Αφού έγινε ο γάμος τους, πέταξαν με το άρμα του θεού προς τον ουρανό.
Στη γη οι άνθρωποι τον ευχαριστούσαν για το θεϊκό δώρο του και για την ξενοιασιά που απλόχερα τους μοίραζε. Οι γιορτές που γίνονταν προς τιμή του ήταν ένα αδιάκοπο γλέντι, όπου όλοι μεθούσαν και τραγουδούσαν. Με αυτόν τον τρόπο προσπαθούσαν να επικοινωνήσουν με τον αγαπητό τους θεό.
↧