Γρηγόριος Ε': «Ναι, στην ελληνική γλώσσα, αλλά μόνο για να διαβάζουμε τα ...;ευαγγέλια!» - Η γλώσσα των σοφών στη δούλεψη της θεοκρατίας
H Μεγάλη Εκκλησία (Πατριαρχείο) της Νέας Ρώμης (Κωνσταντινουπόλεως) ουδέποτε υπήρξε ελληνική ή φιλελληνική ως οργάνωση. Ωστόσο, οι απολογητές της ρωμιοσύνης και του βυζαντινισμού επιμένουν να διαδίδουν, ψευδόμενοι ασυστόλως, ότι χάρη σε αυτήν την Εκκλησία διασώθηκε όχι μόνο η εθνική μας συνείδηση και ταυτότητα αλλά και η εθνική μας παιδεία και γλώσσα.
Τότε όμως, αλήθεια, τι έχουν να απαντήσουν όλοι αυτοί στην πατριαρχική εγκύκλιο που εκδόθηκε τον Μάρτιο του 1819 και στην οποία ο «Γρηγόριος ελέω Θεού Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης και Οικουμενικός Πατριάρχης», ο δήθεν «εθνομάρτυρας», καταδίκασε την Ελληνική Παιδεία, τις θετικές επιστήμες, αναθεμάτισε τους διαφωτιστές δασκάλους που δίδασκαν το υπόδουλο έθνος και απαγόρευσε στους Έλληνες να βαπτίζουν με αρχαία ελληνικά ονόματα τα παιδιά τους;
Αξίζει να σταθούμε σε ένα σημείο της εγκυκλίου αυτής, όπου ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε' γράφει ύμνους για την ελληνική γλώσσα, όπως για παράδειγμα, «απειρέσιος είναι τω όντι ο πλους και αχανές το πέλαγος της ελληνικής αυτής γλώσσης ...;». Όμως τα εγκώμια του πατριάρχη δεν αποσκοπούν στη γνώση της ελληνικής ως κώδικα κατανόησης της φιλοσοφίας και μετοχής στην Ελληνική Παιδεία, αλλά λόγω του ότι « ...;είναι αναγκαία η γνώσις της ελληνικής γλώσσης, και κατά πόσους τρόπους εις τον βίον επωφελής, μάλιστα τον ορθόδοξον, είναι και τοις τυφλοίς αυτής δήλον, καν λέγωμεν ημείς, καν μη λέγωμεν, επειδή κατ' αυτήν όντων συγγεγραμμένων όλων των θεοσόφων βιβλίων των πνευματεμφόρων Πατέρων και διδασκάλων της Εκκλησίας μας, και όλων των ιερών νόμων και κανόνων, δι' αυτής μόνης εις την αληθή κατανόησιν εκείνων διαπορθμευόμεθα, και δι' αυτής τα προς Θεόν όσια και τα προς ανθρώπους δίκαια διδασκόμεθα».
Η ελληνική στην υπηρεσία της θρησκείας και της Εκκλησίας, υπάλληλός της και ...;δούλη της. Ή αλλιώς, η γλώσσα των σοφών στη δούλεψη της θεοκρατίας! Ο σχολαστικισμός στο απροκάλυπτο ... μεγαλείο του(!).
Με εμπνευστή και πρωτοπόρο το Σχολάριο-Γεννάδιο καθιερώθηκε έτσι στην Ανατολή μία παράδοση συναλληλίας μεταξύ οθωμανικής διοίκησης και ορθόδοξης εκκλησίας, η οποία εξασφαλιζόταν, άλλοτε με την επιλογή «οικουμενικού πατριάρχη» από κύκλο ευνοουμένων του εκάστοτε σουλτάνου (εκτός του Γεννάδιου, π.χ. οι Ισίδωρος, Ιωάσαφ, Μάρκος Ξυλοκαράβης κ.ά.), άλλοτε δε με ανάθεση σε όποιον προσέφερε μεγαλύτερο ποσόν (πεσκές) για την εξαγορά του πατριαρχικού θρόνου. Το «έθιμο» της εξαγοράς άρχισε με τους Τραπεζούντιους, οι οποίοι επιχείρησαν να ανεβάσουν έναν δικό τους άνθρωπο στον πατριαρχικό θρόνο κι επειδή συναντούσαν διάφορα εμπόδια, κατέφυγαν στη δωροδοκία. Έστειλαν τότε στο σουλτάνο χίλια φλουριά, μαζί με το αίτημα να διορίσει τον άνθρωπό τους. Έτσι ανακηρύχθηκε οικουμενικός πατριάρχης ο εκλεκτός των Τραπεζούντιων, Συμεών. Ο διαγκωνισμός για την κατάληψη του πατριαρχικού θρόνου προφανέστατα δεν είχε θεολογικούς στόχους. Από το έτος 1474 είχε αποκτήσει ο εκκλησιαστικός μηχανισμός το δικαίωμα να εισπράττει από τους χριστιανούς και να αποδίδει στην οθωμανική Πύλη τον ετήσιο φόρο (Δ.Γ. Αποστολόπουλος: «Ιστορία των Ελλήνων», βλέπε βιβλιογραφία). Καθένας γνωρίζει ότι οι υπηρεσίες και τα άτομα που διαχειρίζονται χρήματα, αποτελούν πόλο έλξης και συσπείρωσης κάθε είδους εκμεταλλευτών, καιροσκόπων και λαθρόβιων στοιχείων, με αποτέλεσμα να μετατραπεί σταδιακά αυτός ο οικονομικός πόλος σε στόχο για επαγγελματική, κοινωνική και «πνευματική» ανέλιξη.
Όσο πλήθαιναν οι φιλοδοξίες των Ελλήνων κληρικών, τόσο μεγάλωνε και το πεσκές και τόσο πυκνότερες έκαναν οι Οθωμανοί τις ευκαιρίες για την είσπραξή του. Γράφει ο Sir Paul Rycaut, (1628-1700): «Παλαιότερα η Εκκλησία δεν πλήρωνε στον μεγάλο Αυθέντη περισσότερα από δέκα χιλιάδες τάλιρα για κάθε αλλαγή πατριάρχη, αλλά το πλήθος των εραστών του αξιώματος ύψωσε την τιμή σε είκοσι πέντε χιλιάδες τάλιρα». Ο J. Aymon αναφέρει ότι το 1671, μέσα σε έναν και μόνο έτος τουλάχιστον πέντε «οικουμενικοί πατριάρχες» (Παΐσιος, Διονύσιος Θεσσαλονικεύς, Παρθένιος, Μεθόδιος και Διονύσιος ο Λαρισινός) εξαγόρασαν το πατριαρχικό αξίωμα και ανέβηκαν ο ένας μετά τον άλλον στο θρόνο, αναλαμβάνοντας την πολιτική και πνευματική ηγεσία των χριστιανικών λαών που ζούσαν στην οθωμανική αυτοκρατορία. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1700, έγραφε ο J. Pitton de Tournefort (1656-1708): «Το αξίωμα αυτό πουλιέται σήμερα για εξήντα χιλιάδες τάλιρα». Ανάλογα «τιμολόγια» πρέπει να ίσχυαν για την κατάληψη και των υπόλοιπων, ιεραρχικά υποδεέστερων πατριαρχικών θρόνων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Στην «Ελληνική Νομαρχία» του Ανωνύμου Έλληνος (βλέπε βιβλιογραφία) περιγράφεται ως εξής ο μηχανισμός της άθλιας συναλλαγής για την κατάκτηση του πατριαρχικού θρόνου από τους «πνευματικούς ηγέτες» των χριστιανών επί τουρκοκρατίας: «Η Σύνοδος αγοράζει τον πατριαρχικόν θρόνον από τον οθωμανικόν αντιβασιλέα δια μίαν μεγάλην ποσότητα χρημάτων, έπειτα τον πωλεί ούτινος της δώση περισσότερον κέρδος, και τον αγοραστήν τον ονομάζει πατριάρχην. Αυτός, λοιπόν δια να ξαναλάβη τα όσα εδανείσθη δια την αγοράν του θρόνου, πωλεί τας επαρχίας, ήτοι τας αρχιεπισκοπάς, ούτινος δώσει περισσοτέραν ποσότητα, και ούτως σχηματίζει τους αρχιεπισκόπους, οι οποίοι πωλώσι και αυτοί εις άλλους τας επισκοπάς των. Οι δε επίσκοποι τας πωλώσι των χριστιανών, δηλαδή γυμνώνουσι τον λαόν, δια να εβγάλωσι τα όσα εξώδευσαν. Και ούτος εστίν ο τρόπος, με τον οποίον εκλέγονται των διαφόρων ταγμάτων τα υποκείμενα, δηλαδή ο χρυσός».
Η αντικατάσταση πατριαρχών που συνέβη αρκετές φορές με παρέμβαση της οθωμανικής Πύλης, σχετίζεται, πέρα από εποχές χριστιανικών επαναστατικών και αποσχιστικών κινημάτων, τα οποία δεν είχε καταφέρει να ελέγξει ο εκδιωκόμενος πατριάρχης, με την αδυναμία του Πατριαρχείου να συγκεντρώσει το προβλεπόμενο ποσό του ετήσιου φόρου (Δ.Γ. Αποστολόπουλος: «Ιστορία των Ελλήνων», βλέπε βιβλιογραφία). Υπάρχουν εγκύκλιοι πατριαρχών, στις οποίες περιγράφεται η αμέλεια ή αδυναμία διαφόρων μητροπόλεων στη συγκέντρωση του αναλογούντος φόρου, ο οποίος έπρεπε να είναι διαθέσιμος προς απόδοση κατά τις ημέρες του χριστιανικού Πάσχα ή το αργότερον κατά τη γιορτή του Αγ. Γεωργίου. Συχνά αναγκαζόταν ο πατριάρχης να συλλέξει συμπληρωματικούς φόρους ή να δανειστεί χρηματικά ποσά από εύπορους πολίτες, χριστιανούς ή μουσουλμάνους. Αποτέλεσμα ήταν να βρίσκεται ο πατριαρχικός θεσμός υπό τον έλεγχο και τον εκβιασμό των δανειοδοτών, οι οποίοι έτσι αποσπούσαν διάφορα προνόμια. Πάντως, η ιδέα για εγκατάλειψη του προνομίου είσπραξης φόρων από το Πατριαρχείο δεν φαίνεται να συζητήθηκε σοβαρά, δεδομένου ότι αυτό ακριβώς το προνόμιο αποτελούσε τη συνεκτική ουσία λειτουργίας του πατριαρχικού θεσμού και τη βάση της αρχοντικής διαβίωσης πατριαρχών, επισκόπων και του κύκλου που αυτοί δημιουργούν κατά κανόνα γύρω τους.
Τα συγχωροχάρτια
Η αναρρίχηση στον πατριαρχικό θρόνο με την εξαγορά ήταν το πρώτο βήμα για μια πορεία συλλογής χρημάτων και συσσώρευσης εξουσιών. Ένας από τους συνηθέστερους τρόπους πλουτισμού των πατριαρχών ήταν η διακίνηση των συγχωροχαρτιών, μια δραστηριότητα που φαίνεται να άρχισε κατά το 15ο αιώνα, πριν ακόμα αλωθεί η Πόλη από τους Οθωμανούς, και να τελείωσε στα μέσα του 20ου, πιθανόν περί το 1955 (πατριάρχης Ιεροσολύμων Τιμόθεος)! Αν και σήμερα αποσιωπούνται τα συγχωροχάρτια στην επίσημη (σχολική) Ιστορία και η μόνη αναφορά σ' αυτά γίνεται σε σχέση με την παπική Εκκλησία, ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος έγραφε το έτος 1715 ότι τα ορθόδοξα συγχωροχάρτια αποτελούν «συνήθεια και παράδοσιν αρχαία».
Το έτος 1727 επικύρωσε μια ορθόδοξη σύνοδος τη «νομιμότητα» αυτών των χαρτιών με μόνο περιορισμό να εκδίδονται από τα πατριαρχεία Κων/πόλεως, Αλεξανδρείας, Ιερουσαλήμ και Αντιοχείας και όχι από άλλους κληρικούς, προφανώς για να αποφευχθεί κάποια πληθωριστική διακίνηση (Φίλιππος Ηλιού: «Τα συγχωροχάρτια», Περιοδικό «Τα Ιστορικά», βλέπε βιβλιογραφία). Μάλιστα στα πρακτικά της συγκεκριμένης ορθόδοξης συνόδου παρέχονται και υπηρεσίες ορολογίας: «...η μεν ανατολική του Χριστού Εκκλησία ονομάζει συγχωροχάρτια, Λατίνοι δε ταύτα καλούσιν ιντουλγκέντζας.»
Τα συγχωροχάρτια αγοράζονταν, τόσο από συγκεκριμένα πρόσωπα, όσο και από ομάδες, π.χ. «κάτοικοι Κυδωνίας Κρήτης», χωρίς να εξετάζεται αν είχαν επισκεφτεί αυτά τα άτομα ή οι αντίστοιχες ομάδες κάποιο πατριαρχείο ή κάποια επισκοπή. Όχι ότι θα έπαιρνε αυτή η ιστορία εμπορικής εκμετάλλευσης της όποιας «πίστης» κάποια διαφορετική σημασία, αν είχε θεσπιστεί η αυτοπρόσωπη παρουσία. η «διευκόλυνση» στην απόκτηση των χειρόγραφων ή τυπωμένων συγχωροχαρτιών δείχνει όμως ότι αποκλειστικός στόχος τους ήταν ο πλουτισμός του εκδότη τους και δεν υπήρχε ούτε ίχνος, έστω παραστρατημένης θεοσέβειας! Συνήθως κυκλοφορούσε ένας εκπρόσωπος κάθε πατριαρχείου και διέθετε σε κάθε ενδιαφερόμενο τέτοια χαρτιά, έναντι του σχετικού αντιτίμου. Όταν μάλιστα παρουσιαζόταν καθ' οδόν μεγαλύτερη από την αναμενόμενη ζήτηση και τελείωναν τα έντυπα, στα οποία χρειαζόταν απλώς να συμπληρωθεί το όνομα του «συγχωρουμένου» προσώπου, εζητείτο γραπτώς από τη διοίκηση του εκάστοτε πατριαρχείου η αποστολή νέων. Αυτή η αλληλογραφία με απολογισμό εσόδων έχει εν μέρει διασωθεί κι έτσι έχουν γίνει γνωστά διάφορα περιστατικά (Φίλιππος Ηλιού, βλέπε βιβλιογραφία.)
Αριστερά: Πατριαρχικό συγχωροχάρτι, Δεξιά: Παπικό συγχωροχάρτι.
(Πάτημα με το ποντίκι εμφανίζει μεγαλύτερες εικόνες.)
Το είδος των αμαρτημάτων που «συγχωρούνταν» δεν αναγραφόταν στα έντυπα, αλλά εκάλυπταν αμαρτίες νεκρών (κυρίως από το πατριαρχείο Κων/πολης) και αμαρτίες ζωντανών, αμαρτίες εξομολογημένες και αμαρτίες ανομολόγητες, ως και αμαρτίες που επρόκειτο να διαπραχθούν νυν και αεί. ήταν λοιπόν συγχωροχάρτια «γενικής δράσης». Συχνά αναφερόταν δε ότι ο «αναμάρτητος», πλέον, είχε καταβάλει το απαιτούμενο χρηματικό ποσό!
Στη Δύση πρέπει να εμφανίστηκαν τα συγχωροχάρτια επί πάπα (άγιου) Γρηγορίου Ζ' (Hildebrand της Sovana), τον 11ο αιώνα. Η συστηματική εκμετάλλευσή τους έγινε από τον Ουρβανό Β' (Odo de Chatillon), στα χρόνια της 1ης Σταυροφορίας, και δίδονταν σ' όσους συμβάλανε οικονομικά στην ανοικοδόμηση της Βασιλικής του Αγίου Πέτρου. Ο ίδιος έδωσε το προνόμιο έκδοσης συγχωροχαρτιών για τη γερμανική Σαξονία σε μια αδελφή του. από εκεί κληρονόμησε αργότερα το εκδοτικό προνόμιο ένας άπληστος επίσκοπος, ο οποίος πλημμύρησε τη Γερμανία σε τέτοιο βαθμό, ώστε να προκαλέσει αργότερα την αγανάκτηση του Λούθηρου.
Κάποια μεταγενέστερη εποχή φαίνεται να εξεδήλωσε ο πάπας της Ρώμης τη δυσφορία του για την καταπάτηση του αποκλειστικού «δικαίωματός του» (!) λόγω έκδοσης συγχωροχαρτιών από τους Ορθοδόξους, οπότε η αντίδραση των Ανατολικών ήταν αποφασιστική, όπως συμβαίνει πάντα σε θέματα αρχών: «... το δε λέγειν αποκεκληρωμένος έχει την εξουσίαν του διδόναι ταύτα μόνον ο Ρώμης Πάπας, ψεύδος εστί προφανές και της των Λατίνων ατόπου καινοτομίας» (Ι.Ν. Καρμίρης: Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία, Αθήνα 1953).
Στα τέλη του 17ου αιώνα εκδηλώθηκε στάση από τον ηγούμενο της μονής του Σινά, Ανανία, ο οποίος βρισκόταν σε ανταγωνισμό με την Ιερουσαλήμ για την προσέλκυση «πιστών» στα προσκυνήματα. Με την ανεξαρτητοποίησή του εξέδωσε ο Ανανίας δικά του συγχωροχάρτια, με αποτέλεσμα να προκαλέσει την έχθρα των τεσσάρων ορθόδοξων πατριαρχών. Του καταλόγισαν λοιπόν σε πατριαρχική σύσκεψη την αποστασία αλλά πρωτίστως την οικειοποίηση του «δικαιώματός» τους για έκδοση χαρτιών συγχωρήσεως από πάσης αμαρτίας: «... ετόλμησε διαμερίζειν και συγχωροχάρτια στάμπινα ο ηγούμενος, όπερ μόνον τοις Πατριάρχαις εφειμένον εστί», όπως αναφέρεται σε εγκύκλιο που εξέδωσε το έτος 1689 ο πατριάρχης Κων/πόλεως Καλλίνικος. Εδώ μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο ηγούμενος Ανανίας έδειξε κλασική αχαριστία παραγιού, ο οποίος έμαθε την τέχνη πλουτισμού κοντά στους μαΐστορες και θεώρησε καλό να αυτονομηθεί και να «δουλεύει» πλέον για δικό του λογαριασμό...
Κατά τα τελευταία χρόνια, μετά τις δημοσιεύσεις του Φ.Ηλιού θυμήθηκαν διάφοροι εκκλησιαστικοί παράγοντες να ασχοληθούν με το «ξεχασμένο» και «αποσιωπημένο θέμα» των ορθόδοξων συγχωροχαρτιών. Kατάληξη αυτής της ενασχόλησης ήταν, αρχικά η ομολογία ότι αυτά (φυσικά) υπήρχαν και στη συνέχεια ακολουθούσε η προσπάθεια συσκότισης: ήταν για καλό σκοπό τα ορθόδοξα συγχωροχάρτια, όχι σαν τα παπικά, τα οποία ήταν για εμπόριο. «Η παπική θεολογία, το παπικό υπόβαθρο που σχετίζεται με τα Συγχωροχάρτια δεν υπάρχει σε μας. Απλούστατα απαντούν στον λαό, ότι «Κι εμείς συγχωρούμε» και βγάλανε αυτά τα κείμενα που είναι ΣΑΝ Συγχωροχάρτια, "οιωνεί Συγχωροχάρτια"» (κληρικός και καθηγ. πανεπιστημίου Γ. Μεταλληνός). Δηλαδή, τα κυκλοφόρησαν επί 5 αιώνες περίπου για λόγους ανταγωνισμού, να μην φανούν υποδεέστεροι των Δυτικών! Ο επίσης θεολόγος και καθηγ. πανεπιστημίου Σάββας Aγουρίδης υποστηρίζει, όμως, για το ίδιο θέμα ότι πρόκειται για «πράγματα, για τα οποία η Ανατολική Εκκλησία κατηγορεί τη Δυτική, στην ουσία τα εφαρμόζει και ή ίδια με πολύ ασήμαντες παραλλαγές...» (Σ. Χαραλαμπάκη: «Τα ανάποδα της θρησκείας»). Πάντως και η καθολική εκκλησία σε κείμενά της «Τί είναι και τί δεν ήταν τα συγχωροχάρτια», περίπου τα ίδια ισχυρίζεται, κάτι «σαν συγχωροχάρτια» μοίραζαν κι εκείνοι, αλλά κάποιοι κακοί τα εκμεταλλεύτηκαν...
Διάφοροι εκκλησιαστικοί «ερμηνευτές» λόγων και γεγονότων υποστηρίζουν ότι τα συγχωροχάρτια ήταν επιβεβαιωτικά κάποιας προϋπάρχουσας ή μελλοντικής συγχώρησης από τον ενοριακό ιερωμένο, αλλά δεν μπορούν να εξηγήσουν γιατί εκδίδονταν αυτά ακόμα και για ήδη πεθαμένους ή γιατί μπορούσε να τα προμηθευτεί μαζικά οποιοσδήποτε στα Ιεροσόλυμα και αλλού και να τα διανείμει, μετά την επιστροφή του, ως δώρο σε συγγενείς και φίλους, αφού συμπλήρωνε στην προβλεπόμενη θέση το όνομα του αποδέκτη (κάτι σαν λαχνούς σε πολυκαταστήματα). Όπως αναφέρει στα άρθρα του ο Φ. Ηλιού, πολλά από τα συγχωροχάρτια που εκδόθηκαν για ζώντες, έχουν χαθεί επειδή τοποθετούνταν στα χέρια των αποθανόντων στο φέρετρο. Καθένας μπορεί να αντιληφθεί πού καθοδηγείτο ο αμαθής λαός με την προώθηση τέτοιων «βεβαιώσεων» από την ανατολική και τη δυτική χριστιανική Εκκλησία.
Σ' αυτή τη διεύθυνση περιέχονται σε μορφή πρακτικού οι επισκέψεις και οι εισπράξεις ενός Χρύσανθου Νοταρά (1663-1731, πατριάρχης Ιεροσολύμων από το 1707), μερικές από τις οποίες οφείλονται σε συγχωροχάρτια, ενώ άλλες αναφέρονται απλά ως «εισφορές».
Ο φόβος των απελευθερωτικών κινήσεων
Στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα θορυβούνται οι εκκλησιαστικοί κύκλοι από τις ζυμώσεις και ανακατατάξεις στη δυτική Ευρώπη με το Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση, οι οποίες απειλούσαν και τη δική τους θέση εξουσίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Σε πατριαρχική εγκύκλιο του έτους 1793 συμπεριλαμβάνεται στο όνομα του Βολτέρου το σύνολο των «πονηρών και μισάνθρωπων δαιμόνων», των διαφωτιστών φιλοσόφων. Οι δωσίλογοι θεομπαίχτες που στήριζαν το φεουδαρχισμό και την οθωμανική δεσποτεία, κατηγορούσαν τους απελευθερωτές ως δαίμονες! Με εγκύκλιο του στους Επτανήσιους (1797) συνιστά ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε' (1746-1821), ο οποίος ακολουθεί πιστά τις μεταπτώσεις και τους προσανατολισμούς της οθωμανικής πολιτικής, να μην πιστεύουν στις απατηλές υποσχέσεις των δημοκρατικών Γάλλων. Μάλιστα, με «αξίωση» του Γρηγορίου, όπως αναφέρεται στην αγιολογία του Αθανάσιου Πάριου, εκδόθηκε το έτος 1798 σύγραμμα του τελευταίου με τίτλο «Χριστιανική απολογία», με την οποία υμνείται το οθωμανικό καθεστώς και κακολογείται με απίστευτα επιχειρήματα ο Διαφωτισμός και η Γαλλική Επανάσταση. Αργότερα συμπαρίσταται ο Γρηγόριος στους Οθωμανούς εναντίον των 'Αγγλων και δείχνει την υπότουρκη νομιμοφροσύνη του με μια εγκύκλιο κατά των Ρώσων. Κατά την επανάσταση (1821) επανέρχεται και καταδικάζει το κίνημα του Υψηλάντη (βλέπε επόμενα).
Το 1798, σχεδόν μια δεκαετία μετά την έκρηξη της Γαλλικής Επανάστασης, κυκλοφόρησε από το πατριαρχείο Ιεροσολύμων ποιμαντική εγκύκλιος του πατριάρχη 'Ανθιμου με τίτλο «Πατρική διδασκαλία για τους πιστούς και εκλεκτούς.ορθοδόξους χριστιανούς», η οποία λέγεται ότι αποτελεί επίσης σύγγραμμα του Αθανάσιου Πάριου και στην οποία περιέχονταν πατριαρχικές υποδείξεις υποτέλειας προς τους υποδουλωμένους Έλληνες: «Αδελφοί... κλείσατε τα αυτία σας και μη δώσετε καμμίαν ακρόασιν εις ταύτας νεοφανείς ελπίδας της ελευθερίας... που είναι εναντίαι εις τα ρητά της θείας γραφής και των αγίων αποστόλων, οπού μας προστάζουν να υποτασσόμεθα εις τας υπερεχούσας αρχάς, όχι μόνον εις τα επιεικείς αλλά και τας σκολιάς, δια να έχωμεν θλίψιν εις αυτόν τον κόσμον και να παραστήσωμεν καθαράς τω Χριστώ τας αισθήσεις ημών... Παντού το φαντασιώδες αυτό της ελευθερίας σύστημα του πονηρού επροξένησε πτωχείαν, φόνους, ζημίας, αρπαγάς, ασέβειαν τελείαν και ανωφελή μεταμέλειαν ... Φυλάξατε στερεάν την πατροπαράδοτόν σας πίστιν και, ως οπαδοί του Χριστού, απαρασάλευτον την υποταγήν εις την πολιτικήν διοίκησιν» - εννοεί φυσικά την οθωμανική διοίκηση, με στόχο την μακροημέρευσή της (Χρήστος Σαρτζετάκης: «Η εκκλησιαστική διαμάχη», βλέπε βιβλιογραφία.) Ο συγκεκριμένος 'Ανθιμος είχε εκδώσει και διέθετε σε κάθε ενδιαφερόμενο συγχωροχάρτια, ήδη από το έτος 1789, τη χρονιά που ξέσπασε η Γαλλική Επανάσταση (Φίλιππος Ηλιού, βλέπε βιβλιογραφία.)
Κατά τον Steven Ranciman (Η Μεγάλη Εκκλησία εν αιχμαλωσία. Μπεργαδή. Αθήνα 1979), «οσοδήποτε κι αν ήταν χωρίς τάκτ, η Διδασκαλία Πατρική δεν ήταν θεολογικώς χωρίς βάση. Δεν ήταν έργο της Εκκλησίας ν' αναμιγνύεται σε ανατρεπτικές εθνικιστικές δραστηριότητες. Ο ίδιος ο Χριστός είχε κάνει την διάκριση μεταξύ των πραγμάτων που ήταν του Καίσαρος και των πραγμάτων που ήσαν του Θεού. Ο Παύλος είχε διατάξει τους χριστιανούς να υπακούουν στον βασιλέα, έστω και αν ο βασιλεύς ήταν ο ειδωλολάτρης Ρωμαίος αυτοκράτωρ. Η αρχαία Εκκλησία ήρθε σε αντίθεση με την εξουσία μόνο όταν της απαγορευόταν η Ελευθερία της λατρείας η όταν ζητούσαν από τα μέλη της να προβούν σε πράξεις αντίθετες προς την χριστιανική συνείδηση. Οι Τούρκοι δεν είχαν προβάλλει τέτοιες απαιτήσεις. Οι καλοί άνθρωποι της Εκκλησίας έπρεπε ασφαλώς να είναι καλοί πολίτες, και όχι επαναστάτες η συνωμότες. Από την πρακτική άποψη επίσης η Διδασκαλία δεν ήταν αδικαιολόγητη». Τουτέστιν, η χριστιανική θεολογία είναι εξ ορισμού ανθελληνική και παρέλκει κάθε συζήτηση για τα συνθήματα περί «εθναρχεύουσας εκκλησίας» και περί συμμετοχής στην παλιγγενεσία του ελληνικού έθνους.
Το ίδιο έτος, 1798, εφιστά ο προαναφερθείς Γρηγόριος Ε', εγγυητής της μονίμου υποταγής των ραγιάδων στους Οθωμανούς, με εγκύκλιό του προς τους αρχιερείς την προσοχή τους για τον «κίνδυνο» από την κυκλοφορία του «Συντάγματος του Ρήγα»: «Διά της παρούσης ημετέρας πατριαρχικής επιστολής δηλοποιούμεν τή αρχιερωσύνη σου, ότι συνέπεσεν εις χείρας ημών εν σύνταγμα εις μίαν κόλλαν χαρτί ολόκληρον, μεγάλην, εις απλήν φράσιν (r)ωμαϊκήν, επιγραφόμενον "νέα πολιτική διοίκησις των κατοίκων της Ρούμελης των μικρών εν τή μεσογείω νήσων και της Βλαχομπογ-δανίας" και ανεμνήσθημεν του ποιμαντικού χρέους. και διά τούτο γράφομεν τή αρχιερωσύνη σου να επαναγρυπνής, εις όλα τα μέρη της επαρχίας σου με ακριβείς ερεύνας και εξετάσεις, όταν εμφανισθή τοιούτον σύνταγμα, ως άνωθεν, εις τύπον ή χειρόγραφον, να συνάξης πάντα τα διασπειρόμενα, και να τα εξαποστέλλης εις ημάς εν τάχει, μή επιμένων τα πλείονα, αλλ' αμέσως όσα άν εμπίπτωσι κατά μικρόν να εξαποστέλλης. και πρόσεχε, αδελφέ, ινα μη φανής παραμελών εις την τοιαύτην ποιμαντικήν και άγρυπνόν σου ταύτην αρχιερατικήν επιστασίαν, και εκ της επαρχίας σου εμφανισθή τοιούτον σύνταγμα διασπειρόμενον και δεν το φανερώσης πρός ημάς και εξαποστείλης τα τοιαύτα, αλλά δι' άλλου τινός ή σταλθή ενταύθα ή ακουσθή, ότι αποδεικνύεις σεαυτόν ανίκανον, και του ποιμαντικού χρέους ελλειπέστατον και αγρήγορον, και εκ τούτου υποπίπτεις εις ανυποληψίαν και ποινήν παρά Θεού και της εκκλησίας εξ αποφάσεως. Οθεν εντελλόμεθά σοι σφοδρώς να εγρηγορής όλαις δυνάμεσιν, εν πάσι τοίς μέρεσι της επαρχίας σου, και κώμαις και χωρίοις παραλίοις και μεσογείοις, να μήν παραμπέση τοιούτον σύνταγμα εις ανάγνωσιν τώ χριστιανικώ εμπιστευθέντι σοι λαώ, όπερ να μήν εμφανισθή πρώτον τή αρχιερωσύνη σου, ότι πλήρες υπάρχει σαθρότητος εκ των θολερών αυτού εννοιών, τοίς δόγμασι της ορθοδόξου ημών πίστεως εναντιούμενον.» («Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», Εκδοτική Αθηνών, τόμος ια'). Μερικά χρόνια αργότερα, στην περίοδο της δεύτερης πατριαρχίας του (1806-1808) έθεσε ο ίδιος Γρηγόριος σε κυκλοφορία τα πρώτα έντυπα συγχωροχάρτια της Κων/πόλεως, αξιοποιώντας το πατριαρχικό τυπογραφείο (Φίλιππος Ηλιού, βλέπε βιβλιογραφία.)
Εξώφυλλο της Χάρτας του Ρήγα
Αλλά και εκτός του κύκλου των ανώτερων ιερωμένων επικρατούσε σε καιρούς οθωμανικής κυριαρχίας το μεσαιωνικό πνεύμα. Ο Αναστάσιος Γόρδιος (1654-1729), ένας διανοούμενος της ορθόδοξης εκκλησίας, σταθερά προσανατολισμένος στη μισαλλοδοξία του παρελθόντος, έγραφε στα τέλη του 17ου αιώνα, με την οθωμανική αυτοκρατορία στο απόγειο της δύναμής της: «Κάλλιο να τυραννούνται σωματικώς (=αναφέρεται στους Έλληνες) και να πιστεύουν εις Χριστόν, παρά να εύρουν άνεσιν σωματικήν (εννοεί όντας ελεύθεροι) και να πιστεύουν εις τον Αντίχριστον Πάπαν»! Ο δε Κοσμάς ο Αιτωλός (1714-1779) εκλαΐκευε με αφέλεια τις φιλότουρκες απόψεις, παγιδευμένος στη θρησκοληψία: «Και διατί δεν ήφερεν ο Θεός άλλον βασιλέα, που ήταν τόσα ρηγάτα (=δυτικά κράτη) εδώ κοντά νά τους το δώση, μόνον ήφερε τον Τούρκον, μέσαθεν από την Κόκκινην Μηλιάν καί του το εχάρισε; Ηξερεν ο Θεός, πως τα άλλα ρηγάτα μας βλάπτουν εις την πίστιν, ενώ ο Τούρκος δέν μας βλάπτει. Χρήματα δώσ' του και καβαλλίκευσέ τον από το κεφάλι. Καί διά να μη κολασθούμεν, το έδωσε του Τούρκου, και τον έχει o Θεός τον Τούρκον ωσάν σκύλον να μας φυλάη...» 'Αρα ο «Τούρκος» δεν ήταν κατακτητής αλλά υποτακτικός, φύλακας του «Έλληνα» και μάλιστα με θεϊκή μεθόδευση!
Με τον πάπα και τη δυτική επιρροή ως έμμονη ιδέα και εφιάλτη της καθημερινότητας των θρησκόληπτων, οδηγήθηκαν οι λαοί της Ρωμανίας και μαζί τους ο ελληνικός, από το βυζαντινό Μεσαίωνα στην εθνική υποδούλωση και παρέμειναν στην πνευματική υποτέλεια για 400-500 χρόνια. Σημαντικό και μακράς εμβέλειας αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης ήταν, στα πλαίσια της αλληλεπιδράσεως δύο πολιτισμικών παραδόσεων που βρίσκονται σε αναγκαστική συμβίωση, η σταδιακή αναβάθμιση των τούρκικων πληθυσμών και η υποβάθμιση, ο εκτουρκισμός της νοοτροπίας, των εθίμων και του πολιτισμού του Ελληνισμού. 'Αλλη συνέπεια με επίσης μακροπρόθεσμες πολιτιστικές επιπτώσεις ήταν η απουσία για όλο αυτό το χρονικό διάστημα επιστημονικής, τεχνολογικής και καλλιτεχνικής παραγωγής στο χώρο της τέως ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (Βυζάντιο)!