ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ ΑΥΤΟΚΤΟΝΕΙ Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ!!ΑΘΑΝΑΤΟΣ!! ΔΕΙΤΕ ΚΑΙ ΒΙΝΤΕΟ
Η εικόνα του Περικλή Γιαννόπουλου, αν και γνωστή σε όλους, παραμένει ασαφής: πατρινός λογοτέχνης, εκκεντρικός εστέτ, ελληνολάτρης, νεαρός δανδής, διάσημος δοκιμιογράφος, αλλά πάνω από όλα ο γνωστότερος αυτόχειρας του προηγούμενου αιώνα. Είναι αυτός που, αφού έριξε στην πυρά όλα τα χειρόγραφα και τις φωτογραφίες του, αυτοκτόνησε τον Απρίλιο του 1910 με θεαματικό τρόπο: μπήκε έφιππος στη θάλασσα του Σκαραμαγκά και αυτοπυροβολήθηκε. Η συλλογική μνήμη επεξέτεινε το ούτως ή άλλως προσεκτικά σκηνοθετημένο εγχείρημά του: τον θέλει να καλπάζει στη θάλασσα γυμνός, στεφανωμένος με άνθη και να αυτοπυροβολείται στο κεφάλι, έχοντας ένα νόμισμα στο στόμα του για την Αχερουσία ...
Ο Π. Γιαννόπουλος γεννήθηκε στην Πάτρα το 1870 και ήταν γιός του μεσολογγίτη ιατρού Ιωάννη Γιαννόπουλου και της Ευδοκίας Χαιρέτη, κόρης αρχοντικής οικογένειας. Ο Γιαννόπουλος από την παιδική του ηλικία εξοικειώθηκε με τους μύθους αλλά και τον θεαματικό θάνατο... Ευπατρίδες και επαναστάτες, με ισχυρή κοινωνική παρουσία και σημαντική μόρφωση που απέκτησαν σε πανεπιστήμια της Δύσης, συνέχισαν την πορεία τους ανά τους αιώνες. Ο προπάππους τού Περικλή Γιαννόπουλου, Κήρυξ Χαιρέτης, ιατροφιλόσοφος και προσωπικός ιατρός του Σουλτάνου Μαχμούτ Β', έπαθε αποπληξία το 1824, όταν ο ίδιος ο σουλτάνος τού διάβασε έναν κατάλογο μελών της Φιλικής Εταιρείας όπου υπήρχε και το όνομά του. Ο παππούς του, Θεόφραστος Χαιρέτης, χρηματοδότησε με την οικογενειακή τους περιουσία την Επανάσταση του 1841 στην Κρήτη, ενώ ο αδελφός του παππού, Αριστείδης, σκοτώθηκε το 1866 στο Ολοκαύτωμα του Αρκαδίου. Η οικογένεια Χαιρέτη βρέθηκε στην Πάτρα το 1855, όταν ο Θεόφραστος Χαιρέτης ανέλαβε διευθυντής στο νεοϊδρυθέν Υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας, θέση-αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες που προσέφερε στην πατρίδα. Η οικογένεια Χαιρέτη θα παραμείνει ισχυρή και θα διασταυρωθεί με άλλους «επώνυμους οίκους» στην Πάτρα του 19ου - αρχών του 20ού αιώνα: οικογένειες Γερούση, Πετιμεζά, Πικραμένου, ακόμα και Μαυρομιχάλη.
Ο Περικλής γεννήθηκε στην Πάτρα τον Φεβρουάριο του 1870 και τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου αυτοκτονεί με περίστροφο στον νάρθηκα του μοναστηριού του Προφήτη Ηλία ο παππούς του Θεόφραστος. Ο Π. Χαλκιόπουλος εκφώνησε τον επικήδειό του « ...το σώμα ενόσησε, και η ψυχή ενόσησε, και το πνεύμα εσκοτίσθη» (εφημερ. «Φοίνιξ», 26/11/1870). Υποθέτουμε τον σάλο που προκάλεσε το απονενοημένο στην πόλη των αστών ...
Ο ίδιος ο Περικλής, μετά από αποτυχημένες προσπάθειες να σπουδάσει ιατρική στην Αθήνα και το Παρίσι, και αφού πέρασε από την Αγγλία για ένα μικρό διάστημα, επέστρεψε στην Ελλάδα στα τέλη του 19ου αιώνα και δραστηριοποιήθηκε πνευματικά σε μια ιδιαίτερα βαρύνουσα για τον ελληνισμό εποχή: ανάμεσα στην επαύριον της ήττας του 1897 και τις παραμονές της επανάστασης στο Γουδί. Στο Παρίσι έζησε έντονη ζωή με τον συμπατριώτη του, επίσης Πατρινό, Ζαν Μορεάς και ήλθε σε επαφή με τα πνευματικά κινήματα του συμβολισμού και του αισθητισμού. Κατά την επάνοδό του στην Αθήνα γράφτηκε στη Νομική Σχολή, όπου δεν φοίτησε ποτέ, και άρχισε να δημοσιεύει μεταφράσεις ξένης λογοτεχνίας (Πόε, Π. Λοτί, Ο. Ουάιλντ) και δικά του «πεζά ποιήματα». Γρήγορα στράφηκε στην αρθρογραφία και τα δοκίμια: αρθρογραφούσε ασταμάτητα σε όλα σχεδόν τα έντυπα της πρωτεύουσας (Ακρόπολις, Νουμάς, Εστία, Άστυ, Παναθήναια, κ.ά), και εξέδωσε τα ιδεολογικά του μανιφέστα, δύο δοκίμια πολιτικού και κοινωνικού προβληματισμού: «Το Νέον Πνεύμα» (1906) και «Έκκλησις προς Πανελλήνιον Κοινόν» (1907).
Ο Γιαννόπουλος υποστήριξε με πάθος μια ελληνοκεντρική ιδεολογία: Γράφει για την ελληνική γραμμή και το ελληνικό χρώμα, την ελληνική μουσική, τη σύγχρονη ζωγραφική, το νέο θέατρο, θαυμάζει τα μάρμαρα των αρχαίων, τους λόφους της πρωτεύουσας και το αττικό φως, αναζητά την πρωτοτυπία, και, με εντελώς προσωπικό ύφος και γλώσσα, καταγγέλλει την αιτία της ελληνικής κακοδαιμονίας: την ξενομανία ή τον «φραγκοραγιαδισμό», όπως την αποκαλούσε ο ίδιος. Αποκαλεί τα ωδεία όπου διδάσκεται δυτική μουσική «Φονεία», φωνάζει στους νεόπλουτους Αθηναίους να πετάξουν τα χαλιά και τα βελούδα και να επιστρέψουν στα υφαντά, αποκαλεί τους αρχιτέκτονες «ξενοπαλαβούς τσούσηδες», τους δημοτικιστές «Πιπίνους των Ψυχαρισμών» που θέλουν να φτιάξουν τη «Ρωμέικη Γκλότσα» και καταγγέλλει τους πολιτικούς: «Αγραμματότατοι, αμαθέστατοι και κουτσουρικότατοι [ ...], αρχομανείς, με όλα τα άγρια, εγωιστικά και πλιατσικολογικά ένστικτα του Κλέφτου παραβίασαν τα πάντα, κατεχράσθησαν των πάντων». Συνομίλησε με όλα τα μεγάλα μυαλά των αρχών του εικοστού αιώνα, εντυπωσίασε την κοινωνία της εποχής με τη γοητευτική του εμφάνιση και την ιδιοτυπία του βίου του και προκάλεσε σάλο με τις ιδέες του. Οι Ξενόπουλος, Παλαμάς, Ι. Δραγούμης, Πάλλης, Καμπάνης, Νιρβάνας, Μελάς, Χρηστομάνος κ.ά. διχογνωμούν για τις «περικλογιαννοπούλειες ιδέες»: μεγαλόστομος και προχειρογράφος ή μεγαλοφυής και προφήτης;
Στην προσωπική του ζωή δεν παντρεύτηκε ποτέ, αλλά έχει καταγραφεί μια έντονη αισθηματική περιπέτεια με τη ζωγράφο Σοφία Λασκαρίδου (1876-1965), μια ακόμα δυναμική προσωπικότητα του προηγούμενου αιώνα: απόγονος της βυζαντινής αυτοκρατορικής οικογένειας Λάσκαρη, απελευθερωμένη για τα πρότυπα της εποχής της, επιβλητική παρουσία, η πρώτη γυναίκα που σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών σπάζοντας το άβατο της Σχολής με προσωπική της παρέμβαση στον βασιλιά Γεώργιο Α΄, έβγαλε τη ζωγραφική έξω από τα ατελιέ ζωγραφίζοντας στην ύπαιθρο με ένα ρεβόλβερ για προστασία, συνέχισε τις σπουδές της στην Ευρώπη ...
Σαν στωικός φιλόσοφος ο Περικλής Γιαννόπουλος επέλεξε τελικά την ευθανασία και σκηνοθέτησε πολύ προσεκτικά την έξοδό του: Κατέστρεψε το πλήθος των αδημοσίευτων γραπτών του και όλες τις φωτογραφίες του (ακόμα και αυτές που βρίσκονταν σε σπίτια φίλων ή συγγενών), ταχυδρόμησε στους φίλους του δελτάρια από τη ζωφόρο του Παρθενώνα που απεικόνιζαν έναν ακέφαλο ιππέα, και, Μεγάλη Εβδομάδα, εμφανίστηκε στους δρόμους της Αθήνας ξαπλωμένος μέσα σε ένα μόνιππο φορτωμένο με λουλούδια πασχαλιάς, εν είδει νεκροφόρας! Την Μ. Πέμπτη, 8 Απριλίου 1910, κατέβηκε στον Σκαραμαγκά με ένα νοικιασμένο αμάξι, έλυσε το άλογο, και έφιππος μπήκε στη θάλασσα, όπου αυτοπυροβολήθηκε στο κεφάλι.
Ο θάνατός του, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε για μεγάλο διάστημα έντονες συζητήσεις και αντιδράσεις και σε κάποιες στιγμές επισκίασε το ίδιο το έργο του. Ο Γ. Θεοτοκάς θα σημειώσει το 1938: «έκανε και έναν θάνατο από τον οποίο δεν έλειψε εντελώς η φροντίδα να καταπλήξει τη γαλαρία».
Αν και ο Π. Γιαννόπουλος δεν άφησε ευρύ λογοτεχνικό έργο, αυτό που τον χαρακτήρισε είναι η επίδραση που άσκησε τόσο σε σύγχρονους με αυτόν ποιητές και συγγραφείς -των οποίων το έργο αποτέλεσε την πηγή από την οποία άντλησε η γενιά του '30- όσο και, αμέσως ή εμμέσως, σε σημαντικούς λογοτέχνες των επόμενων γενιών: επηρέασε, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, το έργο των Σικελιανού, Ελύτη, Σεφέρη, Ίωνος Δραγούμη, αλλά και πνευματικών ανθρώπων πέρα από τα όρια της λογοτεχνίας, όπως των αρχιτεκτόνων Δ. Πικιώνη και Ά. Κωνσταντινίδη, της λαογράφου Αγ. Χατζημιχάλη, ακόμα και του ζωγράφου Γ. Τσαρούχη. Ενδεικτικό της επιρροής που άσκησε είναι το γεγονός ότι το έτος 1938, είκοσι οκτώ χρόνια μετά τον θάνατό του και μεσούσης της περιόδου έκφρασης της γενιάς του '30, θεωρήθηκε ατύπως ως «έτος Περικλή Γιαννόπουλου», καθώς δύο σημαντικά περιοδικά, Τα Νέα Γράμματα και τα Νεοελληνικά Γράμματα, αφιερώνουν ολόκληρα τεύχη τους στο έργο και την προσωπικότητά του και δημιουργείται ένας ευρύς και έντονος διάλογος των διανοούμενων για τον Περικλή Γιαννόπουλου.
Παρόλα αυτά, η σημασία του Περικλή Γιαννόπουλου στα γράμματα, την τέχνη και την αισθητική του εικοστού αιώνα, η ισχυρή πνευματική οικογενειακή του παράδοση, το πάντα επίκαιρο του λόγου του, αλλά και οι περίοδοι που αυτός επανήλθε στην επικαιρότητα (και για ποιους λόγους), επιδέχονται περαιτέρω μελέτης ...