Η επτάφωτος λυχνία (στα εβραϊκά μενορά, ή°ΰΥΉθΈΤ ) ήταν φωτιστικό σκεύος με επτάλυχνάρια, που έκαιγε αρχικώς στα άγια της Σκηνής του Μαρτυρίου στην έρημο και στη συνέχεια στον Ναό του Σολομώντα. Με τον καιρό έγινε σύμβολο των Ισραηλιτών και της ιουδαϊκής θρησκείας, ενώ σήμερα εμφανίζεται και ως ένα από τα σύμβολα του κράτους του Ισραήλ μαζί με το πεντάκτινο Αστέρι του Δαβίδ.
Επτάφωτες λυχνίες εισήχθηκαν στους χριστιανικούς ναούς κατά το πρότυπο της βιβλικής και συμβολίζουν τα επτά χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος ή τα επτά μυστήριατης Εκκλησίας.
Στις συναγωγές και στους ορθόδοξους χριστιανικούς ναούς υπάρχει λύχνος συνεχώς αναμμένος, μπροστά στην Κιβωτό και στην Αγία Τράπεζα αντιστοίχως, που δεν πρέπει να συγχέεται με την επτάφωτο λυχνία (βλ. ακοίμητη κανδήλα). Στους ορθόδοξους χριστιανικούς ναούς η χρήση της επτάφωτης λυχνίας έχει διατηρηθεί μέσα στο ιερό, είτε πάνω, είτε πίσω από την Αγία Τράπεζα. Η λυχνία αυτή είναι συνήθως ένα κηροπήγιο με επτά κεριά που ανάβουν μόνο κατά τη διάρκεια των ακολουθιών, είτε όλα, είτε τα τρία κεντρικά.