Σήμερα, όπως κάθε χρονιά την 1η Αυγούστου, η Ορθόδοξη Εκκλησία και το σύνολο του ποιμνίου της, δίχως έως σήμερα μία ελάχιστη έστω φωνή διαμαρτυρίας ή απλή ένσταση, εορτάζουν την μνήμη των «Αγίων» 7 Μακκαβαίων. Εορτάζουν την μνήμη 7 Ιουδαίων αδελφών, φανατικών όσο και φανταστικών (αφού η πραγματική πηγή γι' αυτούς είναι το προπαγανδιστικό, γραμμένο από την ιουδαϊκή διασπορά στα ελληνικά, «Β βιβλίο των Μακκαβαίων»), που υποτίθεται ότι εκτελέστηκαν από τον Έλληνα βασιλιά της Συρίας Αντίοχο τον Δ τον Επιφανή λίγο πριν την εξέγερση του Ιούδα Μακκαβαίου (167 - 160) επειδή αρνήθηκαν να φάνε ... θυσιασμένο χοιρινό!!!!Οι πραγματικοί, ιστορικά υπαρκτοί Μακκαβαίοι ή Ασμοναίοι (δηλαδή ο Ματαθίας Ασμοναίος και οι απόγονοί του) τιμώνται ωστόσο από τους μονοθεϊστές Ιουδαίους ως εθνικοί και θρησκευτικοί ήρωες, πράγμα λογικό, αφού με την άγρια τρομοκρατία τους κατόρθωσαν να αποτρέψουν την ολοκληρωτική εξαφάνιση της λατρείας του Θεού Ιαχωβά και την πλήρη αφομοίωση των ομοφύλων τους από τον κυρίαρχο τότε Ελληνισμό, αφού όλοι σχεδόν οι αξιόλογοι Ιουδαίοι της εποχής είχαν εξελληνισθεί. Για τους μονοθεϊστές Ιουδαίους, οι πραγματικοί Μακκαβαίοι, που κατέσφαξαν τόσο τους Έλληνες Εθνικούς όσο και τους υπερπολλαπλάσιους των Ελλήνων ελληνίζοντες ομοφύλους τους, απετέλεσαν έκτοτε το υπέρτατο σύμβολο της απόλυτης πειθαρχίας στον μωσαϊκό νόμο, της πεισματώδους αντίστασης και της πέρα από τα αναμενόμενα επιβίωσης. Όλα αυτά είναι συνεπώς απολύτως λογικά όσο και σεβαστά, ασχέτως της εκ των πραγμάτων αντιπαλότητας προς το έθνος των Ελλήνων: κάποιοι τιμούν, στην εορτή που ονομάζουν «χανουκά», τους όχι ομοφύλους τους (αφού ο μακκαβαϊκός πόλεμος στο μεγαλύτερο τμήμα του ήταν εμφύλιος), αλλά ομοϊδεάτες και ομοθρήσκους τους, που δίχως εκείνους, σήμερα αυτοί οι κάποιοι απλώς ... δεν θα υπήρχαν.
Αντίθετα, ο παραλογισμός, η ανηθικότητα και το σκάνδαλο αναβλύζουν από την εθνοκάπηλη και πατριδοκάπηλη (αφού αυτό που εκπροσωπεί μισεί τα έθνη και τις πατρίδες) Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία τιμά την μνήμη των, όχι απλώς «ηρώων» άλλα «αγίων» και όχι ιστορικά πραγματικών αλλά φανταστικών, Μακκαβαίων, την ίδια ώρα που τόσο η ίδια όσο και η πολύμορφη «παραγοντική» συντεχνία που την προσκυνάει και την στηρίζει σε βάρος του βιοτικού και πνευματικού επιπέδου του ελληνικού λαού, εξακολουθητικά κάνουν απατεωνίστικα λόγο για «εθνική συνοχή». «Τίνος έθνους;» θα ρωτήσουμε εμείς. Γιατί όσο και να στηρίζεται η χριστιανική κατοχή του τόπου μας στην κατάρριψη κάθε κανόνα της Λογικής και την πλήρη αντιστροφή των αξιών και της ιστορικής πραγματικότητας, η τιμή από το παπαδαριό και τους πολιτικούς υπηρέτες τους που παριστάνουν τους «Έλληνες» προς 7 μέλη, έστω και φανταστικά, ενός ιστορικά υπαρκτού ωστόσο κινήματος που κάποτε κατέσφαξε Έλληνες, σπάζει κάθε προηγούμενο φράγμα τρέλλας ή θρασύτητας.
Σήμερα 1η Αυγούστου, όπως και κάθε χρόνο, η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει με κάθε ξεδιαντροπιά την μνήμη των 7 υποτιθέμενων «αγίων» του 2ου προχριστιανικού αιώνα, τους οποίους μάλιστα εξυμνεί ως «επτάριθμο δήμο των Μακκαβαίων», «προ Μαρτύρων μεγίστους Μάρτυρες», «καλλιμάρτυρας Χριστού», «επταρίθμους στύλους Σοφίας Θεού», «θείου φωτός επταφώτους λυχνίας» και «φρουρούς και φύλακας των του (μωσαϊκού) Νόμου δογμάτων». Ουσιαστικά εορτάζει τους ίδιους τους πραγματικούς, ιστορικά υπαρκτούς Μακκαβαίους, τους εθνικοθρησκευτικούς ήρωες του ιουδαϊκού μονοθεϊσμού και σφαγείς των Ελλήνων και των ελληνιστών, τους αναστηλωτές του Ιαχωβά και ακυρωτές του εξελληνισμού της Παλαιστίνης του 2ου προχριστιανικού αιώνα.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει ουσιαστικά την μνήμη των θρησκευτικών της προγόνων, δίχως τους οποίους αυτή δεν θα είχε ποτέ υπάρξει γιατί απλώς κανείς δεν θα μπορούσε να παραστήσει τον «ενσαρκωμένο Ιαχωβά» μέσα σε πληθυσμούς που είχαν ήδη προ δύο αιώνων υιοθετήσει την ελληνική κοσμοθέαση και παιδεία. Καλά κάνει λοιπόν και εορτάζει τους «Μακκαβείμ». Τον Ελληνισμό μόνο να μην πιάνει στο στόμα της, όπως και τους όρους «έθνος» και «πατρίδα».
ΥΠΑΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ
ΔΕΙΤΕ ΤΙ ΛΕΕΙ Η ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
Η Επανάσταση των Μακκαβαίων έδωσε τέλος στην διαδικασία πλήρους εξελληνισμού των ιουδαϊκών κοινοτήτων τηςΠαλαιστίνης που προωθούσαν οι Σελευκίδες βασιλείς. Η ιουδαϊκή θρησκεία δεν θα γίνονταν μια ακόμη ελληνιστική λατρεία η επαφή όμως των Ιουδαίων με το ελληνικό στοιχείο οδήγησε σε επανεκτίμηση πολλών ζητημάτων του ιουδαϊσμού. Η ποικιλία των απαντήσεων που δόθηκαν σε αυτά τα ζητήματα οδήγησε στην διάσπαση της ιουδαϊκής κοινωνίας σε διάφορες ομάδες και φατρίες καθεμία από τις οποίες επιδίωκε να κυριαρχήσει στην πολιτική και θρησκευτική ζωή της πατρίδας τους!!
Λίγα χρόνια μετά την άνοδο του Σέλευκου IV στον θρόνο ένας νέος αρχιερέας διαδέχθηκε τον Σίμωνα ΙΙ στο αξίωμα του, ο γιος του Ονίας ΙΙΙ (185 π.Χ.) [3]. Εκείνη την εποχή δημιουργήθηκαν στην Ιουδαία δυο παρατάξεις.Η μία συμπαθούσε το νέο καθεστώς των Σελευκιδών που είχε επιβληθεί ύστερα από το 198 π.Χ. ενώ η άλλη παρέμεινε πιστή στο προηγούμενο καθεστώς των Πτολεμαίων. Ταυτόχρονα δημιουργήθηκε και ένα χάσμα μεταξύ των Ιουδαίων. Άλλοι γοητεύτηκαν από τον ελληνικό τρόπο ζωής και τον υιοθέτησαν, ενώ άλλοι έμειναν πιστοί στα πάτρια. Ωστόσο δεν μπορούμε να συνδυάσουμε κάποια συγκεκριμένη παράταξη με συγκεκριμένο ιδεολογικό ρεύμα (π.χ. νεωτεριστές με σελευκιδικούς και παραδοσιακούς με πτολεμαϊστές)
Οι δυο παρατάξεις ήταν από την μια πλευρά οι απόγονοι ενός ευρηματικού και πολυμήχανου Ιουδαίου του Ιώσηπου γιου του Τωβία, οι Τωβιάδες, ισχυρός οίκος της Πέραν του Ιορδάνη ποταμού περιοχής που ήταν νεωτερίζοντες και από την άλλη πλευρά οι Ασιδαίοι που ήταν πιστοί στα πάτρια. Οι Τωβιάδες ήταν βέβαια από παλιά πιστοί των Πτολεμαίων, προσαρμόστηκαν όμως στην νέα κατάσταση .
Ένας από τους Τωβιάδες όμως ο Υρκανός που ήταν ο νεότερος γιος του Ιωσήπου ήρθε σε ρήξη με τους συγγενείς του γιατί παρέμεινε πιστός στους Πτολεμαίους. Ο Υρκανός αποσύρθηκε στην έρημο που βρίσκονταν πέρα από τον Ιορδάνη.[7]. Μεταξύ των λίγων φίλων του που βρίσκονταν στην Ιερουσαλήμ ήταν και ο αρχιερέας Ονίας ΙΙΙ. Αυτός συγκρούστηκε με τον ανώτατο υπάλληλο του Ναού (προστάτη) Σίμωνα που τον υποστήριζε ο στρατηγός της Κοίλης Συρίας Απολλώνιος. Την διευθέτηση της διαφοράς ο βασιλιάς Σέλευκος IV την ανέθεσε στον κορυφαίο του αξιωματούχο Ηλιόδωρο καθώς σε αυτή είχαν υπεισέλθει οικονομικά συμφέροντα τα οποία δεν ήταν καθόλου αμελητέα. Ο Ηλιόδωρος πήγε στην Ιερουσαλήμ αλλά παρά τις προσπάθειες του απέτυχε να βρει λύση. Απέτυχε επίσης και η προσπάθεια του Σέλευκου να ιδιοποιηθεί τους θησαυρούς του Ναού[.
Ύστερα από την δολοφονία του Σέλευκου και την άνοδο στον σελευκιδικό θρόνο του Αντίοχου ΙV Επιφανούς (175 π.Χ.) η κρίση εντάθηκε και εξαπλώθηκε στους κόλπους της ίδιας της αρχιερατικής οικογένειας. Ο Ιησούς αδελφός του Ονία ΙΙΙ που είχε πάρει το όνομα Ιάσων τον παραμέρισε προσφέροντας στον Αντίοχο Επιφανή ένα χρηματικό ποσό και έγινε εκείνος αρχιερέας. Επιπλέον εισήγαγε ελληνικούς θεσμούς στην Ιερουσαλήμ (καθεστώς ελληνικής πόλεως, γυμνάσιο) και μετονόμασε την πόλη σε Αντιόχεια (175/4 π.Χ.) . Οι Ασιδαίοι εξεγέρθηκαν. Παρά το πλήθος των οπαδών τους όμως δεν μπόρεσαν τελικά να εμποδίσουν την διάδοση των ελληνικών ιδεών. Ούτε όμως και ο Υρκανός μπόρεσε να επέμβει. Όταν ο Αντίοχος κινήθηκε εναντίον του προτίμησε να αυτοκτονήσει
Ο Ιάσων το (172/1 π.Χ.) αντικαταστάθηκε στο αρχιερατικό αξίωμα από τον Μενέλαο, αδελφό του Σίμωνα ο οποίος υποσχέθηκε στον Αντίοχο Επιφανή να του καταβάλλει ετήσιο φόρο υποτελείας 300 ταλάντων που όμως δεν μπορούσε να πληρώσει. Επιπλέον οι προκάτοχοι του Ονίας και Ιάσων καραδοκούσαν για να τον ανατρέψουν. Ο Μενέλαος κατάφερε να απαλλαγεί από τον Ονία, όταν δωροδοκώντας μέλη της σελευκιδικής αυλής κατάφερε να τον δολοφονήσει στην Αντιόχεια της Συρίας όπου ο τελευταίος διέμενε (170 π.Χ.). Ο Αντίοχος Επιφανής βρίσκονταν στην Κιλικία εκείνη την εποχή προκειμένου να καταστείλει μια εξέγερση.
Η τυραννική διακυβέρνηση του Μενέλαου και η κατασπατάληση των θησαυρών του Ναού προκάλεσαν νέα εξέγερση των Ασιδαίων και βίαια διαβήματα προς τον Αντίοχο Επιφανή. Ο πανούργος αρχιερέας όμως κατόρθωσε να πάλι διατηρήσει την αρχή του. Το καλοκαίρι του 169 π.Χ. ο Σελευκίδης βασιλιάς μπήκε στην Ιερουσαλήμ . Αφού σκότωσε κάποιους από τους αντιφρονούντες και πήρε χρηματικά ποσά ως λεία επέστρεψε στην Αντιόχεια
Λίγο αργότερα ο Ιάσων ο μόνος από τους αντιπάλους του Μενέλαου που είχε απομείνει ζωντανός, εκμεταλλευόμενος τις φήμες για τον θάνατο του Αντίοχου Επιφανούς, ύστερα από την ταπείνωση του από τον Ρωμαίο πρέσβη Γάιο Ποπίλιο Λάινα στην Αλεξάνδρεια,(Στ' Συριακός πόλεμος) επιτέθηκε με μικρή δύναμη στην Ιερουσαλήμ. Ο Μενέλαος όμως και οι οπαδοί του μαζί με την σελευκιδική φρουρά της πόλης τον απώθησαν
Ο Αντίοχος Επιφανής επιστρέφοντας τον Δεκέμβριο του 168 π.Χ. από την Αίγυπτο έμαθε τα γεγονότα και μπήκε με τον στρατό του στην Ιερουσαλήμ . Ακολούθησαν σφαγές, γενικός διωγμός των Ασιδαίων που απλώθηκε σε όλη την χώρα, σύληση του Ναού από τον οποίο αποσπάστηκε λεία που υπερέβαινε τα 1.800 τάλαντα και εγκαθίδρυση πολυθεϊστικής θρησκείας στο ιερό[ Οι ελληνίζοντες Ιουδαίοι μαζί με σελευκιδική φρουρά εγκαταστάθηκαν στο φρούριο της Ιερουσαλήμ που έκτισε ο Αντίοχος και ονομάστηκε Άκρα. Τέλος τον χειμώνα του 167 π.Χ. η ιουδαϊκή θρησκεία τέθηκε εκτός νόμου
Οι Σαμαρείτες διαχωρίσαν έντεχνα την θέση του ονομάζοντας τον Ναό που είχαν στο Γαριζείν (Γεριζίμ), ναό του Διός.
Η επανάσταση των Μακκαβαίων.Ιούδας ο Μακκαβαίος
Όλα αυτά προκάλεσαν επανάσταση που ξεκίνησε από την ύπαιθρο με επικεφαλής τον Ματταθία τον Ασμοναίο γιο του Ιωάννη και εγγονό του Συμεών του Ασμοναίου από την ιερατική πατριά του Ιωάβου (Ιωαρίβ) από την Ιερουσαλήμ. Ο Ματταθίας ήταν ιερέας σε ένα χωριό που ονομάζονταν Μωδείν[14]. Οι επαναστάτες είχαν αρκετές επιτυχίες. Ένα χρόνο αργότερα το (166/5 π.Χ.) ο Ματαθίας αρρώστησε και πέθανε[15].
Τον διαδέχθηκαν στο έργο του οι πέντε γιοι του Ιωάννης, Σίμων, Ιούδας, Ελεάζαρος και Ιωνάθαν. Την ηγεσία της επανάστασης ανέλαβε ο Ιούδας ο επονομαζόμενος Μακκαβαίος (που σημάνει Σφυροκόπος και κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται είτε από την αραμαϊκή λέξη μακκαβίπα(=σφύρα) ή από την ιουδαϊκή μακκαμπή(=αυτός που σφυροκοπεί)[16]) [17]. Οι οπαδοί του ονομάστηκανΜακκαβαίοι. Ο Ιούδας κατάφερε να νικήσει αρκετές φορές τα σελευκιδικά στρατεύματα (Σαμάρεια, Βαιθωρών[18],Εμμαούς,Βεθσούρα[19]) και το χειμώνα του (164/3 π.Χ.) λίγο μετά τον θάνατο του Αντίοχου Επιφανή μπήκε στην Ιερουσαλήμ[20] κατέλαβε την άνω πόλη και περιόρισε την σελευκιδική φρουρά στην κάτω πόλη στο οχυρό της Άκρας[21]. Ο Ιούδας αποκατέστησε την παραδοσιακή θρησκεία και έκανε τους απαραίτητους εξαγνισμούς στο ιερό. Ως ανάμνηση των εξαγνισμών αυτών καθιερώθηκε από τότε η γιορτή των Εγκαινίων (Χαννούκα[22][23]).
Έπειτα συνέχισε τις επιχειρήσεις εναντίον των Ιδουμαίων και των Αμμανιτών που πραγματοποιούσαν επιδρομές εναντίον της Ιουδαίας(163 π.Χ.) [24][25]. Ο επίτροπος του ανήλικου, νέου βασιλιά Αντίοχου V Ευπατόρος Λυσίας πραγματοποίησε άλλη μια εκστρατεία εναντίον των επαναστατών (Βεθζαχαρία) που δεν είχε κανένα πρακτικό αποτέλεσμα[26]. Όταν επέστρεψε στην Αντιόχεια, ο Λυσίας αποκατέστησε με βασιλικό διάταγμα την ιουδαϊκή θρησκεία και τον Μωσαϊκό νόμο[20]. Επίσης διορίστηκε στην θέση του αρχιερέα ο Άλκιμος. Ο προκάτοχος του Μενέλαος εκτελέστηκε και η σελευκιδική φρουρά παρέμεινε στην Άκρα[27]. Ο Ιούδας αποσύρθηκε με τους οπαδούς του στην ύπαιθρο ειρηνικά, σύντομα όμως άρχισε τις επιδρομές (162 π.Χ.). Αξίζει πάντως να αναφερθεί ότι οι γείτονες των Σελευκιδών Πτολεμαίοι ακολουθούσαν θερμή φιλοϊουδαϊκή πολιτική, μάλιστα ο απόγονος του Ονία ΙΙΙ, ο Ονίας IV έκτισε με την έγκριση των πτολεμαϊκών αρχών, ναό παρόμοιο με αυτόν των Ιεροσολύμων στην Λεοντόπολι της Αιγύπτου[28][29].
Το 162 π.Χ. ο Αντίοχος Ευπάτωρ δολοφονήθηκε από τον θείο του Δημήτριο ο οποίος ανήλθε στον θρόνο. Οι ελληνίζοντες Ιουδαίοι υπό τον Άλκιμο ζήτησαν την βοήθεια του Δημητρίου εναντίον των Μακκαβαίων. Ο Δημήτριος Ι έστειλε τον συνεργάτη του Βακχίδη διοικητή της Μεσοποταμίας στην Ιουδαία για να επιβάλλει την ειρήνη[30]. Εκείνος κάλεσε τον Ιούδα για να διαπραγματευτεί μαζί του όταν όμως ο τελευταίος κατάλαβε ότι η πρόσκληση θα κατέληγε στη σύλληψη του δεν πήγε στη συνάντηση. Ύστερα από την αποτυχία του αυτή επιχείρησε να επιβάλλει τον Άλκιμο με καταναγκασμό και εκτελέσεις. Κατόπιν αφού άφησε στην Ιουδαία αρκετό στρατό γύρισε στην Συρία[31][32].
Ο Άλκιμος υποστηριζόμενος από στρατιώτες και αρκετούς οπαδούς του γύριζε στην Ιουδαία και επέβαλλε την αρχή του με την βία. Αντιλαμβανόμενος όμως ότι δεν μπορούσε να αντιπαρατεθεί με τον Ιούδα πήγε στην Αντιόχεια και ζήτησε πάλι την βοήθεια του βασιλιά. Ο βασιλιάς έστειλε τότε τον στρατηγό Νικάνορα εναντίον του Ιούδα. Ο Νικάνωρ θέλησε να διαπραγματευτεί με τον Ιούδα, ο Άλκιμος όμως που φοβόταν για την αρχή του, οδήγησε τις διαπραγματεύσεις σε ναυάγιο [33]. Ο πόλεμος επαναλήφθηκε και κατά την διάρκεια των εχθροπραξιών ο Νικάνωρ φονεύτηκε σε μάχη στο χωριό Αδασά και ο στρατός του διαλύθηκε (άνοιξη του 161 π.Χ.)
Ο Ιούδας προκειμένου να κατοχυρώσει την θέση του έστειλε πρέσβεις στην Ρώμη (τον Ευπόλεμο του Ιωάννη και τον Ιάσωνα του Ελεάζαρ) με προτάσεις φιλίας και συμμαχίας[35]. Οι Ρωμαίοι ανταποκρίθηκαν θετικά. Ο Δημήτριος έστειλε νέα ισχυρά στρατεύματα στην Ιουδαία με επικεφαλής τον Βακχίδη. Ο Ιούδας νικήθηκε σε μάχη (Ελασά) και σκοτώθηκε. Ο Βακχίδης μπήκε στην Ιερουσαλήμ (160 π.Χ.)
Ιωνάθαν
Λίγο μετά τον θάνατο του Ιούδα ένας από τους αδελφούς του ο Ιωάννης έπεσε θύμα των Ναβαταίων[38]. Την ηγεσία της παράταξης των Μακκαβαίων ανέλαβε ένας από τους εναπομείναντες αδελφούς του Ιούδα, ο Ιωνάθαν[39]. Οι Μακκαβαίοι αποσύρθηκαν στην έρημο [40]και ο Βακχίδης άρχισε να εγκαθιστά φρούρια στην Ιουδαία με την ενεργό συνεργασία των ελληνιζόντων Ιουδαίων [41].Ο αρχιερέας Άλκιμος αρρώστησε και πέθανε(159 π.Χ.)[42] και ο Βακχίδης επέστρεψε στην Αντιόχεια. Οι εχθροπραξίες σταμάτησαν για δυο χρόνια για να επαναληφθούν και πάλι έπειτα από το 157 π.Χ. όταν ο Βακχίδης βρέθηκε ξανά στην περιοχή. Ο σελευκίδης στρατηγός ήρθε σε σύγκρουση με τον Ιωνάθαν (Βαιθβασί) χωρίς να πετύχει κάποιο σημαντικό αποτέλεσμα[43].Τελικά επειδή από την βασιλική αρχή δεν είχε οριστεί αντικαταστατής του νεκρού Άλκιμου, ο Βακχίδης ήρθε σε συμφωνία με τον Ιωνάθαν στον οποίο ανατέθηκε η ηγεσία του ιουδαϊκού έθνους υπό τον έλεγχο της σελευκιδικής διοικήσεως (152 π.Χ.) [30][44].
Την ιδία εποχή μαίνονταν ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ του Δημητρίου Ι και του, προβαλλομένου, ως νόθου γιου του Αντίοχου IV, Αλεξάνδρου I Βάλα, για τον σελευκιδικό θρόνο. Ο Ιωνάθαν προτίμησε να ταχθεί στο πλευρό του Βάλα ο οποίος τον ανακήρυξε αρχιερέα[45][46]. Τελικά ο Δημήτριος I σκοτώθηκε σε μάχη με τις δυνάμεις του Αλέξανδρου Βάλα (χειμώνας (151/0 π.Χ.) ). Ο νέος βασιλιάς έλαβε ως σύζυγο την κόρη του Πτολεμαίου VI, Κλεοπάτρα Θεά. Οι γάμοι έγιναν στην Πτολεμαΐδα με την συμμετοχή και του Ιωνάθαν (150/49 π.Χ.) [47]. Κατόπιν ο Ιωνάθαν απέσπασε τους τίτλους του στρατηγού και του μεριδάρχη[48].
Ο γιος του δολοφονημένου Δημητρίου I, Δημήτριος με την βοήθεια του στρατηγού Λασθένη και Κρητών μισθοφόρων, καθώς και με την υποστήριξη του στρατηγού της Κοίλης Συρίας Απολλώνιου βρέθηκε στην Κιλικία αποφασισμένος να ανακτήσει τον πατρικό θρόνο (άνοιξη του 147 π.Χ.). Ο Απολλώνιος όμως ηττήθηκε από τον Ιωνάθαν (Άζωτος) ο οποίος επωφελήθηκε από την κατάσταση για να προσαρτήσει τις παραλιακές πόλεις Ιόππη, Άζωτο και Ασκάλωνα. Η εμφύλια διαμάχη για τον σελευκιδικό θρόνο,στην οποία αναμείχθηκε και ο Πτολεμαίος VI, προσφέροντας την συμμαχία του και την κόρη του Κλεοπάτρα Θεά στον Δημήτριο έληξε τελικά το 145 π.Χ. με την δολοφονία του νικημένου Βάλα[47]. Η απειρία όμως του νεότατου βασιλιά Δημητρίου II, ο οποίος βρίσκονταν υπό την καταθλιπτική επιρροή του Λασθένους, η σκληρή και αιμοσταγής διακυβέρνηση των υπηκόων του και τέλος η αψυχολόγητη απόφαση του να περικόψει τους μισθούς των στρατιωτών του προκάλεσε επανάσταση στην Αντιόχεια [49] .
Ο Δημήτριος II στράφηκε στον μόνο υπολογίσιμο σύμμαχο που διέθετε τον Ιωνάθαν. Με την αναρρίχηση του στον θρόνο είχε έρθει σε συμφωνία μαζί του και είχε επικυρώσει όλα τα προνόμια που είχε λάβει ο Ιουδαίος αρχιερέας από τους προκατόχους του με την υποχρέωση μόνο του τελευταίου να ανέχεται την φρουρά της Άκρας και να πληρώνει φόρο 300 τάλαντα, το χρόνο[50][51]. Τώρα ο Δημήτριος ΙΙ του υποσχέθηκε ότι θα αποσύρει την φρουρά από την Άκρα[52]. Ο Ιωνάθαν του έστειλε 3.000 Ιουδαίους μισθοφόρους[53]. Οι Κρήτες μισθοφόροι του Λασθένη και οι Ιουδαίοι αντίστοιχοι τους μπήκαν μέσα στην πόλη και κατέστειλαν την εξέγερση των κατοίκων με χαρακτηριστική αγριότητα. Περίπου 100.000 Αντιοχείς θανατώθηκαν και ένα μεγάλο μέρος της πόλης πυρπολήθηκε[54][51].
Ο αντίκτυπος που προκάλεσαν τα γεγονότα αυτά έφερε στην επιφάνεια τον Διόδοτο από την Απάμεια, ένα στρατιωτικό ο οποίος πήρε υπό την προστασία του τον ανήλικο γιο του Βάλα. Κατόπιν με τον στρατό του κινήθηκε προς την Αντιόχεια έδιωξε τον Δημήτριο ΙΙ και εγκατέστησε ως βασιλέα το νήπιο του Βάλα με το όνομα Αντίοχος VI. Το βασίλειο των Σελευκιδών διχάστηκε και ένας νέος εμφύλιος πόλεμος άρχισε (καλοκαίρι του 144 π.Χ.) [51]. Ο Ιωνάθαν έσπευσε να επωφεληθεί. Ο Δημήτριος ΙΙ είχε αθετήσει την υπόσχεση του για την φρουρά της Άκρας έτσι στράφηκε προς τον Αντίοχο VI ο οποίος δια του Διοδότου, επικύρωσε τα προνόμια του. Έτσι ο Ιωνάθαν και ο αδελφός του Σίμων (που έγινε στρατηγός από την αυλή της Αντιόχειας της περιοχής από την Τύρο ως τα αιγυπτιακά σύνορα) ανέλαβαν την προστασία της χώρας από τον Δημήτριο II[55].
Η Γάζα που είχε αποστατήσει από τον Δημήτριο II αλλά είχε αρνηθεί να αναγνωρίσει τον Αντίοχο VI αναγκάστηκε να δεχθεί ιουδαϊκά στρατεύματα. Ο Δημήτριος II προσπάθησε να εισβάλλει στην Ιουδαία αρκετές φορές αποκρούστηκε όμως από τον Ιωνάθαν. Κατόπιν ο Ιουδαίος αρχιερέας στράφηκε επιτυχώς εναντίον των Ναβαταίων Αράβων αποσπώντας πλούσια λεία.[55] Ταυτόχρονα ο Ιωνάθαν και ο Σίμων έχτισαν φρούρια στην Ιουδαία. Λίγο αργότερα ο Ιωνάθαν ανανέωσε την συνθήκη ειρήνης με την Ρώμη και απομόνωσε την φρουρά της Άκρας[56].
Ο Διόδοτος άρχισε πλέον να ανησυχεί για την αύξηση της δύναμης του Ιωνάθαν. Έτσι με ένα διπλωματικό τέχνασμα κατάφερε να τον συλλάβει[57]. Ο Σίμων ανέλαβε την οργάνωση της άμυνας της χώρας. Ο πληθυσμός της Ιόππης ο οποίος δεν ενέπνεε εμπιστοσύνη εκτοπίστηκε και αντικαταστάθηκε από Ιουδαίους εποίκους. Ο Διόδωτος έκανε κάποιες παραπλανητικές διαπραγματεύσεις με τον Σίμωνα και υποσχέθηκε, χωρίς να τηρήσει την υπόσχεση του ότι θα απελευθερώσει τον Ιωνάθαν. Τελικά όμως εισέβαλλε στην Ιουδαία επιχειρώντας να βοηθήσει την φρουρά της Άκρας ανέκοψε όμως την πορεία του καθώς συνάντησε την αποφασιστική αντίσταση των ιουδαϊκών οχυρών και ταυτόχρονα εμποδίστηκε από μια ισχυρή χιονοθύελλα που έπληξε την περιοχή [58] . Κατόπιν αφού εκτέλεσε τον Ιωνάθαν[59] αποχώρησε από την Ιουδαία αφήνοντας στον Σίμωνα τον έλεγχο της περιοχής(143/2 π.Χ.)