Λαέ που σε προδίδουνε και συ δεν το γνωρίζεις κι ωστόσο τους προδότες σου για φίλους τους νομίζεις. Τη γλώσσα σου εμάθανε, σε παίζουν σε γελούνε. Εσύ πιστεύεις σαν μωρός και εκείνοι σε πουλούνε. Ο Πάνος Κολοκοτρώνης δολοφονήθηκε έξω από την Τρίπολη το 1824. Καθώς ανέβαινε προς τη Σιλίμνα, για να συναντηθεί με τον πατέρα του, έπεσε σε ενέδρα και χτυπήθηκε από πίσω. Θάφτηκε στο ίδιο το χωριό, εκεί όπου τώρα είναι τα θεμέλια του καμπαναριού της εκκλησίας. Οταν το παιδί του Γέρου του Μοριά, ο Πάνος, το καμάρι του Μοριά, σκοτώθηκε όχι από Μουσουλμάνους μα από Χριστιανούς (αυτό το παλληκάρι διέλεξαν να δολοφονήσουν τα καθάραματα. Λες και η πατρίδα είχε τότε πολλούς σαν τον Πάνο Κολοκοτρώνη και μας περίσευε η γεναιότητά του και οι γνώσεις του) κοντά στη Σιλίμνα, τότε ο Γέρος του Μοριά κάμφθηκε και άφησε να τον πιάσουν: η Επανάσταση έτρωγε τον ήρωά της. Οταν η εκκλησία αυτή, στις αρχές του δικού μας αιώνα, άρχισε να χτίζεται, βρέθηκαν τα κόκαλα και το κατατρυπημένο με σφαίρες κρανίο του μεταφέρθηκε στην Αθήνα, στο Εθνολογικό Μουσείο όπου βρίσκεται σήμερα. Τα άλλα μπορεί κανείς, σήμερα, να τα δει και να τα ακούσει στο κέντρο του χωριού, το οποίο γκρίζο, σιωπηλό μα στέρεα απλωμένο σε πλαγιά των αρκαδικών βουνών, υπενθυμίζει με την όλη του εμφάνιση πως υπήρξε ένα από τα κύτταρα της ελευθερίας των Ελλήνων.Ο Πάνος Κολοκοτρώνης γεννήθηκε το 1798 (κατ' άλλους το 1800) στο Λεοντάρι Αρκαδίας. Ήταν ο πρωτότοκος γιος του ηγέτη της Ελληνικής Επανάστασης Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και της Αικατερίνης Καρούσου, κόρης προεστού του Λεονταρίου.
Έζησε για πολλά χρόνια στη Ζάκυνθο και ήταν από τους πιο μορφωμένους αγωνιστές της Ελληνικής Επανάστασης. Όπως αναφέρει ο Φωτάκος στο έργο του Βίοι Πελοποννησίων Ανδρών, ο Πάνος Κολοκοτρώνης «σπούδασε εις την Ακαδημία της Κέρκυρας, γνώριζε εντελώς την παλαιά γλώσσαν μας την Ελληνικήν, ήτο μαθηματικός άριστος, εγνώριζε προσέτι καλώς την Ιταλικtν γλώσσαν και ολίγον την Γαλλικήν, και εν ολίγοις ήτον ο δεύτερος του πολυμαθεστάτου Γεωργίου Σέκερη, διότι τότε η Πελοπόννησος δεν είχεν άλλους τοιούτους».
Με την έκρηξη της Επανάστασης αποβιβάστηκε με τον αδελφό τουΙωάννη (γνωστότερο ως Γενναίο) στην Πελοπόννησο και συμμετείχε αρχικά στην εξέγερση των Ηλείων κατά των Λαλαίων Τουρκαλβανών (Απρίλιος 1821). Στη συνέχεια έλαβε μέρος στη Μάχη του Βαλτετσίου(12 - 13 Μαΐου 1821), στην πολιορκία και την κατάληψη της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821) και στην απόκρουση της στρατιάς του Δράμαλη στα Δερβενάκια (26 - 28 Ιουλίου 1822).
Το 1822 ονομάστηκε χιλίαρχος και ανέλαβε πρώτος πολιτάρχης (δήμαρχος) της Τριπολιτσάς. Τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς παντρεύτηκε στο Ναύπλιο τη μικρότερη κόρη της Μπουμπουλίνας, Ελένη Μπούμπουλη. Το ζευγάρι δεν απέκτησε παιδιά. Το 1823 προβιβάστηκε σε στρατηγό και ανέλαβε φρούραρχος του Ναυπλίου (10 Ιουνίου) με απόφαση της Β' Εθνοσυνελεύσεως, που συνήλθε στο Άστρος Κυνουρίας.
Κατά τη διάρκεια της πρώτης εμφύλιας διαμάχης (Φθινόπωρο 1823 - Ιούλιος 1824) μεταξύ πολιτικών («Κυβερνητικοί») και στρατιωτικών («Αντικυβερνητικοί»), ο Πάνος Κολοκοτρώνης τάχθηκε με τους «Αντικυβερνητικούς», των οποίων ηγείτο ο πατέρας του Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Αρνήθηκε να παραδώσει την πόλη του Ναυπλίου και μετά τη χορήγηση αμνηστίας (Ιούλιος 1824) κινήθηκε προς την Πάτρα για να ενισχύσει την πολιορκία της πόλης, αλλά ανακλήθηκε στην Αρκαδία για να αντιμετωπίσει την επιδρομή των «Κυβερνητικών», κατά τη διάρκεια του Β' Εμφυλίου Πολέμου. Το κυβερνητικό στρατόπεδο συγκροτήθηκε αυτή τη φορά από τη συμμαχία νησιωτών και ρουμελιωτών, με ηγέτη τον Υδραίο μεγαλοκαραβοκύρη Γεώργιο Κουντουριώτη. Αντίπαλοί τους οι «Αντικυβερνητικοί» Πελοποννήσιοι, πρόκριτοι και στρατιωτικοί υπό τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.
Στις 13 Νοεμβρίου 1824 (κατ' άλλους στις 21 Νοεμβρίου 1824) ο Πάνος Κολοκοτρώνης και οι άνδρες βάδιζαν μεταξύ των χωριών Θάνα και Μπεσίρι (σημερινό Παλλάντιο) Αρκαδίας, έχοντας κατεύθυνση προς το γειτονικό χωριό Σύλιμνα, όπου είχε στρατοπεδεύσει ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Στόχος των «Αντικυβερνητικών» η Τρίπολη, την οποία κατείχαν οι «Κυβερνητικοί». Κατά τη διάρκεια της πορείας, ο Πάνος Κολοκοτρώνης πληροφορήθηκε ότι σε συμπλοκή νωρίτερα μεταξύ «Κυβερνητικών» υπό τον οπλαρχηγό Βάσο Μαυροβουνιώτη (αγωνιστής του '21 με καταγωγή από το Μαυροβούνιο, Βάσο Μπράγιοβιτς το πραγματικό όνομά του) και «Αντικυβερνητικών», είχε συλληφθεί ο Στάικος Σταϊκόπουλος, επιφανής «αντικυβερνητικός».
Στην προσπάθειά του να τον απελευθερώσει δέχθηκε επίθεση από το σώμα του Μαυροβουνιώτη και οι άνδρες του διαλύθηκαν. Δίπλα στον Πάνο Κολοκοτρώνη έμειναν ο υπασπιστής του Γιάννης Βατικιώτης, ο γραμματικός του Θεόδωρος Ρηγόπουλος και ο φροντιστής του Ανούτσος Σαμαρόνης. Ξαφνικά κι ενώ εβάδιζαν προς το Μπεσίρι, γύρω στις 4 το απόγευμα δέχθηκαν επίθεση από μια ομάδα 25 Βουλγάρων, που ανήκαν στις κυβερνητικές δυνάμεις της Τρίπολης και είχαν ως επικεφαλής τον ομοεθνή τους Κότζιο. Μία σφαίρα διαπέρασε το κρανίο του Πάνου Κολοκοτρώνη και τον άφησε άπνου. Ο ΒΑΣΟΣ ΜΑΥΡΟΒΟΥΝΙΩΤΗΣ ΗΤΑΝ ΑΛΑΒΑΝΟΣ ΚΑΙ ΦΑΝΑΤΙΚΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΤΟΝ ΕΘΑΨΑΝ ΜΕ ΤΙΜΑΣ ΣΤΟ Α" ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ!!!!
Όπως αναφέρουν στα απομνημονεύματά τους ο Κανέλλος Δεληγιάννης και ο Θεόδωρος Ρηγόπουλος, που ήταν αυτόπτης μάρτυς, οι Βούλγαροι λαφυραγώγησαν τη σορό του Κολοκοτρώνη και την εγκατέλειψαν. Του αφαίρεσαν ακόμη και τα εσώρουχά του και άφησαν το νεκρό σώμα του γυμνό. Στη συνέχεια έσπευσαν στην Τρίπολη να αναγγείλουν το κατόρθωμά τους στους «Κυβερνητικούς». Ο Πάνος Κολοκοτρώνης ενταφιάστηκε την επομένη στο γειτονικό χωριό Σύλιμνα, όπου βρισκόταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
ΣΗΜ: ΤΗΝ ΜΗΤΕΡΑ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΤΟΥ ΠΑΝΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ ΤΗΝ ΕΙΧΕ ΑΦΟΡΙΣΕΙ Ο ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ!! ΤΥΧΑΙΟ??ΔΕΝ ΝΟΜΙΖΩ?? O ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο Ε' ΑΦΟΡΙΖΕΙ ΤΗΝ ΛΑΣΚΑΡΙΝΑ ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑ ΤΟΝ ΟΚΤΩΒΡΙΟ ΤΟΥ 1820. ΦΥΣΙΚΑ ΕΓΙΝΕ ΑΓΙΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ,ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΑΦΟΡΙΣΜΟΥ: «Γρηγόριος ελέω Θεού Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικός Πατριάρχης. » Ιερώτατε Μητροπολίτα Ναυπλίου και Άργους και υπέρτιμοι, ευλαβέστατοι ιερείς, τιμιώτατοι κοτζαμπασίδες και χρήσιμοι προεστώτες της επαρχίας ταύτης και της νήσου Σπέτζης, χάρις είη υμίν και ειρήνη παρά Θεού. [...] αποφαινόμεθα συνοδικώςμετά των περί ημάς ιερωτάτων Αρχιερέων και υπερτίμων, των εν αγίω Πνεύματι αγαπητών ημών αδελφών και συλλειτουργών, ίνα η ρηθείσα Λασκαρίνα, αν μη, άμα το ακούσαι και ιδείν το παρόν ημών συνοδικόν γράμμα, τον Θεόν φοβηθείσα και την αιώνιον κόλασιν εν νω θεμένη, [...] και οι γιγνώσκοντες τους έχοντας και κρύπτοντας πράγματα η άσπρα του αποθανόντος, [...] οποίοι αν ώσιν, άνδρες η γυναίκες, συγγενείς η ξένοι, ομού αφωρισμένοι υπάρχωσι, και κατηραμένοι, και ασυγχώρητοι, και μετά θάνατον άλυτοι, και τυμπανιαίοι· αι πέτραι και ο σίδηρος λυθείησαν, αυτοί δε μηδαμώς· κληρονομήσειαν την λέπραν του Γιεζή και την αγχόνην του Ιούδα, στένοντες είεν και τρέμοντες επί της γης ως ο Κάιν, η οργή του Θεού είη επ' αυτούς, έχοντες και τας αράς πάντων των απ' αιώνος αγίων και των οσίων τριακοσίων δέκα και οκτώ θεοφόρων Πατέρων. Η δε ρηθείσα Λασκαρίνα προφανώς ελεγχομένη και τη πεισμονή αυτής εμμένουσα υπάρχοι και έξω της του Χριστού Εκκλησίας, μηδείς εκκλησιάσοι αυτήν, η αγιάσοι, η θυμιάσοι, η αντίδωρον αυτή διδώ, έως ποιήση ως γράφομεν και τότε συγχωρηθήσεται. » αωκ (1820) εν μηνί Οκτωβρίω· ινδικτιώνος θ . » Ο Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος. Ο Καισαρείας Μακάριος, ο Νικαίας Μακάριος, ο Θεσσαλονίκης Ιωσήφ, ο Τυρνάβου Ιωσήφ, ο Κυζίκου Γρηγόριος, ο Σίφνου Σαμουήλ.»