Ο λόγος αυτός, όπως και ο «Κατά Ειδώλων», γράφτηκε περί τα έτη 317-319 μ.Χ.!!Ένα ερώτημα στην Ορθόδοξη εκκλησία ποιους κατηγορεί ο Αθανάσιος ότι συνεχίζουν να λατρεύουν τος Ολύμπιους Θεούς??Για ποιους αναφέρεται στον ανθελληνικό του οχετό??Το λέει ξεκάθαρα στους Έλληνες!!Καλά αυτοί τόσα χρόνια μετά αυτούς τους Θεούς λάτρευαν δεν είχαν εκχριστιανιστεί??Άντεχαν φίλοι μου οι Έλληνες πρόγονοί μας στις σφαγές και στους διωγμούς των Βαρβάρων Χριστιανών αυτό αποκαλύπτεται εδώ!! Ο λόγος αυτός, όπως και ο «Κατά Ειδώλων», γράφτηκε περί τα έτη 317-319 μ.Χ. Σ' αυτόν εξετάζεται το μεγάλο γεγονός της σαρκώσεως του άσαρκου Λόγου του Θεού, δηλαδή του Υιού του Θεού, του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος.
Στο πρώτο μέρος του λόγου αναλύεται ο διπλός σκοπός της ενανθρωπήσεως του Λόγου: α) η επιστροφή της ανθρωπότητας στην κατάσταση της αθανασίας που απωλέσθηκε λόγω του προπατορικού αμαρτήματος· και β) η απόδοση στους ανθρώπους της ικανότητας να γνωρίσουν τον αληθινό Θεό.
Στο δεύτερο μέρος του λόγου περιγράφει τα μέσα με τα οποία επιτυγχάνεται ο διπλός σκοπός της ενανθρωπήσεως: είναι τα θαυμαστά έργα του Χριστού, ο θάνατος και η ανάστασή του.
Στο τρίτο μέρος του λόγου ανασκευάζονται οι αντιρρήσεις των Ιουδαίων και των Ελλήνων για την ενανθρώπηση του Λόγου. Οι αντιρρήσεις των Ιουδαίων ανασκευάζονται από την προφητική τους παράδοση. Οι αντιρρήσεις των ειδωλολατρών ανασκευάζονται με λογικά επιχειρήματα. Ο Μέγας Αθανάσιος τονίζει ότι το ανθρώπινο γένος δεν είναι απρεπές για να υπηρετήσει την αποκάλυψη του Θεού. Ποιό καλύτερο σκεύος από τον άνθρωπο υπήρχε για την αποκάλυψη του Λόγου;
Τέλος, στον επίλογο ο συγγραφέας τονίζει ότι για την ολοκλήρωση της διδασκαλίας για την ενανθρώπηση του Σωτήρα χρειάζονται δυό πράγματα: μελέτη της Αγίας Γραφής και βίος αγνός.
Η ενανθρώπηση του Λόγου παίζει τον σπουδαιότερο ρόλο για την δημιουργία, την κτίση και τον άνθρωπο. Οδηγεί στη θέωση, όπως με έμφαση θεολογεί ο Μέγας Αθανάσιος: «ο Λόγος ενανθρώπησε, για να θεοποιηθούμε εμείς». Αφορά το νόημα και τον στόχο της υπάρξεως και της ζωής μας.
1. Η μεν περί της θεοσεβείας και της των όλων αληθείας γνώσις ου τοσούτον της παρά των ανθρώπων διδασκαλίας δείται, όσον αφ εαυτής έχει το γνώριμον· μόνον γαρ ουχί καθ ημέραν τοις έργοις κέκραγε, και ηλίου λαμπρότερον εαυτήν δια της Χριστού διδασκαλίας επιδείκνυται·
ποθούντι δε σοι όμως τα περί ταύτης ακούσαι, φέρε, ω μακάριε, ως αν οίοί τε ώμεν, ολίγα της κατά Χριστόν πίστεως εκθώμεθα, δυναμένω μεν σοι και από των θείων λογίων ταύτην ευρείν, φιλοκάλως δε όμως και παρ ετέρων ακούοντι. αυτάρκεις μεν γαρ εισιν αι άγιαι και θεόπνευστοι γραφαί προς την της αληθείας απαγγελίαν· εισί δε και πολλοί των μακαρίων ημών διδασκάλων εις ταύτα συνταχθέντες λόγοι· οίς εάν τις εντύχοι, είσεται μεν πως την των γραφών ερμηνείαν, ης δε ορέγεται γνώσεως τυχείν δυνήσεται. αλλ επειδή τας των διδασκάλων συντάξεις εν χερσί νυν ουκ έχομεν, αναγκαίόν εστιν α παρ εκείνων εμάθομεν, ταύτα και απαγγέλλειν και γράφειν σοι· λέγω δη την κατά τον Σωτήρα Χριστόν πίστιν· ίνα μήτε ευτελή τις την του καθ ημάς λόγου διδασκαλίαν ηγήσηται, μήτε άλογον την εις Χριστόν πίστιν υπολάβη·
οποία διαβάλλοντες Έλληνες χλευάζουσι, και πλατύ γελώσι καθ ημών, ουδέν έτερον ή τον σταυρόν του Χριστού προφέροντες· εφ ω μάλιστα και την αναισθησίαν αυτών οικτειρήσειεν αν τις, ότι, τον σταυρόν διαβάλλοντες, ουχ ορώσι την τούτου δύναμιν πάσαν την οικουμένην πεπληρωκυίαν, και ότι δι αυτού τα της θεογνωσίας έργα πάσι πεφανέρωται. ουκ αν γαρ, είπερ ήσαν και αυτοί γνησίως επιστήσαντες αυτού τη θεότητι τον νουν, εχλεύαζον το τηλικούτον· αλλά μάλλον και αυτοί τούτον επεγίνωσκον Σωτήρα του παντός, και τον σταυρόν μη βλάβην αλλά θεραπείαν της κτίσεως γεγονέναι.
ει γαρ του σταυρού γενομένου, πάσα μεν ειδωλολατρεία καθηρέθη, πάσα δε δαιμόνων φαντασία τω σημείω τούτω απελαύνεται, και μόνος ο Χριστός προσκυνείται, και δι αυτού γινώσκεται ο Πατήρ, και οι μεν αντιλέγοντες καταισχύνονται, ο δε των αντιλεγόντων οσημέραι τας ψυχάς αφανώς μεταπείθει·
πως εικότως γαρ αν τις είποι προς αυτούς έτι ανθρώπινον έστιν επινοείν το πράγμα, και ου μάλλον ομολογείν Θεού Λόγον και Σωτήρα είναι του παντός τον επί του σταυρού αναβάντα; πάσχειν δε και ούτοί μοι δοκούσιν όμοιον, ως ει τις τον μεν ήλιον υπό νεφών σκεπόμενον διαβάλλοι, το δε τούτου φως θαυμάζοι, βλέπων ότι πάσα η κτίσις υπό τούτου καταλάμπεται. ως γαρ καλόν το φως, και καλλίων ο του φωτός αρχηγός ήλιος· ούτω θείου πράγματος όντος του την οικουμένην πάσαν την αυτού γνώσεως πεπληρώσθαι, ανάγκη τον αρχηγόν και ηγεμόνα του τοιούτου κατορθώματος είναι Θεόν και Θεού Λόγον. Λέγομεν ουν ως εφικτόν ημίν, πρότερον διελέγξαντες την των απίστων αμαθίαν· ίνα, των ψευδών διελεγχθέντων, λοιπόν η αλήθεια δι εαυτής επιλάμψη, και θαρρής και αυτός, ω άνθρωπε, ότι αληθεία πεπίστευκας, και τον Χριστόν γινώσκων ουκ ηπατήθης. πρέπειν δε σοι ηγούμαι φιλοχρίστω όντι τα περί Χριστού διαλέγεσθαι, επεί και πάντων τιμιωτέραν την περί τούτου γνώσιν και πίστιν ηγείσθαί σε πεπίστευκα.
2. Εξ αρχής μεν ουκ ην κακία· ουδέ γαρ ουδέ νυν εν τοις αγίοις εστίν, ουδ όλως κατ αυτούς υπάρχει αύτη· άνθρωποι δε ταύτην ύστερον επινοείν ήρξαντο, και καθ εαυτών ανατυπούσθαι· όθεν δη και την των ειδώλων επίνοιαν εαυτοίς ανεπλάσαντο, τα ουκ όντα ως όντα λογιζόμενοι.
ο μεν γαρ του παντός δημιουργός και παμβασιλεύς Θεός, ο υπερέκεινα πάσης ουσίας και ανθρωπίνης επινοίας υπάρχων, άτε δη αγαθός και υπέρκαλος ων, δια του ιδίου Λόγου του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού το ανθρώπινον γένος κατ ιδίαν εικόνα πεποίηκε· και των όντων αυτόν θεωρητήν και επιστήμονα δια της προς αυτόν ομοιώσεως κατεσκεύασε, δούς αυτώ και της ιδίας αϊδιότητος έννοιαν και γνώσιν, ίνα, την ταυτότητα σώζων, μήτε της περί Θεού φαντασίας ποτέ αποστή, μήτε της των αγίων συζήσεως αποπηδήση, αλλ, έχων την του δεδωκότος χάριν, έχων και την ιδίαν εκ του πατρικού Λόγου δύναμιν, αγάλληται και συνομιλή τω Θείω, ζων τον απήμονα και μακάριον όντως αθάνατον βίον. ουδέν γαρ έχων εμπόδιον εις την περί του Θείου γνώσιν, θεωρεί μεν αεί δια της αυτού καθαρότητος την του Πατρός εικόνα, τον Θεόν Λόγον, ου και κατ εικόνα γέγονεν· υπερεκπλήττεται δε κατανοών την δι αυτού εις το παν πρόνοιαν, υπεράνω μεν των αισθητών και πάσης σωματικής φαντασίας γινόμενος, προς δε τα εν ουρανοίς θεία νοητά τη δυνάμει του νού συναπτόμενος. ότε γαρ ου συνομιλεί τοις σώμασιν ο νους ο των ανθρώπων, ουδέ τι της εκ τούτων επιθυμίας μεμιγμένον έξωθεν έχει, αλλ όλος εστίν άνω εαυτώ συνών ως γέγονεν εξ αρχής· τότε δη, τα αισθητά και πάντα τα ανθρώπινα διαβάς, άνω μετάρσιος γίνεται, και τον Λόγον ιδών, ορά εν αυτώ και τον του Λόγου Πατέρα, ηδόμενος επί τη τούτου θεωρία, και ανακαινούμενος επί τω προς τούτον πόθω. ώσπερ ουν τον πρώτον των ανθρώπων γενόμενον, ος και κατά την Εβραίων γλώτταν Αδάμ ωνομάσθη, λέγουσιν αι ιεραί γραφαί κατά την αρχήν ανεπαισχύντω παρρησία τον νουν εσχηκέναι προς τον Θεόν, και συνδιαιτάσθαι τοις αγίοις εν τη των νοητών θεωρία, ην είχεν εν εκείνω τω τόπω, ον και ο άγιος Μωϋσής τροπικώς παράδεισον ωνόμασεν. ικανή δε η της ψυχής καθαρότης εστί και τον Θεόν δι εαυτής κατοπτρίζεσθαι, καθάπερ και ο Κύριός φησι· «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται».
3. Ούτω μεν ουν ο Δημιουργός, ώσπερ είρηται, το των ανθρώπων γένος κατεσκεύασε, και μένειν ηθέλησεν· οι δε άνθρωποι, κατολιγωρήσαντες των κρειττόνων, και οκνήσαντες περί την τούτων κατάληψιν, τα εγγυτέρω μάλλον εαυτών εζήτησαν, εγγύτερα δε τούτοις ην το σώμα, και αι τούτου αισθήσεις.
όθεν των μεν νοητών απέστησαν εαυτών τον νουν, εαυτούς δε κατανοείν ήρξαντο. εαυτούς δε κατανοούντες, και του τε σώματος και των άλλων αισθητών αντιλαμβανόμενοι, και ως εν ιδίοις απατώμενοι, εις εαυτών επιθυμίαν έπεσαν, τα ίδια προτιμήσαντες της προς τα θεία θεωρίας· ενδιατρίψαντες δε τούτοις, και των εγγυτέρω μη αποστήναι θέλοντες, ταις μεν του σώματος ηδοναίς συνέκλεισαν εαυτών την ψυχήν, τεταραγμένην και πεφυρμένην πάσαις επιθυμίαις· τέλεον δε επελάθοντο της εξ αρχής αυτών παρά Θεού δυνάμεως. Τούτο δ αν τις ίδοι και εκ του πρώτου πλασθέντος ανθρώπου αληθές, ως αι ιεραί περί αυτού λέγουσι γραφαί. κακείνος γαρ, έως μεν τον νουν είχε προς το Θεόν και την τούτου θεωρίαν, απεστρέφετο την προς το σώμα θεωρίαν· ότε δε συμβουλία του όφεως απέστη μεν της προς τον Θεόν διανοίας, εαυτόν δε κατανοείν ήρξατο, τηνικαύτα και εις επιθυμίαν του σώματος έπεσαν, και έγνωσαν ότι γυμνοί ήσαν, και γνόντες ησχύνθησαν. έγνωσαν δε εαυτούς γυμνούς ου τοσούτον από ενδύματος, αλλ ότι γυμνοί της των θείων θεωρίας γεγόνασι, και προς τα εναντία την διάνοιαν μετήνεγκαν.
αποστάντες γαρ της προς τον ένα και όντα, Θεόν λέγω, κατανοήσεως και του προς αυτόν πόθου, λοιπόν εις διαφόρους και εις τας κατά μέρος επιθυμίας ενέβησαν του σώματος. είτα, οία φιλεί γίνεσθαι, εκάστου και πολλών επιθυμίαν λαβόντες, ήρξαντο και την προς αυτάς σχέσιν έχειν· ώστε και φοβείσθαι ταύτας καταλείψαι. όθεν δη και δειλίαι, και φόβοι, και ηδοναί, και θνητά φρονείν τη ψυχή προσγέγονεν. ου θέλουσα γαρ αποστήναι των επιθυμιών, φοβείται τον θάνατον και τον χωρισμόν του σώματος. επιθυμούσα δε πάλιν, και μη τυγχάνουσα των ομοίων, έμαθε φονεύειν και αδικείν. πως δε και ταύτα ποιεί, εύλογον κατά δύναμιν σημάναι.
4. Αποστάσα της των νοητών θεωρίας, και ταις κατά μέρος του σώματος ενεργείαις καταχρωμένη, και ησθείσα τη του σώματος θεωρία και ιδούσα καλόν εαυτή είναι την ηδονήν, πλανηθείσα κατεχρήσατο τω του καλού ονόματι, και ενόμισεν είναι την ηδονήν αυτό το όντως καλόν· ώσπερ ει τις, την διάνοιαν παραπληγείς, και απαιτών ξίφος κατά των απαντώντων, νομίζοι τούτο είναι το σωφρονείν.
ερασθείσα δε της ηδονής, ποικίλως αυτήν ενεργείν ήρξατο. ούσα γαρ την φύσιν ευκίνητος, ει και τα καλά απεστράφη, αλλά του κινείσθαι ου παύεται. κινείται ουν ουκ έτι μεν κατά αρετήν, ουδέ ώστε τον Θεόν οράν· αλλά τα μη όντα λογιζομένη, το εαυτής δυνατόν μεταποιεί, καταχρωμένη τούτω εις ας επενόησεν επιθυμίας, επεί και αυτεξούσιος γέγονε. δύναται γαρ ώσπερ προς τα καλά νεύειν, ούτω και τα καλά αποστρέφεσθαι· αποστρεφομένη δε το καλόν, πάντως τα εναντία λογίζεται·
παύσασθαι γαρ καθόλου του κινείσθαι ου δύναται, την φύσιν ούσα, ως προείπον, ευκίνητος. και γινώσκουσα το αυτεξούσιον εαυτής, ορά εαυτήν δύνασθαι κατ αμφότερα τοις του σώματος μέλεσι χράσθαι εις τε τα όντα και τα μη όντα· όντα δε εστι τα καλά, ουκ όντα δε τα φαύλα. όντα δε φημι τα καλά, καθότι εκ του όντος Θεού τα παραδείγματα έχει· ουκ όντα δε τα κακά λέγω, καθότι επινοίαις ανθρώπων ουκ όντα αναπέπλασται. έχοντος γαρ του σώματος οφθαλμούς εις το την κτίσιν οράν, και δια της παναρμονίου ταύτης συντάξεως γινώσκειν τον Δημιουργόν· έχοντος δε και ακοήν εις επακρόασιν των θείων λογίων και των του Θεού νόμων· έχοντος δε και χείρας, εις τε την των αναγκαίων ενέργειαν και έκτασιν της προς τον Θεόν ευχής· η ψυχή αποστάσα της προς τα καλά θεωρίας, και της εν αυτοίς κινήσεως, λοιπόν πλανωμένη κινείται εις τα εναντία.
είτα το δυνατόν εαυτής, ως προείπον, ορώσα, και τούτω καταχρωμένη, ενενόησεν ότι και εις τα εναντία δύναται κινείν τα του σώματος μέλη· και δια τούτο αντί του την κτίσιν οράν, εις επιθυμίας τον οφθαλμόν αποστρέφει, δεικνύουσα ότι και τούτο δύναται και νομίζουσα ότι, άπαξ κινουμένη, σώζει την εαυτής αξίαν, και ουχ αμαρτάνει ποιούσα ό δύναται· ουκ ειδυία ότι ουχ απλώς κινείσθαι, αλλ εις α δεί κινείσθαι γέγονε· τούτου γαρ χάριν και αποστολική παρεγγυά φωνή· «Πάντα έξεστιν, αλλ ου πάντα συμφέρει».
5. Αλλά των ανθρώπων η τόλμα ουκ εις το συμφέρον και πρέπον, αλλ εις το δυνατόν σκοπήσασα, τα εναντία ποιείν ήρξατο· όθεν, και τας χείρας εις το εναντίον κινουμένη, φονεύειν πεποίηκε, και την ακοήν εις παρακοήν παρήγαγε, και τα άλλα μέλη εις το μοιχεύειν αντί νομίμης τεκνογονίας· και την μεν γλώτταν αντί ευφημίας εις βλασφημίας και λοιδορίας και επιορκίας, τας δε χείρας αύ πάλιν εις το κλέπτειν και τύπτειν τους ομοίους ανθρώπους· και την μεν όσφρησιν εις οδμών ερωτικών ποικιλίας· τους δε πόδας εις οξύτητα του εκχέαι αίμα· και την μεν γαστέρα εις μέθην και κόρον απλήρωτον· άπερ πάντα κακία και αμαρτία ψυχής εστιν.
αιτία δε τούτων ουδεμία, αλλ η των κρειττόνων αποστροφή. ως γαρ εάν ηνίοχος, επιβάς ίπποις εν σταδίω καταφρονήση μεν του σκοπού, εις ον ελαύνειν αυτόν προσήκει, αποστραφείς δε τούτον, απλώς ελαύνη τον ίππον ως αν δύνηται· δύναται δε ως βούλεται· και πολλάκις μεν εις τους απαντώντας ορμά, πολλάκις δε και κατά κρημνών ελαύνει, φερόμενος όπου δ αν εαυτόν τη οξύτητι των ίππων φέροι, νομίζων ότι ούτω τρέχων, ουκ εσφάλη του σκοπού· προς γαρ μόνον τον δρόμον αποβλέπει, και ουχ ορά ότι έξω του σκοπού γέγονεν· ούτω και η ψυχή αποστραφείσα την προς τον Θεόν οδόν, και ελαύνουσα παρά το πρέπον τα του σώματος μέλη, μάλλον δε και αυτή μετ αυτών υφ εαυτής ελαυνομένη, αμαρτάνει και το κακόν εαυτή πλάττει, ουχ ορώσα ότι πεπλάνηται της οδού, και έξω γέγονε του της αληθείας σκοπού, εις ον ο χριστοφόρος ανήρ ο μακάριος Παύλος αποβλέπων έλεγε· «Κατά σκοπόν διώκω, εις το βραβείον της άνω κλήσεως Ιησού Χριστού»· σκοπών γούν το καλόν ο άγιος, ουδέποτε το κακόν εποίει.
6. Ελλήνων μεν ουν τινες, πλανηθέντες της οδού, και τον Χριστόν ουκ εγνωκότες, εν υποστάσει και καθ εαυτήν είναι την κακίαν απεφήναντο, αμαρτάνοντες κατά δύο ταύτα· ή τον Δημιουργόν αποστερούντες του είναι ποιητήν των όντων· ουκ αν γαρ είη των όντων Κύριος, ει γε κατ αυτούς η κακία υπόστασιν έχει καθ εαυτήν και ουσίαν· ή πάλιν, θέλοντες αυτόν ποιητήν είναι των όλων, εξ ανάγκης και του κακού δώσουσιν είναι· εν γαρ τοις ούσι και το κακόν κατ αυτούς εστι. τούτο δε άτοπον και αδύνατον αν φανείη· ου γαρ εκ του καλού το κακόν, ουδέ εν αυτώ εστιν, ουδέ δι αυτού· επεί ουκέτι καλόν αν είη μεμιγμένην έχον την φύσιν, ή αίτιον γινόμενον κακού.
Οι δε από των αιρέσεων, εκπεσόντες της εκκλησιαστικής διδασκαλίας, και περί την πίστιν ναυαγήσαντες, και ούτοι μεν υπόστασιν του κακού παραφρονούσιν είναι· αναπλάττονται δε εαυτοίς παρά τον αληθινόν του Χριστού Πατέρα θεόν έτερον, και τούτον αγέννητον του κακού ποιητήν και της κακίας αρχηγόν, τον και της κτίσεως δημιουργόν. τούτους δε ευχερώς αν τις ελέγξειεν έκ τε των γραφών και εξ αυτής της εν ανθρώποις διανοίας, αφ ης και ταύτα αναπλασάμενοι μαίνονται. ο μεν ουν Κύριος και Σωτήρ ημών Ιησούς Χριστός εν τοις εαυτού ευαγγελίοις φησί βεβαιών τα Μωϋσέως ρήματα, «ότι Κύριος ο Θεός εις εστι»· και, «Εξομολογούμαί σοι, Πάτερ, Κύριε του ουρανού και της γης». ει δε εις εστιν ο Θεός, και ούτος ουρανού και γης Κύριος, πως άλλος αν είη θεός παρά τούτον; που δε και έσται ο κατ αυτούς θεός, τα πάντα του μόνου και αληθινού Θεού πληρούντος κατά την του ουρανού και γης περίληψιν; πως δε και άλλος αν είη ποιητής, ων αυτός ο Θεός και Πατήρ του Χριστού εστι Κύριος κατά την του Σωτήρος φωνήν;
ει μη άρα, ως εν ισοστασίω, και των του αγαθού Θεού τον φαύλον δύνασθαι γενέσθαι κύριον είποιεν. αλλ εάν τούτο λέγωσιν, όρα εις όσην ασέβειαν εκπίπτουσιν· εν γαρ τοις τα ίσα δυναμένοις το υπερέχον και κρείττον ουκ αν ευρεθείη. και γαρ ει μη θέλοντος του ετέρου, το έτερον έστιν· ίση αμφοτέρων η δύναμις και η ασθένειά εστιν· ίση μεν, ότι νικώσιν αλλήλων την βούλησιν εν τω είναι· ασθένεια δε αμφοτέρων εστίν, ότι μη βουλομένοις αυτοίς παρά γνώμην αποβαίνει τα πράγματα· έστι γαρ και ο αγαθός παρά γνώμην του φαύλου, έστι και ο φαύλος παρά βούλησιν του αγαθού.
7. Άλλως τε· και τούτο γαρ αν τις αυτοίς είποι· ει τα φαινόμενα έργα του φαύλου εστί, τι το έργον του αγαθού; φαίνεται γαρ ουδέν πλήν μόνης της του δημιουργού κτίσεως. τι δε και του είναι τον αγαθόν γνώρισμα, ουκ όντων αυτού έργων δι ων αν γνωσθείη; εκ γαρ των έργων ο δημιουργός γινώσκεται. πως δε όλως και δύο αν είη εναντία αλλήλων, ή τι το διαιρούν εστι ταύτα, ίνα χωρίς αλλήλων γένωνται; είναι γαρ αυτά άμα αδύνατον, δια το αναιρετικά αλλήλων είναι. αλλ ουδέ έτερον εν ετέρω δυνηθείη αν είναι δια το άμικτον και ανόμοιον αυτών της φύσεως. ουκούν εκ τρίτου το διαιρούν φανήσεται, και αυτό Θεός. αλλά ποίας αν είη και το τρίτον φύσεως; πότερον της του καλού, ή του φαύλου; άδηλον φανήσεται. της γαρ αμφοτέρων είναι αυτό, αδύνατον.
Σαθράς δη τοίνυν της τοιαύτης αυτών διανοίας φαινομένης, ανάγκη την αλήθειαν διαλάμπειν της εκκλησιαστικής γνώσεως· ότι το κακόν ου παρά Θεού ουδέ εν Θεώ ούτε εξ αρχής γέγονεν, ούτε ουσία τις εστιν αυτού. αλλά άνθρωποι κατά στέρησιν της του καλού φαντασίας εαυτοίς επινοείν ήρξαντο και αναπλάττειν τα ουκ όντα, και άπερ βούλονται.
ως γαρ αν τις ηλίου φαίνοντος, και πάσης της γης τω φωτί τούτου καταλαμπομένης, καμμύων τους οφθαλμούς, σκότος εαυτώ επινοή ουκ όντος σκότους, και λοιπόν ως εν σκότει πλανώμενος περιπατή, πολλάκις πίπτων και κατά κρημνών υπάγων, νομίζων ουκ είναι φως, αλλά σκότος· δοκών γαρ βλέπειν, ουδ όλως ορά·
ούτω και η ψυχή των ανθρώπων, καμμύσασα τον οφθαλμόν δι ου τον Θεόν οράν δύναται, εαυτή τα κακά επενόησεν, εν οίς κινουμένη, ουκ οίδεν ότι δοκούσά τι ποιείν, ουδέν ποιεί· τα ουκ όντα γαρ αναπλάττεται. και ουχ οποία γέγονε, τοιαύτη και έμεινεν· αλλ οποίαν εαυτήν ενέφυρε, τοιαύτη και φαίνεται. γέγονε μεν γαρ εις το οράν τον Θεόν και υπ αυτού φωτίζεσθαι· αύτη δε αντί του Θεού τα φθαρτά και το σκότος εζήτησεν, ως που και το Πνεύμα εγγράφως φησίν· Ο «Θεός τον άνθρωπον εποίησεν ευθή· αυτοί δε εζήτησαν λογισμούς πολλούς». κακίας δη ουν εύρεσις και επίνοια τοις ανθρώποις εξ αρχής ούτω γέγονε και πέπλασται. Πως δε και εις την των ειδώλων μανίαν καταβεβήκασιν, ήδη λέγειν αναγκαίον, ίνα γινώσκης ότι όλως η των ειδώλων εύρεσις ουκ από αγαθού, αλλ από κακίας γέγονε. το δε την αρχήν έχον κακήν εν ουδενί ποτε καλόν κριθείη, όλον ον φαύλον.
8. Ουκ αρκεσθείσα τη της κακίας επινοία των ανθρώπων η ψυχή, κατ ολίγον και εις τα χείρονα εαυτήν εξάγειν ήρξατο. μαθούσα γαρ διαφοράς ηδονών και ζωσαμένη την των θείων λήθην, ηδομένη δε και προς τα του σώματος πάθη και προς μόνα τα παρόντα και τας τούτων δόξας αποβλέπουσα, ενόμισε μηδέν έτι πλέον είναι των βλεπομένων, αλλά μόνα τα πρόσκαιρα και τα σωματικά είναι τα καλά. αποστραφείσα δε και επιλαθομένη εαυτήν είναι κατ εικόνα του αγαθού Θεού, ουκ έτι μεν δια της εν αυτή δυνάμεως τον Θεόν Λόγον, καθ ον και γέγονεν, ορά· έξω δε εαυτής γενομένη, τα ουκ όντα λογίζεται και ανατυπούται. επικρύψασα γαρ ταις επιπλοκαίς των σωματικών επιθυμιών το ως εν αυτή κάτοπτρον, δι ου μόνον οράν ηδύνατο την εικόνα του Πατρός, ουκέτι μεν ορά α δεί ψυχήν νοείν· παντί δε περιφέρεται, και μόνα εκείνα ορά τα τη αισθήσει προσπίπτοντα. όθεν δη πάσης σαρκικής επιθυμίας γέμουσα, και εν ταις τούτων δόξαις ταραττομένη, λοιπόν, ον επελάθετο τη διανοία Θεόν, τούτον εν σωματικοίς και αισθητοίς αναπλάττεται, τοις φαινομένοις την Θεού προσηγορίαν ανατιθείσα, και μόνα ταύτα δοξάζουσα άπερ αυτή βούλεται, και ως ηδέα ορά.
προηγείται τοίνυν αιτία της ειδωλολατρείας η κακία. μαθόντες γαρ οι άνθρωποι την ουκ ούσαν κακίαν εαυτοίς επινοείν, ούτω και τους ουκ όντας θεούς εαυτοίς ανεπλάσαντο. οίον δε ει τις, εις βυθόν καταδύς, μηκέτι μεν βλέποι το φως, μηδέ τα εν τω φωτί φαινόμενα, δια το των οφθαλμών αυτού προς το κάτω νεύμα, και την του ύδατος επικειμένην επίχυσιν αυτώ· μόνα δε τα εν τω βυθώ αισθόμενος, νομίζοι μηδέν πλέον εκείνων είναι, αλλ αυτά τα φαινόμενα αυτώ των όντων είναι τα κύρια· ούτω και οι πάλαι των ανθρώπων παράφρονες, καταδύντες εις τας των σαρκών επιθυμίας και φαντασίας, και επιλαθόμενοι της περί Θεού εννοίας και δόξης, αμυδρώ τω λογισμώ, μάλλον δε αλογία χρησάμενοι, τα φαινόμενα θεούς ανετυπώσαντο, την κτίσιν παρά τον κτίσαντα δοξάζοντες, και τα έργα μάλλον εκθειάζοντες ήπερ τον τούτων αίτιον και δημιουργόν δεσπότην Θεόν.
ώσπερ δε κατά το προλεχθέν παράδειγμα, οι εις τον βυθόν καταδυόμενοι, όσω μάλλον επικαταβαίνουσι, τοσούτον εις τα σκοτεινότερα και βαθύτερα ορμώσιν· ούτω και το των ανθρώπων πέπονθε γένος. ου γαρ απλήν έσχον την ειδωλολατρείαν, ουδέ αφ ων ήρξαντο εν τούτοις και διέμειναν· αλλ όσον τοις πρώτοις ενεχρόνιζον, τοσούτον εαυτοίς καινοτέρας εφεύρισκον δεισιδαιμονίας· και κόρον ου λαμβάνοντες των πρώτων, άλλοις πάλιν ενεπίμπλαντο κακοίς, προκόπτοντες εν τοις αισχίστοις, και πλείον εαυτών επεκτείνοντες την ασέβειαν. τούτο δε και η θεία γραφή μαρτύρεται λέγουσα· «Όταν έλθη ασεβής εις βάθος κακών, καταφρονεί».
9. Άρτι γαρ απεπήδησεν η διάνοια των ανθρώπων από Θεού, και καταβαίνοντες ταις εννοίαις και τοις λογισμοίς οι άνθρωποι, πρώτοις ουρανώ και ηλίω και σελήνη και τοις άστροις την του Θεού τιμήν ανέθηκαν, εκείνους ου μόνον θεούς είναι νομίζοντες, αλλά και των άλλων των μετ αυτούς αιτίους τυγχάνειν·
είτ, επικαταβαίνοντες τοις σκοτεινοίς λογισμοίς, αιθέρα και τον αέρα και τα εν τω αέρι προσηγόρευσαν θεούς. προβαίνοντες δε τοις κακοίς, ήδη και τα στοιχεία, και τας αρχάς της των σωμάτων συστάσεως, την θερμήν και την ψυχράν και την ξηράν και την υγράν ουσίαν θεούς ανύμνησαν.
ως δε οι τέλεον πεσόντες περί την γην ιλυσπώνται δίκην των εν τη χέρσω κοχλιών· ούτως οι ασεβέστατοι των ανθρώπων, πεσόντες και καταπεσόντες από της περί Θεού φαντασίας, λοιπόν και ανθρώπους και ανθρώπων μορφάς, των μεν έτι ζώντων, των δε και μετά θάνατον εις θεούς ανέθηκαν.
έτι δε και χείρονα βουλευόμενοι και λογιζόμενοι, ήδη και εις λίθους, και ξύλα και ερπετά, ένυδρά τε και χερσαία, και εις τα των αλόγων ανήμερα ζώα, την θείαν και υπερκόσμιον του Θεού προσηγορίαν μετήνεγκαν, πάσαν τιμήν αυτοίς Θεού απονέμοντες, και τον αληθινόν και όντως όντα Θεόν τον του Χριστού Πατέρα αποστρεφόμενοι. Είθε δε καν μέχρι τούτων ειστήκει των αφρόνων η τόλμα, και μη περαιτέρω βαίνοντες εαυτούς ταις ασεβείαις ενέφυρον. τοσούτον γαρ τινες καταπεπτώκασι τη διανοία και εσκοτίσθησαν τον νουν, ώστε και τα μηδ όλως μηδαμώς υπάρχοντα, μηδέ εν τοις γενομένοις φαινόμενα, όμως εαυτοίς επινοήσαι και θεοποιήσαι. λογικά γαρ αλόγοις επιμίξαντες, και ανόμοια τη φύσει ενείραντες ως θεούς θρησκεύουσιν· οίοί εισιν οι παρ Αιγυπτίοις κυνοκέφαλοι και οφιοκέφαλοι και ονοκέφαλοι, και ο παρά Λίβυσι κριοκέφαλος Άμμων. άλλοι δε τα μέρη των σωμάτων, κεφαλήν και ώμον και χείρα και πόδα καθ εαυτά διελόντες, έκαστον εις θεούς ανέθηκαν και εξεθείασαν, ώσπερ ουκ αρκούμενοι εξ ολοκλήρου του όλου σώματος έχειν την θρησκείαν. επιτείνοντες δε την ασέβειαν έτεροι, την πρόφασιν της τούτων ευρέσεως και της εαυτών κακίας την ηδονήν και την επιθυμίαν θεοποιήσαντες προσκυνούσιν· οίός εστιν ο παρ αυτοίς Έρως, και η εν Πάφω Αφροδίτη.
οι δε αυτών, ώσπερ φιλοτιμούμενοι τοις χείροσιν, ετόλμησαν τους παρ αυτών άρχοντας ή και τους τούτων παίδας εις θεούς αναθείναι, ή δια τιμήν των αρξάντων ή δια φόβον της αυτών τυραννίδος· ως ο εν Κρήτη παρ αυτοίς περιβόητος Ζεύς, και ενΑρκαδία Ερμής και παρά μεν Ινδοίς Διόνυσος, παρά δε Αιγυπτίοις Ίσις, και Όσιρις, και Ώρος, και ο νυν Αδριανού του ωμαίων βασιλέως παιδικός Αντίνοος, ον καίπερ ειδότες άνθρωπον, και άνθρωπον ου σεμνόν, αλλ ασελγείας έμπλεων, δια φόβον του προστάξαντος σέβουσιν. επιδημήσας γαρ Αδριανός τη χώρα των Αιγυπτίων, τελευτήσαντα τον της ηδονής αυτού υπηρέτην Αντίνοον εκέλευσε θρησκεύεσθαι, αυτός μεν και μετά θάνατον ερών του παιδός, έλεγχον δε όμως καθ εαυτού, και γνώρισμα κατά πάσης ειδωλολατρείας παρέχων, ότι ουκ άλλως εφευρέθη παρά τοις ανθρώποις αύτη ή δι επιθυμίαν των πλασαμένων, καθώς και η σοφία του Θεού προμαρτύρεται λέγουσα· «Αρχή πορνείας επίνοια ειδώλων».
Και μήτοι θαυμάσης μηδέ μακράν πίστεως νομίσης είναι το λεγόμενον, όπου γε και ου πολλώ πρότερον, ή τάχα και μέχρι νυν η ωμαίων σύγκλητος τους πώποτε αυτών εξ αρχής άρξαντας βασιλέας, ή πάντας, ή ους αν αυτοί βούλωνται και κρίνωσι, δογματίζουσιν εν θεοίς είναι, και θρησκεύεσθαι θεούς γράφουσιν.
οίς μεν γαρ απεχθάνονται,τούτους ως πολεμίους την φύσιν ομολογούσι, και ανθρώπους ονομάζουσιν· ους δε καταθυμίους έχουσι, τούτους δι ανδραγαθίαν θρησκεύεσθαι προστάττουσιν, ώσπερ επ εξουσίας έχοντες το θεοποιείν, αυτοί άνθρωποι τυγχάνοντες, και είναι θνητοί μη αρνούμενοι. έδει δε θεοποιούντας αυτούς μάλλον αυτούς είναι θεούς·
το γαρ ποιούν του ποιουμένου κρείττον είναι δεί, και ο κρίνων του κρινομένου εξ ανάγκης άρχει, και ο διδούς πάντως ό έχει χαρίζεται· ώσπερ αμέλει και πας βασιλεύς ό μεν έχει χαρίζεται, των δε λαμβανόντων κρείττων και μείζων εστίν. είπερ ουν ους θέλουσιν αυτοί τούτους θεούς δογματίζουσιν είναι, έδει και αυτούς πρώτον είναι θεούς. αλλά το θαυμαστόν εστι τούτο, ότι αυτοί αποθνήσκοντες ως άνθρωποι ελέγχουσι την εαυτών περί των θεοποιηθέντων υπ αυτών ψήφον είναι ψευδή.
10. Τούτο δε το έθος ου καινόν, ουδέ από της ωμαίων ήρξατο βουλής, αλλ ην άνωθεν προγιγνόμενον και προμελετώμενον επί την των ειδώλων έννοιαν. και γαρ οι πάλαι παρ Έλλησι διαβεβοημένοι θεοί Ζεύς και Ποσειδών και Απόλλων και Ήφαιστος και Ερμής, και εν θηλείαις Ήρα και Δήμητρα και Αθηνά και Άρτεμις, ταις Θησέως του παρά τοις Έλλησιν ιστορουμένου διαταγαίς εκρίθησαν λέγεσθαι θεοί· και οι μεν διαταξάμενοι, ως άνθρωποι αποθνήσκοντες, θρηνούνται· ους δε διετάξαντο, ούτοι ως θεοί προσκυνούνται. ω πολλής εναντιότητος και μανίας. τον διαταξάμενον ειδότες, ους διετάξατο προτιμώσι. και είθε μέχρις αρρένων ειστήκει τούτων η ειδωλομανία, και μη εις θηλείας κατέφερον την θείαν προσηγορίαν.
και γαρ και γυναίκας, ας ουδέ εις κοινήν περί πραγμάτων συμβουλίαν λαμβάνειν ασφαλές, ταύτας τη του Θεού τιμή θρησκεύουσι και σέβουσιν, ως αι μεν παρά Θησέως διαταγείσαι, ως προειρήκαμεν, παρά δε Αιγυπτίοις Ίσις και Κόρη και Νεωτέρα, και παρ άλλοις Αφροδίτη. τα γαρ των άλλων ονόματα ουδέ λέγειν ευαγές ηγούμαι, πάσης χλεύης όντα μεστά.
πολλοί γαρ ου μόνον εν τοις πάλαι, αλλά και εν τοις καθ ημάς χρόνοις, αποβαλόντες φίλτατα και αδελφούς και συγγενείς και γυναίκας, πολλαί δε και άνδρας αποβαλούσαι, ους πάντας η φύσις ήλεγξεν ανθρώπους είναι θνητούς, τούτους και ταύτας δια το πολύ περί αυτών πένθος αναζωγραφήσαντες, και θυσίας αναπλάσαντες, ανέθηκαν, ους οι μετά ταύτα δια την πλάσιν, και την του τεχνίτου φιλοτιμίαν θεούς εθρήσκευσαν, πράγμα πάσχοντες ου κατά φύσιν.
ους γαρ οι γονείς ως μη όντας θεούς εθρήνησαν ουκ αν γαρ, είπερ ήδεισαν αυτούς θεούς, ως απολομένους εκόψαντο· τούτου γαρ χάριν, ου μόνον ου νομίζοντες αυτούς είναι θεούς, αλλά μηδ όλως υπάρχειν, εν εικόνι τούτους ετυπώσαντο, ίνα του μηκέτι είναι, την δια της εικόνος δόκησιν ορώντες, παραμυθώνται, τούτοις όμως οι άφρονες ως θεοίς εύχονται, και την του αληθινού Θεού τιμήν τούτοις περιτιθέασιν. εν γούν Αιγύπτω εισέτι και νυν ο περί Οσίρεως και Ώρου και Τυφώνος και των άλλων θρήνος της απωλείας επιτελείται·
και τα εν Δωδώνη χαλκεία, και οι εν Κρήτη Κορύβαντες, τον Δία μη είναι θεόν ελέγχουσιν, αλλ άνθρωπον, και τούτον εκ πατρός ωμοβόρου γενόμενον. και το γε θαυμαστόν, ότι και ο πάνυ παρ Έλλησι σοφός και πολλά καυχησάμενος ως περί Θεού διανοηθείς, ο Πλάτων, εις τον Πειραία μετά Σωκράτους κατέρχεται, την ανθρώπου τέχνη πλασθείσαν Άρτεμιν προσκυνήσων.
11. Ταύτας δε και τας τοιαύτας της ειδωλομανίας ευρέσεις άνωθεν και προ πολλού προεδίδασκεν η γραφή λέγουσα· «Αρχή πορνείας επίνοια ειδώλων· εύρεσις δε αυτών φθορά ζωής». ούτε γαρ ην απ αρχής, ούτε εις τον αιώνα έσται. κενοδοξία γαρ ανθρώπων ήλθεν εις τον κόσμον, και δια τούτο σύντομον αυτών τέλος επενοήθη.
αώρω γαρ πένθει τρυχόμενος πατήρ, του ταχέως αφαιρεθέντος τέκνου εικόνα ποιήσας, τον τότε νεκρόν άνθρωπον νυν ως ζώντα ετίμησε, και παρέδωκε τοις υποχειρίοις μυστήρια και τελετάς. είτ εν χρόνω κρατυνθέν το ασεβές έθος, ως νόμος εφυλάχθη. και τυράννων επιταγαίς εθρησκεύετο τα γλυπτά, ους εν όψει μη δυνάμενοι τιμάν άνθρωποι, δια το μακράν οικείν, την πόρρωθεν όψιν ανατυπωσάμενοι, εμφανή εικόνα του τετιμημένου βασιλέως εποίησαν, ίνα τον απόντα ως παρόντα κολακεύωσι δια της σπουδής. εις επίτασιν δε θρησκείας και τους αγνοούντας η του τεχνίτου προετρέψατο φιλοτιμία·
ο μεν γαρ, ίσως τω κρατούντι βουλόμενος αρέσαι, εξεβιάσατο τη τέχνη την ομοιότητα επί το κάλλιον· το δε πλήθος, εφελκόμενον δια το εύχαρι της εργασίας, τον προ ολίγου τιμηθέντα άνθρωπον νυν σέβασμα ελογίσαντο· και τούτο εγεγόνει τω βίω εις ένεδρον· ότι, ή συμφορά ή τυραννίδι δουλεύσαντες άνθρωποι, «το ακοινώνητον όνομα λίθοις και ξύλοις περιέθηκαν».
τοιαύτης τοίνυν της ειδώλων ευρέσεως επί μάρτυρι τη γραφή παρά τοις ανθρώποις αρξαμένης και αναπλασθείσης, ώρα λοιπόν σοι και τον κατ αυτής έλεγχον αποδείξαι, ου τοσούτον έξωθεν, όσον αφ ων ούτοι περί αυτών φρονούσι τα τεκμήρια λαμβανόντας.
Ει γαρ τις των παρ αυτοίς λεγομένων θεών, ίνα πρώτον από τούτων των κάτωθεν άρξωμαι, λάβοι τας πράξεις, ευρήσει μη μόνον ουκ είναι αυτούς θεούς, αλλά και των ανθρώπων τους αισχίστους γεγονότας. οίον γαρ, οίόν εστιν ιδείν τους παρά ποιηταίς του Διός έρωτας, και τας ασελγείας. οίόν εστιν αυτόν ακούειν αρπάζοντα μεν τον Γανυμήδην, και τας κλοπιμαίους εργαζόμενον μοιχείας, δεδιότα δε και δειλιώντα μη παρά γνώμην αυτού τα των Τρώων απόληται τείχη. οίόν εστιν ιδείν αυτόν αχθόμενον επί τω θανάτω του υιέος αυτού Σαρπηδόνος, και βουλόμενον αυτώ βοηθήσαι και μη δυνάμενον·
και επιβουλευόμενον μεν υπό των άλλων λεγομένων θεών, Αθηνάς δη λέγω και Ήρας και Ποσειδώνος, βοηθούμενον δε υπό Θέτιδος γυναικός και του εκατονταχείρου Αιγαίωνος· και νικώμενον υπό ηδονών, δουλεύοντα δε γυναιξί, και δι αυτάς εν αλόγοις ζώοις τετράποσί τε και πτηνοίς ταις φαντασίαις παρακινδυνεύοντα· και πάλιν αυτόν μεν κρυπτόμενον δια την του πατρός επιβουλήν, τον δε Κρόνον υπ αυτού δεσμευόμενον, κακείνον αποτέμνοντα τον πατέρα. άρ ουν άξιον τούτον υπονοείν θεόν, τοσαύτα δράσαντα, και διαβληθέντα, α μηδέ οι κοινοί ωμαίων νόμοι και τους απλώς ανθρώπους επιτρέπουσι ποιείν;
12. Ίνα γαρ εκ πολλών ολίγα μνημονεύσω δια το πλήθος, τις ιδών αυτού την εις Σεμέλην και Λήδαν και Αλκμήνην και Άρτεμιν και Λητώ και Μαίαν και Ευρώπην και Δανάην και Αντιόπην παρανομίαν και φθοράν· ή τις, ιδών την εις την ιδίαν αδελφήν αυτού επιχείρησιν και τόλμαν, ότι την αυτήν αδελφήν είχε και γυναίκα, ουκ αν χλευάσειε, και ζημιώσειε θανάτω;
ότι μη μόνον εμοίχευσεν, αλλά και τους εκ της μοιχείας γενομένους αυτώ παίδας θεοποιήσας ανέθηκεν, επικάλυμμα της παρανομίας αυτού την της θεοποιίας φαντασίαν κατασκευάζων· ων εισι Διόνυσος και ώΗρακλής και Διόσκουροι και Ερμής και Περσεύς και Σώτειρα. τις, ιδών την των λεγομένων θεών ακατάλλακτον προς εαυτούς έριν εν Ιλίω των Ελλήνων και των Τρώων χάριν, ου καταγνώσεται της ασθενείας αυτών, ότι δια την προς αλλήλους φιλονεικίαν και τους ανθρώπους παρώξυναν;
τις, ιδών υπό μεν Διομήδους τιτρωσκομένους Άρεα και Αφροδίτην, υπό δε Ηρακλέους την Ήραν και τον Υποχθόνιον ον καλούσι θεόν Αϊδωνέα, και Διόνυσον μεν υπό Περσέως, Αθηνάν δε υπό Αρκάδος, και τον Ήφαιστον ριπτόμενον και χωλαίνοντα, ου καταγνώσεται της φύσεως, και αποστραφήσεται μεν του λέγειν αυτούς έτι είναι θεούς, φθαρτούς δε και παθητούς αυτούς ακούων, ουδέν άλλο ή ανθρώπους αυτούς, και ανθρώπους ασθενείς επιγνώσεται, και μάλλον τους τρώσαντας ή τους τρωθέντας θαυμάσειεν;
ή τις, ιδών την Άρεως προς Αφροδίτην μοιχείαν, και τον Ηφαίστου κατ αμφοτέρων κατασκευαζόμενον δόλον, και τους άλλους λεγομένους θεούς επί θέαν της μοιχείας υπό του Ηφαίστου καλουμένους, και αυτούς ερχομένους, και ορώντας αυτών την ασέλγειαν, ουκ αν γελάσειε και καταγνώσεται της φαυλότητος αυτών; ή τις ουκ αν γελάσειεν ορών την Ηρακλέους προς την Ομφάλην εκ μέθης παραφροσύνην και ασωτίαν;
Τάς γαρ καθ ηδονήν αυτών πράξεις, και τους παραλόγους αυτών έρωτας, και τας εν χρυσώ και αργύρω, και χαλκώ και σιδήρω, και λίθοις και ξύλοις θεοπλαστίας, ου δεί διελέγχειν μετά σπουδής, των πραγμάτων και αφ εαυτών εχόντων το μύσος, και δι εαυτών επιδεικνυμένων το της πλάνης γνώρισμα·
εφ οίς μάλιστα και οικτειρήσειεν αν τις τους απατωμένους εν αυτοίς. τη γαρ εαυτών γυναικί μισούντες τον επιβαίνοντα μοιχόν, τους της μοιχείας διδασκάλους θεοποιούντες ουκ αισχύνονται· και ταις αδελφαίς αυτοί ουκ επιμισγόμενοι τους τούτο ποιήσαντας προσκυνούσι· και ομολογούντες είναι κακόν την παιδοφθορίαν, τους επί ταύτη διαβαλλομένους θρησκεύουσι· και α μηδέ εν ανθρώποις είναι επιτρέπουσιν οι νόμοι, ταύτα τοις υπ αυτών ονομαζομένοις είναι θεοίς περιτιθέντες ουκ ερυθριώσιν.
13. Είτα προσκυνούντες λίθοις και ξύλοις, ουχ ορώσιν ότι τα μεν όμοια τοις ποσί πατούσι και καίουσι, τα δε τούτων μέρη θεούς προσαγορεύουσι· και α προ ολίγου εις χρήσιν είχον, ταύτα δια παραφροσύνην γλύψαντες σέβουσιν· ουχ ορώντες, ουδέ λογιζόμενοι το σύνολον, ότι ου θεούς, αλλά την τέχνην του γλύψαντος προσκυνούσιν.
έως μεν γαρ άξυστός εστιν ο λίθος, και η ύλη αργή, επί τοσούτον ταύτα πατούσι, και τούτοις εις υπηρεσίας τας εαυτών πολλάκις και τας ατιμοτέρας χρώνται· επειδάν δε ο τεχνίτης εις αυτά της ιδίας επιστήμης επιβάλη τας συμμετρίας, και ανδρός ή γυναικός εις την ύλην σχήμα τυπώση, τότε δη, χάριν ομολογήσαντες τω τεχνίτη, λοιπόν ως θεούς προσκυνούσι, μισθού παρά του γλύψαντος αυτούς αγοράσαντες. πολλάκις δε και αυτός ο αγαλματοποιός, ώσπερ επιλαθόμενος ων αυτός ειργάσατο, τοις ιδίοις έργοις προσεύχεται· και α προ ολίγου κατέξεε και κατέκοπτε, ταύτα μετά την τέχνην θεούς προσαγορεύει. έδει δε, είπερ ην θαυμάζειν ταύτα, την του επιστήμονος τέχνην αποδέχεσθαι, και μη τα υπ αυτού πλασθέντα του πεποιηκότος προτιμάν. ου γαρ η ύλη την τέχνην, αλλ η τέχνη την ύλην εκόσμησε και εθεοποίησε.
πολλώ ουν μάλλον δικαιότερον ην τον τεχνίτην αυτούς προσκυνείν, ήπερ τα υπ αυτού πεποιημένα, ότι τε και προϋπήρχε των εκ τέχνης θεών, και ότι ως εβουλήθη, ούτω και γεγόνασι. νυν δε παραγκωνισάμενοι το δίκαιον, και την επιστήμην και την τέχνην ατιμάσαντες, τα μετ επιστήμης και τέχνης γεγονότα προσκυνούσι· και του ποιήσαντος ανθρώπου αποθνήσκοντος, τα υπ αυτού γενόμενα, ως αθάνατα τιμώσιν· α, ει μη τύχοιεν της καθ ημέραν επιμελείας, πάντως τω χρόνω δια την φύσιν αφανίζονται. πως δε ουκ αν τις αυτούς οικτειρήσειε και κατά τούτο, ότι βλέποντες αυτοί τους μη βλέποντας προσκυνούσι, και ακούοντες αυτοί τοις μη ακούουσι προσεύχονται·
και έμψυχοι και λογικοί κατά φύσιν όντες οι άνθρωποι, τους μηδ όλως κινουμένους, αλλά αψύχους όντας, ως θεούς προσαγορεύουσι· και το γε θαυμαστόν, ότι ους αυτοί φυλάττουσιν υπ εξουσίαν έχοντες, τούτοις ως δεσπόταις δουλεύουσι; και μη τοι νομίσης ταύτά με λέγειν απλώς, ή ψεύδεσθαι κατ αυτών· έστι μεν γαρ και τοις οφθαλμοίς η πίστις απαντώσα τούτων, και πάρεστι τοις βουλομένοις οράν τα τοιαύτα. 14. Κρείττων δε μαρτυρία περί τούτων εστί και παρά της θείας γραφής προδιδασκούσης άνωθεν και λεγούσης· «Τα είδωλα των εθνών αργύριον και χρύσιον, έργα χειρών ανθρώπων. οφθαλμούς έχουσι, και ουκ όψονται· στόμα έχουσι, και ου λαλήσουσιν· ώτα έχουσι, και ουκ ακούσονται· ρίνας έχουσι, και ουκ οσφρανθήσονται· χείρας έχουσι, και ου ψηλαφήσουσι· πόδας έχουσι, και ου περιπατήσουσιν· ου φωνήσουσιν εν τω λάρυγγι αυτών. όμοιοι αυτοίς γένοιντο πάντες οι ποιούντες αυτά». ουδέ προφητική δε τούτων άπεστι μέμψις, αλλ έστι και εν τούτοις ο κατ αυτών έλεγχος, λέγοντος του Πνεύματος· «Αισχυνθήσονται οι πλάσσοντες Θεόν, και γλύφοντες πάντες μάταια· και πάντες όθεν εγένοντο, εξηράνθησαν· και κωφοί από ανθρώπων συναχθήτωσαν πάντες, και στήτωσαν άμα, και εντραπήτωσαν και αισχυνθήτωσαν άμα· »ότι ώξυνε τέκτων σίδηρον, και σκεπάρνω ειργάσατο αυτό, και εν τερέτρω ερρύθμισεν αυτό, και έστησεν αυτό τω βραχίονι της ισχύος αυτού· και πεινάσει και ασθενήσει, και ου μη πίη ύδωρ.
»ξύλον γαρ εκλεξάμενος τέκτων, έστησεν αυτό εν μέτρω, και εν κόλλη ερρύθμισεν αυτό, και εποίησεν αυτό ως μορφήν ανδρός και ως ωραιότητα ανθρώπου, έστησεν αυτό εν οίκω ό έκοψε ξύλον εκ του δρυμού, ό εφύτευσεν ο Κύριος, και υετός εμήκυνεν, ίνα ή ανθρώποις εις καύσιν, και λαβών απ αυτού θερμανθή. και καύσαντες έπεψαν άρτους επ αυτώ, το δε λοιπόν ειργάσαντο εις θεούς, και προσεκύνησαν αυτοίς, ου το ήμισυ αυτού κατέκαυσαν πυρί. και επί του ημίσεος αυτού κρέας οπτήσας, έφαγε και ενεπλήσθη· και θερμανθείς είπεν· Ηδύ μοι, ότι εθερμάνθην, και είδον πυρ».
το «δε λοιπόν προσεκύνει λέγων· Εξέλου με, ότι Θεός μου ει συ. ουκ έγνωσαν φρονήσαι, ότι απημαυρώθησαν του βλέπειν τοις οφθαλμοίς αυτών, και του νοήσαι τη καρδία· και ουκ ανελογίσατο εν τη καρδία αυτού, ουδέ ανελογίσατο τη ψυχή αυτού, ουδέ έγνω τη φρονήσει, ότι το ήμισυ αυτού κατέκαυσεν εν πυρί και έπεψεν επί των ανθράκων αυτού άρτους»· και «οπτήσας κρέας έφαγε, και το λοιπόν αυτού εις βδέλυγμα εποίησε, και προσκυνούσιν αυτό.
»γνώτε, ότι σποδός η καρδία αυτών, και πλανώνται, και ουδείς δύναται εξελέσθαι την ψυχήν αυτών. ίδετε, και ουκ ερείτε, ότι ψεύδος εν τη δεξιά μου».
πως ουν ουκ άθεοι παρά πάσι κριθείεν οι και παρά της θείας γραφής ασεβείας κατηγορούμενοι; ή πως ουκ αν είεν κακοδαίμονες οι ούτω φανερώς ελεγχόμενοι τα άψυχα θρησκεύοντες αντί της αληθείας; ποία δε τούτοις ελπίς, ή τις αν αυτοίς γένοιτο συγγνώμη, πεποιθόσιν επί τα άλογα και ακίνητα, α αντί του αληθινού Θεού σέβουσιν;
15. Είθε γαρ, είθε καν χωρίς σχήματος αυτοίς τους θεούς έπλαττεν ο τεχνίτης, ίνα μη της αναισθησίας φανερόν έχωσι τον έλεγχον. υπέκλεψαν γαρ αν την υπόνοιαν των ακεραίων, ως αισθομένων των ειδώλων, ει μη τα σύμβολα των αισθήσεων, οίον οφθαλμούς και ρίνας και ώτα και χείρας και στόμα είχον ακινήτως κείμενα προς την της αισθήσεως χρήσιν και την των αισθητών αντίληψιν.
νυν δε έχοντες ουκ έχουσι και στήκοντες ου στήκουσι, και καθεζόμενοι ου καθέζονται. ου γαρ έχουσι τούτων την ενέργειαν, αλλ ως ο πλάσας ηθέλησεν, ούτω και μένουσι κείμενοι, Θεού μεν γνώρισμα μηδέν παρέχοντες, άψυχοι δε καθόλου μόνον ανθρώπου τέχνη φαινόμενοι τεθέντες.
Είθε δε και οι των τοιούτων ψευδοθέων κήρυκες και μάντεις, ποιηταί λέγω και συγγραφείς, απλώς θεούς αυτούς είναι γεγραφήκεισαν· αλλά μη και τας πράξεις αυτών προς έλεγχον αθεότητος και αισχροποιού πολιτείας αναγεγραφήκεισαν. ηδύναντο γαρ και μόνω τω της θεότητος ονόματι την αλήθειαν υφαρπάσαι, μάλλον δε τους πολλούς από της αληθείας πλανήσαι.
νυν δε έρωτας και ασελγείας διηγούμενοι του Διός, και παιδοφθορίας των άλλων, και ζηλοτυπίας προς ηδονήν των θηλειών, και φόβους και δειλίας, και τας άλλας κακίας, ουδέν άλλο ή εαυτούς ελέγχουσιν, ότι ου μόνον ου περί θεών διηγούνται, αλλ ουδέ περί ανθρώπων σεμνών, περί δε αισχρών και του καλού μακράν όντων μυθολογούσιν.
ΑΠΙΣΤΕΥΤΕΣ ΥΒΡΕΙΣ ΚΑΤΑ ΕΛΛΗΝΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ!! 16. Αλλ ίσως περί τούτων οι δυσσεβείς επί την ιδιότητα των ποιητών καταφεύξονται, λέγοντες των ποιητών ίδιον είναι χαρακτήρα τα μη όντα πλάττεσθαι και ψεύδεσθαι περί μύθων εις ηδονήν των ακουόντων, ου χάριν και τα περί θεών αυτούς πεποιηκέναι φήσουσιν. αλλ αύτη και πάντων μάλλον η πρόφασις αυτοίς έωλος δειχθήσεται αφ ων αυτοί περί τούτων έχουσι δόξαν και προτίθενται.
ει γαρ τα παρά ποιηταίς εστι πλάσματα και ψευδή, ψευδής αν είη και αυτή η περί του Διός και Κρόνου και Ήρας και Άρεως και των άλλων ονομασία. ίσως γαρ, ως αυτοί φασι, και τα ονόματα πέπλασται, και ουκ έστι μεν όλως Ζεύς, ουδέ Κρόνος, ουδέ Άρης· πλάττονται δε τούτους ως όντας οι ποιηταί προς απάτην των ακουόντων. πλαττόντων δε των ποιητών τα μη όντα, πως ως όντας αυτούς θρησκεύουσιν; ή ίσως γαρ αν πάλιν φήσουσι, τα μεν ονόματα ου πλάττονται, τας δε πράξεις ψεύδονται κατ αυτών; αλλά και τούτο ουδέν ήττον προς απολογίαν αυτών ουκ ασφαλές. ει γαρ τας πράξεις εψεύσαντο, εψεύσαντο πάντως και τα ονόματα, ων και τας πράξεις είναι διηγήσαντο. ή ει αληθεύουσι περί τα ονόματα, αληθεύουσι και περί τας πράξεις εξ ανάγκης.
άλλως τε οι είναι τούτους θεούς μυθολογήσαντες ίσασιν αληθώς και α δεί θεούς πράττειν, και ουκ αν ποτε τας ανθρώπων θεοίς προσάψοιεν εννοίας· ώσπερ ουδέ το του πυρός έργον τω ύδατί τις αναθήσει· το μεν γαρ καίει, το δε έμπαλιν την ουσίαν έχει ψυχράν. ει μεν ουν αι πράξεις εισί θεών άξιαι, θεοί αν είεν και οι τούτων εργάται· ει δε ανθρώπων εστί και ανθρώπων ου καλών το μοιχεύειν και τα προειρημένα έργα, άνθρωποι αν είεν οι ταύτα πράξαντες, και ου θεοί.
κατ αλλήλους γαρ ταις ουσίαις και τας πράξεις είναι χρή, ίνα και εκ της ενεργείας ο πράξας μαρτυρηθή, και εκ της ουσίας η πράξις γνωσθήναι δυνηθή. ώσπερ ουν ει τις, διαλεγόμενος περί ύδατος και πυρός, και τας τούτων ενεργείας απαγγέλλων, ουκ αν είπε το μεν ύδωρ καίειν, το δε πυρ ψύχειν· ουδ ει τις περί ηλίου και γης διηγείτο, έλεγεν αν την μεν γην φωτίζειν, τον δε ήλιον βοτάνας και καρπούς σπείρεσθαι, αλλά και λέγων, πάσαν παραπληξίαν υπερέβαλεν·
ούτως ουκ αν οι παρ αυτοίς συγγραφείς, και μάλιστα ο πάντων εξοχώτατος ποιητής, είπερ ήδεισαν θεούς είναι τον Δία και τους άλλους, τοιαύτας αυτοίς περιέθηκαν πράξεις, αι μη είναι θεούς αυτούς ελέγχουσιν, αλλά μάλλον ανθρώπους είναι, και ανθρώπους ου σώφρονας.
ή ει εψεύσαντο ως ποιηταί, και συ τούτων καταψεύδη, δια τι μη και επί της ανδρείας των ηρώων εψεύσαντο, και αντί μεν ανδρείας ασθένειαν, αντί δε ασθενείας ανδρείαν επλάσαντο; έδει γαρ ώσπερ επί του Διός και της Ήρας, ούτω και του μεν Αχιλλέως ανανδρίαν καταψεύσασθαι, του δε Θερσίτου δύναμιν θαυμάσαι· και του μεν Οδυσσέως ασυνεσίαν διαβαλείν, του δε Νέστορος παραφροσύνην πλάσασθαι· και του μεν Διομήδους και Έκτορος γυναικείας πράξεις, της δε Εκάβης ανδρείαν μυθολογήσαι. επί πάντων γαρ, ως αυτοί λέγουσιν, έδει τους ποιητάς πλάττεσθαι και ψεύδεσθαι.
νυν δε τοις μεν ανθρώποις την αλήθειαν εφύλαξαν, των δε λεγομένων θεών ουκ εφοβήθησαν καταψεύδεσθαι. και τούτο γαρ αν τις αυτών είποι, εν μεν ταις περί ασελγείας αυτών πράξεσι ψεύδονται· εν δε τοις επαίνοις, όταν πατέρα θεών και ύπατον και Ολύμπιον και εν ουρανώ βασιλεύοντα λέγωσι τον Δία, ου πλάττονται, αλλ αληθεύοντες λέγουσι.
τούτον δε ου μόνος εγώ, αλλά και πας όστις ελέγξειε κατ αυτών είναι τον λόγον. πάλιν γαρ ταις πρώταις αποδείξεσιν η αλήθεια κατ αυτών φανήσεται. αι μεν γαρ πράξεις ανθρώπους αυτούς είναι ελέγχουσι, τα δε εγκώμια υπέρ την ανθρώπων εστί φύσιν· εκάτερον δε τούτων ακατάλληλόν εστι προς εαυτό· ούτε γαρ των εν ουρανοίς ίδιόν εστι τοιαύτα πράττειν, ούτε τους τα τοιαύτα πράττοντας υπονοείν τις δύναται θεούς.
17. Τι ουν υπολείπεται νοείν, ή ότι τα μεν εγκώμια ψευδή και κεχαρισμένα τυγχάνει, αι δε πράξεις αληθεύονται κατ αυτών; και τούτο αληθές εκ της συνηθείας αν τις επιγνώσεται. ουδείς γαρ εγκωμιάζων τινά, και κατηγορεί της τούτου πολιτείας· αλλά μάλλον οίς εισιν αι πράξεις αισχραί, τούτους δια τον εκ τούτων ψόγον επαίρουσι τοις εγκωμίοις, ίνα τη τούτων υπερβολή τους ακούοντας απατήσαντες επικρύψωσι την εκείνων παρανομίαν.
ώσπερ ουν ει τις, εγκωμιάσαι τινά προθέμενος, μη ευρίσκοι μεν εκ πολιτείας μηδέ εξ αρετής της ψυχής την πρόφασιν των εγκωμίων δια την εν τούτοις αισχύνην, άλλως δε αυτούς επαίροι, τα υπέρ αυτούς αυτοίς χαριζόμενος· ούτω και οι παρ αυτοίς θαυμαστοί ποιηταί, δυσωπούμενοι επί ταις αισχραίς πράξεσι των λεγομένων παρ αυτοίς θεών, το υπέρ άνθρωπον αυτοίς προσήψαν όνομα, ουκ ειδότες ότι ου ταις υπέρ άνθρωπον υπονοίαις επισκιάσουσιν αυτών τα ανθρώπινα, αλλά μάλλον τοις ανθρωπίνοις αυτών ελαττώμασι τας Θεού εννοίας μη αρμόζειν αυτοίς διελέγξουσι.
και έγωγε νομίζω και παρά γνώμην αυτοίς ειρήσθαι τα τούτων πάθη και τας τούτων πράξεις. επειδή γαρ την του Θεού ακοινώνητον, ως είπεν η γραφή, προσηγορίαν και τιμήν τοις ουκ ούσι θεοίς, αλλ ανθρώποις θνητοίς εσπούδαζον αναθείναι, και μέγα και δυσσεβές ην το υπ αυτών τολμώμενον, τούτου ένεκεν και άκοντες υπό της αληθείας ηναγκάσθησαν τα τούτων εκθέσθαι πάθη, ίνα τοις μετά ταύτα τα τούτων πάθη προς έλεγχον του μη είναι τούτους θεούς εν ταις περί αυτών γραφαίς κείμενα πάσι φαίνηται.
18. Τις ουν απολογία, τις απόδειξις περί του είναι τούτους θεούς γένοιτ αν τοις εν τούτοις δεισιδαιμονούσιν; εκ μεν γαρ των λεχθέντων μικρώ πρότερον, ανθρώπους αυτούς, και ανθρώπους ου σεμνούς όντας, ο λόγος απέδειξεν·
εις εκείνο δε τάχα τραπήσονται, και μέγα φρονήσουσιν επί τοις υπ αυτών ευρεθείσι τω βίω χρησίμοις, λέγοντες δια ταύτα αυτούς και θεούς ηγείσθαι, ότι τοις ανθρώποις χρήσιμοι γεγόνασι. Ζεύς μεν γαρ λέγεται πλαστικήν τέχνην εσχηκέναι, Ποσειδών δε την του κυβερνήτου· και Ήφαιστος μεν χαλκευτικήν, Αθηνά δε την υφαντικήν· και Απόλλων μεν την μουσικήν, Άρτεμις δε την κυνηγετικήν, και Ήρα στολισμόν, Δήμητρα γεωργίαν, και οι άλλοι άλλας, ως οι ιστορούντες περί αυτών εξηγήσαντο.
αλλά ταύτας και τας τοιαύτας επιστήμας ουκ αυτοίς μόνοις έδει τους ανθρώπους αναθείναι, αλλά τη κοινή των ανθρώπων φύσει, εις ην ατενίζοντες άνθρωποι τας τέχνας εφευρίσκουσι. την γαρ τέχνην και οι πολλοί λέγουσι φύσεως αυτήν είναι μίμημα. ει τοίνυν επιστήμονες περί ας εσπούδασαν τέχνας γεγόνασιν, ου δια τούτο και θεούς αυτούς νομίζειν ανάγκη, αλλά μάλλον ανθρώπους.
ου γαρ εξ αυτών αι τέχναι, αλλ εν ταύταις και αυτοί την φύσιν εμιμήσαντο. όντες γαρ άνθρωποι κατά φύσιν δεκτικοί επιστήμης κατά τον περί αυτών τεθέντα όρον, ουδέν θαυμαστόν ει τη ανθρωπίνη διανοία και αυτοί εις την εαυτών φύσιν αποβλέποντες, και ταύτης επιστήμην λαβόντες, τας τέχνας επενόησαν.
ή ει δια τας των τεχνών ευρέσεις θεούς αυτούς άξιον αναγορεύεσθαι λέγουσιν, ώρα και τους των άλλων τεχνών ευρετάς θεούς αναγορεύειν, καθ ον λόγον κακείνοι της τοιαύτης ονομασίας ηξιώθησαν. γράμματα μεν γαρ εφεύρον Φοίνικες, ποίησιν δε ηρωϊκήν Όμηρος· και διαλεκτικήν μεν Ζήνων ο Ελεάτης, ρητορικήν δε τέχνην Κόραξ ο Συρακούσιος· και καρπόν μεν μελισσών Αρισταίος, σίτου δε σποράν Τριπτόλεμος· και νόμους μεν Λυκούργος ο Σπαρτιάτης και Σόλων ο Αθηναίος· των δε γραμμάτων την σύνταξιν και αριθμούς και μέτρα και στάθμια Παλαμήδης εφεύρε· και άλλοι άλλα και διάφορα τω βίω των ανθρώπων απήγγειλαν χρήσιμα, κατά την των ιστορησάντων μαρτυρίαν.
είπερ ουν αι επιστήμαι θεοποιούσι, και δια ταύτας εισί θεοί γλυπτοί, ανάγκη και τους ύστερον εκείνων εφευρετάς των άλλων γενομένους είναι κατ αυτούς θεούς· ή ει μη τούτους αξιούσι της του Θεού τιμής, αλλ ανθρώπους επιγινώσκουσιν, ακολουθεί και τον Δία και την Ήραν και τους άλλους μηδέ ονομάζεσθαι θεούς, αλλά και αυτούς ανθρώπους γεγενήσθαι πιστεύειν, και κατά περιττόν ότι μηδέ σεμνοί γεγόνασιν, ως και απ αυτής της των αγαλμάτων γλυφής ουδέν έτερον ή ανθρώπους αυτούς ελέγχουσι.
19. Τίνα γαρ άλλην αυτοίς γλύφοντες επιβάλλουσι μορφήν ή την αρρένων και γυναικών, και των έτι κατωτέρω τούτων και αλόγων όντων την φύσιν πετεινών παντοίων, τετραπόδων ημέρων τε και αγρίων, και ερπετών, όσα γη και θάλαττα και πάσα των υδάτων η φύσις φέρει;
εις γαρ την των παθών και ηδονών αλογίαν πεσόντες οι άνθρωποι, και πλέον ουδέν ορώντες ή ηδονάς και σαρκός επιθυμίας, ως εν τούτοις τοις αλόγοις την διάνοιαν έχοντες, εν αλόγοις και το Θείον ανεπλάσαντο κατά την ποικιλίαν των παθών εαυτών, και θεούς τοσούτους γλύψαντες.
τετραπόδων τε γαρ εικόνες και ερπετών, και πετεινών εισι παρ αυτοίς, καθώς και ο της θείας και αληθούς ευσεβείας ερμηνεύς φησιν· «Εματαιώθησαν εν τοις διαλογισμοίς αυτών, και εσκοτίσθη η ασύνετος αυτών καρδία· φάσκοντες είναι σοφοί, εμωράνθησαν, και ήλλαξαν την δόξαν του αφθάρτου Θεού εν ομοιώματι εικόνος φθαρτού ανθρώπου, και πετεινών και τετραπόδων και ερπετών· διο και παρέδωκεν αυτούς ο Θεός εις πάθη ατιμίας».
προπαθόντες γαρ την ψυχήν ταις των ηδονών αλογίαις, ως προείπον, επί την τοιαύτην θεοπλαστίαν κατέπεσον· και πεσόντες, λοιπόν ως παραδοθέντες εν τω αποστραφήναι τον Θεόν αυτούς ούτως εν αυτοίς κυλίονται, και εν αλόγοις τον του Λόγου Πατέρα Θεόν απεικάζουσι. Περί ων οι παρ Έλλησι λεγόμενοι φιλόσοφοι και επιστήμονες, ελεγχόμενοι μεν ουκ αρνούνται ανθρώπων είναι και αλόγων μορφάς και τύπους τους φαινομένους αυτών θεούς· απολογούμενοι δε λέγουσι δια τούτο αυτούς έχειν, ίνα δια τούτων το Θείον αυτοίς αποκρίνηται και φαίνηται· ουκ άλλως γαρ αυτόν τον αόρατον δύνασθαι γνώναι ή δια των τοιούτων αγαλμάτων και τελετών.
οι δε έτι τούτων φιλοσοφώτεροι και βαθύτερα λέγειν νομίζοντές φασι δια τούτο ταύτα κατεσκευάσθαι και τετυπώσθαι προς επίκλησιν και επιφάνειαν θείων αγγέλων και δυνάμεων, ίνα δια τούτων επιφαινόμενοι γνωρίζωσιν αυτοίς περί της του Θεού γνώσεως· και είναι τούτους ώσπερ γράμματα τοις ανθρώποις, οίς εντυγχάνοντες δύνανται γινώσκειν περί της του Θεού καταλήψεως, από της δι αυτών γινομένης των θείων αγγέλων επιφανείας. ταύτα μεν ούτως εκείνοι μυθολογούσιν· ου γαρ θεολογούσι· μη γένοιτο. εάν δε τις εξετάση τον λόγον μετ επιμελείας, ευρήσει τούτων ουκ έλαττον των πρότερον δειχθέντων την δόξαν είναι ψευδή.
20. Είποι γαρ αν τις προς αυτούς παρελθών επ αληθεία κρινούση· πως αποκρίνεται ή γνωρίζεται Θεός δια τούτων; πότερον δια την περικειμένην αυτοίς ύλην, ή δια την εν αυτοίς μορφήν; ει μεν γαρ δια την ύλην, τις η χρεία της μορφής, και μη, πριν πλασθήναι ταύτα, δια πάσης απλώς ύλης επιφαίνεσθαι τον Θεόν; μάτην δε και τους ναούς περιετείχισαν, συγκλείοντες ένα λίθον ή ξύλον ή χρυσού μέρος, πάσης της γης πεπληρωμένης της τούτων ουσίας.
ει δε η επικειμένη μορφή αιτία γίνεται της θείας επιφανείας, τις η χρεία της ύλης του χρυσού και των άλλων, και μη μάλλον δι αυτών των φύσει ζώων, ων εισι μορφαί τα γλύμματα, τον Θεόν επιφαίνεσθαι; καλλίων γαρ αν η περί του Θεού δόξα κατά τον αυτόν λόγον εγεγόνει, ει δια ζώων εμψύχων λογικών τε και αλόγων επεφαίνετο, και μη εν αψύχοις και ακινήτοις προσεδοκάτο· εφ οίς μάλιστα καθ εαυτών ασέβειαν εργάζονται.
τα γαρ φύσει ζώα τετράποδά τε και πετεινά και ερπετά βδελυττόμενοι και αποστρεφόμενοι ή δια την αγριότητα ή δια την ρυπαρίαν, όμως τους τούτων τύπους εν λίθοις και ξύλοις και χρυσώ γλύψαντες θεοποιούσιν. έδει δε αυτά μάλλον τα ζώντα θρησκεύειν αυτούς ή τους τούτων τύπους εν τούτοις προσκυνείσθαι.
ή τάχα τούτων μεν ουδέν, ούτε η μορφή ούτε η ύλη αιτία της Θεού παρουσίας εστί· μόνη δε η μετ επιστήμης τέχνη το Θείον εκκαλείται, άτε δη μίμημα της φύσεως αυτή τυγχάνουσα. αλλ ει δια την επιστήμην επιφοιτά το Θείον τοις γλύμμασι, τις πάλιν η χρεία της ύλης, ούσης της επιστήμης εν τοις ανθρώποις; ει γαρ όλως δια την τέχνην επιφαίνεται ο Θεός, και δια τούτο θρησκεύονται ως θεοί τα γλύμματα, έδει τους ανθρώπους της τέχνης όντας αρχηγούς προσκυνείσθαι και θρησκεύεσθαι, όσω και λογικοί και την επιστήμην έχουσιν εν εαυτοίς.
21. Περί δε της δευτέρας αυτών και βαθυτέρας δήθεν απολογίας, και ταύτα αν τις ακολούθως είποι· ει ου δια την αυτού του Θεού επιφάνειαν ταύτα υμίν πεποίηται, ω Έλληνες, αλλά δια την αγγέλων εκεί παρουσίαν, δια τι τα αγάλματα, δι ων επικαλείσθε τας δυνάμεις, κρείττονα και υπέρ αυτάς τας επικληθείσας δυνάμεις ποιείτε; χάριν γαρ της περί Θεού καταλήψεως γλύφοντες τας μορφάς, ως φατε, αυτού του Θεού την τιμήν και προσηγορίαν αυτοίς τοις γλύμμασι περιτίθετε, πράγμα πάσχοντες ουκ ευαγές. ομολογούντες γαρ υπεραίρειν την του Θεού δύναμιν της των αγαλμάτων σμικρότητος, και δια τούτο μη τολμώντες τον Θεόν δι αυτών, τας δε ελάττω δυνάμεις επικαλείσθαι, αυτοί ταύτας υπερβάντες, ου την παρουσίαν εφοβήθητε, τούτου την προσηγορίαν τοις λίθοις και ξύλοις ανεθήκατε, και θεούς αντί λίθων και τέχνης ανθρώπων ονομάζετε και προσκυνείτε. ει γαρ και ως γράμματά εισιν υμίν ταύτα, ως ψεύδεσθε, της επί Θεόν θεωρίας, ου δίκαιον τα σημαίνοντα του σημαινομένου προτιμάν. ουδέ γαρ ει γράφοι τις το βασιλέως όνομα, ακινδύνως έχοι το γράμμα προτιμών του βασιλέως· αλλ ο τοιούτος θάνατον μεν έχει την ζημίαν, το δε γράμμα τη του γράψαντος επιστήμη τετύπωται.
ούτω και υμείς, είπερ ερρωμένον είχετε τον λογισμόν, ουκ αν το τηλικούτον της θεότητος γνώρισμα εις ύλην κατεφέρετε· αλλά και το γλύμμα ουκ αν προετιμήσατε του γλύψαντος ανθρώπου. ει γαρ και όλως ως γράμματα σημαίνουσι την του Θεού επιφάνειαν, και δια τούτο ως Θεόν σημαίνοντα, θεοποιίας εισίν άξια· αλλά γούν τον ταύτα γλύψαντα και χαράξαντα, φημί δη πάλιν τον τεχνίτην, πολλώ πλέον έδει θεοποιηθήναι, ως μάλλον εκείνων δυνατώτερον και θειότερον υπάρχοντα, όσω κακείνα κατά την αυτού βούλησιν εξέσθη και τετύπωται.
ει τοίνυν τα γράμματα θαύματός εισιν άξια, πολλώ πλέον ο γράψας υπεραίρει τω θαύματι δια την τέχνην και την της ψυχής επιστήμην. ουκούν ει μη δια τούτο θεούς αυτούς άξιον νομίζειν, πάλιν αυτούς αν τις έροιτο περί της των ειδώλων μανίας, την αιτίαν της τοιαύτης αυτών μορφής παρ αυτών αξιών μαθείν.
22. Ει μεν γαρ ότι ανθρωπόμορφόν εστι το Θείον, δια τούτο ούτω τετύπωται, δια τι και αλόγων αυτώ τύπους περιτιθέασιν; ει δε ζώων αλόγων εστίν ο τούτου τύπος, δια τι και λογικών αυτώ περιτιθέασι γλυφάς; ει δε το συναμφότερόν εστι, και εξ αμφοτέρων κατειλήφασι τον Θεόν, ότι τε αλόγων και λογικών έχει τους τύπους, τι διαιρούσι τα συνημμένα, και χωρίζουσι την αλόγων και ανθρώπων γλυφήν, και ου πάντοτε εξ αμφοτέρων αυτόν γλύφουσιν, οποία τα παρά τοις μύθοις εστί πλάσματα, η Σκύλλα και η Χάρυβδις και ο Ιπποκένταυρος και ο παρ Αιγυπτίοις κυνοκέφαλος Άνουβις; έδει γαρ ή μόνους αυτούς ούτω γράφεσθαι διφυείς, ή μίαν αυτών εχόντων μορφήν, μη και την άλλην αναπλάττεσθαι κατ αυτών.
και πάλιν ει αρρενικαί τούτων εισίν αι μορφαί, δια τι και θηλειών αυτοίς περιτιθέασι τύπους; ει δε θηλυκών εισι, δια τι και αρρενικών κατ αυτών ψεύδονται τας μορφάς; ει δε πάλιν το συναμφότερόν εισιν, έδει μη διαιρείσθαι, αλλά αμφότερα συνάπτεσθαι, και γίνεσθαι κατά τους λεγομένους ερμαφροδίτους, ίνα μη μόνον ασέβειαν και συκοφαντίαν, αλλά και γέλωτας αυτών η δεισιδαιμονία τοις ορώσι παράσχη· και όλως ει σωματοειδές το Θείον υπολαμβάνουσιν, ώστε και γαστέρα και χείρας και πόδας, και πάλιν αυχένα και στήθη και τα άλλα τα προς γένεσιν ανθρώπων μέλη επινοείν αυτώ και αναπλάττειν, όρα εις όσην ασέβειαν και αθεότητα καταπέπτωκε τούτων ο νους, ώστε τοιαύτα υπονοείν περί του Θείου.
ακολουθεί γαρ αυτώ και τα άλλα του σώματος πάντως πάσχειν, ώστε και τέμνεσθαι, και διαιρείσθαι, και πάλιν εξ όλου φθείρεσθαι· ταύτα δε και τα τοιαύτα ουκ ίδια Θεού, αλλά μάλλον των επί γης σωμάτων εστίν. ο μεν γαρ Θεός ασώματός εστι και άφθαρτος και αθάνατος, ουδενός εις οτιούν δεόμενος· ταύτα δε και φθαρτά και σωμάτων εισί τύποι, και της παρ αυτών επιδεόμενα χρείας, ώσπερ και πρότερον είρηται· πολλάκις γούν ορώμεν ανακαινουμένους τους παλαιωθέντας, και ους ο χρόνος ή υετός ή άλλο τι των επί γης ζώων ηφάνισε, τούτους αναπλαττομένους.
εφ ω αν τις αυτών καταγνώσεται της παραφροσύνης· ότι ων αυτοί ποιηταί τυγχάνουσι, τούτους θεούς αναγορεύουσι· και ους αυτοί ταις τέχναις περικοσμούσιν ένεκα του μη φθαρήναι παρά τούτων, αυτοί σωτηρίαν αιτούσι· και ους ουκ αγνοούσι δεομένους της αυτών επιμελείας, παρά τούτων αυτοί τας εαυτών χρείας αξιούσιν αναπληρούσθαι· και ους εν μικροίς οικίσκοις κατακλείουσι, τούτους ουρανού και γης απάσης δεσπότας ουκ αισχύνονται καλούντες.
23. Ου μόνον δε εκ τούτων αν τις αυτών την αθεότητα καταμάθοι, αλλά και αφ ων εν αυτοίς τοις ειδώλοις αυτών εστιν ασύμφωνος η δόξα. ει γαρ αυτοί θεοί εισιν, ως λέγουσι και περί αυτών φιλοσοφούσι, τίνι τις πρόσθηται τούτων, και ποίους αν αυτών κρίνη κυριωτέρους, ίνα ή τον Θεόν θαρρήση προσκυνών, ή, ως φασιν, εν αυτοίς μη διστάζη γινώσκων το Θείον; ου γαρ οι αυτοί παρά πάσιν ονομάζονται θεοί· αλλ όσα κατά το πλείστόν εστιν έθνη, τοσούτοι και θεοί αναπλάττονται. έστι δε όπου και μία χώρα, και μία πόλις προς εαυτάς στασιάζουσι περί της των ειδώλων δεισιδαιμονίας.
Φοίνικες γούν ουκ ίσασι τους παρ Αιγυπτίοις λεγομένους θεούς, ουδέ Αιγύπτιοι τα αυτά τοις παρά Φοίνιξι προσκυνούσιν είδωλα. και Σκύθαι μεν τους Περσών, Πέρσαι δε τους Σύρων ου παραδέχονται θεούς. αλλά και Πελασγοί μεν τους εν Θράκη θεούς διαβάλλουσι· Θράκες δε τους παρά Θηβαίοις ου γινώσκουσιν. Ινδοί δε κατά Αράβων, και Άραβες κατ Αιθιόπων, και Αιθίοπες κατ αυτών εν τοις ειδώλοις διαφέρονται. και Σύροι μεν τα Κιλίκων ου σέβουσι· Καππαδοκών δε το γένος άλλους παρά τούτους ονομάζουσι θεούς. και Βιθυνοί μεν ετέρους, Αρμένιοι δε άλλους εαυτοίς ανεπλάσαντο. και τι μοι πολλών; ηπειρώται παρά τους εν ταις νήσοις άλλους θεούς προσκυνούσι· και νησιώται παρά τους εν ταις ηπείροις θρησκεύουσι. και όλως εκάστη πόλις και κώμη, τους εκ γειτόνων ουκ ειδυία θεούς, τους εαυτής προκρίνει, και μόνους είναι τούτους νομίζει θεούς.
περί γαρ των εν Αιγύπτω μυσαρών ουδέ λέγειν εστί, πάσιν επ οφθαλμών όντων ότι εναντίας και μαχομένας αλλήλαις έχουσι τας θρησκείας αι πόλεις, και οι εκ γειτόνων αεί σπουδάζουσι κατά των πλησίων τα εναντία σέβειν. ο γούν παρ ετέροις προσκυνούμενος ως θεός κροκόδειλος, ούτος παρά τοις πλησίον βδέλυγμα νομίζεται· και ο παρ ετέροις λέων ως θεός θρησκευόμενος, τούτον οι αστυγείτονες ου μόνον ου θρησκεύουσιν, αλλά και ευρόντες αποκτείνουσιν ως θηρίον· και ο παρ άλλοις ανατεθείς ιχθύς, ούτος άλλων αλήθεται τροφή. όθεν δη πόλεμοι και στάσεις και πάσα φόνων πρόφασις και πάσα των παθών ηδονή παρ αυτοίς εστι. και το γε θαυμαστόν, ότι ως οι ιστορήσαντες εξηγούνται, παρ Αιγυπτίων οι Πελασγοί μαθόντες τα ονόματα των θεών, ουκ ίσασιν ούτοι τους παρ Αιγυπτίοις θεούς, αλλά άλλους παρ εκείνους θρησκεύουσι. και όλως πάντων των εν ειδώλοις μανέντων εθνών διάφορός εστιν η δόξα και η θρησκεία, και ου τα αυτά παρά τοις αυτοίς ευρίσκεται.
και εικότως γε τούτο πάσχουσιν. εκπεσόντες γαρ από της προς τον ένα Θεόν κατανοήσεως, εις πολλά και διάφορα καταπεπτώκασι· και αποστραφέντες τον αληθώς του Πατρός Λόγον, τον πάντων Σωτήρα Χριστόν, εικότως εις πολλά την διάνοιαν έχουσι ρεμβομένην. και ώσπερ οι τον ήλιον αποστραφέντες και εν σκοτεινοίς γενόμενοι τόποις, πολλάς ανόδους κυκλεύουσιν οδούς, και τους μεν παρόντας ουχ ορώσι, τους δε μη όντας φαντάζονται ως παρόντας, και «βλέποντες ου βλέπουσι»· τον αυτόν τρόπον οι τον Θεόν αποστραφέντες και σκοτισθέντες την ψυχήν ρεμβόμενον έχουσι τον νουν, και τα ουκ όντα ως μεθύοντες και μη ορώντες φαντάζονται.
24. Ταύτα δε ου μικρός έλεγχός εστι της αληθώς αθεότητος αυτών. διαφόρων γαρ όντων και πολλών κατά πόλιν και χώραν θεών, και του ετέρου τον του ετέρου αναιρούντος θεόν, οι πάντες παρά πάντων αναιρούνται. και γαρ οι παρ άλλοις νομιζόμενοι θεοί των παρ άλλοις λεγομένων θεών γίγνονται θυσίαι και σπονδαί· και άλλων αι θυσίαι, άλλων έμπαλίν εισι θεοί.
Αιγύπτιοι δε τον βούν και τον Άπιν μόσχον όντα σέβουσι· και τούτους άλλοι τω Διί θύουσι. καν γαρ μη αυτούς εκείνους ους ανατεθείκασι θύσωσιν, αλλά τα όμοια θύοντες, τα αυτά προσάγειν δοκούσι. Λίβυες πρόβατον, ό καλούσιν Άμμωνα, θεόν έχουσι· και τούτο πολλοίς παρ ετέρων εις θυσίαν σφάζεται. Ινδοί τον Διόνυσον θρησκεύουσι, συμβολικώς οίνον αυτόν ονομάζοντες· και τούτον τοις άλλοις σπένδουσιν έτεροι.
άλλοι ποταμούς και κρήνας, και πάντων μάλιστα Αιγύπτιοι το ύδωρ προτετιμήκασι, και θεούς αναγορεύουσι· και όμως άλλοι, και αυτοί δε οι ταύτα θρησκεύοντες Αιγύπτιοι, τους των άλλων ρύπους, και τους εαυτών απονίπτονται τοις ύδασι, και το λείψανον μετά ατιμίας εκρίπτουσι. σχεδόν δε πάσα η των Αιγυπτίων ειδωλοποιία των παρ άλλοις θεών εστι θυσία· ώστ αν αυτούς και παρ αυτών εκείνων χλευάζεσθαι, ότι μη θεούς, αλλά τα των άλλων έτι τε και παρ αυτοίς αποτροπιάσματα και θυσίας όντα θεοποιούσιν.
25. Ήδη δε τινες εις τοσαύτην ασέβειαν και παραφροσύνην εξηνέχθησαν, ως και αυτούς τους ανθρώπους, ων εισι τύποι και μορφαί, τοις παρ αυτοίς ψευδοθέοις κατασφάττειν και θυσίας προσάγειν. και ουχ ορώσιν οι κακοδαίμονες ότι τα σφαγιαζόμενα θύματα αρχέτυπά εισι των υπ αυτών πλασθέντων και προσκυνουμένων θεών, και οίς προσάγουσι τους ανθρώπους. σχεδόν γαρ τα όμοια τοις ομοίοις ή μάλλον τα κρείττονα τοις ελάττοσι προσάγουσιν. έμψυχα γαρ αψύχοις θύουσι, και λογικά τοις ακινήτοις προσάγουσι.
Σκύθαι γαρ οι καλούμενοι Ταύρειοι τη παρ αυτοίς Παρθένω καλουμένη τους από ναυαγίων και όσους αν λάβωσι των Ελλήνων εις θυσίας αναφέρουσι, τοσούτον ασεβούντες κατά των ομογενών ανθρώπων, και ούτως ελέγχοντες των θεών αυτών την ωμότητα· ότι ους η Πρόνοια από θαλάσσης εκ κινδύνων διέσωσε, τούτους αυτοί κατασφάττουσι, μονονουχί κατά της Προνοίας γινόμενοι· ότι την εκείνης ευεργεσίαν τη εαυτών θηριώδει ψυχή κατακρύπτουσιν. άλλοι δε τω Άρει, επειδάν εκ πολέμων επανέλθωσι και νίκας φέρωσι, το τηνικαύτα εις εκατοντάδας διελόντες τους ληφθέντας, και αφ εκάστης ένα λαμβάνοντες, τοσούτους κατασφάζουσιν, όσους αν κατά μίαν εκατοντάδα εκλέξωνται.
ου μόνοι δε Σκύθαι δια την εν βαρβάροις έμφυτον αυτοίς αγριότητα τα τοιαύτα μυσαρά δρώσιν, αλλ ίδιόν εστι της των ειδώλων και δαιμόνων κακίας τούτο το δράμα. και γαρ και Αιγύπτιοι έθυον μεν πάλαι τη Ήρα τοιαύτα σφάγια· Φοίνικες δε και Κρήτες τον Κρόνον εν ταις τεκνοθυσίαις εαυτών ιλάσκοντο. και οι πάλαι δε ωμαίοι τον καλούμενον Λατιάριον Δία ανθρωποθυσίαις εθρήσκευον· και άλλοι άλλως, και πάντες απλώς εμίαινον και εμιαίνοντο. εμιαίνοντο μεν αυτοί δρώντες τα φονικά· εμίαινον δε τους εαυτών ναούς τοιαύταις καπνίζοντες θυσίαις.
από δη τούτων τα κακά τοις ανθρώποις εις πλήθος έφθασεν· ορώντες γαρ εν τούτοις τους παρ αυτοίς ηδομένους δαίμονας, ευθέως και αυτοί τοις τοιούτοις πλημμελήμασι τους εαυτών θεούς εμιμήσαντο, ίδιον ηγούμενοι κατόρθωμα την προς τα κρείττονα, ως αυτοί νομίζουσι, μίμησιν. ένθεν ανδροφονίαις και τεκνοκτονίαις και πάσαις ασελγείαις ηττήθησαν οι άνθρωποι. και γαρ σχεδόν πάσα πόλις πάσης ασελγείας εστί μεστή δι ομοιότητα τρόπων των παρ αυτοίς θεών γινομένη· και ουκ έστι σώφρων εν τοις ειδώλοις, ει μη μόνος ο παρ αυτοίς επ ασελγεία μαρτυρούμενος.
26. Γυναίκες γούν εν ειδώλοις της Φοινίκης πάλαι προεκαθέζοντο, απαρχόμεναι τοις εκεί θεοίς εαυτών την του σώματος εαυτών μισθαρνίαν, νομίζουσαι τη πορνεία την θεόν εαυτών ιλάσκεσθαι, και εις ευμένειαν άγειν αυτήν δια τούτων.
άνδρες δε, την φύσιν αρνούμενοι και μηκέτι είναι θέλοντες άρρενες, την γυναικών πλάττονται φύσιν, ως εκ τούτων καταθύμια και τιμήν τη μητρί των παρ αυτοίς λεγομένων θεών ποιούντες. πάντες δε ομού τοις αισχίστοις βιούσι, και τοις χείροσιν εαυτοίς αμιλλώνται· και ως είπεν ο άγιος του Χριστού διάκονος Παύλος· «Αι τε γαρ θήλειαι αυτών μετήλλαξαν την φυσικήν χρήσιν εις την παρά φύσιν. ομοίως δε και οι άρρενες, αφέντες την φυσικήν χρήσιν της θηλείας, εξεκαύθησαν εν τη ορέξει αυτών εις αλλήλους, άρρενες εν άρσεσι την ασχημοσύνην κατεργαζόμενοι».
ταύτα δε και τα τοιαύτα πράσσοντες, ομολογούσι και ελέγχουσι και τους λεγομένους αυτών θεούς τοιούτον εσχηκέναι τον βίον. εκ μεν γαρ Διός την παιδοφθορίαν και την μοιχείαν, εκ δε Αφροδίτης την πορνείαν, και εκ μεν έας την ασέλγειαν, εκ δε Άρεος τους φόνους, και εξ άλλων άλλα τοιαύτα μεμαθήκασιν, α οι νόμοι μεν κολάζουσι, πας δε σώφρων ανήρ αποστρέφεται.
άρ ουν άξιον έτι τούτους νομίζειν είναι θεούς,τους τα τοιαύτα ποιούντας, και μη μάλλον των αλόγων αλογωτέρους ηγείσθαι τούτους δια την ασέλγειαν των τρόπων; άρα άξιον τους θρησκεύοντας αυτούς νομίζειν ανθρώπους, και μη μάλλον ως αλόγων αλογωτέρους, και των αψύχων αψυχοτέρους, οικτείρειν; ει γαρ ελογίζοντο της εαυτών ψυχής τον νουν, ουκ αν εν τούτοις κατεπεπτώκεισαν όλοι πρηνείς, και τον αληθινόν ηρνούντο του Χριστού Πατέρα Θεόν.
27. Αλλ ίσως οι επαναβεβηκότες τούτων και περί την κτίσιν επτοημένοι, δυσωπούμενοι τοις περί των βδελυγμάτων ελέγχοις, ευκατάγνωστα μεν και ευέλεγκτα παρά πάσιν όντα ταύτα ουκ αρνήσονται και αυτοί· εκείνην δε αυτοίς ασφαλή την δόξαν και αναντίρρητον είναι οιήσονται την προς τον κόσμον και τα του κόσμου μέρη θρησκείαν· καυχήσονται γαρ ουχ ως λίθους και ξύλα και μορφάς ανθρώπων και αλόγων πτηνών τε και ερπετών και τετραπόδων απλώς, αλλ ήλιον και σελήνην και πάντα τον κατ ουρανόν κόσμον, και γην αύ πάλιν και σύμπασαν του υγρού την φύσιν σέβοντες και θρησκεύοντες·
και φήσουσι μη δύνασθαί τινας αποδείξαι και τούτους μη είναι φύσει θεούς, πάσιν όντος φανερού ότι ούτε άψυχα ούτε άλογα τυγχάνει, αλλά και την ανθρώπων υπεραίρει φύσιν, τω τα μεν εν ουρανοίς, τα δε επί της γης κατοικείν. άξιον ουν και περί τούτων ιδείν και διερευνήσαι. πάντως γαρ και εν τούτοις ευρήσει ο λόγος τον έλεγχον αληθή κατ αυτών.
Πρίν δε ημάς ιδείν και της αποδείξεως άρξασθαι, αρκεί την κτίσιν αυτήν κατ αυτών μονονουχί βοήσαι, και δείξαι τον αυτής ποιητήν και δημιουργόν θεόν, τον και ταύτης και του παντός βασιλεύοντα τον Πατέρα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού· ον αποστρέφονται μεν οι δοκησίσοφοι, την δε παρ αυτού γενομένην κτίσιν προσκυνούσι και θεοποιούσι, καίτοι προσκυνούσαν και αυτήν και ομολογούσαν ον εκείνοι δι αυτήν αρνούνται Κύριον.
ούτω γαρ τους ανθρώπους εις τα ταύτης μέρη κεχηνότας και θεούς νομίζοντας ταύτα, δυσωπήση αν καλώς αυτούς η των μερών προς άλληλα χρεία· γνωρίζει δε και σημαίνει τον και αυτών όντα Κύριον και ποιητήν τον του Λόγου Πατέρα, τη αναντιρρήτω προστάξει της εις αυτόν υπακοής, ή φησι και η θεία νομοθεσία· «Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού· ποίησιν δε χειρών αυτού αναγγέλλει το στερέωμα». πίστις δε τούτων ουκ αφανής, αλλά και λίαν εναργής εστι τοις τον οφθαλμόν της διανοίας μη πάντη πεπηρωμένον έχουσιν. ει γαρ τις καθ εαυτά τα μέρη της κτίσεως λάβοι και έκαστον ιδία νοήσει, οίον ήλιον καθ εαυτόν μόνον, και σελήνην χωρίς, και γην αύ και αέρα, και την θερμήν και ψυχράν και ξηράν και υγράν ουσίαν διελών από της προς άλληλα συναφής, έκαστον εκλάβοι καθ εαυτό και ιδία θεωρήσειεν· ευρήσει πάντως μηδέν ικανούμενον εαυτώ, αλλά πάντα της αλλήλων χρείας δεόμενα, και ταις παρ αλλήλων επικουρίαις συνιστάμενα. ήλιος μεν γαρ τω σύμπαντι ουρανώ συμπεριφέρεται και εμπεριέχεται, και εκτός της εκείνου κυκλοφορίας ουκ αν ποτε γένοιτο· σελήνη δε και τα άλλα άστρα μαρτυρούσι την παρά ηλίου γιγνομένην αυτοίς επικουρίαν· γη δε πάλιν ουκ άνευ υετών τους καρπούς αποδιδούσα φαίνεται· οι δε υετοί χωρίς της των νεφελών χρείας ουκ αν καταβαίεν επί γης· αλλ ουδέ νέφη χωρίς του αέρος καθ εαυτά αν φανείη και συσταίη ποτέ.
ό τε αήρ ουχ υφ εαυτού, αλλ υπό μεν του αιθέρος διακαίεται, υπό δε του ηλίου καταλαμπόμενος λαμπρύνεται. και πηγαί μεν και ποταμοί ουκ άνευ της γης συστήσονταί ποτε· γη δε ουκ αφ εαυτής ερήρεισται, αλλ επί μεν την των υδάτων ουσίαν συνέστηκεν, εμπεριέχεται δε και αύτη κατά το μέσον συνδεθείσα του παντός.
ή τε θάλασσα και ο έξωθεν περιρρέων την σύμπασαν γην μέγας ωκεανός υπό ανέμων κινείται και φέρεται όποι δ αν αυτόν η των ανέμων προσρήσση βία. και αυτοί δε οι άνεμοι ουκ εν εαυτοίς, αλλά, κατά τους περί τούτων ειπόντας, εκ της προς τον αέρα του αιθέρος διακαύσεως και θερμότητος εν αυτώ τω αέρι συνίστανται, και δι αυτού πανταχού πνέουσι.
περί γαρ των τεσσάρων στοιχείων, εξ ων και συνέστηκεν η των σωμάτων φύσις, την θερμήν λέγω και την ψυχράν, ξηράν τε και υγράν ουσίαν, τις τοσούτον απέστραπται την διάνοιαν, ώστε μη ειδέναι ότι ομού μεν συνημμένα ταύτα συνίσταται, διαιρούμενα δε και καθ εαυτά γινόμενα, λοιπόν και αλλήλων εισίν αναιρετικά ταύτα κατά την του πλεονάζοντος εν αυτοίς επικρατείαν; θερμόν τε γαρ υπό ψυχρού πλεονάσαντος αναιρείται· και ψυχρόν πάλιν υπό της θερμής αφανίζεται δυνάμεως· ξηρόν τε αύ υπό του υγρού διυγραίνεται, και τούτο υπό του ετέρου ξηραίνεται.
28. Πως ουν ταύτα αν είεν θεοί δεόμενα της παρ ετέρων επικουρίας; ή πως παρά τούτων αιτείσθαί τι προσήκεν, και αυτών απαιτούντων παρ αλλήλων την εις εαυτά χρείαν; ει γαρ περί Θεού λόγος εστί μηδενός αυτόν επιδεά είναι, αλλ αυτάρκη και πλήρη εαυτού, και εν αυτώ τα πάντα συστήκειν, και μάλλον αυτόν τοις πάσιν επιδιδόναι· πως ήλιον και σελήνην, και τα άλλα μέρη της κτίσεως ουκ όντα τοιαύτα, αλλά και λειπόμενα της αλλήλων χρείας, αναγορεύειν άξιον θεούς;
αλλ ίσως διαιρούμενα μεν και καθ εαυτά λαμβανόμενα, επιδεή είναι αυτά και αυτοί συνομολογούσι, της αποδείξεως επ οφθαλμών ούσης· ομού δε πάντα συνάπτοντες, και ως εν αποτελούντες μέγα σώμα, το όλον Θεόν είναι φήσουσι. συστάντος γαρ του όλου, ουκ έτι μεν έξωθεν αυτοίς χρεία γενήσεται· εαυτώ δε το όλον ικανόν και αύταρκες γενήσεται προς πάντα, λέξουσιν οι δοκησίσοφοι, ίνα και εντεύθεν ελεγχθώσιν· ούτος δε ο λόγος και μάλλον αυτών την ασέβειαν μετά μεγάλης απαιδευσίας ουκ έλαττον των πρόσθεν αποδείξει.
ει γαρ το καθ έκαστον συναφθέν το όλον αναπληροί, και το όλον εκ των καθ εν συνίσταται· το όλον άρα εκ μερών συνέστη, και έκαστον του όλου μέρος τυγχάνει. τούτο δε των περί Θεού εννοιών πολύ πόρρωθεν καθέστηκεν. ο γαρ Θεός όλον εστί και ου μέρη, και ουκ εκ διαφόρων συνέστηκεν, αλλ αυτός της πάντων συστάσεώς εστι ποιητής. θέα γαρ όσην ασέβειαν κατά του Θείου ταύτα λέγοντες εξηγούνται. ει γαρ εκ μερών συνέστηκε, πάντως αυτός εαυτού ανόμοιος φανήσεται, και εξ ανομοίων έχων την συμπλήρωσιν. ει γαρ ήλιός εστιν, ουκ έστι σελήνη· και ει σελήνη εστίν, ουκ έστι γη· και ει γη τυγχάνει, ουκ αν είη θάλασσα· και ούτως εφ εκάστου λαμβάνων αν τις ευρήσει την ατοπίαν του τοιούτου αυτών λόγου.
Τούτο δ αν τις και εκ του καθ ημάς ανθρωπείου σώματος ιδών καταγνοίη τούτων. ως γαρ ο οφθαλμός ουκ έστιν ακοή, ουδέ η ακοή χείρ, ουδέ η γαστήρ εστι στέρνα, ουδ αύ πάλιν ο αυχήν εστι πούς· αλλ έκαστον τούτων ιδίαν έχει την ενέργειαν, και εκ τούτων διαφόρων όντων εν συνίσταται σώμα, συνημμένα μεν έχον τα μέρη κατά την χρείαν, διαιρούμενα δε κατά την του χρόνου παρουσίαν, όταν η φύσις η συνάξασα ταύτα διέλη, ως ο προστάξας Θεός βούλεται· ούτω συγγνώμην δε ο λόγος εχέτω παρ αυτού του κρείττονος, ει τα μέρη της κτίσεως συνάπτοντες εις εν σώμα θεόν αναγορεύουσιν, ανάγκη αυτόν μεν καθ εαυτόν ανόμοιον εαυτώ είναι, ώσπερ εδείχθη, διαιρείσθαι δε πάλιν κατά την των μερών εις το μερίζεσθαι γενομένην φύσιν.
29. Και άλλως δ αν τις αυτών ελέγξειε την αθεότητα κατά την της αληθείας θεωρίαν. ει γαρ ο Θεός ασώματός εστι, και αόρατος, και άψαυστος τη φύσει, πως σώμα τον Θεόν επινοούσι, και τα φαινόμενα τοις οφθαλμοίς και ων ψαύομεν τη χειρί θρησκεύουσι τη Θεού τιμή; και πάλιν, ει ο περί Θεού κρατεί λόγος, δυνατόν αυτόν είναι κατά πάντα, και μηδέν μεν αυτού κρατείν, αυτόν δε των πάντων κρατείν και δεσπόζειν· πως οι την κτίσιν θεοποιούντες ουχ ορώσιν αυτήν εκτός ούσαν του τοιούτου περί Θεού όρου;
ηλίου μεν γαρ υπό γην γενομένου, το φως η γη σκιάζει μη οράσθαι· σελήνην δε μεθ ημέραν ο ήλιος επικρύπτει τη του φωτός λαμπηδόνι. και γης μεν τους καρπούς πολλάκις χάλαζα βλάπτει· το πυρ δε, ει γένοιτό τις υδάτων πλημμύρα, σβέννυται. και χειμώνα μεν έαρ παραγκωνίζεται, θέρος δε το έαρ υπερβήναι τους όρους ουκ επιτρέπει, και αυτό πάλιν υπό του μετοπώρου κωλυόμενον τας ιδίας ώρας εξέρχεσθαι.
είπερ ουν ήσαν θεοί, έδει τούτους μη υπ αλλήλων ηττάσθαι και επικρύπτεσθαι, αλλά πάντοτε αλλήλοις συνείναι, και κοινάς άμα τας ενεργείας επιτελείν· έδει μεθ ημέραν και μετά νύκτα ήλιον ομού και σελήνην και τον άλλον των αστέρων χορόν ίσον έχειν το φως, και τούτο πάσι λάμπειν, και πάντα παρ αυτών καταυγάζεσθαι· έδει θέρος ομού και χειμώνα και έαρ και μετόπωρον απαραλλάκτως και κατά το αυτό συνίστασθαι· έδει την θάλασσαν ταις πηγαίς επιμίγνυσθαι και κοινόν ανθρώποις το πόμα παρέχειν· έδει νηνεμίας και των ανέμων τας πνοάς εν ταυτώ γίνεσθαι· έδει το πυρ ομού και το ύδωρ κοινήν και μίαν ανθρώποις την χρείαν παρέχειν.
ουδέ γαρ ουδέ βλάβην αν τις εξ αυτών υπέμεινε, θεών όντων κατ αυτούς, και μηδέν επί βλάβη, επ ωφελεία δε μάλλον πάντα ποιούντων. ει δε ταύτα γίνεσθαι αδύνατον δια την προς άλληλα εναντιότητα, πως οίόν τε ταύτα αλλήλοις εναντία και μαχόμενα, και μη δυνάμενα αλλήλοις συστήναι, έτι θεούς ονομάζειν ή Θεού θρησκεύεσθαι τιμαίς; τα δε προς εαυτά ασύμφωνον την φύσιν έχοντα πως αν άλλοις ευχομένοις ειρήνην παρέχοιεν, και ομονοίας αυτοίς γένοιντο πρυτάνεις; ούτε ουν ήλιος εικότως, ούτε σελήνην, ούτε άλλο τι μέρος της κτίσεως, πολλώ δε πλέον ουδέ τα εν λίθοις και χρυσώ και ταις άλλαις ύλαις αγάλματα, ουδέ οι παρά ποιηταίς μυθολογούμενοι Ζεύς και Απόλλων και οι άλλοι είεν αληθώς θεοί, ως ο λόγος απέδειξεν· αλλά τα μεν αυτών μέρη της κτίσεώς εστι, τα δε αυτών άψυχα τυγχάνει, τα δε μόνον άνθρωποι θνητοί γεγόνασι. διο και η περί ταύτα θρησκεία και θεοποιία ουκ ευσεβείας, αλλά αθεότητος και πάσης ασεβείας εστίν εισήγησις, και μεγάλης πλάνης έλεγχος από της προς τον ένα και μόνον αληθινόν Θεόν γνώσεως, λέγω δη τον του Χριστού Πατέρα.
Ότε τοίνυν ταύθ ούτως ελέγχεται και δέδεικται η παρά τοις Έλλησιν ειδωλολατρεία πάσης αθεότητος ούσα μεστή, και ουκ επ ωφελεία, αλλ επ απωλεία τω βίω των ανθρώπων εισαχθείσα·
φέρε λοιπόν, ως εξ αρχής ο λόγος επηγγείλατο, της πλάνης διελεγχθείσης, την της αληθείας οδόν οδεύσωμεν, και θεωρήσωμεν τον ηγεμόνα και δημιουργόν του παντός τον του Πατρός Λόγον, ίνα δι αυτού και τον τούτου Πατέρα Θεόν κατανοήσωμεν, και γνώσιν Έλληνες όσον της αληθείας εαυτούς απεσχοίνισαν.
30. Τα μεν προειρημένα ουδέν έτερον ή πλάνη τω βίω διηλέγχθη· η δε της αληθείας οδός προς τον όντως όντα Θεόν έξει τον σκοπόν. προς δε την ταύτης γνώσιν και απλανή κατάληψιν ουκ άλλων εστίν ημίν χρεία, αλλ ημών αυτών· ουδ, ώσπερ εστίν αυτός ο Θεός υπεράνω πάντων, ούτω και η προς τούτον οδός πόρρωθεν ή έξωθεν ημών εστιν· αλλ εν ημίν εστι, και αφ ημών ευρείν την αρχήν δυνατόν, καθώς και Μωϋσής εδίδασκε λέγων· «Το ρήμα της πίστεως εντός της καρδίας σου εστιν». όπερ και ο Σωτήρ σημαίνων και βεβαιών έλεγεν· Η «βασιλεία του Θεού εντός υμών εστιν».
ένδον γαρ εν εαυτοίς έχοντες την πίστιν και την βασιλείαν του Θεού, δυνάμεθα ταχέως θεωρήσαι και νοήσαι τον του παντός βασιλέα, του Πατρός σωτήριον Λόγον. και μη προφασιζέσθωσαν Έλληνες οι τοις ειδώλοις θρησκεύοντες· μηδέ άλλος τις απλώς εαυτόν απατάτω, ως την τοιαύτην οδόν ουκ έχων, και δια τούτο της αθεότητος εαυτού πρόφασιν ευρίσκων. πάντες γαρ εις αυτήν επιβεβήκαμεν και έχομεν, ει και μη πάντες αυτήν οδεύειν, αλλά παροδεύειν εκβαίνοντες θέλουσι δια τας έξωθεν αυτούς ελκούσας ηδονάς του βίου.
και ει τις αν έροιτο, τις αν είη αύτη· φημί δη την εκάστου ψυχήν είναι, και τον εν αυτή νουν. δι αυτού γαρ μόνου δύναται Θεός θεωρείσθαι και νοείσθαι· εκτός ει μη, ώσπερ τον Θεόν ηρνήσαντο, ούτω και ψυχήν έχειν παραιτήσονται οι ασεβείς, εικότως τούτο προ των άλλων λέγοντες. ου γαρ εχόντων έστι νουν αρνείσθαι τον τούτου ποιητήν και δημιουργόν Θεόν.
ότι μεν ουν ψυχήν έκαστος ανθρώπων έχει και ταύτην λογικήν, και τούτο αναγκαίόν εστι δείξαι δι ολίγων δια τους ακεραίους, επεί μάλιστά τινες από των αιρέσεων αρνούνται και τούτο, οιόμενοι μηδέν πλέον είναι τον άνθρωπον, ή το φαινόμενον είδος του σώματος· ίνα ταύτης δειχθείσης, φανερώτερον δι εαυτών τον κατά των ειδώλων έλεγχον έχειν δυνηθώσι.
31. Πρώτον μεν ουν ου μικρόν γνώρισμα του λογικήν είναι την των ανθρώπων ψυχήν εκ του προς τα άλογα διαλλάττειν αυτήν· δια τούτο γαρ εκείνα μεν άλογα καλείν η φύσις είωθεν, επειδή των ανθρώπων το γένος εστί λογικόν· έπειτα δε και τούτο προς απόδειξιν ου το τυχόν αν είη, εκ του μόνον τον άνθρωπον τα έξωθεν εαυτού λογίζεσθαι, και ενθυμείσθαι τα μη παρόντα, και πάλιν επιλογίζεσθαι και κρίσει το κρείττον των λογισμών αιρείσθαι· τα μεν γαρ άλογα μόνα τα παρόντα βλέπει, και προς μόνα τα εν οφθαλμοίς ορμά, καν μετά ταύτα την βλάβην έχη.
ο δε άνθρωπος ου προς τα βλεπόμενα ορμά, αλλά τω λογισμώ τα δια των οφθαλμών ορώμενα κρίνει· πολλάκις γούν ορμήσας κεκράτηται τω λογισμώ· και λογισάμενος, πάλιν επελογίσατο, και αισθάνεται έκαστος, ει της αληθείας γένοιτο φίλος, ότι άλλος παρά τας σωματικάς αισθήσεις εστίν ο των ανθρώπων νους. δια τούτο γούν ως άλλος ων, αυτών των αισθήσεων γίνεται κριτής· και ων εκείναι αντιλαμβάνονται, ταύτα ούτος διακρίνει, και αναμιμνήσκει, και δείκνυσιν αυταίς το κρείττον.
οφθαλμού μεν γαρ εστι μόνον το οράν, και ώτων το ακούειν, και στόματος γεύεσθαι, και ρινός οδμών αντιλαμβάνεσθαι, και χειρών το άπτεσθαι· αλλ α δεί οράν και ακούειν, και ων άπτεσθαι δεί και γεύεσθαι και οδμάσθαι, ουκέτι των αισθήσεών εστιν, αλλά της ψυχής και του ταύτης νού διακρίναι. αμέλει και ξίφους λαβέσθαι δύναται η χείρ, και δηλητηρίου γεύσασθαι το στόμα· αλλ ουκ οίδεν, ότι βλάπτει ταύτα, ει μη ο νους διακρίνη.
Και έοικέ γε το τοιούτον, ίνα επί εικόνος αυτό θεωρήσωμεν, λύρα καλώς κατεσκευασμένη, και τω ταύτην κρατούντι μουσικώ μετ επιστήμης. ως γαρ αι εν τη λύρα νευραί εκάστη μεν έχει τον ίδιον φθόγγον, η μεν βαρύν, η δε οξύν, η δε μέσον, η δε οξύτονον, η δε άλλον· αδιάκριτος δε εστιν αυτών η αρμονία και αδιάγνωστος η σύνθεσις χωρίς του επιστήμονος· τότε γαρ και η αρμονία αυτών δείκνυται και η σύνταξις ορθή, όταν ο κατέχων την λύραν πλήξη τας νευράς, και αρμοδίως εκάστης άψηται·
τούτον τον τρόπον και των αισθήσεων εν τω σώματι ως λύρας ηρμοσμένων, όταν ο επιστήμων νους αυτών ηγεμονεύη· τότε και διακρίνει η ψυχή, και οίδεν ό ποιεί και πράττει. τούτο δε μόνον ίδιον ανθρώπων εστί, και τούτό εστι το λογικόν της ψυχής των ανθρώπων, ω χρωμένη διαλλάττει των αλόγων, και δείκνυσιν ότι αληθώς άλλη παρά τα φαινόμενα εν σώματί εστιν.
πολλάκις γούν κειμένου του σώματος επί γης, τα εν ουρανοίς φαντάζεται και θεωρεί ο άνθρωπος· και πολλάκις του σώματος ηρεμούντος και ησυχάζοντος και καθεύδοντος, κινείται ένδον ο άνθρωπος, και τα έξωθεν εαυτού θεωρεί, χώρας αποδημών και περιπατών, και απαντών τοις γνωρίμοις, και πολλάκις δια τούτων τας μεθ ημέραν πράξεις εαυτού μαντευόμενος και προγινώσκων. τούτο δε τι αν είη έτερον ή ψυχή λογική, εν ή λογίζεται και νοεί τα υπέρ εαυτόν ο άνθρωπος;
32. Και τούτο δ αν είη προς απόδειξιν ακριβή τοις έτι προς αναίδειαν της αλογίας τετραμμένοις· πως, του σώματος θνητού κατά φύσιν όντος, λογίζεται άνθρωπος τα περί αθανασίας, και πολλάκις εαυτώ τον θάνατον υπέρ αρετής προκαλείται; ή πως, προσκαίρου του σώματος όντος, τα αιώνια φαντάζεται άνθρωπος, ώστε των μεν εμποδών καταφρονείν, εις εκείνα δε τον πόθον έχειν;
το μεν ουν σώμα ουκ αν εαυτό περί εαυτού τοιαύτα λογίσηται, και ουκ αν τα έξωθεν εαυτού λογίζοιτο· θνητόν γαρ και πρόσκαιρόν εστιν· ανάγκη δε έτερον είναι το τα εναντία και παρά την φύσιν του σώματος λογιζόμενον. τι ουν αν είη τούτο πάλιν, ή ψυχή λογική και αθάνατος; και γαρ ουκ έξωθεν, αλλ ένδοθεν αύτη τω σώματι, ως ο μουσικός τη λύρα, ενηχεί τα κρείττονα.
πως δε πάλιν κατά φύσιν ων ο οφθαλμός εις το οράν, και η ακοή εις το ακούειν, τα μεν αποστρέφονται, τα δε αιρούνται; τις γαρ ο τον οφθαλμόν του οράν αποστρέφων; ή τις την ακοήν κατά φύσιν ούσαν ακουστικήν αποκλείει του ακούειν; ή τις την γεύσιν, κατά φύσιν ούσαν γευστικήν, κωλύει πολλάκις της φυσικής ορμής; τις δε την χείρα, κατά φύσιν ούσαν εις το ενεργείν, επέχει του ψαύειν τινός; τις δε την όσφρησιν, και αυτήν εις το οδμάσθαι γενομένην, αποστρέφει του μη αντιλαμβάνεσθαι; τις ο ταύτα κατά των φυσικών του σώματος ενεργών; ή πως το σώμα, την φύσιν αποστραφέν, επιστρέφεται προς τας ετέρου συμβουλίας, και προς το εκείνου νεύμα ηνιοχείται; ταύτα γαρ ουδέν έτερον ή ψυχήν λογικήν αποδείκνυσιν ηγεμονεύουσαν του σώματος. ουδέ γαρ εαυτό το σώμα πέφυκεν ελαύνειν, αλλ υφ ετέρου άγεται και φέρεται, ώσπερ ουδέ ίππος εαυτόν υποζεύγνυσιν, αλλ υπό του κρατούντος ελαύνεται. δια τούτο γούν και νόμοι μεν ανθρώποις τα καλά μεν πράττειν, την δε κακίαν αποστρέφεσθαι· τοις δε αλόγοις αλόγιστα τα κακά και άκριτα μένει, άτε δη της λογικότητος και της κατά λόγον διανοίας εκτός τυγχάνουσιν. είναι μεν ουν ψυχήν λογικήν εν ανθρώποις εκ των προειρημένων, νομίζω δεδείχθαι.
33. Ότι δε και αθάνατος γέγονεν η ψυχή, και τούτο αναγκαίον ειδέναι εν τη εκκλησιαστική διδασκαλία προς έλεγχον της των ειδώλων αναιρέσεως. γένοιτο δ αν ουν η περί τούτων γνώσις εγγυτέρω μάλλον εκ της περί του σώματος γνώσεως, και εκ του προς το σώμα διαλλάττειν αυτήν. ει γαρ άλλην αυτήν ο λόγος απέδειξε παρά το σώμα, έστι δε το σώμα φύσει θνητόν· ανάγκη την ψυχήν αθάνατον είναι, τω μη είναι κατά το σώμα.
και πάλιν ει η ψυχή το σώμα κινεί, ως δέδεικται, και ουχί υπό άλλων αυτή κινείται, ακόλουθόν εστιν υφ εαυτής κινουμένην την ψυχήν, και μετά την εις γην απόθεσιν του σώματος κινείσθαι πάλιν αυτήν αφ εαυτής. ου γαρ η ψυχή εστιν η αποθνήσκουσα· αλλά δια την ταύτης αναχώρησιν αποθνήσκει το σώμα.
ει μεν ουν και αύτη υπό του σώματος εκινείτο, ακόλουθον ην, αναχωρούντος του κινούντος, αποθνήσκειν αυτήν· ει δε η ψυχή κινεί και το σώμα, ανάγκη μάλλον αυτήν εαυτήν κινείν. εαυτή δε κινουμένη, εξ ανάγκης και μετά τον του σώματος θάνατον ζη. η γαρ κίνησις της ψυχής ουδέν έτερόν εστιν ή η ζωή αυτής· ώσπερ αμέλει και το σώμα τότε ζήν λέγομεν ότε κινείται, και τότε θάνατον αυτού είναι ότε της κινήσεως παύεται.
τούτο δε και από της εν σώματι καθάπαξ ενεργείας αυτής φανερώτερον αν τις ίδοι. ει γαρ και ότε τω σώματι επιβέβηκε και συνδέδεται τούτω, ου κατά την του σώματος σμικρότητα συστέλλεται και συμμετρείται, αλλά πολλάκις, επί κλίνης τούτου κειμένου και μη κινουμένου, αλλ ως εν θανάτω κοιμωμένου, αύτη κατά την εαυτής δύναμιν γρηγορεί, και υπερεκβαίνει την του σώματος φύσιν· και ώσπερ αποδημούσα τούτου, μένουσα εν τω σώματι, τα υπέρ γην φαντάζεται και θεωρεί, πολλάκις δε και τοις έξω των γηΐνων σωμάτων αγίοις και αγγέλοις συναντά, και προς αυτούς αφικνείται τη του νού θαρρούσα καθαρότητι·
πως ουχί μάλλον και πολλώ πλέον, απολυθείσα του σώματος ότε ο συνδήσας αυτήν βούλεται Θεός, φανερωτέραν έξει την της αθανασίας γνώσιν; ει γαρ και συνδεθείσα σώματι την εκτός του σώματος ζωήν έζη, πολλώ πλέον και μετά θάνατον του σώματος ζήσεται, και ου παύσεται του ζήν δια τον ούτως αυτήν ποιήσαντα Θεόν δια του εαυτού Λόγου, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
δια τούτο γαρ και αθάνατα και αιώνια λογίζεται και φρονεί, επεί και αθάνατός εστι. και ώσπερ, του σώματος θνητού τυγχάνοντος, θνητά και αι τούτου θεωρούσιν αισθήσεις, ούτως αθάνατα θεωρούσαν και λογιζομένην την ψυχήν, ανάγκη και αυτήν αθάνατον είναι και αεί ζήν. αι γαρ περί της αθανασίας έννοιαι και θεωρίαι ουδέποτε αυτήν αφιάσι μένουσαι εν αυτή, και ώσπερ έκκαυμα εν αυτή γινόμεναι προς ασφάλειαν της αθανασίας. δια τούτο γούν και της περί Θεού θεωρίας έχει την έννοιαν, και αυτή εαυτής γίνεται οδός, ουκ έξωθεν, αλλ εξ εαυτής λαμβάνουσα την του Θεού Λόγου γνώσιν και κατάληψιν.
34. Λέγομεν ουν, καθάπερ είρηται πρότερον, ώσπερ τον Θεόν ηρνήσαντο και άψυχα θρησκεύουσιν, ούτω και ψυχήν ουκ έχειν λογικήν νομίζοντες, αυτόθεν έχουσι της παραφροσύνης την επιτιμίαν εν αλόγοις καταριθμούμενοι· και δια τούτο ως άψυχοι εν αψύχοις έχοντες την δεισιδαιμονίαν, ελέους και χειραγωγίας εισίν άξιοι.
ει δε ψυχήν αξιούσιν έχειν, και επί τω λογικώ μέγα φρονούσιν, εικότως τούτο ποιούντες· δια τι ως μη έχοντες ψυχήν παρά λόγον τολμώσι, και ουχ α δεί φρονείν φρονούσιν, αλλά κρείττονας εαυτούς και του Θείου ποιούσι; ψυχήν γαρ αθάνατον έχοντες και μη βλεπομένην αυτοίς, τον Θεόν εν τοις βλεπομένοις και θνητοίς απεικάζουσιν.
ή δια τι, ώσπερ απέστησαν από του Θεού, ούτως ου καταφεύγουσι πάλιν προς αυτόν; δύνανται γαρ, ώσπερ απεστράφησαν τη διανοία τον Θεόν και τα ουκ όντα ανεπλάσαντο εις θεούς, ούτως αναβήναι τω νώ της ψυχής, και πάλιν επιστρέψαι προς τον Θεόν. επιστρέψαι δε δύνανται, εάν ον ενεδύσαντο ρύπον πάσης επιθυμίας απόθωνται, και τοσούτον απονίψωνται, έως αν απόθωνται παν το συμβεβηκός αλλότριον τη ψυχή, και μόνην αυτήν ώσπερ γέγονεν αποδείξωσιν, ίν ούτως εν αυτή θεωρήσαι τον του Πατρός Λόγον, καθ ον και γεγόνασιν εξ αρχής, δυνηθώσι. κατ εικόνα γαρ Θεού πεποίηται και καθ ομοίωσιν γέγονεν, ως και η θεία σημαίνει γραφή εκ προσώπου του Θεού λέγουσα· «Ποιήσωμεν άνθρωπον κατ εικόνα και καθ ομοίωσιν ημετέραν».
όθεν και ότε πάντα τον επιχυθέντα ρύπον της αμαρτίας αφ εαυτής αποτίθεται, και μόνον το κατ εικόνα καθαρόν φυλάττει, εικότως, διαλαμπρυνθέντος τούτου, ως εν κατόπτρω θεωρεί την εικόνα του Πατρός τον Λόγον, και εν αυτώ τον Πατέρα, ου και έστιν εικών ο Σωτήρ, λογίζεται.
Ή ει μη αυτάρκης εστίν η παρά της ψυχής διδασκαλία δια τα επιθολούντα ταύτης έξωθεν τον νουν, και μη οράν αυτήν το κρείττον· αλλ έστι πάλιν και από των φαινομένων την περί του Θεού γνώσιν καταλαβείν, της κτίσεως ώσπερ γράμμασι δια της τάξεως και αρμονίας τον εαυτής δεσπότην και ποιητήν σημαινούσης και βοώσης.
35. Αγαθός γαρ ων και φιλάνθρωπος ο Θεός, και κηδόμενος των υπ αυτού γενομένων ψυχών, επειδή αόρατος και ακατάληπτός εστι την φύσιν, επέκεινα πάσης γενητής ουσίας υπάρχων, και δια τούτο έμελλε το ανθρώπινον γένος ατυχείν της περί αυτού γνώσεως, τω τα μεν εξ ουκ όντων είναι, τον δε αγένητον·
τούτου ένεκεν την κτίσιν ούτω διεκόσμησε τω εαυτού Λόγω ο Θεός, ίν, επειδή την φύσιν εστίν αόρατος, καν εκ των έργων γινώσκεσθαι δυνηθή τοις ανθρώποις. εκ γαρ των έργων πολλάκις ο τεχνίτης και μη ορώμενος γινώσκεται· και οίόν τι λέγουσι περί του αγαλματοποιού Φειδίου, ως τα τούτου δημιουργήματα εκ της συμμετρίας και της προς άλληλα των μερών αναλογίας εμφαίνειν και μη παρόντα Φειδίαν τοις ορώσιν· ούτω δεί νοείν εκ της του κόσμου τάξεως τον τούτου ποιητήν και δημιουργόν Θεόν, καν τοις του σώματος οφθαλμοίς μη θεωρήται. ου γαρ κατεχρήσατο τη αοράτω φύσει αυτού ο Θεός· μη τις τούτο προφασιζέσθω· και παντελώς εαυτόν άγνωστον τοις ανθρώποις αφήκεν· αλλ ως προείπον, ούτω διεκόσμησε την κτίσιν, ώστε και μη ορώμενον αυτόν τη φύσει, όμως εκ των έργων γινώσκεσθαι. και τούτο ου παρ εμαυτού φημι, αλλ αφ ων παρά των θεολόγων ανδρών έμαθον, ων εις εστιν ο Παύλος, ωμαίοις μεν γράφων ούτω· «Τα γαρ αόρατα αυτού από κτίσεως κόσμου τοις ποιήμασι νοούμενα καθοράται». Λυκάοσι δε παρρησιαζόμενος και λέγων· «Και ημείς ομοιοπαθείς εσμεν υμίν άνθρωποι, ευαγγελιζόμενοι υμάς από των ματαίων επιστρέφειν επί Θεόν ζώντα, ος εποίησε τον ουρανόν και την γην και την θάλασσαν και πάντα τα εν αυτοίς, ος εν ταις παρωχημέναις γενεαίς είασε πάντα τα έθνη πορεύεσθαι ταις οδοίς αυτών. καίτοι γε ουκ αμάρτυρον εαυτόν αφήκεν αγαθουργών, ουρανόθεν ημίν υετούς διδούς και καιρούς καρποφόρους, εμπιπλών τροφής και ευφροσύνης τας καρδίας ημών».
τις γαρ, ορών τον ουρανού κύκλον και τον δρόμον ηλίου και σελήνης, και των άλλων αστέρων τας θέσεις και τας περιπολήσεις, εναντίας μεν και διαφόρους γιγνομένας, εν δε τη διαφορά ομοίαν την τάξιν παρά πάντων ομού σωζομένην, ουκ ενθυμείται ότι ουκ αυτά εαυτά, αλλ έτερός εστιν ο διακοσμών αυτά ποιητής;
τις δε, ορών ήλιον μεν ανατέλλοντα μεθ ημέραν, σελήνην δε φαίνουσαν κατά νύκτα, και φθίνουσαν, και πληρουμένην απαραλλάκτως κατά τον των ημερών ίσον πάντως αριθμόν, και των άστρων τα μεν διατρέχοντα και ποικίλως εναλλάττοντα τους δρόμους, τα δε απλανώς κινούμενα, ουκ αν έννοιαν λάβοι ότι πάντως εστίν ο κυβερνών αυτά δημιουργός;
36. Τις, ορών τα εναντία τη φύσει συνημμένα, και σύμφωνον έχοντα την αρμονίαν, οίον, τις, ιδών πυρ ψυχρώ, και ξηρόν υγρώ κεκραμμένον, και ταύτα μη αντιστατούντα προς άλληλα, αλλ εν αποτελούντα ως εξ ενός το σώμα, ουκ αν ενθυμηθείη έξωθεν είναι τούτων τον ταύτα συνάψαντα;
τις, ιδών χειμώνα παραχωρούντα έαρι, και έαρ θέρει, και θέρος μετοπώρω, και ότι εναντία όντα ταύτα τη φύσει· τον μεν γαρ ψύχει, το δε καίει, το δε τρέφει, το δε φθίνει· όμως τα πάντα ίσην και αβλαβή τοις ανθρώποις αποτελούντα την χρήσιν· ουκ αν εννοήσειεν ότι εστί τις κρείττων τούτων, ο την ισότητα παρέχων πάσι και κυβερνών τα πάντα, καν μη βλέπη τούτον;
τις, ορών εν αέρι τας νεφέλας υποβασταζομένας, και εν νεφέλαις την των υδάτων δεθείσαν βαρύτητα, ουκ έννοιαν λαμβάνει του ταύτα δήσαντος και προστάξαντος γενέσθαι; ή τις, ορών αυτήν την γην βαρυτάτην ούσαν τη φύσει, επί το ύδωρ εδρασθείσαν και ακίνητον μένουσαν επί το φύσει κινούμενον, ου διανοηθήσεται είναί τινα τον ταύτα διαταξάμενον και ποιήσαντα Θεόν;
τις, ιδών την κατά καιρόν της γης καρποφορίαν, και ουρανόθεν υετούς, και ποταμών επιρροίας, και πηγών αναβλύσεις, και ζώων εξ ανομοίων γονάς, και ταύτα ουκ αεί αλλά κατά καιρούς ωρισμένους γινόμενα· και όλως τις, κατανοήσας εν ανομοίοις και εναντίοις την ίσην και ομοίαν παρ αυτών αποτελουμένην τάξιν, ουκ αν ενθυμηθείη ότι εστί μία δύναμις η ταύτα διακοσμησαμένη και διέπουσα, ως αν αυτή δοκή, μένουσα καλώς;
αυτά μεν γαρ καθ εαυτά ουκ αν συσταίη και φανήναί ποτε δυνηθείη δια την προς άλληλα της φύσεως εναντιότητα. το μεν γαρ ύδωρ φύσει βαρύ και κάτω ρέον εστίν, αι δε νεφέλαι κούφαι και των ελαφρών και των ανωφερών τυγχάνουσι· και όμως το βαρύτερον ύδωρ ορώμεν εν ταις νεφέλαις βασταζόμενον. και πάλιν η μεν γη βαρυτάτη εστί, το δ αύ πάλιν ύδωρ κουφότερόν εστι ταύτης· και όμως υπό των ελαφροτέρων το βαρύτερον βαστάζεται, και ου καταφέρεται, αλλ έστηκεν ακίνητος η γη.
και το μεν άρρεν ου ταυτόν εστι τω θήλει, και όμως εις εν συνάγεται, και μία παρ αμφοτέρων αποτελείται γένεσις του ομοίου ζώου. και συνελόντι φάναι, το ψυχρόν τω θερμώ εναντίον εστί, και το υγρόν τω ξηρώ μάχεται· και όμως συνελθόντα ου στασιάζει προς εαυτά, αλλ εξ ομονοίας εν σώμα και την πάντων γένεσιν αποτελούσιν.
37. Ουκ αν ουν μαχόμενα και εναντία όντα τη φύσει εαυτά συνήγαγον, ει μη κρείττων ην και κύριος ο συνδήσας αυτά, ω και αυτά τα στοιχεία, ώσπερ δούλα δεσπότη υπακούοντα, είκει και πείθεται· και ουκ, εις την εαυτού φύσιν έκαστον σκοπούν, αντιμάχεται προς το έτερον· αλλά τον συνδήσαντα Κύριον γινώσκοντα, ομόνοιαν έχουσι προς εαυτά, φύσει μεν όντα εναντία, τη δε του κυβερνώντος βουλήσει φιλιάζοντα.
επεί ει μη κρείττονι προστάξει εγεγόνει τούτων μία κράσις, πως αν το βαρύ τω ελαφρώ, ή το ξηρόν τω υγρώ, ή το περιφερές τω ορθώ, ή το πυρ τω ψυχρώ, ή όλως η θάλαττα τη γη, ή ο ήλιος τη σελήνη, ή τα άστρα τω ουρανώ, και ο αήρ ταις νεφέλαις εμίγη και συνήλθεν, ανομοίου ούσης της εκάστου προς το έτερον φύσεως;
έμελλε γαρ και μεγάλη στάσις γίγνεσθαι προς αυτά, του μεν καίοντος, του δε ψύχοντος, και του μεν βαρέος κάτω, του δε κούφου εκ των εναντίων άνω έλκοντος, και του μεν ηλίου φωτίζοντος, του δε αέρος σκοτίζοντος· και γαρ και τα άστρα εστασίασαν αν προς εαυτά, ότι τα μεν ανωτέρω, τα δε κατωτέρω την θέσιν έχει· και η νύξ δε ουκ αν παρεχώρησε τη ημέρα, αλλά έμενεν πάντως μαχομένη προς αυτήν και στασιάζουσα.
τούτων δε γιγνομένων, λοιπόν ην ιδείν ουκέτι κόσμον αλλ ακοσμίαν, ουκέτι τάξιν αλλ αταξίαν, ουκέτι σύστασιν αλλ ασύστατον το όλον, ουκέτι μέτρα αλλ αμετρίαν. τη γαρ εκάστου στάσει και μάχη ή πάντα ανηρούντο, ή το κρατούν μόνον εφαίνετο. και τούτο πάλιν την του παντός ακοσμίαν εδείκνυε.
μόνον γαρ γενόμενον και λειπόμενον τη των άλλων χρεία, ανάρμοστον το όλον εποίει· ώσπερ ει και μόνος πούς, και μόνη χείρ απομείνασα, ουκ αν έσωσεν ολόκληρον το σώμα. ποίος γαρ κόσμος ην, ει μόνος ήλιος έφαινεν, ή σελήνη μόνη περιεπόλει, ή νύξ μόνη ην, ή ημέρα αεί ετύγχανε; ποία δε πάλιν ην αρμονία, ει μόνος ην ο ουρανός χωρίς των άστρων, ή τα άστρα χωρίς του ουρανού; τι δε και χρήσιμον, ει μόνη θάλαττα ην, και ει μόνη γη χωρίς υδάτων και των άλλων της κτίσεως μερών έκειτο;
πως δ αν και άνθρωπος εφάνη ή όλως ζώον επί γης, των στοιχείων προς εαυτά στασιαζόντων, και ενός όντος του κρατούντος και μη δυναμένου προς την των σωμάτων σύστασιν αρκείν; ουκ αν γαρ εκ μόνου θερμού, ή μόνου ψυχρού, ή μόνου υγρού, ή ξηρού συνέστη τι των όλων· αλλ ην άτακτα πάντα και ασύνθετα καθόλου. αλλ ουδ αν αυτό το δοκούν κρατείν ηδυνήθη αν συστήναι χωρίς της των άλλων επικουρίας· ούτω γαρ και νυν συνέστηκεν.
38. Επεί ουν ουκ αταξία αλλά τάξις εστίν εν τω παντί, και ουκ αμετρία αλλά συμμετρία, και ουκ ακοσμία αλλά κόσμος και κόσμου παναρμόνιος σύνταξις, ανάγκη λογίζεσθαι και λαμβάνειν έννοιαν του ταύτα συναγαγόντος και συσφίγξαντος, και συμφωνίαν εργαζομένου προς αυτά Δεσπότου. καν γαρ μη τοις οφθαλμοίς οράται, αλλ από της τάξεως και συμφωνίας των εναντίων, εννοείν εστι τον τούτων άρχοντα και κοσμήτορα και βασιλέα.
ώσπερ γαρ πόλιν εκ πολλών και διαφόρων ανθρώπων συνεστώσαν, μικρών και μεγάλων, και πλουσίων αύ και πενήτων, και πάλιν γερόντων και νεωτέρων, και αρρένων και θηλέων, ει θεωρήσαιμεν ευτάκτως οικουμένην, και τους εν αυτή διαφόρους μεν όντας, ομονοούντας δε προς εαυτούς, και μήτε τους πλουσίους κατά των πενήτων, μήτε τους μεγάλους κατά των μικρών, μήτε τους νέους κατά των γερόντων γιγνομένους, αλλά πάντας κατά την ισομοιρίαν ειρηνεύοντας· ει ταύτα βλέποιμεν, πάντως εννοούμεν, ότι άρχοντος παρουσία την ομόνοιαν πρυτανεύει, καν μη ορώμεν αυτόν.
η μεν γαρ αταξία αναρχίας εστί γνώρισμα· η δε τάξις τον ηγεμονεύοντα δείκνυσι. και γαρ και την εν τω σώματι των μελών προς εαυτά συμφωνίαν ορώντες, ότι ου μάχεται ο οφθαλμός τη ακοή, ουδέ η χείρ τω ποδί στασιάζει, αλλ έκαστον την ιδίαν αποτελεί χρείαν αστασιάστως, εννοούμεν εκ τούτου πάντως είναι ψυχήν εν τω σώματι την τούτων ηγεμονεύουσαν, καν μη βλέπωμεν αυτήν.
ούτως εν τη του παντός τάξει και αρμονία τον του παντός ηγεμόνα νοείν ανάγκη Θεόν, και τούτον ένα και ου πολλούς. και η τάξις δε αύτη της διακοσμήσεως, και η των πάντων μεθ ομονοίας αρμονία, ου πολλούς αλλ ένα τον αυτής άρχοντα και ηγεμόνα δείκνυσι Λόγον. ουκ αν γαρ, είπερ ήσαν πολλοί της κτίσεως άρχοντες, εσώζετο τοιαύτη τάξις των πάντων· αλλ ην πάλιν άτακτα πάντα δια τους πολλούς, έλκοντος εκάστου προς την εαυτού βούλησιν τα πάντα, και μαχομένου προς τον έτερον. ώσπερ γαρ ελέγομεν την πολυθεότητα αθεότητα είναι, ούτως ανάγκη την πολυαρχίαν αναρχίαν είναι. εκάστου γαρ την του ετέρου αρχήν αναιρούντος, ουδείς εφαίνετο λοιπόν ο άρχων, αλλ ην αναρχία παρά πάσιν. ένθα δε μη έστιν άρχων, εκεί πάντως αταξία γίνεται.
και έμπαλιν η των πολλών και διαφόρων μία τάξις και ομόνοια ένα και τον άρχοντα δείκνυσι. καθάπερ γαρ ει τις πόρρωθεν ακούει λύρας εκ πολλών και διαφόρων νευρών συγκειμένης, και θαυμάζοι τούτων την αρμονίαν της συμφωνίας, ότι μη μόνη η βαρεία τον ήχον αποτελεί, μηδέ μόνη η οξεία, μηδέ μόνη η μέση, αλλά πάσαι κατά την ίσην αντίστασιν αλλήλαις συνηχούσι· και πάντως εκ τούτων εννοεί ουχ εαυτήν κινείν την λύραν, αλλ ουδέ υπό πολλών αυτήν τύπτεσθαι· ένα δε είναι μουσικόν τον εκάστης νευράς ήχον προς την εναρμόνιον συμφωνίαν κεράσαντα τη επιστήμη, καν μη τούτον βλέπη·
ούτω παναρμονίου ούσης της τάξεως εν τω κόσμω παντί, και μήτε των άνω προς τα κάτω, μήτε των κάτω προς τα άνω στασιαζόντων, αλλά μιας των πάντων αποτελουμένης τάξεως, ένα και μη πολλούς νοείν ακόλουθόν εστι τον άρχοντα και βασιλέα της πάσης κτίσεως, τον τω εαυτού φωτί τα πάντα καταλάμποντα και κινούντα.
39. Ουδέ γαρ πολλούς είναι δεί νομίζειν τους της κτίσεως άρχοντας και ποιητάς, αλλά προς ευσέβειαν ακριβή και αλήθειαν ένα τον ταύτης δημιουργόν πιστεύειν προσήκει· και τούτο της κτίσεως αυτής εμφανώς δεικνυούσης. γνώρισμα γαρ ασφαλές του ένα τον ποιητήν είναι του παντός εστι τούτο, το μη πολλούς αλλ ένα είναι τον κόσμον. έδει γαρ, είπερ ήσαν πολλοί θεοί, πολλούς είναι και διαφόρους τους κόσμους. ούτε γαρ έπρεπε τους πολλούς ένα κόσμον κατασκευάζειν, ούτε τον ένα υπό πολλών ποιείσθαι δια τα εκ τούτων δεικνύμενα άτοπα. πρώτον μεν ότι, ει υπό πολλών ο εις εγεγόνει κόσμος, ασθένεια των ποιησάντων ην· ότι εκ πολλών εν έργον απετελέσθη· και εκ τούτου γνώρισμα ου το τυχόν ην της ατελούς εκάστου προς το ποιείν επιστήμης. ει γαρ ήρκει εις, ουκ αν οι πολλοί την αλλήλων ανεπλήρουν έλλειψιν. εν Θεώ δε λέγειν είναί τι ελλιπές, ασεβές ου μόνον, αλλά και πέρα των αθεμίτων εστί. και γαρ και τεχνίτην εν ανθρώποις ουκ αν τις είποι τέλειον, αλλά ασθενή, ει μη μόνος, αλλά μετά πολλών εν αποτελοίη το έργον. ει δε έκαστος μεν ηδύνατο το όλον αποτελέσαι, οι πάντες δε ειργάσαντο δια την του γιγνομένου κοινωνίαν· γελοίον μεν αν είη το τοιούτον, ει δια δόξαν έκαστος ειργάσατο, ίνα μη ως αδύνατος υπονοηθή. κενοδοξίαν δε πάλιν λέγειν εν θεοίς των ατοπωτάτων εστίν.
έπειτα, ει έκαστος ικανός ην προς την του όλου δημιουργίαν, τις η χρεία των πολλών, ενός αυτάρκους γιγνομένου προς το παν; άλλως τε ασεβές και άτοπον αν φανείη, ει το μεν ποίημα εν τυγχάνει, οι δε ποιήσαντες διάφοροι και πολλοί, λόγου όντος φυσικού το εν και τέλειον των διαφόρων κρείττον είναι.
Και τούτο δε ιστέον, ότι ει υπό πολλών ο κόσμος εγεγόνει, διαφόρους είχε και τας κινήσεις και ανομοίους εαυτώ. προς έκαστον γαρ των ποιησάντων αποβλέπων, διαφόρους είχε και τας κινήσεις. εν δε τη διαφορά, καθάπερ είρηται πρότερον, πάλιν ην ακοσμία και του παντός αταξία·
επειδή ουδέ ναύς υπό πολλών κυβερνωμένη κατ ορθόν πλευσείται, ει μη εις ταύτης τους οίακας κρατοίη κυβερνήτης· ουδέ λύρα υπό πολλών κρουομένη σύμφωνον αποτελέσει τον ήχον, ει μη εις ο ταύτην πλήττων είη τεχνίτης. ουκούν μιας ούσης της κτίσεως, και ενός όντος κόσμου, και μιας της τούτου τάξεως, ένα δεί νοείν είναι και τον ταύτης βασιλέα και δημιουργόν Κύριον.
δια τούτο γαρ και αυτός ο δημιουργός ένα τον σύμπαντα κόσμον πεποίηκεν, ίνα μη τη των πολλών συστάσει πολλοί και οι δημιουργοί νομίζοιντο, αλλ ενός όντος του ποιήματος, εις και ο τούτου ποιητής πιστεύηται. και ουχ ότι εις εστιν ο δημιουργός, δια τούτο και εις εστιν ο κόσμος· ηδύνατο γαρ και άλλους κόσμους ποιήσαι ο Θεός. αλλ ότι εις εστιν ο κόσμος ο γενόμενος, ανάγκη και τον τούτου δημιουργόν ένα πιστεύειν είναι.
40. Τις αν είη ούτος; και τούτο γαρ αναγκαίον μάλιστα δηλώσαι και λέγειν, ίνα μη, τη περί τούτον αγνοία πλανηθείς τις, έτερον υπολάβη, και εις την αυτήν πάλιν τοις πρότερον αθεότητα εμπέση. νομίζω δε μηδένα περί τούτου την διάνοιαν αμφίβολον έχειν.
ει γαρ δη τους παρά ποιηταίς λεγομένους θεούς ουκ είναι θεούς ο λόγος έδειξε, και τους την κτίσιν θεοποιούντας ήλεγξε πλανωμένους, και καθόλου την των εθνών ειδωλολατρείαν αθεότητα και ασέβειαν ούσαν απέδειξεν· ανάγκη πάσα τούτων αναιρουμένων, λοιπόν παρ ημίν είναι την ευσεβή θρησκείαν, και τον παρ ημών προσκυνούμενον, και κηρυττόμενον τούτον μόνον είναι Θεόν αληθή, τον και της κτίσεως Κύριον και πάσης υποστάσεως δημιουργόν.
τις δη ουν εστιν ούτος, αλλ ή ο πανάγιος και υπερέκεινα πάσης γενητής ουσίας, ο του Χριστού Πατήρ, όστις, καθάπερ άριστος κυβερνήτης, τη ιδία σοφία και τω ιδίω Λόγω τω Κυρίω ημών και Σωτήρι Χριστώ, τα πανταχού διακυβερνά σωτηρίως και διακοσμεί, και ποιεί ως αν αυτώ καλώς έχειν δοκή;
έχει δε καλώς, ως γέγονε και ορώμεν γιγνόμενα, επειδή και τούτο βούλεται· και τούτο ουκ αν τις απιστήσειεν. ει μεν γαρ άλογος ην η της κτίσεως κίνησις, και απλώς εφέρετο το παν· καλώς αν τις και τοις λεγομένοις ηπίστησεν· ει δε λόγω και σοφία και επιστήμη συνέστηκε, και παντί κόσμω διακεκόσμηται, ανάγκη τον επικείμενον και διακοσμήσαντα τούτον ουκ άλλον τινά ή Λόγον είναι του Θεού. Λόγον δε φημι ου τον εν εκάστω των γενομένων συμπεπλεγμένον και συμπεφυκότα, ον δη και σπερματικόν τινες ειώθασι καλείν, άψυχον όντα και μηδέν λογιζόμενον μήτε νοούντα, αλλά τη έξωθεν τέχνη μόνον ενεργούντα κατά την του επιβάλλοντος αυτόν επιστήμην· ουδέ οίον έχει το λογικόν γένος λόγον τον εκ συλλαβών συγκείμενον, και εν αέρι σημαινόμενον·
αλλά τον του αγαθού και Θεού των όλων ζώντα και ενεργή Θεόν αυτολόγον λέγω, ος άλλος μεν έστι των γενητών και πάσης της κτίσεως, ίδιος δε και μόνος του αγαθού Πατρός υπάρχει Λόγος, ος τόδε το παν διεκόσμησε και φωτίζει τη εαυτού προνοία. αγαθού γαρ πατρός αγαθός Λόγος υπάρχων, αυτός την των πάντων διεκόσμησε διάταξιν, τα μεν εναντία τοις εναντίοις συνάπτων, εκ τούτων δε μίαν διακοσμών αρμονίαν.
ούτος, Θεού δύναμις και Θεού σοφία ων, ουρανόν μεν περιστρέφει, γην δε αναρτήσας, και επί μηδενός κειμένην τω ιδίω νεύματι ήδρασε. τούτω φωτιζόμενος ήλιος την οικουμένην καταυγάζει, και σελήνη μεμετρημένον έχει το φως. δια τούτον και το ύδωρ επί νεφελών κρεμάται, και υετοί την γην επικλύζουσι, και η μεν θάλαττα περιορίζεται, η δε γη παντοίοις φυτοίς κομά και χλοηφορεί. και ει τις άπιστος ζητοίη περί των λεγομένων, ει όλως εστί Λόγος Θεού, μαίνοιτο μεν ο τοιούτος αμφιβάλλων περί Λόγου Θεού· έχει δε όμως εκ των ορωμένων την απόδειξιν, ότι πάντα Λόγω Θεού και Σοφία συνέστηκε, και ουκ αν ηδράσθη τι των γενομένων, ει μη Λόγω εγεγόνει και Λόγω τω θείω, καθάπερ ελέχθη.
41. Λόγος δε ων, ου κατά την των ανθρώπων ομοιότητα, ώσπερ είπον, εστί συγκείμενος εκ συλλαβών· αλλά του εαυτού Πατρός εστιν εικών απαράλλακτος. άνθρωποι μεν γαρ εκ μερών συγκείμενοι, και εκ του μη όντος γενόμενοι, συγκείμενον έχουσι και διαλυόμενον τον εαυτών λόγον· ο δε Θεός ων εστι, και ου σύνθετος· διο και ο τούτου Λόγος ων εστι, και ου σύνθετος·
αλλ εις και μονογενής Θεός, ο εκ Πατρός οία πηγής αγαθής αγαθός προελθών, τα πάντα διακοσμεί και συνέχει. η δε αιτία, δι ην όλως ο του Θεού Λόγος τοις γενομένοις επιβέβηκεν, εστίν αληθώς θαυμαστή και γνωρίζουσα ότι ουκ άλλως έπρεπεν ή ούτω γενέσθαι, ώσπερ και έστι.
των μεν γαρ γενητών εστιν η φύσις, άτε δη εξ ουκ όντων υποστάσα, ρευστή τις και ασθενής και θνητή καθ εαυτήν συγκρινομένη τυγχάνει· ο δε των όλων Θεός αγαθός και υπέρκαλος την φύσιν εστί. διο και φιλάνθρωπός εστιν. αγαθώ γαρ περί ουδενός αν γένοιτο φθόνος· όθεν ουδέ το είναί τινι φθονεί, αλλά πάντας είναι βούλεται, ίνα και φιλανθρωπεύεσθαι δύνηται.
ορών ουν την γενητήν πάσαν φύσιν, όσον κατά τους ιδίους αυτής λόγους, ρευστήν ούσαν και διαλυομένην· ίνα μη τούτο πάθη, και πάλιν εις το μη είναι αναλυθή το όλον, τούτου ένεκεν τω εαυτού και αϊδίω Λόγω ποιήσας τα πάντα, και ουσιώσας την κτίσιν, ουκ αφήκεν αυτήν τη εαυτής φύσει φέρεσθαι και χειμάζεσθαι, ίνα μη και κινδυνεύση πάλιν εις το μη είναι·
αλλ ως αγαθός τω εαυτού Λόγω και αυτώ όντι Θεώ την σύμπασαν διακυβερνά και καθίστησιν, ίνα τη του Λόγου ηγεμονία και προνοία και διακοσμήσει φωτιζομένη η κτίσις βεβαίως διαμένειν δυνηθή, άτε δη του όντως όντος εκ Πατρός Λόγου μεταλαμβάνουσα και βοηθουμένη δι αυτού εις το είναι· μη άρα πάθη όπερ αν έπαθεν, ει μη ο Λόγος αυτήν ετήρει, λέγω δη το μη είναι, «ος εστι γαρ εικών του Θεού του αοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως· ότι δι αυτού και εν αυτώ συνέστηκε τα πάντα τα τε ορατά και τα αόρατα, και αυτός εστιν η κεφαλή της Εκκλησίας», ως οι της αληθείας διάκονοι διδάσκουσιν εν αγίοις γράμμασιν.
42. Αυτός γούν ο παντοδύναμος και παντέλειος άγιος ο του Πατρός Λόγος, επιβάς τοις πάσι και πανταχού τας εαυτού δυνάμεις εφαπλώσας, και φωτίσας τα τε φαινόμενα και τα αόρατα πάντα, εις εαυτόν συνέχει και συσφίγγει, μηδέν έρημον της εαυτού δυνάμεως απολελοιπώς, αλλά πάντα και δια πάντων, και έκαστον ιδία, και αθρόως ομού τα όλα ζωοποιών και διαφυλάττων·
τας τε αρχάς πάσης αισθητής ουσίας, αίπερ εισί θερμή και ψυχρά και υγρά και ξηρά εις εν συγκεραννύων, ποιεί μη αντιστατείν, αλλά μίαν και σύμφωνον αποτελείν αρμονίαν. δι αυτόν και την αυτού δύναμιν ούτε το πυρ τω ψυχρώ μάχεται, ούτε το υγρόν τω ξηρώ· αλλ ως φίλα και αδελφά τα καθ εαυτά όντα εναντία, συνελθόντα ομού, τα τε φαινόμενα ζωογονούσι, και του είναι τοις σώμασιν αρχαί γίνονται. τούτω τω Θεώ Λόγω πειθόμενα τα μεν επί γης ζωογονείται, τα δε εν ουρανοίς συνίσταται. και δια τούτον θάλαττα μεν πάσα και ο μέγας ωκεανός όροις ιδίοις έχουσι την εαυτών κίνησιν· η δε ξηρά πάσα χλοηφορεί και κομά παντοίοις και διαφόροις φυτοίς, ως προείπον. και ίνα μη το καθέκαστον επί φανεροίς ονομάζων ενδιατρίβω, ουδέν εστι των όντων και γινομένων ό μη εν αυτώ και δι αυτού γέγονε και έστηκεν, ή φησι και ο θεολόγος ανήρ· «Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος. πάντα δι αυτού εγένετο, και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν».
Οίον γαρ ει τις, λύραν μουσικός αρμοσάμενος και τα βαρέα τοις οξέσι, και τα μέσα τοις άλλοις τη τέχνη συναγαγών, εν το σημαινόμενον μέλος αποτελοίη· ούτω και η του Θεού σοφία, το όλον ως λύραν επέχων, και τα εν αέρι τοις επί γης συναγαγών, και τα εν ουρανώ τοις εν αέρι, και τα όλα τοις κατά μέρος συνάπτων και περιάγων τω εαυτού νεύματι και θελήματι, ένα τον κόσμον και μίαν την τούτου τάξιν αποτελεί καλώς και ηρμοσμένως, αυτός μεν ακίνητος μένων παρά τω Πατρί, πάντα δε κινών τη εαυτού συστάσει, ως αν έκαστον τω εαυτού Πατρί δοκή.
το γαρ παράδοξον αυτού της θεότητος τούτό εστιν, ότι ενί και τω αυτώ νεύματι πάντα ομού και ουκ εκ διαστημάτων, αλλ αθρόως όλα τα τε ορθά και τα περιφερή, τα άνω, τα μέσα, τα κάτω, τα υγρά, τα ψυχρά, τα θερμά, τα φαινόμενα και τα αόρατα περιάγει και διακοσμεί κατά την εκάστου φύσιν. ομού γαρ τω αυτώ νεύματι αυτού, το μεν ορθόν ως ορθόν, το δε περιφερές περιάγεται· το δε μέσον, ως έστι, κινείται· το θερμόν θερμαίνεται, και το ξηρόν ξηραίνεται· και τα όλα ως έχει φύσεως ζωοποιείται και συνίσταται παρ αυτού· και θαυμαστή τις και θεία αληθώς αρμονία αποτελείται δι αυτού.
43. Και ίνα εκ παραδείγματος το τηλικούτον νοηθείη, έστω το λεγόμενον ως εν εικόνι χορού μεγάλου. ως τοίνυν του χορού συνεστώτος εκ διαφόρων άνδρων, παίδων, γυναικών αύ και γερόντων, και των έτι νέων· και ενός του καθηγεμόνος σημαίνοντος, έκαστος μεν κατά την φύσιν εαυτού και δύναμιν φωνεί, ο μεν ανήρ ως ανήρ, ο δε παις ως παις, ο δε γέρων ως γέρων, και ο νέος ως νέος, πάντες δε μίαν αποτελούσιν αρμονίαν·
ή ως η καθ ημάς ψυχή εν ταυτώ τας εν ημίν αισθήσεις κατά την εκάστης ενέργειαν κινεί, ώστε παρόντος πράγματος ενός τας πάσας ομού κινείσθαι, και τον μεν οφθαλμόν οράν, την δε ακοήν ακούειν, την δε χείρα άπτεσθαι, και την όσφρησιν αντιλαμβάνεσθαι, και την γεύσιν γεύεσθαι· πολλάκις δε και τα άλλα μέλη του σώματος, ώστε και τους πόδας περιπατείν.
ή ίνα και τρίτω παραδείγματι το λεγόμενον σημανθή, έοικεν οικοδομηθείση μάλιστα μεγάλη πόλει, και οικονομουμένη επί παρουσία του και ταύτην οικοδομήσαντος άρχοντος και βασιλέως. εκείνου γαρ παρόντος και προστάττοντος, και προς πάντα τον οφθαλμόν τείνοντος, επόμενοι πάντες, οι μεν επί την γεωργίαν, οι δε επί τους υδραγωγούς υδρευσόμενοι σπεύδουσιν· άλλος δε επισιτισόμενος προέρχεται· και ο μεν επί την βουλήν βαδίζει, ο δε επί την εκκλησίαν εισέρχεται· και ο μεν δικαστής επί το δικάζειν, ο δε άρχων επί το θεσμοθετείν· καθίσταται δε ευθέως ο μεν τεχνίτης επί την εργασίαν, ο δε ναύτης επί την θάλατταν κατέρχεται, ο τέκτων επί το τεκτονεύειν, ο ιατρός επί την θεραπείαν, ο οικοδόμος επί την οικοδομήν· και ο μεν εις τον αγρόν βαδίζει, ο δε από του αγρού ανέρχεται· και οι μεν περί την πόλιν αναστρέφονται, οι δε από της πόλεως εξέρχονται, και πάλιν εις αυτήν επανέρχονται. πάντα δε ταύτα τη παρουσία του ενός άρχοντος, και τη τούτου διατάξει γίγνονται, και συνίστανται.
κατά ταύτα δη και επί της συμπάσης κτίσεως, καν μικρόν ή το παράδειγμα, όμως μείζονι διανοία χρή νοείν· υπό γαρ μιας ριπής νεύματός τινος του Θεού Λόγου ομού τα πάντα διακοσμείται, και τα οικεία παρ εκάστου γίνεται, και παρά πάντων ομού μία τάξις αποτελείται.
44. Νεύματι γαρ και ταις δυνάμεσι του επιστατούντος και ηγεμονεύοντος των πάντων θείου και πατρικού Λόγου, ουρανός μεν περιστρέφεται, τα δε άστρα κινείται, και ο μεν ήλιος φαίνει, η δε σελήνη περιπολεί, και αήρ μεν υπ αυτού φωτίζεται, αιθήρ δε θερμαίνεται και άνεμοι πνέουσι· τα όρη εις ύψος ανατεταμένα ίσταται, η θάλαττα κυμαίνει, και τα εν αυτή ζώα τρέφεται, η γη ακίνητος μένουσα καρποφορεί, και ο άνθρωπος πλάττεται, και ζη πάλιν και θνήσκει· και απλώς πάντα ψυχούται και κινείται· το πυρ καίει, το ύδωρ ψύχει, πηγαί αναβλύζουσι, ποταμοί πλημμυρούσι, καιροί και ώραι παραγίγνονται, υετοί κατέρχονται, τα νέφη πληρούται, χάλαζα γίνεται, χιών και κρύσταλλος πήγνυται, πετεινά ίπταται, ερπετά πορεύεται, ένυδρα νήχεται, θάλαττα πλέεται, γη σπείρεται και κατά τους ιδίους καιρούς χλοηφορεί, φυτά αύξει, και τα μεν νεάζει, τα δε πεπαίνεται, τα δε αυξάνοντα γηράσκει και φθίνει, και τα μεν αφανίζεται, τα δε γεννάται και φαίνεται.
πάντα δε ταύτα, και έτι πλείω τούτων, α δια το πλήθος ουκ ισχύομεν ημείς λέγειν, ο παραδοξοποιός και θαυματοποιός του Θεού Λόγος φωτίζων και ζωοποιών, τω εαυτού νεύματι κινεί και διακοσμεί, ένα τον κόσμον αποτελών, ουκ έξωθεν εαυτού και τας αοράτους δυνάμεις αφείς· και γαρ και ταύτας, οία δη και αυτών ποιητής υπάρχων, συμπεριλαβών εν τοις όλοις, συνέχει και ζωοποιεί πάλιν τω εαυτού νεύματι και τη εαυτού προνοία·
και τούτου ουκ αν τι γένοιτο προς απιστίαν εφόδιον. ως γαρ τη αυτού προνοία και σώματα μεν αύξει, ψυχή δε η λογική κινείται και το λογίζεσθαι και το ζήν έχει, και τούτο ου πολλής αποδείξεως δείται· ορώμεν γαρ τα γινόμενα· ούτω δη πάλιν αυτός ο του Θεού Λόγος ενί και απλώ νεύματι, τη εαυτού δυνάμει τον τε ορατόν κόσμον και τας αοράτους δυνάμεις κινεί και συνέχει, εκάστω την ιδίαν ενέργειαν αποδιδούς· ώστε τας μεν θείας θειοτέρως κινείσθαι, τα δε ορατά ώσπερ και οράται.
αυτός δε επί πάντων, ηγεμών τε και βασιλεύς και σύστασις γινόμενος των πάντων, τα πάντα προς δόξαν και γνώσιν του εαυτού Πατρός εργάζεται, μονονουχί δια των γιγνομένων έργων αυτού διδάσκων και λέγων. «Εκ μεγέθους και καλλονής κτισμάτων αναλόγως ο γενεσιουργός θεωρείται».
45. Ώσπερ γαρ, αναβλέψαντας εις τον ουρανόν και ιδόντας τον κόσμον αυτού και το των άστρων φως, έστιν ενθυμείσθαι τον ταύτα διακοσμούντα Λόγον· ούτω νοούντας Λόγον Θεού, νοείν εστιν ανάγκη και τον τούτου Πατέρα Θεόν, εξ ου προϊών εικότως του εαυτού Πατρός ερμηνεύς και άγγελος λέγεται·
και τούτο εκ των καθ ημάς τις αν ίδοι. ει γαρ δη λόγου προϊόντος παρά ανθρώπων ενθυμούμεθα την τούτου πηγήν είναι τον νουν, και τω λόγω επιβάλλοντες, τον νουν σημαινόμενον ορώμεν τω λογισμώ· πολλώ πλέον μείζονι φαντασία και ασυγκρίτω υπεροχή του Λόγου την δύναμιν ορώντες, έννοιαν λαμβάνομεν και του αγαθού Πατρός αυτού, ως αυτός ο Σωτήρ φησιν· «Ο εμέ εωρακώς εώρακε τον Πατέρα». ταύτα δε και πάσα θεόπνευστος γραφή φανερώτερον και κατά μείζον κηρύττει, αφ ων δη και ημείς τεθαρρηκότες ταύτά σοι γράφομεν, και συ, ταύταις εντυγχάνων, δυνήση των λεγομένων έχειν την πίστιν. λόγος γαρ εκ μειζόνων βεβαιούμενος, αναντίρρητον έχει την απόδειξιν. Άνωθεν τοίνυν περί της των ειδώλων αναιρέσεως προησφαλίζετο τον Ιουδαίων λαόν ο θείος Λόγος λέγων· «Ου ποιήσεις σεαυτώ είδωλον, ουδέ παντός ομοίωμα, όσα εν τω ουρανώ άνω, και επί της γης κάτω». την δε αιτίαν της τούτων καθαιρέσεως, ετέρως σημαίνει λέγων· «Τα είδωλα των εθνών αργύριον και χρυσίον, έργα χειρών ανθρώπων. στόμα έχουσι, και ου λαλήσουσιν· οφθαλμούς έχουσι, και ουκ όψονται· ώτα έχουσι, και ουκ ακούσονται· ρίνας έχουσι, και ουκ οσφρανθήσονται. χείρας έχουσι, και ου ψηλαφήσουσι· πόδας έχουσι, και ου περιπατήσουσιν».
ου σεσιώπηκε δε την περί της κτίσεως διδασκαλίαν· αλλά και μάλα ειδώς αυτών το κάλλος, ίνα μη τινες, τω κάλλει τούτων αποβλέψαντες, ουχ ως έργα Θεού αλλ ως θεούς θρησκεύσωσι, προασφαλίζεται τους ανθρώπους λέγων· «Και μη αναβλέψας τοις οφθαλμοίς και ιδών τον ήλιον και την σελήνην, και πάντα τον κόσμον του ουρανού πλανηθείς, προσκυνήσης αυτοίς, α απένειμε Κύριος ο Θεός σου πάσι τοις έθνεσι τοις υποκάτω του ουρανού».
απένειμε δε ουκ εις το είναι θεούς αυτοίς αυτά, αλλ ίνα τη τούτων ενεργεία γινώσκωσιν οι από των εθνών τον των πάντων δημιουργόν Θεόν, ώσπερ είρηται. ο γαρ Ιουδαίων πάλαι λαός κατά πλείον είχε την διδασκαλίαν, ότι μη μόνον εκ των της κτίσεως έργων, αλλά και εκ των θείων γραφών είχον την περί Θεού γνώσιν. και καθόλου δε τους ανθρώπους από της περί τα είδωλα πλάνης και αλόγου φαντασίας αφέλκων, φησίν· «Ουκ έσονταί σοι θεοί έτεροι πλήν εμού».
ουχ ως όντων δε θεών άλλων κωλύει τούτους αυτούς έχειν, αλλ ίνα μη τις, τον αληθινόν αποστραφείς Θεόν, εαυτώ τα μη όντα θεοποιείν άρξηται, οποίοί εισιν οι παρά ποιηταίς και συγγραφεύσιν ονομασθέντες και δειχθέντες ουκ όντες θεοί. και αυτή δε η λέξις το μη είναι αυτούς θεούς δείκνυσι, δι ης φησιν· «Ουκ έσονταί σοι θεοί έτεροι», όπερ επί μέλλοντος σημαίνεται. το δε επί μέλλουσι γινόμενον ουκ έστι τότε ότε ταύτα λέγεται.
46. Άρ ουν, ανελών την των εθνών ή ειδώλων αθεότητα, σεσιώπηκεν η ένθεος διδασκαλία και απλώς αφήκε το των ανθρώπων γένος άμοιρον της του Θείου γνώσεως φέρεσθαι; ουχί γε, αλλά και προαπαντά τη διανοία λέγουσα· «Άκουε, Ισραήλ, Κύριος ο Θεός σου, Κύριος εις εστι»· και πάλιν· «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εν όλη τη καρδία σου, και εν όλη τη ισχύϊ σου»· και πάλιν· «Κύριον τον Θεόν σου προσκυνήσεις, και αυτώ μόνω λατρεύσεις, και προς αυτόν κολληθήση».
ότι δε και η δια πάντων και η εις πάντα του Λόγου πρόνοια και διακόσμησις από πάσης θεοπνεύστου γραφής μαρτυρείται, αρκεί τα νυν λεγόμενα δείξαι του λόγου την πίστιν, ή φασιν οι θεολόγοι άνδρες· «Εθεμελίωσας την γην, και διαμένει· τη διατάξει σου διαμένει η ημέρα»· και πάλιν· «Ψάλατε τω Θεώ ημών εν κιθάρα, τω περιβάλλοντι τον ουρανόν εν νεφέλαις, τω ετοιμάζοντι τη γη υετόν, τω εξαγαγόντι εν όρεσι χόρτον και χλόην τη δουλεία των ανθρώπων, και διδόντι τοις κτήνεσι τροφήν».
δια τίνος δε δίδωσιν ή δι ου και τα πάντα γέγονε; δι ου γαρ γέγονε, δι αυτού και η των πάντων ακολούθως εστί πρόνοια. τις ουν αν είη ούτος ή ο του Θεού Λόγος, περί ου και εν ετέρω λέγει· «Τω λόγω Κυρίου οι ουρανοί εστερεώθησαν, και τω πνεύματι του στόματος αυτού πάσα η δύναμις αυτών»;
και γαρ τα πάντα εν αυτώ και διαυτού γενόμενα διαλέγεται, αφ ων και ημάς πείθει λέγουσα· «Αυτός είπε, και εγενήθησαν· αυτός ενετείλατο, και εκτίσθησαν·» καθώς και ο πάντα μέγας Μωϋσής εν αρχή της κοσμοποιίας βεβαιοί το λεγόμενον εξηγούμενος και λέγων· «Και είπεν ο Θεός· ποιήσωμεν άνθρωπον κατ εικόνα ημετέραν και καθ ομοίωσιν». επειδή και την ουρανού και γης και πάντων υφιστάς γένεσιν, αυτώ είπεν ο Πατήρ· «Γενηθήτω ουρανός, και συναχθήτω τα ύδατα, και οφθήτω η ξηρά· και εξαγαγέτω η γη βοτάνην και παν ζώον».
Αφ ων και Ιουδαίους αν τις ελέγξειεν ου γνησίως εφιστάνοντας ταις γραφαίς. τίνι γαρ, αν τις είποι προς αυτούς, ωμίλει ο Θεός, ίνα και προστάττων λαλή; ει μεν ουν τοις γιγνομένοις προσέταττε και ωμίλει, περιττός ην ο λόγος· ούπω γαρ ην, αλλ έμελλε γίγνεσθαι· ουδείς δε τω μη όντι λαλεί, ουδέ εις το γενέσθαι τω μηδέπω γενομένω προστάττει και λαλεί. ει γαρ τοις εσομένοις προσέταττεν ο Θεός, έδει λέγειν αυτόν· Γενού, ουρανέ, και γενού, γη, και έξελθε, βοτάνη, και ποιήθητι, άνθρωπε· νυν δε τούτο μεν ουκ εποίησε, προστάττει δε λέγων· «Ποιήσωμεν άνθρωπον, και εξελθέτω βοτάνη»· αφ ων δείκνυται ο Θεός ως πλησίον τινί διαλεγόμενος περί τούτων. ουκούν ανάγκη συνείναί τινα τούτω, ω και ομιλών εποίει τα όλα.
τις ουν αν είη ει μη ο τούτου Λόγος; τίνι γαρ αν τις φαίη Θεόν ομιλείν ή τω εαυτού Λόγω; ή τις τούτω συνήν ποιούντι την γενητήν πάσαν ουσίαν ή η τούτου σοφία, η λέγουσα· «ώΗνίκα εποίει τον ουρανόν και την γην, συμπαρήμην αυτώ»; εν δε τη ουρανού και γης ονομασία, πάντα τα εν ουρανώ και γη γενητά συμπεριλαμβάνει.
συνών δε ως σοφία, και ως Λόγος τον Πατέρα βλέπων, εδημιούργει το παν και συνίστη και διεκόσμει· και δύναμις δε ων του Πατρός, τα όλα εις το είναι ισχυροποίει, ή φησι και ο Σωτήρ· «Πάντα όσα βλέπω τον Πατέρα ποιούντα, καγώ ομοίως ποιώ»·
και δι αυτού δε και εις αυτόν τα πάντα γεγονέναι οι ιεροί τούτου διδάσκουσι μαθηταί, και ότι αγαθόν εξ αγαθού γέννημα και αληθινός Υιος υπάρχων, δύναμίς εστι του Πατρός και σοφία και Λόγος, ου κατά μετοχήν ταύτα ων, ουδέ έξωθεν επιγενομένων τούτων αυτώ κατά τους αυτού μετέχοντας και σοφιζομένους δι αυτού, και δυνατούς και λογικούς εν αυτώ γινομένους, αλλ αυτοσοφία, αυτολόγος, αυτοδύναμις ιδία του Πατρός εστιν, αυτοφώς, αυτοαλήθεια, αυτοδικαιοσύνη, αυτοαρετή, και μην και χαρακτήρ και απαύγασμα και εικών. και συνελόντι φράσαι, καρπός παντέλειος του Πατρός υπάρχει, και μόνος εστίν Υιος, εικών απαράλλακτος του Πατρός. 47. Τις ουν αν, τις εξαριθμήσειε τον Πατέρα, ίνα και του Λόγου τούτου τας δυνάμεις εξεύροι; έστι γαρ ώσπερ του Πατρός Λόγος και σοφία, ούτω και τοις γενητοίς συγκαταβαίνων, γίνεται προς την του γεννήτορος γνώσιν και έννοιαν αυτοαγιασμός και αυτοζωή και θύρα και ποιμήν και οδός, και βασιλεύς και ηγεμών και επί πάσι σωτήρ, και ζωοποιός και φως, και πρόνοια των πάντων.
τοιούτον άρα αγαθόν και δημιουργόν Υιόν έχων εξ εαυτού ο Πατήρ, ουκ αφανή αυτόν τοις γενητοίς απέκρυψεν· αλλά και οσημέραι τούτον αποκαλύπτει τοις πάσι δια της των πάντων δι αυτού συστάσεως και ζωής. εν αυτώ δε και δι αυτού, και εαυτόν εμφαίνει, καθώς ο Σωτήρ φησιν· «Εγώ εν τω Πατρί και ο Πατήρ εν εμοί»· ώστε εξ ανάγκης είναι τον Λόγον εν τω γεννήσαντι, και τον γεννηθέντα συν τω Πατρί διαιωνίζειν.
Τούτων δε ούτως εχόντων, και ουδενός έξωθεν αυτού τυγχάνοντος, αλλά και ουρανού και γης, και πάντων των εν αυτοίς εξηρτημένων αυτού, όμως άνθρωποι παράφρονες, παραγκωνισάμενοι την προς τούτον γνώσιν και ευσέβειαν, τα ουκ όντα προ των όντων ετίμησαν· και αντί του όντως όντος Θεού τα μη όντα εθεοποίησαν, «τη κτίσει παρά τον κτίσαντα λατρεύοντες», πράγμα πάσχοντες ανόητον και δυσσεβές.
όμοιον γαρ ως ει τις τα έργα προ του τεχνίτου θαυμάσειε, και τα εν τη πόλει δημιουργήματα καταπλαγείς, τον τούτων δημιουργόν καταπατοίη· ή ως ει τις το μεν μουσικόν όργανον επαινοίη, τον δε συνθέντα και αρμοσάμενον εκβάλλοι. άφρονες και πολύ τον οφθαλμόν πεπηρωμένοι. πως γαρ αν έγνωσαν όλως οικοδομήν ή ναύν ή λύραν, μη ουχί του ναυπηγού εργασαμένου, και του αρχιτέκτονος οικοδομήσαντος, και του μουσικού συνθέντος;
ώσπερ ουν ο ταύτα λογιζόμενος μαίνεται και υπερέκεινα πάσης μανίας εστίν, ούτως ου μοι δοκούσιν υγιαίνειν την διάνοιαν οι τον Θεόν μη επιγινώσκοντες, και τον τούτου Λόγον μη θρησκεύοντες, τον Σωτήρα των πάντων τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, δι ου τα πάντα ο Πατήρ διακοσμεί και συνέχει, και προνοείται των όλων· εις ον συ την πίστιν έχων και το θεοσεβές, ω φιλόχριστε, χαίρε και εύελπις γίνου, ότι της εις αυτόν πίστεως και ευσεβείας αθανασία και βασιλεία ουρανών εστιν ο καρπός, μόνον εάν κατά τους αυτού νόμους η ψυχή κεκοσμημένη γένηται. ώσπερ γαρ τοις κατ αυτόν πολιτευομένοις εστί το έπαθλον ζωή αιώνιος, ούτω τοις την εναντίαν και μη την της αρετής ατραπόν οδεύουσιν αισχύνη μεγάλη και κίνδυνος ασύγγνωστος εν ημέρα κρίσεως, ότι καίτοι γνόντες την της αληθείας οδόν, εναντία ων έγνωσαν έπραξαν.