Ας δούμε μια περίπτωση επιθανάτιας εξωσωματικής εμπειρίας, της οποίας η σημασία έγκειται στο γεγονός ότι αφορά έναν μορφωμένο Έλληνα και στο ότι προέρχεται από την καρδιά του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, την Αθήνα. Καταγράφηκε από τον ιστορικό Κλέαρχο, μαθητή του ίδιου του Αριστοτέλη και «έναν από τους πρώτους σε αξία μεταξύ των φιλοσόφων της Περιπατητικής Σχολής», όπως σημειώνει ο Ιώσηπος. Επειδή το έργο του Κλεάρχου χάθηκε, η ιστορία σώζεται σε χωρίο του Πρόκλου (Υπόμνημα στην Πολιτεία του Πλάτωνος ΙΙ, 113, 19 Kroll): « ...πολλοί φάνηκε ότι πέθαναν και θάφτηκαν μέσα σε μνήματα, αλλά αναβίωσαν και παρουσιάστηκαν άλλοι να κάθονται μέσα στους τάφους και άλλοι να στέκονται όρθιοι στο πλάι. Αυτό ακριβώς ιστορείται και για κάποιους αρχαίους, όπως ο Αριστέας ο Προκοννήσιος, ο Ερμότιμος ο Κλαζομένιος, ο Επιμενίδης ο Κρης, δηλαδή ότι μετά θάνατον εμφανίστηκαν στους ζωντανούς. Και γιατί να λέει κανείς πολλά; Όταν ακόμη και ό ίδιος ο Κλέαρχος, ο μαθητής του Αριστοτέλη, μας έχει παραδώσει, πρώτος αυτός, μια παρόμοια θαυμαστή ιστορία. Ο Κλεώνυμος ο Αθηναίος, άνθρωπος που είχε μεγάλη κλίση προς τους λόγους της φιλοσοφίας, όταν πέθανε κάποιος φίλος του, πόνεσε πολύ και έχασε τη διάθεσή του. Λιποθύμησε και, επειδή φάνηκε ότι πέθανε, την τρίτη μέρα!!!Η μητέρα του, όμως, καθώς αγκάλιασε το νεκρό, για να τον φιλήσει για τελευταία φορά, και τραβώντας του το ιμάτιο από το πρόσωπο τον καταφιλούσε, αισθάνθηκε ότι μέσα του υπήρχε μια ελαφριά ανάσα. Η μητέρα χάρηκε πολύ και σταμάτησε την ταφή, ενώ ο Κλεώνυμος ανασηκώθηκε λίγο και αφηγήθηκε όσα είδε και άκουσε, όταν ήταν χωριστά από το σώμα του. Είπε ότι του φάνηκε πως η ψυχή του, ελευθερωμένη σαν από δεσμά από το θάνατο, άφησε το σώμα του και σηκώθηκε ψηλά. Πετώντας πάνω από τη γη είδε ένα σωρό τόπους κάθε σχήματος και χρώματος και ρεύματα ποταμών που δεν τα βλέπουν οι άνθρωποι. Στο τέλος έφτασε σε κάποιον ιερό χώρο της Εστίας, όπου κυκλοφορούσαν δαιμονικές δυνάμεις με μορφές γυναικών απερίγραπτες. Σ' εκείνον τον ίδιο τόπο έφτασε και ένας άλλος άνθρωπος και άκουσαν και οι δύο την ίδια φωνή, που τους έλεγε να παραμείνουν ήσυχοι και να βλέπουν όλα όσα γίνονταν εκεί. Και είδαν και οι δυο τους τιμωρίες και κρίσεις και διαρκείς καθαρισμούς ψυχών καθώς και τις (θεές) Ευμενίδες που τις εποπτεύουν. Κατόπιν διατάχτηκαν να αναχωρήσουν και, καθώς αναχωρούσαν, ρώτησαν ο ένας τον άλλο ποιοι ήταν και είπαν μεταξύ τους τα ονόματα και τις πατρίδες τους. Ο ένας λεγόταν Κλεώνυμος και ήταν από την Αθήνα και ο άλλος Λυσίας και ήταν από τις Συρακούσες. Και συμφώνησαν να αναζητήσει ο καθένας τους τον άλλο με κάθε τρόπο, εάν έρθει στην πόλη του άλλου ... Μετά από λίγο καιρό ο Λυσίας ήρθε στην Αθήνα και, καθώς τον είδε από μακριά ο Κλεώνυμος, φώναξε δυνατά: «αυτός είναι ο Λυσίας!». Ομοίως και ο Λυσίας τον κατάλαβε, πριν τον πλησιάσει, και είπε στους παρόντες: «αυτός είναι ο Κλεώνυμος!».
Το ενδιαφέρον της παραπάνω ιστορίας έγκειται καταρχήν στο ότι προέρχεται από την κλασική εποχή του Ελληνισμού. Επιπλέον είναι καταγραμμένη από αξιόπιστη πηγή και φανερώνει συνάμα το εξαιρετικό ενδιαφέρον της σχολής του Αριστοτέλη για την καταγραφή παρόμοιων φαινομένων. Ο Κλεώνυμος είναι μορφωμένος άνθρωπος, γεγονός που δείχνει ότι οι εμπειρίες αυτού του είδους δεν απασχολούσαν μόνο τα κατώτερα στρώματα και δε θεωρούνταν αποτέλεσμα δεισιδαιμονίας. Ο έτερος πρωταγωνιστής της, ο Λυσίας, προέρχεται από την ελληνική Δύση, γεγονός που μας κάνει να υποψιαζόμαστε ότι μπορεί να είναι και Πυθαγόρειος. Είναι γνωστές οι πυθαγόρειες αντιλήψεις για τη μεταθανάτια τιμωρία των αμαρτωλών. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι η αφήγηση θυμίζει ανάλογες χριστιανικές αφηγήσεις και οράματα του παραδείσου και της κόλασης και φανερώνει μια υπόγεια σύνδεση ανάμεσα στη χριστιανική εικονογράφηση του Άλλου Κόσμου και την ελληνική μυστικιστική παράδοση.