Αχ! Να μην έσωνα κι εγώ, ύστερα από αυτούς, να βρίσκομαι με τους ανθρώπους του πέμπτου γένους, παρά ή να πέθαινα πρωτύτερα ή να ζούσα κατόπιν. Γιατί τώρα πια υπάρχει το πέμπτο γένος, το σιδερένιο. Ποτέ δεν θα πάψουν την ημέρα να τραβάνε κόπους και βάσανα και τη νύχτα να μαραζώνουν για κάτι τι, γιατί βαριές έγνοιες θα τους δίνουν οι θεοί. Μα όπως και να είναι, με τα κακά αυτά θα αναμιχθούν και καλά. Ο Ζευς θα αφανίσει και τούτο το γένος των ανθρώπων τότε που θα μοιάζει των παιδιών του ούτε και τα παιδιά (του πατέρα), ούτε ο αδελφός στον αδελφό, καθώς πρωτύτερα. Και τους γονείς, μόλις γεράσουν, θα τους καταφρονούν. Θα τους βρίζουν τότε λέγοντάς τους βαριά λόγια, οι κακοί, χωρίς να λογαριάζουν την τιμωρία των θεών. Ούτε και θα αποδίδουν αυτοί στους γερασμένους γονείς τους τα όσα ξόδεψαν για να τους μεγαλώσουν. [θα βάζουν το δίκιο στην δύναμή τους. Κι ο ένας του άλλου θα λεηλατεί την πόλη]. Ούτε καμία τιμή θα έχει όποιος κρατεί τον όρκο του, ούτε ο δίκαιος ούτε ο καλός, και μάλλον θα τιμούν τον άνθρωπο που κάνει εγκλήματα και αυθαιρεσίες. Το δίκαιο θα είναι στο δύναμη και σεβασμός δεν θα υπάρχει. Και θα ζημιώνει ο αχρείος τον ευγενικό άνθρωπο λέγοντας του λόγια απατηλά που θα παίρνει όρκο για αυτά. Και ο φθόνος ο πικρόγλωσσος ο χαιρέκακος, θα παρακολουθεί όλους τους άθλιους ανθρώπους με μάτια γεμάτα μίσος. Και τότε πια από την πλατύδρομη χθόνα η Αιδώς και η Νέμεσις, αφού σκεπάσουν το ωραίο τους πρόσωπο με τα λευκά πέπλα τους, θα ανέβουν στον Όλυμπο, κοντά στους αθανάτους, παρατώντας τους ανθρώπους. Και θα μείνουν στους θνητούς οι βαριές θλίψεις. Και το κακό δεν θα έχει γιατρειά. .....
Πρώτο έπλασαν το χρυσό γένος των μερόπων ανθρώπων οι αθάνατοι που κατοικούνε στου Ολύμπου δώματα. Αυτοί (οι άνθρωποι) υπήρχαν τον καιρό του Κρόνου, όταν βασίλευε στον ουρανό. Ζούσαν σαν θεοί, μη έχοντας καμία έγνοια στο μυαλό τους και μακριά και έξω από κόπους και βάσανα. Ούτε υπήρχαν τα γερατειά που εμείς τα τρέμουμε, και έχοντας πάντα νεανικά τα χέρια και τα πόδια τέρπονταν με συμπόσια, μακριά από κάθε κακό. Και πέθαιναν σαν να τους έπαιρνε ο ύπνο
ς. Και είχαν όλα τα καλά. Η ζωοδότρα γη ανάδινε μονάχη της πολύ και άφθονο καρπό. Και εκείνοι ευχαριστημένοι, ζούσαν ξεκούραστοι από τα κτήματα τους ανάμεσα σε πολλά καλά, [πλούσιοι σε πρόβατα και φίλοι των μάκαρων θεών]. Λοιπόν, από τον καιρό που σκέπασε πια η γαία αυτό το γένος, τούτοι έγινα με την θέληση του μεγάλου Διός Δαίμονες, εσθλοί, επιχθόνιοι, φύλακες των θνητών ανθρώπων [και τούτοι παρακολουθούν τις δίκες και τα εγκλήματα, αεροντυμένοι περιέρχονται επί Αίαν], και χαρίζουνε πλούτη. Αυτό το βασιλικό προνόμιο πήρανε.
Ύστερα πάλι δεύτερο γένος, πολύ κατώτερο, ασημένιο έπλασαν αυτοί που κατοικούν στου Ολύμπου τα δώματα, που δεν ήταν όμοιο με το χρυσό ούτε στου κορμιού ούτε στου νου τη δύναμη. Παρά εκατό έτη μεγάλωνε το παιδί, παίζοντας στον οίκο του δίπλα στην στοργική μητέρα του, όλως διόλου νήπιο. Μα όταν ερχόταν ο καιρός να γίνουν παλληκάρια και έπαιρναν τα σημάδια της ήβης, πολύ λίγο καιρό ζούσαν, αφού τραβούσαν βάσανα από την αμυαλιά τους. Γιατί δεν μπορούσαν να κρατούν μακριά ο ένας από τον άλλον την ανόσια αλαζονεία, και δεν ήθελαν να λατρεύουν τους αθανάτους, ούτε να θυσιάζουν επάνω στους ιερούς βωμούς των μακάρων, σύμφωνα με τα έθιμα που έχουν οι άνθρωποι ο καθένας στον τόπο του. Ύστερα από αυτά ο Κρονίδης Ζεύς θύμωσε και τους έκρυψε, αφού πρόσφεραν τιμές στους μακαρισμένους θεούς που κατοικούν στον Όλυμπο. Όταν και τούτο το γένος κατά γαίαν καλύφτηκε, αυτοί καλούνται υποχθόνιοι μάκαρες θνητοί, και έρχονται σε κατώτερη τάξη, μα τους ακολουθεί και τούτος κάποια τιμή.
Και ο Ζευς ο πατήρ ένα άλλο τρίτο γένος έπλασε μερόπων ανθρώπων, χάλκινο, που δεν έμοιαζε καθόλου με το ασημένιο, εκ μελίας, σκληρό και δυνατό. Τούτοι καταγίνονται στα πολυστέχνατα έργα του Άρεως και σε πράξεις βίας. Ούτε έτρωγαν καθόλου σιτάρι, παρά είχαν αδάμαντος είχαν κρατερόφρονα θυμό, και έπνεαν τρόμο. Μεγάλη ήταν η δύναμη τους, και τα ανίκητα χέρια τους ξεφύτρωναν από τους ώμους επάνω στα στιβαρά κορμιά τους. Τα όπλα τους ήσαν χάλκινα και χάλκινοι οι οίκοι τους, και με τον χαλκό εργαζόταν, γιατί δεν υπήρχε μαύρος σίδηρος. Και τούτοι αφανισμένοι ο ένας από το χέρι του άλλου μπήκαν στο μουχλιασμένο δόμα του κρυερού Άδη, χωρίς να αφήσουν όνομα. Αν και ήσαν τρομεροί, τους πείρε ο θάνατος κι έχασαν το λαμπρό φώς του ήλιου.
Αφού λοιπόν και τούτο το γένος κατά γαία κάλυψε, πάλι και τέταρτο έπλασε ο Κρονίδης Ζευς επί της πολυτρόφου χθόνας, πιο δίκαιο και αντρειωμένο, το θείο γένος των Ηρώων που ονομάζονται ημίθεοι, η πρωτύτερη από τη δική μας γενιά επάνω στην απέραντη γαία. Και τούτους όμως πόλεμος κακός και τρομερή σύγκρουση, άλλους στην εφτάπυλη Θήβα, της Καδμείας γαίας, αφάνισε, που μάχονταν για τα κοπάδια του Οιδίποδα, και άλλους και μέσα στα καράβια απάνω από την άπατη θάλασσα, αφού τους έφερε στην Τροία για την Ελένη την ομορφομαλλούσα. Άλλους εκεί, αλήθεια, ο θάνατος τους σκέπασε και πέθαναν, και άλλους ο Κρονίδης Ζευς, αφού ξέχωρα από τους ανθρώπους τους ώρισε να ζουν και να κατοικούν, τους τοποθέτησε στα πέρατα της γαίας, μακριά από τους αθανάτους, και ο Κρόνος είναι βασιλιάς τους, γιατί τον έλυσε από τα δεσμά ο πατέρας των ανθρώπων και των θεών. Και τούτοι μεν κατοικούν έχοντες ξέγνοιαστη καρδιά στα Νησιά των Μακάρων κοντά στον βαθυδίνη Ωκεανό, όλβιοι ήρωες που η πολύκαρπη αρούρα [γη] τους χαρίζει γλυκό καρπό που ωριμάζει τρείς φορές το χρόνο. Και στους άλλους που βρίσκονται στον κάτω Κόσμο χάρισε τιμή και κύδος. Ούτε άλλο γένος έκαμε τόσο ονομαστό ο ευρύοπας Ζευς ανάμεσα στους ανθρώπους που γεννήθηκαν επί της πολυτρόφας χθόνας.