Περί δε των άλλων δαιμόνων να είπωμεν και να γνωρίσω-
μεν την γένεσιν αυτών είναι έργον υπερβαίνον τας δυνάμεις
Ε. | ημών. Αλλά πρέπει να εμπιστευώμεθα εις εκείνους οίτινες
ωμίλησαν πρώτοι, οι οποίοι ήσαν απόγονοι των Θεών, ως έλε-
γον, και θα εγνώριζον καλά τους προγόνους των. Αδύνατον λοι-
πόν να μη πιστεύωμεν εις τα τέκνα των Θεών, ει και άνευ απο-
δείξεων πιθανών ή αναγκαίων ομιλούσιν. Αλλ' επειδή λέγου-
σιν ότι τα διηγούνται ως οικογενειακά πράγματα, ημείς υπα-
κούοντες εις τον νόμον πρέπει να τα πιστεύωμεν. Ούτω λοιπόν
και η γένεσις των Θεών τούτων ας είναι και δι' ημάς όπως ούτοι
λέγουσι, και ας λέγηται: ότι εκ της Γης και του Ουρανού εγεννή-
θησαν παίδες ο Ωκεανός και η Θέτις· εκ τούτων δε ο Φόρκυς και
ο Κρόνος και η Ρέα και όσοι μετ' αυτών· εκ του Κρόνου δε και της
41. | Ρέας εγεννήθησαν ο Ζευς και η Ήρα και πάντες, όσους
γνωρίζομεν ότι λέγονται αδελφοί αυτών, και ακόμη άλλοι από-
γονοι τούτων.
Ότε λοιπόν όλοι οι Θεοί, όσοι περιφέρονται φανερά, και όσοι
φανερώνονται καθ' όσον θέλουσιν , έλαβον γέννησιν, εκείνος,
όστις εγέννησε το σύμπαν τούτο, λέγει εις αυτούς ταύτα: «Θεοί
(τέκνα) Θεών, των οποίων εγώ είμαι ο δημιουργός και πατήρ,
έργων, τα οποία γεννηθέντα δι' εμού είναι αδιάλυτα όταν εγώ
δεν θέλω. Αληθώς παν ότι εδέθη δύναται να λυθή, αλλ'
εκείνο το οποίον καλώς συνηρμόσθη και έχει καλώς να θέλη να
λύση τις, πράττει έργον κακού . Διά τούτο, και επειδή έχετε
Β. | γεννηθή, δεν είσθε μεν αθάνατοι ουδέ αδιάλυτοι το παρά-
παν, αλλ' όμως δεν θέλετε διαλυθή, ούτε θα υποκύψητε εις την
μοίραν του θανάτου, διότι έχετε υπέρ υμών την θέλησίν μου,
ήτις είναι δεσμός πολύ μεγαλύτερος και στερεώτερος παρά εκεί-
νους, διά των οποίων συνεδέθητε, ότε εγεννάσθε. Τώρα λοιπόν
ταύτα τα οποία λέγω και δηλώνω εις υμάς, ακούσατε. Γένη
θνητά τρία ακόμη υπολείπονται να γεννηθώσι, και λοιπόν εάν
ταύτα δεν γεννηθώσιν, ο κόσμος θα είναι ατελής, διότι δεν θα
C. | έχη εντός εαυτού όλα τα γένη των ζώων· και όμως πρέπει να
τα έχη, εάν μέλλη να είναι όσον πρέπει τέλειος. Αλλ' εάν ταύτα
δι' εμού γεννηθώσι και λάβωσι ζωήν, θα είναι ίσα με Θεούς.
Διά να είναι λοιπόν ταύτα θνητά, τούτο δε το Παν πραγμα-
τικώς Άπαν (σύμπαν), αναλάβετε υμείς κατά την φύσιν υμών
την δημιουργίαν των ζώων, μιμούμενοι την ενέργειάν μου εις
την γένεσιν υμών. Και ως προς το μέρος αυτών εκείνο, το οποίον
πρέπει να έχη το όνομα των αθανάτων, λεγόμενον θείον και
διευθύνον εν αυτοίς το μέρος, όπερ θέλει να υπακούη εις την δι-
καιοσύνην και εις υμάς, τούτο εγώ θα σπείρω και θα προνοήσω
Δ. | να παραδώσω εις υμάς. Ως προς δε το λοιπόν υμείς συνυφαίνοντες το θνητόν με το αθάνατον δημιουργείτε και γεννάτε
τα ζώα, και δίδοντες τροφήν αυξάνετε αυτά και όταν αποθνήσκωσι, δέχεστε αυτά πάλιν.
----------------------------------------
Καθώς λοιπόν και κατ' αρχάς είπομεν, εις τα πράγματα ταύτα, τα οποία
ευρίσκοντο εις αταξίαν, ο Θεός έθεσεν εις έκαστον αναλογίας (συμ-
μετρίας) και προς εαυτό και προς τα άλλα, καθ' όσας και όπου ήτο
δυνατόν να γίνωσιν ανάλογα και σύμμετρα. Διότι τότε ουδέν πράγμα
μετείχεν αναλογιών και μέτρων, εκτός αν τι εξ αυτών μετείχε
κατά τύχην, ούτε το παράπαν υπήρχε κανέν άξιον να λάβη το
όνομα των πραγμάτων, τα οποία τώρα έχουσι το όνομα τούτο, ως
C | πυρ και ύδωρ και ει τι άλλο. Αλλ' όλα ταύτα κατά πρώτον ο Θεός διέταξε, και έπειτα εκ τούτων εσύστησε το σύμπαν τούτο, ζώον ον, το οποίον περιλαμβάνει εν εαυτώ όλα τα ζώα,θνητά και αθάνατα. Και των μεν θείων πραγμάτων αυτός ούτος έγεινε δημιουργός, την γέννησιν δε των θνητών ανέθεσεν εις τα πλάσματα αυτού, ίνα τα δημιουργήσωσι. Και ούτοι μιμούμενοι αυτόν, λαβόντες παρ' αυτού την αθάνατον αρχήν της ψυχής, μετά τούτο ετόρνευσαν πέριξ αυτής έν σώμα θνητόν, και όλον τούτο το σώμα έδοσαν εις αυτήν ως όχημα· και έν άλλο είδος ψυχής έπλασαν προσέτι, το θνητόν, το οποίον έχει εντός αυτού φοβερά και
Δ. | αναπόφευκτα πάθη , πρώτον μεν την ηδονήν, το μέγιστον
δέλεαρ του κακού, έπειτα τας λύπας, διά τας οποίας φεύγομεν τα-
γαθά, και προσέτι θάρρος και φόβον, άφρονας συμβούλους, και τον
θυμόν, όστις δυσκόλως ακούει τας συμβουλάς, και την ελπίδα,
ήτις ευκόλως παρασύρεται υπό του παραλόγου αισθήματος και
του τα πάντα τολμώντος έρωτος. Αναμίξαντες δε ταύτα ομού διά
της ανάγκης έπλασαν το θνητόν γένος.
--------------------------
Τα δε λοιπά χρώματα εκ τούτων των
παραδειγμάτων είναι σχεδόν φανερόν με ποίας μίξεις δύνανται να
εξηγηθώσι και να διατηρηθή η πιθανότης του λόγου. Αλλ' εάν
τις εξετάζων ταύτα εν τη πραγματικότητα θέλη να κάμη δοκιμήν
αυτών, θα εδεικνύετο αγνοών την διαφοράν μεταξύ της ανθρωπί-
νης και της θείας φύσεως, ότι δηλ. ο Θεός έχει την επιστήμην άμα
και την δύναμιν επαρκείς, ίνα αναμιγνύη πολλά πράγματα εις έν
και πάλιν εκ του ενός να τα διαλύη εις πολλά, αλλ' εκ των αν-
θρώπων ουδείς είναι ικανός να κάμη ούτε το έν ούτε το άλλο εκ
Ε. | τούτων, ούτε τώρα ούτε θα είναι ποτέ εις το μέλλον.
ΠΗΓΗ