«Είναι δυνατόν κανείς να εκφράσει τα θεία με διαφορετικό κάθε φορά τρόπο. Οι Φοιβόληπτοι ποιητές μέσω των μυθικών ονομάτων και ερμηνείας πλουσιότερης. Όσοι απέχουν από τη μυθική δραματοποίηση, αλλά κατά τα άλλα με ένθεη γλώσσα μιλούν, μέσω των ιεροπρεπών ονομάτων και του υψηλού ύφους. Όσοι έχουν την πρόθεση να τα περιγράψουν με εικόνες, μέσω των μαθηματικών ονομάτων [όρων] που χρησιμοποιούνται στην αριθμητική ή στη γεωμετρία. Από όλα αυτά, λοιπόν, έχει διαφοροποιηθεί εντελώς η περιγραφή των θείων μέσω των διαλεκτικών ονομάτων, η οποία ταιριάζει κυρίως στα μέλη του Ελεατικού διδασκαλείου. Από τους άλλους τρόπους, ένας είναι χαρακτηριστικός των Πυθαγορείων, όπως δηλώνει ο Φιλόλαος ο οποίος περιέγραψε μέσω των αριθμών τις υπάρξεις και τις προόδους των θεών».
Μάλιστα :
«η πρώτη μελέτη όλων των μαθηματικών και κάθε ξεχωριστού κλάδου τους, όποιος και αν είναι κάθε φορά, είναι η θεολογία, η οποία προσαρμόζεται στην ουσία και στην δύναμη, στην τάξη και στις ενέργειες των θεών με μια κατάλληλη προσομοίωση, πράγμα που από τους Πυθαγορείους θεωρείται άξιο για τον μεγαλύτερο ζήλο, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση των αριθμών ποιοι αριθμοί είναι συγγενείς και όμοιας φύσεως με ποιους θεούς. Και είναι σύνηθες σε αυτούς στην περίπτωση των άλλων μαθηματικών να σκέφτονται το ίδιο πράγμα. Μετά από αυτό, λοιπόν, τα μαθηματικά σύμφωνα με τους Πυθαγορείους επιχειρούν να ενεργήσουν γύρω από το νοητικό όντως ΟΝ, τον νοητικό κύκλο και τον ειδιτικό αριθμό, και παρατηρούνται πολλές άλλες παρόμοιες μαθηματικές γνώσεις σε συμφωνία με την καθαρότατη ουσία. Έπειτα επικεντρώνουν τη μελέτη των μαθηματικών στην αυτοκίνητη ουσία και στους αϊδιους Λόγους, προσδιορίζοντας τον ίδιο τον αυτοκίνητο αριθμό και ανευρίσκονταις κάποια μέτρα των Λόγων με βάση κάποιες μαθηματικές συμμετρίες. Μεγάλο, μάλιστα, μέρος της μαθηματικής επιστήμης αφορά τον ουρανό και όλες τις εν ουρανό περιφορές, και τις απλανείς και αυτές των πλανητών, συνεξετάζοντας όχι μόνο τις ποικίλες κινήσεις των σφαιρών αλλά και τις ομοιόμορφες κινήσεις τους. Στη συνέχεια μελετά επίσης τους ένυλους Λόγους και τα ένυλα είδη, πως έχουν λάβει υπόσταση και πως εξαρχής παράχθηκαν. Γιατί τέτοιο είναι το έργο της μαθηματικής επιστήμης το οποίο διανοητικά χωρίζει την μορφή και τα σχήματα από τα σώματα. Με άλλα λόγια, επιχειρεί να μελετήσει τη φύση όσων βρίσκονται εν τη γενέσει, παρατηρώντας τα απλά στοιχεία και τους περί τα σώματα Λόγους. Η πυθαγόρεια αγωγή (διδασκαλία), λοιπόν, χρησιμοποιεί όλα αυτά τα μέρη της μεθόδου και στους επιμέρους κλάδους και σε όλα τα μαθηματικά, και μέσω αυτών δημιουργεί την τάξη και την κάθαρση. Γιατί, όπως ακριβώς στα μαθηματικά τα επόμενα αναγνωρίζονται από τα προηγούμενα, έτσι και στη περίπτωση των δυνάμεων της ψυχής η άνοδος προς τις τελειότερες ζωές και ενέργειες πραγματοποιείται μέσω αυτών. Αλλά όμως δεν αμελούν κάτι ούτε παραλείπουν κάτι από τα μεσαία που συμπληρώνουν την επιστήμη αυτού του είδους, αλλά ούτε αφήνουν αδιερεύνητα και τα άκρα. Και διατρέχουν ανελλιπώς τα πάντα, και έτσι αυτή η επιστήμη εφαρμόζει τη διαίρεση, την οποία κατέδειξε η διαιρετική επιστήμη, στα κυριότερα και πρωταρχικά γένη. Και από αυτή τη διαίρεση είναι δυνατόν να ανεύρουμε τους επιμέρους τομείς των μαθηματικών».
Μάλιστα :
«ο Σωκράτης εξέφρασε τον θαυμασμό του για την επιστημονική της ακρίβεια του τρόπου και για τη νοητική διδασκαλία του Παρμενίδη και του Ζήνωνα, η οποία ήταν ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ελεατικής σχολής, όπως ακριβώς αναφέρει ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της πυθαγόρειας σχολής ήταν η διδασκαλία μέσω των μαθηματικών ενώ της ηρακλείτειας σχολής χαρακτηριστικό ήταν η πορεία προς την γνώση των όντων μέσω των ονομάτων».
«Άλλος τρόπος είναι χαρακτηριστικός των ιερέων ο οποίοι έχουν παρουσιάσει τα ονόματα των θεών σύμφωνα με την μυστική τους διδασκαλία, όπως αυτά που έχουν περιγραφεί από τους Ασσύριους, οι Ζώνες και οι Άζωνοι, οι Πηγές, οι Αμείλικτοι και οι Συνοχείς, μέσω των οποίων εκείνοι περιγράφουν τις τάξεις των θεών. Άλλος τρόπος είναι χαρακτηριστικός της Ελληνικής θεολογίας που αποδίδει τις ονομασίες Κρόνος, Δίας, Ουρανός, Νύχτα, Κύκλωπες και Εκατόγχειρες στις κορυφαίες αρχές των πάντων. Η διαλεκτική εξήγηση των θείων, που ήταν υφήγηση του Πλάτωνα, αντί για όλα αυτά χρησιμοποιεί, τα διαλεκτικά ονόματα, το Ένα και το ΟΝ, Ζευ το όλον και τα μέρη, το ίδιο και το έτερο, το όμοιο και το ανόμοιο. Με αυτά, λοιπόν, ασχολείται ιδιαιτέρως η διαλεκτική και τα χρησιμοποιεί για την ερμηνεία των θείων. Για αυτό και στα ονόματα αυτού του είδους ταιριάζει αυτό το ύφος το οποίο έχει ληφθεί από τον καθημερινό λόγο και το οποίο χρησιμοποίησε και ο Πλάτων στον «Παρμενίδη», όχι το μεγαλόστομο ύφος αλλά το λιτό, όχι το υπερβολικά επιτηδευμένο αλλά το φυσικό» .
Μάλιστα όσο αφορά τον Πλατωνικό «Παρμενίδη» :
«το θέμα του είναι τα εν τη απλότητι του "Ενός" Διας ιδρυμένα θεία πράγματα τα οποία αγαπούν ιδιαιτέρως και εμφανίζουν την "ακαλλώπιστη ευμορφία", όπως λέει κάποιος από τους σοφούς ως προς τα θεία, σε όσους μπορούν να τα δουν. Όσο για την μέθοδο του, αυτή προχωρά μέσω των ακριβέστατων δυνατοτήτων της λογικής, αφήνοντας κάθε επίπλαστη χάρη που οδηγεί μακριά από το θέμα, περιφρονώντας κάθε στολίδι και επιδιώκοντας μόνο την ακριβή αναζήτηση των θεμάτων, αποδεικνύοντας καθένα από τα ζητούμενα με γεωμετρικές αποδείξεις. Το ύφος, λοιπόν της ερμηνείας είναι προσαρμοσμένο καλά και όμορφα προς το θέμα και προς την μέθοδο. Γιατί στις διαλεκτικές μεθόδους ταιριάζει το λιτό ύφος, και στους λόγους για τα θεία πράγματα ταιριάζει το απέριττο, το αυτοφυές και το ακαλλώπιστο».
«όσοι μιλούν δια τα θεία με ενδείξεις, μιλούν ή συμβολικά και μυθικά ή με εικόνες, ενώ όσοι απροκάλυπτα απαγγέλουν τις διανοήσεις τους, άλλοι με βάση την επιστήμη και άλλοι με βάση τη εκ των Θεών επίπνοια αναπτύσουν τους λόγους τους. Ο τρόπος που επιθυμεί με σύμβολα να δηλώνει τα θεία είναι Ορφικός και γενικά οικείος σε όσους γράφουν τις μυθολογίες για τους θεούς. Ο τρόπος με εικόνες είναι πυθαγόρειος, επειδή από τους Πυθαγόρειους έχουν εφευρεθεί τα μαθηματικά για την ανάμνηση των θείων μέσω αυτών, επιχειρούν με αυτά ως εικόνες να μεταβούν σε εκείνα. Γιατί και τους αριθμούς και τα σχήματα τα ανήγαγαν στους θεούς, όπως λένε αυτοί που επιδιώκουν να γράψουν την ιστορία τους».
Δηλαδή ο αριθμός στους έλληνες είναι νοητή οντική «υπόσταση», όπερ και σημαίνει ότι δεν αποτελεί μόνο νόημα αλλά και καθ' αυτή Ύπαρξη.
Άλλωστε :
«τα μαθηματικά περέχουν την κορυφαία συμβολή στην φιλοσοφία. Πρέπει, όμως, να θυμηθουμε και τους επιμέρους κλάδους της φιλοσοφίας και να πούμε ότι ετοιμάζει τις νοητικές συλλήψεις της θεολογίας. Γιατί τις αλήθειες των θεών που φαίνονται δυσνόητες και δυσθεώρητες στους ατελείς, αυτές οι συλλογισμοί των μαθηματικών τις εμφανίζουν πειστικές, σαφείς και αδιάψευστες μέσω των εικόνων. Γιατί μέσα στους αριθμούς δείχνουν τις απεικονίσεις των υπερούσιων διιοτήτων, και μέσα στα διανοητά αποκαλύπτουν τις δυνάμεις των νοητικών σχημάτων. Για αυτό και ο Πλάτων μέσω των μαθηματικών ειδών μας διδάσκει πολλές και θαυμαστές θεωρίες για τους θεούς, και η φιλοσοφία των πυθαγορείων χρησιμοποιώντας τα μαθηματικά σαν παραπέτασμα κρύβει τη μυσταγωγία των θείων δογμάτων. Γιατί τέτοιος είναι ολόκληρος ο "Ιερός λόγος", οι "Βάκχες" του Φιλόλαου και όλος ο τρόπος της διδασκαλίας του Πυθαγόρα για τους Θεούς».
Επίσης :
«ο Πλάτων, για μυστικότητα χρησιμοποίησε τους μαθηματικούς όρους σαν "παραπετάσματα" της αλήθειας των πραγμάτων, όπως ακριβώς οι θεολόγοι χρησιμοποιούν τους μύθους και οι Πυθαγόρειοι τα σύμβολα. Γιατί μπορεί κανείς να παρατηρήσει τα υποδείγματα μέσα σε εικόνες και μέσω των εικόνων να μεταβεί σε εκείνα».
«Ο άλλος τρόπος, ο οποίος ενθεαστικώς αποκαλύπτει αυτούσια την αλήθεια των Θεών, εμφανίζεται κυρίως στις ανώτερες βαθμίδες τελεστών. Γιατί δεν θεωρούν αυτοί άξιο μέσα από κάποια παραπετάσματα βέβαια να παρουσιάσουν στους μαθητές τους τις θείες τάξεις (βαθμίδες) και τις ιδιότητες τους, αλλά αναγγέλλουν τις δυνάμεις και τους αριθμούς που βρίσκονται μέσα στους θεούς, κινούμενοι από τους ίδιους τους θεούς. Ο τρόπος εξάλλου που βασίζεται στην επιστήμη είναι ιδιαίτερος της πλατωνικής φιλοσοφίας. Γιατί και την βαθμιαία πρόοδο των θείων γενών και την μεταξύ τους διαφορά και τις κοινές ιδιότητες όλων των διάκοσμων [Κόσμων] και τις ξεχωριστές καθενός μόνο ο Πλάτων από όσους εμείς γνωρίζουμε, επιχείρησε και να διακρίνει και να τακτοποιήσει όπως πρέπει».
«Ο Πλάτων, βέβαια, δεν αποδέχτηκε ολόκληρη τη δραματουργία των μυθικών δημιουργημάτων, αλλά όποιο μέρος της "έχει σαν στόχο το ωραίο και το αγαθό", όπως λέγει στην «Πολιτεία, 462.a», και δεν είναι ασύμφωνο με τη θεία υπόσταση. Γιατί ο τρόπος της μυθολογίας είναι αρχαίος και, δηλώνοντας με υπονοούμενα τα θεία και απλώνοντας πολλά παραπετάσματα μπροστά από την αλήθεια και απεικονίζοντας τη φύση, η οποία προβάλλει τα αισθητά δημιουργήματα των νοητών και τα υλικά των άυλων και τα διαιρετά των αδιαιρέτων, κατασκευάζει είδωλα των αληθινών όντων και ψεύτικα όντα. Επειδή βέβαια οι παλαιοί ποιητές θεωρούσαν καλό να ανασυνθέτουν πιο τραγικά τις μυστικές γνώσεις για τους θεούς και για αυτό δημιούργησαν απάτες των θεών, ακρωτηριάσεις, πολέμους, αλληλοσπαραγμούς, αρπαγές, μοιχείες και πολλά άλλα τέτοια σύμβολα της κρυμμένης σε αυτά αλήθειας για τα θεία, ο Πλάτων αποποιείται αυτόν τον τρόπο της μυθολογίας και υποστηρίζει, πολύ σωστά όπως θα εξηγήσουμε, ότι είναι εντελώς ακατάλληλος για την εκπαίδευση των νέων, ενώ συμβουλεύει η δημιουργία των διηγήσεων για τους θεούς με την μορφή μύθου να γίνεται με έναν τρόπο πιο ταιριαστό στην αλήθεια και πιο οικείο στην φιλοσοφική έξη. Αυτές οι διηγήσεις θα πρέπει να θεωρούν και να δεικνύουν πασιφανώς ότι το θείο είναι υπαίτιο όλων των αγαθών και κανενός κακού, ότι δεν μετέχει σε καμία μεταβολή διατηρώντας πάντοτε αμετάβλητη τη δική του σειρά, και ότι, έχοντας συμπεριλάβει εκ των προτέρων εντός του την πηγή της αλήθειας, δεν θα γίνεται αίτιο καμίας απάτης για τα άλλα. Τέτοια λοιπόν πρότυπα για την θεολογία ο Σωκράτης στην "Πολιτεία" υπέδειξε. Όλοι λοιπόν οι μύθοι του Σωκράτη στην πλατωνική "Πολιτεία" διαφυλάσσουν την αλήθεια απόρρητη, χωρίς όμως να έχουν την εξωτερική μορφή τους ασύμφωνη από την αδίδακτη και αδιάφθορη προ-αντίληψη [γνώση με μορφή μνήμης], η οποία υπάρχει εκ φύσεως μέσα μας, αλλά μεταφέρουν μια εικόνα της συγκρότησης του Κόσμου, στην οποία και το φαινόμενο κάλος [ορατή ομορφιά] είναι ταιριαστό με τον θεό και η ποιο θεϊκή από αυτήν έχει εδραιωθεί μέσα στις αφανείς ζωές και δυνάμεις των θεών. Ένας τρόπος, λοιπόν, είναι αυτός με τον οποίο τους μύθους τους σχετικούς με τα θεία πράγματα «εκ του φαινομένου παρανόμου και αλογίστου και ατάκτου» τους οδήγησε στην τάξη, τον κανόνα και την σύνθεση που στοχεύει στο καλό (ωραίο) και στο αγαθό. Ένας άλλος τρόπος είναι αυτός τον οποίο μας παραδίδει στον «Φαίδρο», ζητώντας να διατηρούμε παντού απρόσμικτη τη μυθολογία των θεών από τις φυσικές ερμηνείες και πουθενά να μην ανακατεύουμε ούτε να διασταυρώνουμε την Θεολογία και τη φυσική θεωρία. Γιατί, καθώς το θείο «εξήρηται της όλης φύσεως» [στέκεται πάνω από το σύνολο της Φύσεως], έτσι βέβαια και οι περί θεών λόγοι πρέπει να είναι εντελώς απρόσμικτοι από τη μελέτη της Φύσεως. Γιατί αυτό, λέει, είναι "επίπονο και και καθόλου αγαθού ανθρώπου", το να αποτελούν σκοπό του νοήματος των μύθων τα φυσικά φαινόμενα, και τη Χίμαιρα, για παράδειγμα, και τη Γοργόνα και καθένα από αυτά με τη βοήθεια της σοφίας να το ταυτίσουμε με τα φυσικά πλάσματα. Γιατί αυτά ο Σωκράτης τα έχει πει κατηγορώντας όσους υποστηρίζουν ότι η Ωρείθυια λέγεται με τη μορφή μύθου ότι έχει αρπαχτεί από τον Βορέα, επειδή την ερωτεύτηκε, αν και ήταν θνητή, γιατί, καθώς έπαιζε, παρασύρθηκε και έπεσε πάνω στα βράχια από έναν βόρειο άνεμο. Γιατί πρέπει οι μύθοι γύρω από τους θεούς να έχουν πάντοτε πιο σοβαρά από τα φαινόμενα τα κρυφά νοήματα τους. Επομένως, αν κάποιοι και από τους πλατωνικούς μύθους μας θέτουν θέματα φυσικά ή θέματα που περιστρέφονται γύρω από τα εδώ εγκόσμια, θα ισχυριστούμε ότι και αυτοί εντελώς απομακρύνονται από τη φιλοσοφική σκέψη και ότι μόνο εκείνοι οι λόγοι είναι ερμηνευτές της αλήθειας που υπάρχει εντός των μύθων, όσοι στοχεύουν στην θεία, άυλη και χωριστή υπόσταση και κοιτάζοντας προς αυτήν κάνουν τις συνθέσεις και τις αναλύσεις των μύθων κατά τρόπο ταιριαστό με τις προλήψεις που υπάρχουν μέσα μας για τα θεία».
Μάλιστα :
«ο Πλάτων δέχεται μεν ότι οι φοιβόληπτοι ποιητές υπαινίσονται μυστικά αυτού του είδους τα πράγματα, ενώ αποκλείει τους απλούς ανθρώπους από την ακρόαση αυτών των ποιητών, καθώς αυτοί πείθονται αβασάνιστα στα μυθολογικά καλύμματα της αλήθειας, πράγμα που βέβαια ο Σωκράτης κατηγόρησε τον Ευθύφρονα ότι έπαθε ως των θείων ανεπιστήμονας».