Μια επικίνδυνη τάση στις αντιδικίες για πράξεις ρασοφόρων
Ιδιόμορφη ασυλία για τα εκκλησιαστικά σκάνδαλα
Ελευθεροτυπία, 21 Αυγούστου 1980
Ο μητροπολίτης κάποιας επαρχιακής πόλης είχε στείλει τον αρχιμανδρίτη του στη Γαλλία. Σαν πέρασε λίγος καιρός, του τηλεφώνησε να διακόψει την εκεί παραμονή του και να γυρίσει αμέσως πίσω. Δεν ξέρουμε γιατί τον αποζήτησε. Ξέρουμε όμως μερικά από αυτά που έκαναν, σαν γύρισε ο αρχιμαντρίτης. Και τα ξέρουμε θετικά. Γιατί βεβαιώνονται με πρόσφατη απόφαση (την 23/1980) του ποινικού τμήματος του Αρείου Πάγου. Στην απόφαση αυτή διαβάζουμε ότι ο αρχιμαντρίτης, όταν γύρισε από τη Γαλλία, διορίστηκε από το μητροπολίτη του πρωτοσύγκελλος. Με την ιδιότητα λοιπόν αυτή, «προέβη εις απηνή, σχεδόν εξοντωτικήν, δίωξιν και ταλαιπωρίαν του ως μάρτυρος εξετασθέντος ιερέως Ε.Κ.». Γιατί άραγε, αμέσως μετά τη γνωριμία με την αβρή γαλλική κουλτούρα, τον έπιασε μανία, και ο κήρυκας αυτός της ευαγγελικής αγάπης, επιδόθηκε στην εξοντωτική δίωξη και ταλαιπωρία ενός άλλου ιερέα; Μήπως ο διωκόμενος ιερέας ήταν ανήθικος; Μήπως δεν εκτελούσε σωστά τα ιερατικά του καθήκοντα; Ποιο λόγο είχε ο αρχιμαντρίτης για να τον κυνηγάει «απηνώς»; Η απόφαση του Αρείου Πάγου λέει πως όλα αυτά έγιναν «έγιναν άνευ λόγου, βαρύνοντος την ηθικήν υπόστασιν ή το τελετουργικόν έργον τούτου» (δηλαδή του διωκόμενου ιερέα). Η απόφαση του Αρείου Πάγου δεν αρκείται στους χαρακτηρισμούς «απηνής» και «σχεδόν εξοντωτική» δίωξη και ταλαιπωρία, «άνευ λόγου». Προσθέτει, λέξη προς λέξη, και τα ακόλουθα: «μάλιστα δε τόσον ο ιερεύς ούτος, όσον και εν τέκνον αυτού, συνεπεία των πολλαπλών δικών και καταδικών υπό του ανωτέρου αρχιμαντρίτου εναλλασσομένου εις την θέσιν του κατηγόρου και δικαστού υπό του ως άνω μητροπολίτου, εκινδύνευσαν σοβαρώς εις την υγειαν των λόγω στερήσεως των και των προς το ζην αναγκαίων». Αυτά λοιπόν γίνοντα στη μακάρια αυτή μητρόπολη, στο όνομα του Σταυρωμένου και με τη δύναμη της λαϊκής κυριαρχίας, πηγής κάθε εξουσίας, σύμφωνα με το Σύνταγμα.
Ίσως νομίσετε ότι οι αρεοπαγίτες, που έβγαλαν την αναφερόμενη απόφαση, είχαν τάχα κάποια προκατάληψη εναντίον του μαινόμενου αρχιμαντρίτη. Ίσως νομίζετε πως τον αδίκησαν λίγο, με υπερβολικούς χαρακτηρισμούς. Κάθε άλλο! Η απόφαση του Αρείου Πάγου, παρόλα όσα του καταλογίζει, τον επιβραβεύει με το ακόλουθο εγκώμιο: «είναι δε ο κληρικός ούτος ηθικώς άμεμπτος και ακέραιος»! Είναι πρόδηλο ότι ο συγκεκριμένος αρχιμαντρίτης, σαν άτομο, δεν ενδιαφέρει κανένα μας. Αν θα τον πουν «ηθικώς άμεμπτο και ακέραιο» ή βασανιστή και παλιάνθρωπο, μας είναι αδιάφορο. Όμως τραβάει την προσοχή μας (και πρέπει να την τραβήξει) η νοοτροπία που εκδηλώνεται με την παραπάνω απόφαση του ανώτατου ποινικού δικαστηρίου της χώρας: ένας βασανιστής εξυμνείται ως «ηθικώς άμεμπτος και ακέραιος», απλώς και μόνο γιατί δεν αποδεικνύονται οι σεξουαλικές διαστροφές που του αποδόθηκαν, παρόλο που βεβαιώθηκε δικαστικώς ότι «άνευ λόγου» «προέβη εις απηνή, σχεδόν εξοντωτικήν, δίωξιν και ταλαιπωρίαν» ενός ιερέα, και μάλιστα με τέτοια αγριότητα, ώστε «τόσον ο ιερεύς αυτός, όσον και εν τέκνον αυτού, συνεπεία των πολλαπλών δικών και καταδικών υπό του ανωτέρου αρχιμανδρίτου, εναλλασομένου εις την θέσιν του κατηγόρου και δικαστού υπό του ως άνω μητροπολίτου, εκινδύνευσαν σοβαρώς εις την υγείαν των λόγω στερήσεως των και των προς το ζην αναγκαίων». Αυτές οι απάνθρωπες πράξεις φαίνεται πως δεν ήταν αρκετές για να αφαιρέσουν από το δράστη τους τον έπαινο «ηθικώς άμεμπτος και ακέραιος». Η ηθική και η ακεραιότητα φαίνεται πως εξαντλείται μόνο στα σεξουαλικά!
Από που παρακινήθηκε αυτός ο «ηθικώς άμεμπτος και ακέραιος» λειτουργός του Υψίστου και καταδίωξε τόσο «απηνώς» και «εξοντωτικώς» τον καημένο τον ιερέα, και μάλιστα «άνευ λόγου»; Η απόφαση του Αρείου Πάγου λέει: «εις την τοιαύτην ενέργειάν του προέβη ο ανωτέρω αρχιμαντρίτης, κατόπιν παραγγελίας του προϊσταμένου του μητροπολίτου, ήτοι λόγω σχέσεως υπακοής και ουχί προς συγκάλυψιν ηθικών παραπτωμάτων εν τη μητροπόλει». Το ίδιο είχε δεχτεί και το εφετείο. Δεν έφταιγε ο καημένος ο αρχιμαντρίτης! Έτσι τον διέταξε ο μητροπολίτης του. Αυτός απλώς συμμορφώθηκε με τις διαταγές των προϊσταμένων του αρχών, σαν κάθε υποδειγματικός υπάλληλος. Γιατί, πραγματικά, σύμφωνα με τη θέληση του νομοθέτη, αν κάποιος δημόσιος υπάλληλος διαταχθεί από τους προϊσταμένους του, πρέπει να συμμορφωθεί. Ακόμη κι αν τον διατάζουν να παρανομήσει! Βέβαια οι συνταγματολόγοι διδάσκουν ότι, προκειμένου για ψυχικές (ή σωματικές) κακώσεις (βασάνους), οι διαταζόμενοι «οφείλουν να μη ενεργούν τέτοιες πράξεις, έστω και αν διατάσσονται από ιεραρχικά προϊστάμενες αρχές, διότι οι ρητές απαγορευτικές διατάξεις του άρθρου 7 § 2 του Συντάγματος κατισχύουν όλων των αντίθετων διατάξεων των κοινών νόμων και των ιεραρχικών προσταγών, αποδυναμώνοντας τις αντίθετες σχετικές διατάξεις» (Μάνε-σης, Ατομικές ελευθερίες, 2η εκδ. 1979 σελ. 201 ). Όμως φαίνεται πως το εφετείο δεν πρόσεξε τη «λεπτομέρεια» αυτή. Του τη θύμισε ο Άρειος Πάγος, αναιρώντας την εφετειακή απόφαση, με την ακόλουθη σωστή σκέψη: «η αναφερομένη σχέσις υπακοής δεν εξικνείται μέχρις εκτελέσεως και ηθικώς επιμέμπτων πράξεων».
Το εφετείο είχε καταδικάσει το χριστιανό που έφερε στη δημοσιότητα το ... θεάρεστο αυτό έργο του αρχιμαντρίτη και του εντολέα του μητροπολίτη. Τον καταδίκασε σε δέκα μήνες φυλακή για συκοφαντική δυσφήμηση. Ο κατηγορούμενος φαίνεται ότι είχε ισχυριστεί πως όσα έγραφε στις εφημερίδες, τα έγραφε για να ασκήσει δημόσιο έλεγχο, που είναι δικαίωμα και καθήκον κάθε πολίτη στις δημοκρατικές χώρες. Πραγματικά, το άρθρο 367 του ποινικού κώδικα ορίζει ότι «δεν συνιστώσιν άδικον πράξιν (...) δυσμενείς εκφράσεις (...), ως επίσης εκδηλώσεις λαμβάνουσαι χώραν (...) χάριν διαφυλάξεως (...) δεδικαιολογημένου ενδιαφέροντος». Το εφετείο λοιπόν είχε απορρίψει τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου, «περί του ότι εις την σύνταξιν και δημοσίευση/ του κειμένου της αναφοράς προέβη ούτος εκ δεδικαιολογημένου ενδιαφέροντος δια τα εκκλησιαστικά πράγματα, δοθέντος ότι δεν ήτο εν τη συγκεκριμένη περιπτώσει η δια του εντύπου δημοσίευσις της αναφοράς προς καταγγελίαν των εν αυτή διαλαμβανομένων ως άνω περιστατικών το επιβεβλημένον μέσον προς διαφύλαξιν του συμφέροντος της εκκλησίας ως οργανισμού, άτε του συμφέροντος τούτου δυναμένου να δια-σφαλισθή δια της προσφυγής του κατηγορουμένου εις τα αρμόδια δικαιοδοτικά όργανα της εκκλησίας και, εν αδράνεια τούτων, της πολιτείας».
Οι σκέψεις αυτές της εφετειακής απόφασης δεν μπορούν να περάσουν ασχολίαστες. Και τούτο, γιατί, αν τυχόν επικρατήσουν, θα ανοίξουν το δρόμο για μεγάλες ανωμαλίες στο δημόσιο βίο της χώρας, αφενός, με το να φιμωθεί ο Τύπος, όταν πρόκειται για τα εκκλησιαστικά σκάνδαλα και, αφετέρου, με το να εξασφαλιστεί, σε τέτοιες περιπτώσεις, μια ιδιόμορφη ασυλία για εκείνους τους ρασοφόρους που λησμονούν την αποστολή τους και παρανομούν ή ασχημονούν. Ίσως, καθαυτή, η σκέψη της εφετειακής απόφασης να είναι βάσιμη. Δηλαδή ότι για «το συμφέρον της εκκλησίας, ως οργανισμού» να ήταν προτιμότερη η αποφυγή της δημοσιότητας. Βέβαια, σε μια τέτοια περίπτωση, η απόφαση δεν αποκλείει το ενδεχόμενο «αδρανείας» των αρμόδιων εκκλησιαστικών οργάνων. Αλλά και πάλι η απόφαση δε θέλει να φτάνουν οι ανωμαλίες στις στήλες του Τύπου.
Εκείνο που δεν πρόσεξε η εφετειακή απόφαση είναι ότι, πέρα από «το συμφέρον της εκκλησίας, ως οργανισμού», βρίσκεται το συμφέρον της ολότητας, που έχει οργανωθεί στην ελληνική έννομη τάξη. Οι μητροπολίτες και οι πρωτοσύγκελλοί τους έχουν εξοπλιστεί από το κράτος με την άσκηση δημόσιας εξουσίας. Κι επειδή κάθε εξουσία πηγάζει από το Λαό και ασκείται για το δικό του συμφέρον (Σ 1 § 3), ο Λαός έχει κάθε δικαίωμα (και καθήκον) να ασκεί δημόσιο έλεγχο, με τις εφημερίδες του, με τα θέατρα του, με κάθε μέσο επικοινωνίας, κάθε φορά που κάποιος κληρικός θέλει να παραστήσει τον πρίγκιπα της εκκλησίας και ασκεί παράνομα ή καταχρηστικά την εξουσία που του έδωσε η πολιτεία.
Είναι άρνηση και εμπαιγμός του δημοκρατικού μας πολιτεύματος, από τη μια μεριά, να διακηρύσσουμε, στα λόγια, ότι όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό και ασκούνται για χάρη του και, από την άλλη, να αρνούμαστε στο Λαό να ελέγξει, να κρίνει και να κατακρίνει την παράνομη ή καταχρηστική άσκηση της δημόσιας εξουσίας εκ μέρους κάποιων εκκλησιαστικών τιτλούχων.
Η ασυλία, που είχε εξασφαλιστεί για αρκετές δεκαετίες, αντίθετα με το Σύνταγμα, στους φορείς της κρατικής εξουσίας, των οποίων ο δημόσιος έλεγχος διωκόταν ως ... «περιύβριση αρχής», φαίνεται πως επιχειρείται, τώρα τελευταία, να επεκταθεί και σε μερικούς εκκλησιαστικούς αξιωματούχους, με τη μεθόδευση της λεγόμενης «καθύβρισης θρησκευμάτων». Το άρθρο 199 του ποινικού κώδικα τιμωρεί, με φυλάκιση ως δύο χρόνια, όποιον «καθυβρίζει» και μάλιστα «καθ' οιονδήποτε τρόπον» την εκκλησία. Στα τριάντα χρόνια που ισχύει η διάταξη αυτή, μόνο μια δικαστική απόφαση ασχολήθηκε με την εφαρμογή της, όπως φαίνεται από τα ευρετήρια της νομολογίας. Το 1965 ο Αρειος Πάγος δέχτηκε πως σωστά είχε καταδικαστεί κάποιος για καθύβριση θρησκευμάτων, επειδή είχε αρπάξει μια ιερή εικόνα και, μπροστά στο πλήθος, την είχε πετάξει μακριά με χυδαίες εκφράσεις. Ποτέ άλλοτε δεν είχαμε καταδίκες για τέτοιο αδίκημα. Τώρα τελευταία το θυμήθηκαν οι διωκτικές αρχές, εξαιτίας κάποιων μητροπολιτών που έχουν προκαλέσει τη λαϊκή οργή. Όμως ήδη το άρθρο αυτό του ποινικού κώδικα είναι αντισυνταγματικό. Ο καθηγητής Α. Μάνεσης διδάσκει σχετικά (ο.π. σελ. 197) τα ακόλουθα: «αξίζει να υπογραμμιστεί η νέα διάταξη που θεσπίστηκε με το Σύνταγμα του 1975: πρέπει ο ποινικός νόμος να ορίζει τα στοιχεία της πράξης την οποία καθιστά αξιόποινη. Έτσι απαγορεύεται η θέσπιση ποινικών νόμων που δεν περιγράφουν σαφώς το έγκλημα. Είναι λοιπόν στο εξής αντισυνταγματικές, ενόψει της νέας αυτής διάταξης του συντάγματος και συνεπώς ανίσχυρες, οι διατάξεις ποινικών νόμων που επιβάλλουν ποινές για πράξεις, των οποίων τα στοιχεία είναι αόριστα, όπως π. χ. (...) «όστις περιυβρίζει ... τιμωρείται» (βλ. και Ν. Ανδρουλάκη, Nullum crimen sine lege certa, Ποινικά Χρονικά 23, 513 επ.). Κι αυτά, ανεξάρτητα από το ότι πρέπει να υποτιμάει κανείς πολύ τη νοημοσύνη των άλλων, για να τολμάει να παρουσιάζει ως εξύβριση της εκκλησίας τον έλεγχο συγκεκριμένων λειτουργών της, τους οποίους η κοινή γνώμη γνώρισε ως ήρωες σκανδάλων ή ακόμη και ως δράστες εγκληματικών πράξεων.
Όσοι τυχόν μηχανεύονται να καθιερώσουν De facto ιδιόμορφη ασυλία για κάποιους κληρικούς που ασχημονούν, ίσως δεν έχουν προσέξει, όσο πρέπει πως η κοινή γνώμη δεν είναι διατεθειμένη να συμπράξει σε κουκουλώματα. Και ούτε θα τα ανεχθεί.
Η επικρότηση
Λογοκρισία, υποκρισία και πουριτανισμός
Κ. Νικολάου, Ελευθεροτυπία, 22 Αυγούστου 1980
Αλλά υπάρχει και μια άλλη πλευρά του ζητήματος - ίσως η σπουδαιότερη - που την επισήμανε χτες από τη στήλη αυτή, σαν έγκριτος νομομαθής που είναι, ο κ. Κώστας Μπέης: Η αντιπαράθεση του όποιου «συμφέροντος της εκκλησίας ως οργανισμού» προς το «συμφέρον της ολότητας, που έχει οργανωθεί στην ελληνική έννομη τάξη». Έτσι, μια και το κράτος «έχει εξοπλίσει τους μητροπολίτες και τους πρωτοσύγγελλούς τους με την άσκηση δημόσιας εξουσίας», «ο Λαός» - επειδή σύμφωνα με το Σύνταγμα «κάθε εξουσία πηγάζει από το Λαό και ασκείται για το δικό του συμφέρον» - "έχει κάθε δικαίωμα (και καθήκον) να ασκεί δημόσιο έλεγχο, με τις εφημερίδες του, τα θέατρα του, με κάθε μέσο επικοινωνίας, κάθε φορά που κάποιος κληρικός θέλει να παραστήσει τον πρίγκιπα της εκκλησίας και ασκεί παράνομα ή καταχρηστικά την εξουσία που του έδωσε η πολιτεία».
Προσυπογράφοντας τις διαπιστώσεις αυτές, αυτονόητες αλλά καταλυτικές στον τρόπο της διατύπωσης τους, δεν έχω να προσθέσω τίποτ' άλλο, εκτός από μια ακόμα καίρια παράγραφο του χτεσινού άρθρου του κ. Μπέη, για να «γαντζωθεί», με την επαναληπτική ανάγνωση, στο μυαλό όλων μας:
«Είναι άρνηση και εμπαιγμός του δημοκρατικού μας πολιτεύματος, από τη μια μεριά, να διακηρύσσουμε, στα λόγια, ότι όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό και ασκούνται για χάρη του και, από την άλλη, να αρνούμαστε στο Λαό να ελέγξει, να κρίνει και να κατακρίνει την παράνομη ή καταχρηστική άσκηση της δημόσιας εξουσίας εκ μέρους κάποιων εκκλησιαστικών τιτλούχων».