Αρχαίος τάφος βρέθηκε στη Σκιάθο
Αρχαίος τάφος βρέθηκε στη Σκιάθο. Εξαιρετικά σημαντικό εύρημα χαρακτηρίζεται το αρχαίο ταφικό σύνολο που ήρθε στο φως στη διάρκεια των αρχαιολογικών ανασκαφών οι οποίες διεξάγονται στην θέση Κεφάλα της Σκιάθου, κατόπιν συνεργασίας της ΙΓ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και του Τμήματος Ιστορίας Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Ο εν λόγω τάφος είναι ο πρώτος που έχει βρεθεί στη θέση «Κεφάλα», που αποτελεί τον πρώτο οικισμό του νησιού, εντοπίστηκε σε μικρή απόσταση από αυτόν και χρονολογείται, σύμφωνα με τα κτερίσματα στην Κλασική εποχή (5ος- 4ος αι π.Χ.).
Η θέση Κεφάλα της Σκιάθου βρίσκεται στο επίκεντρο του αρχαιολογικού ενδιαφέροντος
«Οι συγκεκριμένοι τύποι αγγείων χρησιμοποιούνταν στην Αθήνα της Κλασικής περιόδου ως φορητά ελαιοδοχεία και μικρά αρωματοδοχεία, τα οποία εξελίχθηκαν στην πορεία ως κατεξοχήν ταφικά αγγεία. Το συγκεκριμένο στοιχείο είναι εξαιρετικά σημαντικό, διότι μαρτυρά την ύπαρξη εμπορικών σχέσεων μεταξύ της Σκιάθου και την Αθήνας, κατά την Κλασική Εποχή», υπογραμμίζει η αρχαιολόγος της ΙΓ΄ Εφορείας, κ. Ελένη Χρυσοπούλου. Παράλληλα όμως, η εύρεση και η χρονολόγηση των κτερισμάτων από το συγκεκριμένο ταφικό σύνολο στη θέση «Κεφάλα» Σκιάθου στην κλασική εποχή είναι πολύ σημαντικές για την έρευνα, «καθώς πιστοποιούν την κλασική φάση κατοίκησης του παρακείμενου οικισμού, προτού μεταφερθεί στην θέση της σημερινής πόλης της Σκιάθου» τονίζει η αρχαιολόγος της ΙΓ ΕΠΚΑ.
Στο μεταξύ οι έρευνες συνεχίζονται στο πλαίσιο της δεύτερης ανασκαφικής περιόδου και το νεκροταφείο αναζητείται πάντα σε συνάφεια με τον αρχαίο οικισμό, δεδομένου ότι ο τάφος που βρέθηκε δεν είναι μεμονωμένος αλλά ανήκει στο νεκροταφείο της αρχαίας πόλης. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι στα βόρεια του αρχαίου τάφου αποκαλύφθηκε μεταγενέστερο λιθόκτιστο πηγάδι (διάμετρος κατασκευής 2,60μ. και στομίου 0,90μ.), Β και ΒΑ του οποίου εντοπίστηκαν υπολείμματα αρχαίων τάφων. Από αυτούς σώζονται μόνο ορισμένες όρθιες πλάκες από τα πλαϊνά τοιχώματά τους, ενώ σε έναν βρέθηκε η βάση αβαφούς κλειστού αγγείου, που ήταν πιθανόν οινοχόη και χρησίμευε για την πόση κρασιού.
Τα κτερίσματα
Στο ύψος του αριστερού βραχίονα του σκελετού, αποκαλύφθηκε ακέραιο αγγείο (αρυβαλλοειδές ληκύθιο) με ασυνήθιστη παράσταση, η οποία δε συναντάται μέχρι στιγμής σε κανένα άλλο αρχαίο εύρημα της περιοχής μας. Το συγκεκριμένο αγγείο αναπαριστά κριάρι και φέρει παράλληλα πολύ λιτό φυτικό μοτίβο. Το κριάρι αποδίδεται μορφολογικά και ανατομικά με μεγάλη λεπτομέρεια. Κρατά όρθιο σε υπερήφανη στάση το κεφάλι του, τονίζεται η μυϊκή του δύναμη, τα πρόσθια πόδια του είναι ακίνητα, ενώ το οπίσθιο αριστερό πόδι είναι προτεταμένο προς τα πίσω και δηλώνει την έναρξη ή την ολοκλήρωση κάποιας κίνησης.
Το δεύτερο ταφικό κτέρισμα είναι ένα ακόμη ερυθρόμορφο αγγείο (αρυβαλλοειδές ληκύθιο) και προήλθε από το ύψος της αριστερής κνήμης του νεκρού. Η σωζόμενη παράσταση περιορίζεται στο πρόσθιο τμήμα του αγγείου και διακρίνεται με δυσκολία. Αναπαριστά μια καθιστή γυναίκα η οποία φοράει μακρύ χιτώνα, ιμάτιο που συνήθως απεικονίζονται να φορούν οι μεγαλύτερης ηλικίας γυναίκες. Το αριστερό πόδι της γυναίκας διέρχεται εμπρός από το πόδι του καθίσματός της σε μη φυσική απόδοση. Τα μαλλιά της είναι μαζεμένα πίσω, επάνω από τον αυχένα, και σχηματίζουν κότσο. «Αν και η σωζόμενη παράσταση δεν είναι ευδιάκριτη, μπορούμε να υποθέσουμε ότι πρόκειται για καθιστή Νίκη, επειδή στο πίσω μέρος της μορφής διακρίνεται η ύπαρξη ενός φτερού», αναφέρει η κ. Χρυσοπούλου.
Σημαντική θέση
Η Σκιάθος, που διατηρεί μέχρι σήμερα το αρχαίο της όνομα, μνημονεύεται από πολλούς αρχαίους συγγραφείς, μεταξύ των οποίων ο Ηρόδοτος, ο λεγόμενος Σκύμνος ο Χίος, ο Σκύλαξ ο Καρυανδεύς, ο Διόδωρος ο Σικελιώτης. Την κατοίκησαν αρχικά Πελασγοί από τη Θράκη, στη συνέχεια Μυκηναίοι από τη Θεσσαλία υπό τον Πελία και τέλος Χαλκιδείς κατά το Δεύτερο Ελληνικό Αποικισμό. Μετείχε σταθερά στην Αθηναϊκή Συμμαχία κατά τον 5ο και τον 4ο αιώνα π.Χ., ενώ την ίδια περίοδο στη νήσο υπήρχαν δυο πόλεις, η Παλαισκίαθος και η Σκίαθος. Το έτος 42 π.Χ. ο Ρωμαίος Αντώνιος έδωσε τη Σκιάθο στους Αθηναίους και έκτοτε η νήσος, σε όλη τη διάρκεια των αυτοκρατορικών χρόνων, γνώρισε μακρά περίοδο ακμής και ευημερίας.
Στο ΒΑ άκρο της νήσου Σκιάθου, δίπλα στον όρμο «Ξάνεμο», πάνω σε βραχώδες ύψωμα που κατολισθαίνει σταδιακά προς τα βόρεια, προς την πλευρά της θάλασσας, στη θέση «Κεφάλα» βρίσκεται ο αρχαιότερος μέχρι τώρα γνωστός οικισμός του νησιού που εντοπίστηκε κατά το 1971. Πρόκειται πιθανώς για την παλαιότερη από τις δύο πόλεις της Σκιάθου, την Παλαισκίαθο, γνωστή από αττικές επιγραφές. Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα τεκμηριώνεται η κατοίκηση της «Κεφάλας» τουλάχιστον από την υπομυκηναϊκή και την πρωτογεωμετρική περίοδο, στα κλασικά χρόνια οι δύο πόλεις ταυτίζονται, έπειτα η Παλαισκίαθος εγκαταλείπεται και η Σκιάθος εξακολουθεί να κατοικείται και κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους.
Στο πλαίσιο του τριετούς προγράμματος επιφανειακής έρευνας στη θέση «Κεφάλα» της νήσου Σκιάθου και στην ευρύτερη περιοχή της, που ξεκίνησε το 2009 σε συνεργασία της ΙΓ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων με το Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, πραγματοποιήθηκε μικρής κλίμακας σωστική ανασκαφή στους πρόποδες του υψώματος της «Κεφάλας». Επικεφαλής των ερευνών από την πλευρά της ΙΓ ΕΠΚΑ είναι η προϊσταμένη της Εφορείας κ. Αργυρούλα Δουλγέρη - Ιντζεσίλογλου και του ΙΑΚΑ, αντίστοιχα, ο καθηγητής κ. Αλέξανδρος Μαζαράκης - Αινιάν. Τα μέχρι τώρα στοιχεία που προκύπτουν από τη συγκεκριμένη έρευνα, είναι πολύ σημαντικά και φωτίζουν άγνωστες πτυχές της πορείας και εξέλιξης του νησιού στον χρόνο, ενώ η συνέχιση των ερευνών εκτιμάται ότι θα εμπλουτίσει με ακόμη περισσότερες πληροφορίες την αρχαιολογική γνώση.
Πηγή: Γλυκερία Υδραίου, "Ταχυδρόμος"
Η θέση Κεφάλα της Σκιάθου βρίσκεται στο επίκεντρο του αρχαιολογικού ενδιαφέροντος
«Οι συγκεκριμένοι τύποι αγγείων χρησιμοποιούνταν στην Αθήνα της Κλασικής περιόδου ως φορητά ελαιοδοχεία και μικρά αρωματοδοχεία, τα οποία εξελίχθηκαν στην πορεία ως κατεξοχήν ταφικά αγγεία. Το συγκεκριμένο στοιχείο είναι εξαιρετικά σημαντικό, διότι μαρτυρά την ύπαρξη εμπορικών σχέσεων μεταξύ της Σκιάθου και την Αθήνας, κατά την Κλασική Εποχή», υπογραμμίζει η αρχαιολόγος της ΙΓ΄ Εφορείας, κ. Ελένη Χρυσοπούλου. Παράλληλα όμως, η εύρεση και η χρονολόγηση των κτερισμάτων από το συγκεκριμένο ταφικό σύνολο στη θέση «Κεφάλα» Σκιάθου στην κλασική εποχή είναι πολύ σημαντικές για την έρευνα, «καθώς πιστοποιούν την κλασική φάση κατοίκησης του παρακείμενου οικισμού, προτού μεταφερθεί στην θέση της σημερινής πόλης της Σκιάθου» τονίζει η αρχαιολόγος της ΙΓ ΕΠΚΑ.
Στο μεταξύ οι έρευνες συνεχίζονται στο πλαίσιο της δεύτερης ανασκαφικής περιόδου και το νεκροταφείο αναζητείται πάντα σε συνάφεια με τον αρχαίο οικισμό, δεδομένου ότι ο τάφος που βρέθηκε δεν είναι μεμονωμένος αλλά ανήκει στο νεκροταφείο της αρχαίας πόλης. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι στα βόρεια του αρχαίου τάφου αποκαλύφθηκε μεταγενέστερο λιθόκτιστο πηγάδι (διάμετρος κατασκευής 2,60μ. και στομίου 0,90μ.), Β και ΒΑ του οποίου εντοπίστηκαν υπολείμματα αρχαίων τάφων. Από αυτούς σώζονται μόνο ορισμένες όρθιες πλάκες από τα πλαϊνά τοιχώματά τους, ενώ σε έναν βρέθηκε η βάση αβαφούς κλειστού αγγείου, που ήταν πιθανόν οινοχόη και χρησίμευε για την πόση κρασιού.
Τα κτερίσματα
Στο ύψος του αριστερού βραχίονα του σκελετού, αποκαλύφθηκε ακέραιο αγγείο (αρυβαλλοειδές ληκύθιο) με ασυνήθιστη παράσταση, η οποία δε συναντάται μέχρι στιγμής σε κανένα άλλο αρχαίο εύρημα της περιοχής μας. Το συγκεκριμένο αγγείο αναπαριστά κριάρι και φέρει παράλληλα πολύ λιτό φυτικό μοτίβο. Το κριάρι αποδίδεται μορφολογικά και ανατομικά με μεγάλη λεπτομέρεια. Κρατά όρθιο σε υπερήφανη στάση το κεφάλι του, τονίζεται η μυϊκή του δύναμη, τα πρόσθια πόδια του είναι ακίνητα, ενώ το οπίσθιο αριστερό πόδι είναι προτεταμένο προς τα πίσω και δηλώνει την έναρξη ή την ολοκλήρωση κάποιας κίνησης.
Το δεύτερο ταφικό κτέρισμα είναι ένα ακόμη ερυθρόμορφο αγγείο (αρυβαλλοειδές ληκύθιο) και προήλθε από το ύψος της αριστερής κνήμης του νεκρού. Η σωζόμενη παράσταση περιορίζεται στο πρόσθιο τμήμα του αγγείου και διακρίνεται με δυσκολία. Αναπαριστά μια καθιστή γυναίκα η οποία φοράει μακρύ χιτώνα, ιμάτιο που συνήθως απεικονίζονται να φορούν οι μεγαλύτερης ηλικίας γυναίκες. Το αριστερό πόδι της γυναίκας διέρχεται εμπρός από το πόδι του καθίσματός της σε μη φυσική απόδοση. Τα μαλλιά της είναι μαζεμένα πίσω, επάνω από τον αυχένα, και σχηματίζουν κότσο. «Αν και η σωζόμενη παράσταση δεν είναι ευδιάκριτη, μπορούμε να υποθέσουμε ότι πρόκειται για καθιστή Νίκη, επειδή στο πίσω μέρος της μορφής διακρίνεται η ύπαρξη ενός φτερού», αναφέρει η κ. Χρυσοπούλου.
Σημαντική θέση
Η Σκιάθος, που διατηρεί μέχρι σήμερα το αρχαίο της όνομα, μνημονεύεται από πολλούς αρχαίους συγγραφείς, μεταξύ των οποίων ο Ηρόδοτος, ο λεγόμενος Σκύμνος ο Χίος, ο Σκύλαξ ο Καρυανδεύς, ο Διόδωρος ο Σικελιώτης. Την κατοίκησαν αρχικά Πελασγοί από τη Θράκη, στη συνέχεια Μυκηναίοι από τη Θεσσαλία υπό τον Πελία και τέλος Χαλκιδείς κατά το Δεύτερο Ελληνικό Αποικισμό. Μετείχε σταθερά στην Αθηναϊκή Συμμαχία κατά τον 5ο και τον 4ο αιώνα π.Χ., ενώ την ίδια περίοδο στη νήσο υπήρχαν δυο πόλεις, η Παλαισκίαθος και η Σκίαθος. Το έτος 42 π.Χ. ο Ρωμαίος Αντώνιος έδωσε τη Σκιάθο στους Αθηναίους και έκτοτε η νήσος, σε όλη τη διάρκεια των αυτοκρατορικών χρόνων, γνώρισε μακρά περίοδο ακμής και ευημερίας.
Στο ΒΑ άκρο της νήσου Σκιάθου, δίπλα στον όρμο «Ξάνεμο», πάνω σε βραχώδες ύψωμα που κατολισθαίνει σταδιακά προς τα βόρεια, προς την πλευρά της θάλασσας, στη θέση «Κεφάλα» βρίσκεται ο αρχαιότερος μέχρι τώρα γνωστός οικισμός του νησιού που εντοπίστηκε κατά το 1971. Πρόκειται πιθανώς για την παλαιότερη από τις δύο πόλεις της Σκιάθου, την Παλαισκίαθο, γνωστή από αττικές επιγραφές. Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα τεκμηριώνεται η κατοίκηση της «Κεφάλας» τουλάχιστον από την υπομυκηναϊκή και την πρωτογεωμετρική περίοδο, στα κλασικά χρόνια οι δύο πόλεις ταυτίζονται, έπειτα η Παλαισκίαθος εγκαταλείπεται και η Σκιάθος εξακολουθεί να κατοικείται και κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους.
Στο πλαίσιο του τριετούς προγράμματος επιφανειακής έρευνας στη θέση «Κεφάλα» της νήσου Σκιάθου και στην ευρύτερη περιοχή της, που ξεκίνησε το 2009 σε συνεργασία της ΙΓ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων με το Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, πραγματοποιήθηκε μικρής κλίμακας σωστική ανασκαφή στους πρόποδες του υψώματος της «Κεφάλας». Επικεφαλής των ερευνών από την πλευρά της ΙΓ ΕΠΚΑ είναι η προϊσταμένη της Εφορείας κ. Αργυρούλα Δουλγέρη - Ιντζεσίλογλου και του ΙΑΚΑ, αντίστοιχα, ο καθηγητής κ. Αλέξανδρος Μαζαράκης - Αινιάν. Τα μέχρι τώρα στοιχεία που προκύπτουν από τη συγκεκριμένη έρευνα, είναι πολύ σημαντικά και φωτίζουν άγνωστες πτυχές της πορείας και εξέλιξης του νησιού στον χρόνο, ενώ η συνέχιση των ερευνών εκτιμάται ότι θα εμπλουτίσει με ακόμη περισσότερες πληροφορίες την αρχαιολογική γνώση.
Πηγή: Γλυκερία Υδραίου, "Ταχυδρόμος"
Η θέση Κεφάλα της Σκιάθου βρίσκεται στο επίκεντρο του αρχαιολογικού ενδιαφέροντος
και ήδη έχει αρχίσει να αποκαλύπτει στοιχεία από την μακραίωνη πορεία της στο χρόνο. Στη διάρκεια των επιφανειακών και ανασκαφικών ερευνών που διεξάγονται τα τελευταία χρόνια, εντοπίστηκε τμήμα του νεκροταφείου της αρχαίας πόλης, στους πρόποδες του λόφου και αποκαλύφθηκε λακκοειδής τάφος κλασικής εποχής, μήκους 1,80μ., καλυμμένος με σχιστολιθικές πλάκες, εύρημα σπάνιο μέχρι τώρα για την Σκιάθο. Ο σκελετός του νεκρού, με προσανατολισμό ΝΑ - ΒΔ και σε ύπτια θέση, βρέθηκε σε πολύ καλή κατάσταση, αλλά έλειπε το κρανίο που ήταν τοποθετημένο προς τα ΝΑ και κατέρρευσε στο γκρεμό μαζί με τμήμα του τάφου. Από το συγκεκριμένο τάφο προήλθαν ως κτερίσματα δύο αττικά ερυθρόμορφα αγγεία ( αρυβαλλοειδή ληκύθια) κλασικής εποχής, το ένα εκ των οποίων είναι εξαιρετικά σπάνιο.
«Οι συγκεκριμένοι τύποι αγγείων χρησιμοποιούνταν στην Αθήνα της Κλασικής περιόδου ως φορητά ελαιοδοχεία και μικρά αρωματοδοχεία, τα οποία εξελίχθηκαν στην πορεία ως κατεξοχήν ταφικά αγγεία. Το συγκεκριμένο στοιχείο είναι εξαιρετικά σημαντικό, διότι μαρτυρά την ύπαρξη εμπορικών σχέσεων μεταξύ της Σκιάθου και την Αθήνας, κατά την Κλασική Εποχή», υπογραμμίζει η αρχαιολόγος της ΙΓ΄ Εφορείας, κ. Ελένη Χρυσοπούλου. Παράλληλα όμως, η εύρεση και η χρονολόγηση των κτερισμάτων από το συγκεκριμένο ταφικό σύνολο στη θέση «Κεφάλα» Σκιάθου στην κλασική εποχή είναι πολύ σημαντικές για την έρευνα, «καθώς πιστοποιούν την κλασική φάση κατοίκησης του παρακείμενου οικισμού, προτού μεταφερθεί στην θέση της σημερινής πόλης της Σκιάθου» τονίζει η αρχαιολόγος της ΙΓ ΕΠΚΑ.
Στο μεταξύ οι έρευνες συνεχίζονται στο πλαίσιο της δεύτερης ανασκαφικής περιόδου και το νεκροταφείο αναζητείται πάντα σε συνάφεια με τον αρχαίο οικισμό, δεδομένου ότι ο τάφος που βρέθηκε δεν είναι μεμονωμένος αλλά ανήκει στο νεκροταφείο της αρχαίας πόλης. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι στα βόρεια του αρχαίου τάφου αποκαλύφθηκε μεταγενέστερο λιθόκτιστο πηγάδι (διάμετρος κατασκευής 2,60μ. και στομίου 0,90μ.), Β και ΒΑ του οποίου εντοπίστηκαν υπολείμματα αρχαίων τάφων. Από αυτούς σώζονται μόνο ορισμένες όρθιες πλάκες από τα πλαϊνά τοιχώματά τους, ενώ σε έναν βρέθηκε η βάση αβαφούς κλειστού αγγείου, που ήταν πιθανόν οινοχόη και χρησίμευε για την πόση κρασιού.
Τα κτερίσματα
Στο ύψος του αριστερού βραχίονα του σκελετού, αποκαλύφθηκε ακέραιο αγγείο (αρυβαλλοειδές ληκύθιο) με ασυνήθιστη παράσταση, η οποία δε συναντάται μέχρι στιγμής σε κανένα άλλο αρχαίο εύρημα της περιοχής μας. Το συγκεκριμένο αγγείο αναπαριστά κριάρι και φέρει παράλληλα πολύ λιτό φυτικό μοτίβο. Το κριάρι αποδίδεται μορφολογικά και ανατομικά με μεγάλη λεπτομέρεια. Κρατά όρθιο σε υπερήφανη στάση το κεφάλι του, τονίζεται η μυϊκή του δύναμη, τα πρόσθια πόδια του είναι ακίνητα, ενώ το οπίσθιο αριστερό πόδι είναι προτεταμένο προς τα πίσω και δηλώνει την έναρξη ή την ολοκλήρωση κάποιας κίνησης.
Το δεύτερο ταφικό κτέρισμα είναι ένα ακόμη ερυθρόμορφο αγγείο (αρυβαλλοειδές ληκύθιο) και προήλθε από το ύψος της αριστερής κνήμης του νεκρού. Η σωζόμενη παράσταση περιορίζεται στο πρόσθιο τμήμα του αγγείου και διακρίνεται με δυσκολία. Αναπαριστά μια καθιστή γυναίκα η οποία φοράει μακρύ χιτώνα, ιμάτιο που συνήθως απεικονίζονται να φορούν οι μεγαλύτερης ηλικίας γυναίκες. Το αριστερό πόδι της γυναίκας διέρχεται εμπρός από το πόδι του καθίσματός της σε μη φυσική απόδοση. Τα μαλλιά της είναι μαζεμένα πίσω, επάνω από τον αυχένα, και σχηματίζουν κότσο. «Αν και η σωζόμενη παράσταση δεν είναι ευδιάκριτη, μπορούμε να υποθέσουμε ότι πρόκειται για καθιστή Νίκη, επειδή στο πίσω μέρος της μορφής διακρίνεται η ύπαρξη ενός φτερού», αναφέρει η κ. Χρυσοπούλου.
Σημαντική θέση
Η Σκιάθος, που διατηρεί μέχρι σήμερα το αρχαίο της όνομα, μνημονεύεται από πολλούς αρχαίους συγγραφείς, μεταξύ των οποίων ο Ηρόδοτος, ο λεγόμενος Σκύμνος ο Χίος, ο Σκύλαξ ο Καρυανδεύς, ο Διόδωρος ο Σικελιώτης. Την κατοίκησαν αρχικά Πελασγοί από τη Θράκη, στη συνέχεια Μυκηναίοι από τη Θεσσαλία υπό τον Πελία και τέλος Χαλκιδείς κατά το Δεύτερο Ελληνικό Αποικισμό. Μετείχε σταθερά στην Αθηναϊκή Συμμαχία κατά τον 5ο και τον 4ο αιώνα π.Χ., ενώ την ίδια περίοδο στη νήσο υπήρχαν δυο πόλεις, η Παλαισκίαθος και η Σκίαθος. Το έτος 42 π.Χ. ο Ρωμαίος Αντώνιος έδωσε τη Σκιάθο στους Αθηναίους και έκτοτε η νήσος, σε όλη τη διάρκεια των αυτοκρατορικών χρόνων, γνώρισε μακρά περίοδο ακμής και ευημερίας.
Στο ΒΑ άκρο της νήσου Σκιάθου, δίπλα στον όρμο «Ξάνεμο», πάνω σε βραχώδες ύψωμα που κατολισθαίνει σταδιακά προς τα βόρεια, προς την πλευρά της θάλασσας, στη θέση «Κεφάλα» βρίσκεται ο αρχαιότερος μέχρι τώρα γνωστός οικισμός του νησιού που εντοπίστηκε κατά το 1971. Πρόκειται πιθανώς για την παλαιότερη από τις δύο πόλεις της Σκιάθου, την Παλαισκίαθο, γνωστή από αττικές επιγραφές. Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα τεκμηριώνεται η κατοίκηση της «Κεφάλας» τουλάχιστον από την υπομυκηναϊκή και την πρωτογεωμετρική περίοδο, στα κλασικά χρόνια οι δύο πόλεις ταυτίζονται, έπειτα η Παλαισκίαθος εγκαταλείπεται και η Σκιάθος εξακολουθεί να κατοικείται και κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους.
Στο πλαίσιο του τριετούς προγράμματος επιφανειακής έρευνας στη θέση «Κεφάλα» της νήσου Σκιάθου και στην ευρύτερη περιοχή της, που ξεκίνησε το 2009 σε συνεργασία της ΙΓ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων με το Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, πραγματοποιήθηκε μικρής κλίμακας σωστική ανασκαφή στους πρόποδες του υψώματος της «Κεφάλας». Επικεφαλής των ερευνών από την πλευρά της ΙΓ ΕΠΚΑ είναι η προϊσταμένη της Εφορείας κ. Αργυρούλα Δουλγέρη - Ιντζεσίλογλου και του ΙΑΚΑ, αντίστοιχα, ο καθηγητής κ. Αλέξανδρος Μαζαράκης - Αινιάν. Τα μέχρι τώρα στοιχεία που προκύπτουν από τη συγκεκριμένη έρευνα, είναι πολύ σημαντικά και φωτίζουν άγνωστες πτυχές της πορείας και εξέλιξης του νησιού στον χρόνο, ενώ η συνέχιση των ερευνών εκτιμάται ότι θα εμπλουτίσει με ακόμη περισσότερες πληροφορίες την αρχαιολογική γνώση.
Πηγή: Γλυκερία Υδραίου, "Ταχυδρόμος"
και ήδη έχει αρχίσει να αποκαλύπτει στοιχεία από την μακραίωνη πορεία της στο χρόνο. Στη διάρκεια των επιφανειακών και ανασκαφικών ερευνών που διεξάγονται τα τελευταία χρόνια, εντοπίστηκε τμήμα του νεκροταφείου της αρχαίας πόλης, στους πρόποδες του λόφου και αποκαλύφθηκε λακκοειδής τάφος κλασικής εποχής, μήκους 1,80μ., καλυμμένος με σχιστολιθικές πλάκες, εύρημα σπάνιο μέχρι τώρα για την Σκιάθο. Ο σκελετός του νεκρού, με προσανατολισμό ΝΑ - ΒΔ και σε ύπτια θέση, βρέθηκε σε πολύ καλή κατάσταση, αλλά έλειπε το κρανίο που ήταν τοποθετημένο προς τα ΝΑ και κατέρρευσε στο γκρεμό μαζί με τμήμα του τάφου. Από το συγκεκριμένο τάφο προήλθαν ως κτερίσματα δύο αττικά ερυθρόμορφα αγγεία ( αρυβαλλοειδή ληκύθια) κλασικής εποχής, το ένα εκ των οποίων είναι εξαιρετικά σπάνιο. «Οι συγκεκριμένοι τύποι αγγείων χρησιμοποιούνταν στην Αθήνα της Κλασικής περιόδου ως φορητά ελαιοδοχεία και μικρά αρωματοδοχεία, τα οποία εξελίχθηκαν στην πορεία ως κατεξοχήν ταφικά αγγεία. Το συγκεκριμένο στοιχείο είναι εξαιρετικά σημαντικό, διότι μαρτυρά την ύπαρξη εμπορικών σχέσεων μεταξύ της Σκιάθου και την Αθήνας, κατά την Κλασική Εποχή», υπογραμμίζει η αρχαιολόγος της ΙΓ΄ Εφορείας, κ. Ελένη Χρυσοπούλου. Παράλληλα όμως, η εύρεση και η χρονολόγηση των κτερισμάτων από το συγκεκριμένο ταφικό σύνολο στη θέση «Κεφάλα» Σκιάθου στην κλασική εποχή είναι πολύ σημαντικές για την έρευνα, «καθώς πιστοποιούν την κλασική φάση κατοίκησης του παρακείμενου οικισμού, προτού μεταφερθεί στην θέση της σημερινής πόλης της Σκιάθου» τονίζει η αρχαιολόγος της ΙΓ ΕΠΚΑ.Στο μεταξύ οι έρευνες συνεχίζονται στο πλαίσιο της δεύτερης ανασκαφικής περιόδου και το νεκροταφείο αναζητείται πάντα σε συνάφεια με τον αρχαίο οικισμό, δεδομένου ότι ο τάφος που βρέθηκε δεν είναι μεμονωμένος αλλά ανήκει στο νεκροταφείο της αρχαίας πόλης. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι στα βόρεια του αρχαίου τάφου αποκαλύφθηκε μεταγενέστερο λιθόκτιστο πηγάδι (διάμετρος κατασκευής 2,60μ. και στομίου 0,90μ.), Β και ΒΑ του οποίου εντοπίστηκαν υπολείμματα αρχαίων τάφων. Από αυτούς σώζονται μόνο ορισμένες όρθιες πλάκες από τα πλαϊνά τοιχώματά τους, ενώ σε έναν βρέθηκε η βάση αβαφούς κλειστού αγγείου, που ήταν πιθανόν οινοχόη και χρησίμευε για την πόση κρασιού.
Τα κτερίσματα
Στο ύψος του αριστερού βραχίονα του σκελετού, αποκαλύφθηκε ακέραιο αγγείο (αρυβαλλοειδές ληκύθιο) με ασυνήθιστη παράσταση, η οποία δε συναντάται μέχρι στιγμής σε κανένα άλλο αρχαίο εύρημα της περιοχής μας. Το συγκεκριμένο αγγείο αναπαριστά κριάρι και φέρει παράλληλα πολύ λιτό φυτικό μοτίβο. Το κριάρι αποδίδεται μορφολογικά και ανατομικά με μεγάλη λεπτομέρεια. Κρατά όρθιο σε υπερήφανη στάση το κεφάλι του, τονίζεται η μυϊκή του δύναμη, τα πρόσθια πόδια του είναι ακίνητα, ενώ το οπίσθιο αριστερό πόδι είναι προτεταμένο προς τα πίσω και δηλώνει την έναρξη ή την ολοκλήρωση κάποιας κίνησης.Το δεύτερο ταφικό κτέρισμα είναι ένα ακόμη ερυθρόμορφο αγγείο (αρυβαλλοειδές ληκύθιο) και προήλθε από το ύψος της αριστερής κνήμης του νεκρού. Η σωζόμενη παράσταση περιορίζεται στο πρόσθιο τμήμα του αγγείου και διακρίνεται με δυσκολία. Αναπαριστά μια καθιστή γυναίκα η οποία φοράει μακρύ χιτώνα, ιμάτιο που συνήθως απεικονίζονται να φορούν οι μεγαλύτερης ηλικίας γυναίκες. Το αριστερό πόδι της γυναίκας διέρχεται εμπρός από το πόδι του καθίσματός της σε μη φυσική απόδοση. Τα μαλλιά της είναι μαζεμένα πίσω, επάνω από τον αυχένα, και σχηματίζουν κότσο. «Αν και η σωζόμενη παράσταση δεν είναι ευδιάκριτη, μπορούμε να υποθέσουμε ότι πρόκειται για καθιστή Νίκη, επειδή στο πίσω μέρος της μορφής διακρίνεται η ύπαρξη ενός φτερού», αναφέρει η κ. Χρυσοπούλου.
Σημαντική θέση
Η Σκιάθος, που διατηρεί μέχρι σήμερα το αρχαίο της όνομα, μνημονεύεται από πολλούς αρχαίους συγγραφείς, μεταξύ των οποίων ο Ηρόδοτος, ο λεγόμενος Σκύμνος ο Χίος, ο Σκύλαξ ο Καρυανδεύς, ο Διόδωρος ο Σικελιώτης. Την κατοίκησαν αρχικά Πελασγοί από τη Θράκη, στη συνέχεια Μυκηναίοι από τη Θεσσαλία υπό τον Πελία και τέλος Χαλκιδείς κατά το Δεύτερο Ελληνικό Αποικισμό. Μετείχε σταθερά στην Αθηναϊκή Συμμαχία κατά τον 5ο και τον 4ο αιώνα π.Χ., ενώ την ίδια περίοδο στη νήσο υπήρχαν δυο πόλεις, η Παλαισκίαθος και η Σκίαθος. Το έτος 42 π.Χ. ο Ρωμαίος Αντώνιος έδωσε τη Σκιάθο στους Αθηναίους και έκτοτε η νήσος, σε όλη τη διάρκεια των αυτοκρατορικών χρόνων, γνώρισε μακρά περίοδο ακμής και ευημερίας.Στο ΒΑ άκρο της νήσου Σκιάθου, δίπλα στον όρμο «Ξάνεμο», πάνω σε βραχώδες ύψωμα που κατολισθαίνει σταδιακά προς τα βόρεια, προς την πλευρά της θάλασσας, στη θέση «Κεφάλα» βρίσκεται ο αρχαιότερος μέχρι τώρα γνωστός οικισμός του νησιού που εντοπίστηκε κατά το 1971. Πρόκειται πιθανώς για την παλαιότερη από τις δύο πόλεις της Σκιάθου, την Παλαισκίαθο, γνωστή από αττικές επιγραφές. Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα τεκμηριώνεται η κατοίκηση της «Κεφάλας» τουλάχιστον από την υπομυκηναϊκή και την πρωτογεωμετρική περίοδο, στα κλασικά χρόνια οι δύο πόλεις ταυτίζονται, έπειτα η Παλαισκίαθος εγκαταλείπεται και η Σκιάθος εξακολουθεί να κατοικείται και κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους.Στο πλαίσιο του τριετούς προγράμματος επιφανειακής έρευνας στη θέση «Κεφάλα» της νήσου Σκιάθου και στην ευρύτερη περιοχή της, που ξεκίνησε το 2009 σε συνεργασία της ΙΓ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων με το Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, πραγματοποιήθηκε μικρής κλίμακας σωστική ανασκαφή στους πρόποδες του υψώματος της «Κεφάλας». Επικεφαλής των ερευνών από την πλευρά της ΙΓ ΕΠΚΑ είναι η προϊσταμένη της Εφορείας κ. Αργυρούλα Δουλγέρη - Ιντζεσίλογλου και του ΙΑΚΑ, αντίστοιχα, ο καθηγητής κ. Αλέξανδρος Μαζαράκης - Αινιάν. Τα μέχρι τώρα στοιχεία που προκύπτουν από τη συγκεκριμένη έρευνα, είναι πολύ σημαντικά και φωτίζουν άγνωστες πτυχές της πορείας και εξέλιξης του νησιού στον χρόνο, ενώ η συνέχιση των ερευνών εκτιμάται ότι θα εμπλουτίσει με ακόμη περισσότερες πληροφορίες την αρχαιολογική γνώση.
Πηγή: Γλυκερία Υδραίου, "Ταχυδρόμος"