Εγκαταστάσεις του αρχαίου λιμένα της Μασσαλίας (Λακυδώνος).
-
Περί τον 7ο αιώνα π.Χ., οι Έλληνες θαλασσοπόροι άποικοι εμφανίστηκαν σε όλες σχεδόν τις μεσογειακές ακτές, καταφέρνοντας να εγκατασταθούν στις περισσότερες. Στην ακτή της δυτικής Λιγυρίας οι Έλληνες συνάντησαν για πρώτη φορά τους Κέλτες, τουλάχιστον μετά τη μυκηναϊκή εποχή. Όταν έφτασαν στην περιοχή ως έμποροι (8ος αιώνας π.Χ.), οι γηγενείς κάτοικοι ήταν οι Λίγυρες, λαός με τις απαρχές του στη Νεολιθική εποχή που είχε υιοθετήσει τον πρωτο-κελτικό πολιτισμό Έρνφιλντ. Οι πρώτοι Έλληνες άποικοι, Ρόδιοι και Φωκαείς από την Μ. Ασία, ίδρυσαν έναν εμπορικό σταθμό στην σημερινή τοποθεσία του Αγίου Βλασίου (Saint Blaise) που εξελίχθηκε σε πραγματική πόλη, ενδεχομένως με την ονομασία «Ηράκλεια» ή «Μαστράβαλα». Σύντομα η Ηράκλεια-Μαστράβαλα παρήκμασε λόγω των προσχώσεων του Ροδανού που αχρήστευσαν το λιμάνι της, και επισκιάστηκε από μια νέα ελληνική αποικία που ιδρύθηκε σε καλύτερη θέση περί το 600 π.Χ., τη Μασσαλία.
Η ίδρυση της Μασσαλίας αποτέλεσε σημαντικότατο γεγονός για την Ιστορία των Γαλατών, επηρεάζοντας έντονα την εθνογένεση, τον πολιτισμό και την εξέλιξη τους. Η μασσαλιώτικη πολιτισμική επιρροή ήταν ιδιαίτερα σημαντική στους πολιτισμούς Χάλσταττ και Λα Τεν μέσω των εμπορικών και άλλων σχέσεων. Το εμπορικό δίκτυο της Μασσαλίας χρησιμοποιούσε τους μεγάλους ποταμούς της Γαλλίας (Ροδανός, Λίγηρας, Γαρούνας, Σηκουάνας, κ.α.) καταλήγοντας στην Βόρεια Θάλασσα και τα Βρετανικά νησιά. Περίφημος είναι ο λακωνικός κρατήρας που ανασκάφηκε στην τοποθεσία Βις (Vix) της βορείου Γαλλίας, έργο που απέστειλαν εκεί Μασσαλιώτες έμποροι για λογαριασμό της τοπικής βασιλικής οικογένειας. Πάμπολλα ελληνικά στοιχεία πέρασαν στον γαλατικό πολιτισμό, από την καθημερινή ζωή έως την καλλιτεχνική έκφραση. Η Μασσαλία «εξήγε» στους Γαλάτες τον δικό της ιωνικό πολιτισμό και ταυτόχρονα λειτουργούσε ως «ενδιάμεσος» που διέδιδε στον ίδιο λαό στοιχεία πολιτισμού και τεχνολογίας της κυρίως Ελλάδας και των ελληνικών αποικιών της Ιταλίας. Η πόλη εξελίχθηκε σύντομα στο εμπορικό λιμάνι του μεγαλύτερου μέρους του γαλατικού κόσμου, τα προϊόντα του οποίου διοχετεύονταν στην Μασσαλία και από εκεί διαμοιράζονταν στις αγορές ολόκληρης της Μεσογείου. Αναλόγως, τα μεσογειακά είδη ακολουθούσαν την αντίστροφη πορεία, καταλήγοντας στους Γαλάτες πελάτες. Η Μασσαλία αποτέλεσε την εμπορική και πολιτισμική «πύλη» των Κελτών προς το νότο. Μια από τις σημαντικότερες προσφορές της στον γαλατικό κόσμο ήταν το ελληνικό αλφάβητο, το οποίο διαδόθηκε έως τη Βρετανία.
Ο λακωνικός κρατήρας του Βις.
-
Ιδρυτές της Μασσαλίας ήταν οι Ίωνες της μικρασιατικής Φώκαιας. Ο Γαλατορωμαίος ιστορικός Πομπήιος Τρώγος διέσωσε τον ιδρυτικό θρύλο (μέσω του ευρύτερου έργου του Ιουστίνου). Σύμφωνα με αυτόν, Φωκαείς θαλασσοπόροι ξεκίνησαν από την πατρίδα τους με αρχηγό τον Πρώτη και σκοπό την ίδρυση αποικίας. Μετά από μακρύ ταξίδι, έφθασαν αρχικά στις εκβολές του Τίβερη, στο επίνειο της Ρώμης. Από τη Ρώμη οι Φωκαείς έπλευσαν για την σημερινή γαλλική μεσογειακή ακτή. Οι Έλληνες του Πρώτη αποβιβάστηκαν στη χώρα του Νάννου, βασιλέα των Σεγοβρίγων Λιγύρων, ακριβώς την ημέρα που η κόρη του, Γύπτις, θα επέλεγε σύζυγο. Σύμφωνα με το τοπικό έθιμο, η πριγκήπισσα θα έκανε την επιλογή κατά την διάρκεια συμποσίου στο οποίο είχαν προσκληθεί όλοι οι γόνοι της τοπικής αριστοκρατίας. Ο Νάννος κάλεσε και τους Έλληνες στο συμπόσιο, χωρίς να υπολογίσει τις συνέπειες της πρόσκλησης. Ο βασιλέας έδωσε ένα κύπελο με νερό στην κόρη του, ζητώντας της να το προσφέρει στον άνδρα που ήθελε ως σύζυγο. Η Γύπτις προσπέρασε αδιάφορα τους Λίγυρες μνηστήρες και προσέφερε το κύπελο στον Πρώτη. Ο Νάννος έκανε τον Φωκαέα γαμβρό του και του προσέφερε μέρος της χώρας του για την ίδρυση της νέας πόλης, της Μασσαλίας. Πίσω από τη ρομαντική αφήγηση του Τρώγου, κρύβεται η ιστορική πραγματικότητα: Φαίνεται ότι επήλθε κάποια συμφωνία ανάμεσα σε Έλληνες και Λίγυρες για παραχώρηση εδαφών, η οποία επισφραγίστηκε με τον γάμο του Φωκαέα οικιστή με την κόρη του Σεγόβριγα βασιλέα. Αμφότεροι ωφελούνταν. Οι Έλληνες βρήκαν έδαφος για εγκατάσταση ενώ οι Σεγόβριγες απέκτησαν έναν ισχυρό στρατιωτικά σύμμαχο για τους πολέμους τους εναντίον των γειτονικών φυλων.
Ο αρχικός οικισμός της Μασσαλίας γιγαντωνόταν με το πέρασμα του χρόνου, αφαιρώντας όλο και περισσότερα εδάφη από τους ιθαγενείς, απειλώντας πλέον την ύπαρξη τους. Ο διάδοχος του Νάννου, Κομανός, θέλησε να ανατρέψει την κατάσταση. Οι Μασσαλιώτες δεν εμπιστεύονταν τους Λίγυρες και τους επέτρεπαν να εισέρχονται στην πόλη μόνο μετά τον αφοπλισμό τους στις πύλες της. Ο Κομανός σκέφθηκε να κατακτήσει την πόλη με προδοσία, κατά την μεγάλη ελληνική εορτή των Ανθεστηρίων. Σύμφωνα με το σχέδιο του -μια παραλλαγή του ομηρικού επεισοδίου του Δουρείου Ίππου- μια ομάδα οπλισμένων Λιγύρων θα κρύβονταν κάτω από τις φυλλωσιές των αρμάτων της εορταστικής παρέλασης που θα εισερχόταν στην πόλη και θα περίμενε να νυχτώσει. Τη νύκτα θα άνοιγε τις πύλες της Μασσαλίας προκειμένου να εισβάλει σε αυτήν ο σεγοβριγικός στρατός που θα περίμενε κρυμμένος στα γειτονικά υψώματα.
Για καλή τύχη των Ελλήνων, μια γυναίκα των γηγενών αποκάλυψε στον Μασσαλιώτη εραστή της το λιγυρικό σχέδιο και αυτός ενημέρωσε αμέσως τις αρχές. Την ημέρα των Ανθεστηρίων οι Έλληνες ήταν προετοιμασμένοι. Επιτέθηκαν πρώτοι στους Λίγυρες και σφαγίασαν τον Κομανό μαζί με 7.000 άνδρες του, σχεδόν το σύνολο των μαχίμων του. Η φυλή των Σεγοβρίγων σχεδόν εξολοθρεύθηκε και οι επιζώντες κατέστησαν υπήκοοοι της Μασσαλίας. Δεν μπορεί να διευκρινισθεί αν το επεισόδιο της ημέρας των Ανθεστηρίων είναι πραγματικό ή μυθικό. Το βέβαιο είναι ότι η διαρκής επέκταση των Ελλήνων αποίκων επέφερε τον ολοκληρωτικό πόλεμο με τους Λίγυρες. Τελικά οι Μασσαλιώτες, παρότι αρκετά λιγότεροι σε αριθμό, νίκησαν συντριπτικά τους εντόπιους χάρη στον ανώτερο πολεμικό εξοπλισμό και τακτικές τους. Η εκμηδένιση των Σεγοβρίγων πρέπει να θεωρείται πραγματικότητα: δεν μπορούσε να υπάρξει παρά μονο ένας λαός στην περιοχή γύρω από τη Μασσαλία.
Ελληνικές (κόκκινο χρώμα) και φοινικικές (κίτρινο) αποικίες στη δυτική Μεσόγειο.
-
Μετά την απόπειρα του Κομανού, η στάση των Μασσαλιωτών άλλαξε. Η κοινωνία τους έγινε κλειστή, στιβαρή και σημαντικά στρατικοποιημένη. Οι άλλοι Έλληνες έμποροι και ναυτικοί που έφταναν στον Λακυδόνα, το λιμάνι της Μασσαλίας, παρατήρησαν ότι οι Μασσαλιώτες ήταν μονίμως αγέλαστοι, σοβαροί και αυστηροί. Ο μικρός στρατός τους ισχυροποιήθηκε χάρις στα συνεχή γυμνάσια ενώ το ναυτικό τους εξελίχθηκε σε ένα από τα καλύτερα της Μεσογείου. Η ανάπτυξη της Μασσαλίας υπήρξε ραγδαία. Μετέτρεψε τους γειτονικούς λιγυρικούς πληθυσμούς σε υποτελείς της ενώ προσάρτησε στο κράτος της και την γειτονική ελληνική Ηράκλεια-Μαστράβαλα (περί το 520 π.Χ.). Ίδρυσε πολλές δικές της αποικίες, «διοχετεύοντας» σε αυτές τους νέους Φωκαείς και άλλους Έλληνες αποίκους που έφθαναν στο λιμάνι της. Φημισμένες σύγχρονες γαλλικές και ισπανικές πόλεις ιδρύθηκαν ως μασσαλιώτικες ή φωκαϊκές αποικίες. Στη Γαλλία η Νις (αρχ. Νίκαια), η Αντίμπ (αρχ. Αντίπολη), η Αρλ (Θηλίνη), η Αβινιόν (Αυενιών), η Αγκντ (Τύχη Αγαθή), το Μονακό (Μονοίκου Ηρακλέους Λιμήν), το Σεν-Τροπέ (Αθηνόπολις), οι Κάννες (με το ίδιο όνομα) και στην Ισπανία η Βαρκελώνη (Καλλίπολις), η Αλικάντε (Άκρα Λευκή) και ενδεχομένως η Βαλένθια και η Έλτσε (Ιλικιάς ή Ελίκη;) είναι μερικές από αυτές. Άλλες σημαντικές ελληνικές πόλεις των ίδιων ακτών ήταν ο Ταυρόεις, η Ολβία, το Εμπορείο, η Ρόδη, η Ζακανθα, η Αλωνίς, η Θηλίνη, το Περγάντιο και το Ημεροσκόπειο. Οι Μασσαλιώτες απέκρουσαν τις επιθέσεις από θαλάσσης των Ετρούσκων, των Καρχηδονίων και των Λιγύρων πειρατών, κερδίζοντας πολλές νίκες.
Η ναυτική δύναμη της Μασσαλίας ήταν τέτοια ώστε περιόρισε το πανίσχυρο καρχηδονιακό ναυτικό στην θαλάσσια περιοχή νοτίως των Βαλεαρίδων νήσων και έθεσε υπό τον έλεγχο της ολόκληρη την ακτή από το σύγχρονο Αλικάντε της Ισπανίας έως την Γένουα της Ιταλίας (η οποία ήταν Ετρουσκική αποικία). Το μασσαλιώτικο κράτος περιελάμβανε τους περισσότερους από τους 80-100.000 συνολικά Έλληνες της Απώτατης Δύσης, είχε υπό τον άμεσο έλεγχο του μια έκταση περίπου 3-4.000 τετρ. Χμ. (όση είχε το κλασικό αθηναϊκό κράτος μαζί με τα νησιά Ίμβρο, Λήμνο και Σκύρο), ενώ η πολιτική επιρροή του εκτεινόταν σε άλλα 8-9.000 τετρ. Χμ. εδαφών των ιθαγενών. Όπως φαίνεται οι μόνες άλλες ελληνικές πόλεις της Απώτατης Δύσης που ήταν ανεξάρτητες από τη Μασσαλία αλλά μόνο κατά διαστήματα ήταν το Εμπορείο, η Θηλίνη, η Ρόδη των Ροδίων, η Ζακανθα και η Νίκαια.
Νόμισμα του Εμπορειου στην Ισπανία.
-
Το άστυ της κλασσικής Μασσαλίας (5ος-4ος αιώνες π.Χ.) είχε πληθυσμό 40.000-50.000 κατοίκων, ίσο με αυτόν των σύγχρονων του πολεοδομικών ενότητων Αθηνών-Μακρών Τειχών-Πειραιώς και Κορίνθου-(κορινθιακών) Μακρών Τειχών-Λεχαίου. Ο μασσαλιώτικος στρατός αποτελείτο από Έλληνες οπλίτες και Γαλάτες και Λίγυρες ελαφρά οπλισμένους υποτελείς και μισθοφόρους. Περίφημο ήταν το μασσαλιώτικο ιππικό, στο οποίο οι Ρωμαίοι απένειμαν τα εύσημα για την προσφορά του κατά τον Β΄ καρχηδονιακό πόλεμο στην περιοχή του Ροδανού. Ακόμη πιο ισχυρό ήταν το ναυτικό της Μασσαλίας, αποτελούμενο αρχικά από πεντηκοντόρους και διήρεις και αργότερα από τριήρεις, ενδεχομένως και πεντήρεις κατά την ελληνιστική περίοδο. Η Μασσαλία διατηρούσε σημαντική βιομηχανία παραγωγής όπλων λόγω της στρατικοποίησης της, αρκετά από τα οποία εξήγε στους Γαλάτες της ενδοχώρας.
Το δυστύχημα για την Μασσαλία ήταν ότι η ιστορία της γράφτηκε κυρίως από Λατίνους συγγραφείς. Η πόλη ήταν μακρινή για τους μητροπολιτικούς Έλληνες. Έτσι οι ρωμαιοκεντρικοί και υπερπατριώτες Ρωμαίοι συγγραφείς (ανάμεσα τους και ο Έλληνας Πολύβιος), αγνόησαν σημαντικά την ιστορία της ή μείωσαν σε αρκετές περιπτώσεις τη συνεισφορά της στις μεταγενέστερες ρωμαϊκές επιτυχίες, π.χ. τον σημαντικό ρόλο του μασσαλιώτικου ναυτικού στη νίκη του ρωμαϊκού στόλου επί του καρχηδονιακού στις εκβολές του ποταμού Ίβηρα (217 π.Χ.) κατά την εκτίμηση Γάλλων ιστορικών. Όπως γράφει ενας Αγγλος ιστορικός: «Η Ιστορία της Μασσαλίας εμφανίζεται στον σύγχρονο κόσμο όπως η κορυφή ενός παγόβουνου που ξεπροβάλει πάνω από τα κύματα. Είμαστε πεπεισμένοι ότι υπάρχει (η άγνωστη Ιστορία της) αλλά η πρόσβαση σε αυτήν είναι σχεδόν αδύνατη. Αυτό είναι το μυστήριο της Μασσαλίας. Η Μασσαλία είναι ο λησμονημένος Κολοσσός».
Η αναγεννησιακή Αντίμπ, η αρχαία ελληνική Αντίπολις, η τρίτη μεγαλύτερη μασσαλιωτικη αποικία. Η αρχαία ελληνική πόλη είχε περίπου την ίδια έκταση.
-
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΡΟΣ Α΄
Οι Κέλτες επεκτείνονταν βαθμιαία εις βάρος των Λιγύρων, είτε με την κατάκτηση είτε με την απευθείας υιοθέτηση του πολιτισμού Λα Τεν από τους δεύτερους και έτσι τον επερχόμενο εκ-κελτισμό τους. Αρχικά οι Μασσαλιώτες δεν συγκρούστηκαν με τους νεοφερμένους. Όπως είδαμε, οι δύο λαοί γνωρίζονταν πολύ καλά από τις εμπορικές συναλλαγές τους και την ευεργετική επίδραση της Μασσαλίας. Τώρα είχαν πλέον και εδαφική επαφή. Εκτός από τα κοινά εμπορικά συμφέροντα είχαν και κοινά πολιτικά, καθότι αμφότεροι κυβερνούσαν υποτελείς λιγυρικούς πληθυσμούς. Στις αρχές του 4ου αιώνα, η καθαυτό Γαλατία είχε γίνει εξολοκλήρου σφαίρα της μασσαλιώτικης επιρροής. Για αυτόν τον λόγο οι Μασσαλιώτες αδιαφορούσαν πάντοτε για τον έλεγχο της Ιβηρικής και των Στηλών του Ηρακλή (σημερινό Γιβραλτάρ), τον οποίο είχαν αφήσει στους Καρχηδονίους. Το μόνο ενδιαφέρον για τους δύο λαούς πέρα από τις Ηράκλειες Στήλες ήταν ο κασσίτερος των Κασσιτερίδων νήσων (μάλλον τα νησιά Σίλλυ της βρετανικής ακτής), τον οποίο ωστόσο, οι Μασσαλιώτες προμηθεύονταν χωρίς προβλήματα από τους χερσαίους δρόμους της Γαλατίας. Αντιθέτως, οι Καρχηδόνιοι έπρεπε να διενεργήσουν το μακρύ και επικίνδυνο θαλάσσιο ταξίδι από την Μεσόγειο μέχρι την Βρετανία προκειμένου να τον προμηθευτούν εφόσον οι δρόμοι της Γαλατίας παρέμειναν για πάντα κλειστοί για αυτούς. Λόγω αυτής της κατάστασης υπήρχε μια «άτυπη» συμφωνία μεταξύ Μασσαλίας και Καρχηδόνας, σύμφωνα με την οποία η Γαλατία ήταν σφαίρα επιρροής της πρώτης ενώ η Ιβηρική αποτελούσε χώρο της δεύτερης. Αργότερα η συμφωνία έγινε επίσημη με τον καθορισμό του ποταμού Ίβηρα της Ισπανίας ως συνόρου ανάμεσα στις δύο σφαίρες.
Αρχαία ελληνική πεντηκόντορος, το πλοίο που χρησιμοποίησαν οι Φωκαείς οι οποίοι ίδρυσαν τη Μασσαλία και πολλές ακόμη αποικίες στη Δυτική Μεσόγειο. Οι Μασσαλιώτες στηρίχθηκαν στην πεντηκοντορο έως την υιοθέτηση της κορινθιακής τριήρους.
-
Η Μασσαλία έστειλε από νωρίς τους θαλασσοπόρους της να εξερευνήσουν τις ακτές του Ατλαντικού. Τον 6ο αιώνα π.Χ. ο Ευθυμένης και οι άνδρες του πέρασαν το Γιβραλτάρ και περιέπλευσαν τις αφρικανικές ακτές μέχρι τις εκβολές του ποταμού Σενεγάλη, κατά την πιθανότερη εκτίμηση. Πιο φημισμένος είναι ο Πυθέας ο οποίος ακολούθησε την αντίθετη κατεύθυνση με προορισμό του τις παγωμένες θάλασσες του βορρά (περί το 335-330 π.Χ.). Μερικοί σύγχρονοι ιστορικοί έχουν υποθέσει ότι η αποστολή του χρηματοδοτήθηκε από τον Μέγα Αλέξανδρο, ο οποίος την ίδια εποχή συνέτριβε τους Πέρσες στην Ασία. Ο μεγάλος κατακτητής σκόπευε μελλοντικά να στρέψει τις στρατιές του προς την Δύση, για αυτό χρειαζόταν πληροφορίες για τις χώρες της. Σύγχρονοι Ευρωπαίοι ερευνητές θεωρούν ότι ο Πυθέας χρησιμοποίησε ένα από τα πλοία των Γαλατών ναυτικών, π.χ. τα σκάφη των Αρμορικανών Ενετών. Εντούτοις, δεν τα χρειαζόταν παρά την κατασκευαστική ποιότητα τους , επειδή το πλοίο του ήταν κατά πάσα πιθανότητα ολκάδα, ελληνικό εμπορικό σκάφος το οποίο λόγω του «ημισφαιρικού» σχήματος του μπορούσε να αντεπεξέλθει στα υψηλά κύματα του Ατλαντικού (σε αντίθεση με την τριήρη που θα κινδύνευε να βυθιστεί).
Η παράδοση η οποία αναφέρει ότι οι Καρχηδόνιοι φρουρούσαν το στενό του Γιβραλτάρ και δεν άφηναν κανέναν να πλεύσει στον Ατλαντικό χωρίς την άδεια τους, δεν έχει ιστορική αξία. Οι Φοίνικες δεν μπορούσαν να εμποδίσουν τους Μασσαλιώτες να βγουν στον Ωκεανό, όταν αυτοί το ήθελαν. Οι θαλασσομάχοι της Μασσαλίας είχαν νικήσει αρκετές φορές τον καρχηδονιακό πολεμικό στόλο, όπως δείχνουν τα τρόπαια από ναυτικές νίκες και τα ανάλογα αφιερώματα τους στους Δελφούς (Θουκυδίδης, Ιουστίνος, Στράβων και Παυσανίας). Εξάλλου ο Πυθέας αναφέρει σε αποσπάσματα του έργου του, ποταμούς της Ιβηρικής οι οποίοι χύνονται στον Ατλαντικό, αναφορά που σημαίνει ότι περιέπλευσε την εν λόγω χερσόνησο. Είναι μάλλον απίθανη η άποψη ότι αν οι Μασσαλιώτες ήθελαν πραγματικά να πλεύσουν στον Ατλαντικό, θα εμποδίζονταν από τους Καρχηδονίους. Αντίθετα, ενας Βρετανός ιστορικός παρέχει ενδείξεις σύμφωνα με τις οποίες υπάρχει η πιθανότητα οι Μασσαλιώτες και οι Καρχηδόνιοι να συνεργάσθηκαν κατά τις εξερευνήσεις τους στον Ατλαντικό.
Ρομαντική γαλλική απεικόνιση του 1875 του μύθου της ίδρυσης της Μασσαλίας: η πριγκήπισσα Γύπτις προσπερνά αδιάφορη τους απογοητευμένους εντόπιους μνηστήρες και επιλέγει τον Ελληνα Πρώτη.
-
Ο Πυθέας και οι άνδρες του περιέπλευσαν τις ατλαντικές ακτές της Ευρώπης και διέσχισαν το στενό της Ιρλανδικής θάλασσας που χωρίζει την Ιρλανδία από την Μεγάλη Βρετανία. Έφτασαν μέχρι την Ισλανδία ή σύμφωνα με άλλες απόψεις, μέχρι τα νησιά Σέτλαντ ή τη Νορβηγία. Στο ίδιο ή σε άλλο ταξίδι, περιέπλευσαν τις ακτές της Βόρειας Θάλασσας και ανακάλυψαν την Βαλτική που ήταν άγνωστη έως τότε στον κόσμο της Μεσογείου. Ο Πυθέας παρατηρούσε τους λαούς που συναντούσε και κατέγραψε πολλά στοιχεία σχετικά με τον βίο και τον πολιτισμό τους σε σχετικό έργο του. Οι περισσότερες φυλές ήταν γαλατικές-κελτικές και γερμανικές. Παρότι το έργο του δεν διασώθηκε, τα αποσπάσματα του, τα οποία παραδίδονται από άλλους αρχαίους συγγραφείς, αποτελούν σπουδαία πηγή σχετικά με τον γαλατικό και γερμανικό κόσμο της εποχής του.
Η μασσαλιωτική επιρροή στους Γαλάτες είναι περισσότερο εμφανής στην ελληνο-γαλατική πόλη Γλάνο (Glanum) της Προβηγκίας. Ο Πτολεμαίος την αναφέρει ως πόλη των Σαλύων Γαλατων αλλά θεωρείται βέβαιο ότι κατά την ελληνιστική περίοδο ένα μέρος του πληθυσμού της ήταν Έλληνες από την Μασσαλία. Η πόλη απέκτησε τότε πολλές ελληνικές επιρροές, που φαίνονται περισσότερο στην αρχιτεκτονική των κτιρίων. Οι κάτοικοι της έφθασαν να έχουν και ελληνικό «εθνικό» (πολιτειακή ονομασία). Καλούνταν «Γλανικοί». Αλλά δεν χάθηκαν τα γνήσια γαλατικά στοιχεία. Εκτός από τις γαλατικές επιγραφές, ανασκάφηκε και ένα σημείο της πόλης όπου καρφώνονταν σε πασσάλους οι αποκομμένες κεφαλές ηττημένων εχθρών των Γλανικών, χαρακτηριστική κελτική συνήθεια. Η ελληνική επιρροή δεν περιορίστηκε στο Γλάνο. Κατά την ελληνιστική περίοδο η πρωτεύουσα των Σαλύων, στην σύγχρονη θέση Εντρεμόντ (Entremont), ξανακτίστηκε με ελληνικό πολεοδομικό σχέδιο. Στην θέση του παλαιού γαλατικού φρουρίου, ιδρύθηκε μια μεγάλη πόλη με πρότυπο την γειτονική της Μασσαλία. Και στο Εντρεμόντ τα ελληνικά στοιχεία συνυπήρχαν με τα αποκομμένα κρανία, καρφωμένα στα τείχη της πόλης.
Νόμισμα Μασσαλίας.
-
Η συμμαχία της Μασσαλίας με την Ρώμη χρονολογείτο από τα χρόνια της ίδρυσης τους. Το 132 π.Χ. η πρώτη έσωσε την μητρόπολη της Φώκαια, από την καταστροφή της από τον ρωμαϊκό στρατό, όταν μεσολάβησε υπέρ της στην ρωμαϊκή Σύγκλητο. Η Μασσαλία βοήθησε σημαντικά τη Ρώμη στον «Διπλό» Καρχηδονιακό πόλεμο (264-201 π.Χ.). Εξάλλου η Καρχηδόνα αποτελούσε τον μεγαλύτερο εχθρό αμφοτέρων των πόλεων. Μετά την τελική ήττα του Αννίβα, οι Ρωμαίοι επεξέτειναν την στρατιωτική παρουσία τους στη χώρα της Μασσαλίας προκειμένου να εξασφαλίσουν ασφαλή χερσαία οδό από την Ιταλία προς τις ισπανικές επαρχίες τους. Οι Σάλυες θορυβήθηκαν από τη ρωμαϊκή προώθηση και επιτέθηκαν στη Μασσαλία (154 π.Χ.). Οι Μασσαλιώτες και οι Ρωμαίοι τους απέκρουσαν αλλά το 125 οι Σάλυες επανήλθαν ενισχυμένοι με τους Αλλόβριγες, γειτονικό γαλατικό λαό. Η Ρώμη έστειλε μια υπατική στρατιά η οποία νίκησε τους Γαλάτες. Αυτή η εξέλιξη, παρότι σωτήρια για τη Μασσαλία, τη μετέτρεψε ουσιαστικά σε μια από τις υποτελείς συμμάχους (socii) της Ρώμης (122 π.Χ). Σε αντάλλαγμα, η πολιτική χώρα της επεκτάθηκε χάρις στα γαλατικά εδάφη που της παρέδωσαν οι Ρωμαίοι.
Λίγο αργότερα οι ρωμαϊκές στρατιές υπέταξαν οριστικά και τους Σάλυες και Αλλόβριγες ενώ η κατάκτηση προχώρησε έως τα Πυρηναία, υποτάσσοντας τους Ουόλκες Γαλάτες (118 π.Χ.). Οι Ρωμαίοι ενοποίησαν σε μια νέα επαρχία την κατακτημένη περιοχή, η οποία έφτανε μέχρι τη σύγχρονη λίμνη της Γενεύης. Εκχώρησαν περίπου το ένα τρίτο των κατακτημένων περιοχών στη Μασσαλία η οποία πλούτισε περισσότερο. Τα υπόλοιπα εδάφη αποτέλεσαν τη ρωμαϊκή επαρχία της Ναρβωνικής Γαλατίας, την οποία οι Ρωμαίοι αποκαλούσαν συχνά απλά η «Επαρχία» (Provincia) σε αντιδιαστολή με την υπόλοιπη Γαλατία που ήταν ελεύθερη. Από αυτήν την συνήθεια τους προέρχεται η σημερινή γαλλική τοπωνυμική ονομασία «Προβηγκία» για την εν λόγω περιοχή.
Διάγραμμα της αρχαίας Μασσαλίας του 1840. Στο κέντρο αριστερά διακρίνεται το αρχαίο λιμάνι (Λακυδων).
-
Στους ρωμαϊκούς εμφυλίους πολέμους η Μασσαλία υποστήριξε τον Μάριο έναντι του Σύλλα και κατά την διαμάχη μεταξύ Πομπηίου και Καίσαρα, συντάχθηκε με τον πρώτο. Ο στρατός του Καίσαρα την πολιόρκησε και την κατέλαβε παρά τη γενναία προσπάθεια του μασσαλιώτικου ναυτικού εναντίον των ρωμαϊκών πλοίων (49 π.Χ.). Ο Καίσαρ δεν κατέστρεψε την πόλη αλλά της αφαίρεσε σχεδόν όλες τις κτήσεις της, εκτός της Νίκαιας, καθώς και τους θησαυρούς της. Η Μασσαλία προσαρτήθηκε ουσιαστικά στο ρωμαϊκό κράτος. Παρά την λεηλασία της και τον εμπορικό ανταγωνισμό της γειτονικής ρωμαϊκής αποικίας Ναρβώνος, συνέχισε να αποτελεί μια πλούσια εμπορική πόλη με φημισμένες ελληνικές σχολές ιατρικής, φιλοσοφίας και άλλων επιστημών, στις οποίες φοιτούσαν πολλοί Ρωμαίοι αλλά και Γαλάτες πλέον. Η ιωνική διάλεκτος της χάθηκε υπέρ της λατινικής μόλις τον 3ο αιώνα μ.Χ. Σήμερα, υπάρχει στην είσοδο του λιμένα της ογκώδης μεταλλική πλάκα τοποθετημένη από τον Δήμο των Μασσαλιωτών, στην οποία αναγράφεται ότι σε αυτό το σημείο αποβιβάστηκαν Έλληνες άποικοι το 600 π.Χ. οι οποίοι ιδρυσαν την πόλη.
Περικλής Δεληγιάννης