Ιστορία των Εβραίων στην Ελλάδα
Οι οργανωμένες εβραϊκές κοινότητες στην Ελλάδα έχουν ιστορία πάνω από 2.000 χρόνια. Η παλαιότερη και πιο χαρακτηριστική ομάδα που κατοίκησε στη χώρα είναι οι Ρωμανιώτες. Πρακτικά, όμως, στη σύγχρονη εποχή ως Έλληνας Εβραίος (ή Ελληνοεβραίος) νοείται οποιοσδήποτε Έλληνας ανήκει στην ιουδαϊκή θρησκεία ή έχει εβραϊκή καταγωγή και κατοικεί ή ανάγεται (στην προέλευση) σε περιοχή της σύγχρονης Ελλάδας.
Εκτός από τους Ρωμανιώτες, η Ελλάδα υπήρξε το ιστορικό κέντρο μιας άλλης μεγάλης ομάδας Εβραίων, των Σεφαρδιτών, και η Θεσσαλονίκη αποκλήθηκε στο παρελθόν «μητέρα του Ισραήλ» (εβρ. ir v'em beyisrael).
Οι Έλληνες Εβραίοι έπαιξαν σπουδαίο ρόλο στην αρχική περίοδο ανάπτυξης του Χριστιανισμού και συνέβαλαν στους τομείς της εκπαίδευσης και του εμπορίου κατά τη Βυζαντινή και την Οθωμανική αυτοκρατορία. Όμως, η παρουσία τους στην Ελλάδα υπέστη συντριπτικό πλήγμα από την ερήμωση που έφερε το Ολοκαύτωμα κατά το διάστημα της κατοχής της Ελλάδας από τις δυνάμεις του Άξονα, παρά τις προσπάθειες διαφόρων Ελλήνων να τους προστατεύσουν. Οι λιγοστοί (σε σχέση με το παρελθόν) Έλληνες Εβραίοι ζουν σήμερα αρμονικά με τους Έλληνες Χριστιανούς και η εβραϊκή κοινότητα συνεργάζεται με τους υπόλοιπους Έλληνες για την καταπολέμηση των κρουσμάτων αντισημιτισμού στην Ελλάδα.
Εβραϊκές ομάδες στην Ελλάδα
Οι περισσότεροι Εβραίοι στην Ελλάδα είναι Σεφαραδίτες, αλλά η χώρα αποτελεί επίσης την έδρα της μοναδικής ρωμανιώτικης κουλτούρας, η οποία βρίσκεται υπό εξαφάνιση. Εκτός από τους Σεφαραδίτες και τους (ελάχιστους) Ρωμανιώτες, έχουν υπάρξει επίσης μικρές ασκεναζίτικες κοινότητες στη Θεσσαλονίκη κι αλλού. Μικρές ομάδες Εβραίων είχαν καταφύγει επίσης στην Ελλάδα σχετικώς πρόσφατα από τις περιοχές του Πόντου, όπου συγκατοικούσαν με τις ελληνικές κοινότητες, υπό την πίεση των πογκρόμ και άλλων διώξεων.
Ρωμανιώτες
Οι Ρωμανιώτες αποτελούν το παλαιότερο τμήμα του εβραϊκού στοιχείου στην Ελλάδα, όπου έχουν ιστορία πάνω από 2.000 χρόνια. Η γλώσσα τους ήταν η ρωμανιώτικη διάλεκτος (γνωστή και με το σπάνιο όνομα Γεβανική, Yevanic, όρος που ανάγεται στην εβραϊκή λέξη ΩΥί yvn «Ελλάδα, Ιωνία»), που αποτελεί διάλεκτο της Ελληνικής, αλλά φαίνεται ότι δεν υπάρχουν άτομα που να την μιλούν. Οι σημερινοί Έλληνες Ρωμανιώτες μιλούν τη Νέα Ελληνική.
Μεγάλες κοινότητες Ρωμανιωτών υπήρχαν στα Ιωάννινα, στη Θήβα, τη Χαλκίδα, την Κέρκυρα, την Άρτα, την Κόρινθο, καθώς και στα νησιά Κρήτη, Λέσβο, Χίο, Σάμο, Ρόδο και Κύπρο. Οι Ρωμανιώτες διακρίνονται ιστορικά από τους Σεφαρδίτες, που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα (κυρίως στη Θεσσαλονίκη, λαντίνο Selanik) μετά από άδεια και προσδιορισμό του χώρου εγκατάστασης από το Σουλτάνο, μετά την εκδίωξη των Εβραίων από την Ισπανία το 1492 (Διάταγμα της Αλάμπρας, από το Φερδινάνδο Β' και την Ισαβέλλα εναντίον όλων των αλλόθρησκων που αρνήθηκαν να ασπαστούν τον Χριστιανισμό).
Σχεδόν όλοι οι Ρωμανιώτες των Ιωαννίνων, οι οποίοι αποτελούσαν τη μεγαλύτερη εναπομένουσα ρωμανιώτικη κοινότητα που δεν είχε αφομοιωθεί από τη σεφαρδίτικη κουλτούρα, υπήρξαν θύματα του Ολοκαυτώματος. Μερικές δεκάδες, που επέζησαν, έχουν απομείνει σήμερα στα Ιωάννινα.
Σεφαρδίτες
Οι περισσότεροι Έλληνες Εβραίοι είναι Σεφαρδίτες,[1] που οι πρόγονοι είχαν διωχθεί από την Ισπανία το 1492. Οι πιο πολλοί εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη, όπου ευημερούσαν για αιώνες. Η παραδοσιακή γλώσσα των Ελλήνων Σεφαρδιτών ήταν η Ισπανοεβραϊκή ή Λαντίνο και η κοινότητά τους αποτελούσε, μέχρι το Ολοκαύτωμα, «μοναδικό μείγμα οθωμανικής, βαλκανικής και ισπανικής επιρροής», και ήταν γνωστή για το υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης που τη χαρακτήριζε. Το Ίδρυμα Προώθησης Σεφαραδίτικων Μελετών και Κουλτούρας (Foundation for the Advancement of Sephardic Studies and Culture) θεωρεί τη σεφαρδίτικη κοινότητα της Θασσαλονίκης «αναμφισβήτητα μία από τις σπουδαιότερες του κόσμου».
Ιστορικό πλαίσιο
Η πρώτη μαρτυρία εβραϊκής παρουσίας στην Ελλάδα χρονολογείται το 300-250 π.Χ. σε μια επιγραφή από τον Ωρωπό της Αττικής, η οποία αναφέρεται σε έναν Εβραίο δούλο ονόματι Μόσχον Μοσχίωνος. Στο νησί της Δήλου υπάρχει η αρχαιότερη συναγωγή στη Διασπορά, που έχει χρονολογηθεί ήδη τον 1ο αιώνα π.Χ. Το 2ο αιώνα π.Χ. ο Υρκανός, ηγέτης της εβραϊκής κοινότητας στην Αθήνα, τιμήθηκε με την ανέγερση αγάλματος στην αγορά. Όμως, οι πληροφορίες και τα στοιχεία για την παρουσία του εβραϊκού στοιχείου στον ελληνικό χώρο πληθαίνουν κατά την ελληνιστική κυρίως εποχή.
Ελληνιστική περίοδος
Ο Μ. Αλέξανδρος κατέλαβε το πρώην βασίλειο του Ιούδα το 332 π.Χ., αφού επιβλήθηκε σταδιακά στην Περσική αυτοκρατορία, που κατείχε την περιοχή από τότε που ο βασιλιάς Κύρος κατέκτησε τη Βαβυλώνα. Μετά το θάνατο του Αλέξανδρου, ο πόλεμος των Διαδόχων οδήγησε σε συνεχείς μεταβολές ηγεσίας στην περιοχή, επειδή οι διάδοχοι μάχονταν για να κερδίσουν τον έλεγχο των περσικών επαρχιών. Η ιστορικός Karen Armstrong αναφέρει ότι «οι Εβραίοι της Ιερουσαλήμ γεύτηκαν την ελληνική εισβολή ως εμπειρία καταστροφική, βίαιη και στρατοκρατορική».
Τελικά η περιοχή πέρασε στον έλεγχο της δυναστείας των Πτολεμαίων, με αποτέλεσμα να αποκτήσει ελληνιστικό χαρακτήρα. Οι Εβραίοι της Αλεξάνδρειας δημιούργησαν ένα μοναδικό κράμα ελληνικής και εβραϊκής κουλτούρας, και οι Εβραίοι της Ιερουσαλήμ διαιρέθηκαν σε συντηρητικούς και φιλέλληνες. Η επιρροή αυτού του ελληνιστικού κράματος με φορείς Εβραίους που είχαν στο παρελθόν αποτελέσει μέρος της Ελληνικής αυτοκρατορίας, καθώς κι οι ταραχές της περιόδου που μεσολάβησε από το θάνατο του Αλέξανδρου έως το 2ο αιώνα π.Χ., οδήγησε ―όπως έχει υποστηριχθεί― στην κατοπινή ανάδυση του εβραϊκού μεσσιανισμού. Οι ιδέες αυτές ενέπνευσαν στη συνεχεία το επαναστατικό φρόνημα των Εβραίων, όταν η Ιερουσαλήμ έγινε μέρος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Ρωμαϊκή περίοδος
Το 146 π.Χ. όλη η ελληνική επικράτεια υποτάχθηκε στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Ο εβραϊκός πληθυσμός στην Ελλάδα αυξήθηκε τα ρωμαϊκά χρόνια κι αποτέλεσε τη βάση των εβραϊκών εστιών κατά τη βυζαντινή εποχή. Οι Ρωμανιώτες που ζούσαν στην Ελλάδα δεν είχαν κοινή πορεία με αυτούς που ζούσαν στην επαρχία της Ιουδαίας. Η Κ. Διαθήκη περιγράφει τους Εβραίους της Ελλάδας ως χωριστή κοινότητα από τους Εβραίους της Ιουδαίας, πράγμα που επιτείνεται από το γεγονός ότι οι πρώτοι δε συμμετείχαν στον Α' Ιουδαιο-Ρωμαϊκό πόλεμο, ούτε στις κατοπινές συγκρούσεις. Ωστόσο, οι εκτεταμένες μετακινήσεις του 1ου αιώνα μ.Χ. μέσα στην αυτοκρατορία, οδήγησαν αρκετούς Εβραίους στη Θεσσαλονίκη, όπου συνάντησαν την τοπική κοινότητα Ρωμανιωτών, που μιλούσαν μια ελληνική διάλεκτο. Σύμφωνα με ρωμανιώτικη παράδοση, οι πρώτοι Εβραίοι που μετανάστευσαν στα Ιωάννινα και συνέστησαν την τοπική κοινότητα, έφθασαν εκεί μετά την καταστροφή του δεύτερου Ναού το 70 μ.Χ. Ασχολούνταν κυρίως με το εμπόριο μεταξιού, την υφαντουργία και τη βαφή υφασμάτων.
Από τους πιο περίφημους Εβραίους, που έδρασαν στον ελληνικό χώρο τον 1ο αιώνα, υπήρξε ένας πρώην διώκτης των πρώτων Εβραίων Χριστιανών, μέχρις ότου μεταστράφηκε στο δρόμο προς τη Δαμασκό, ο Παύλος από την Ταρσό, γνωστός κι ως απόστολος Παύλος. Ο Παύλος από την Ταρσό, που στο παρελθόν αποτελούσε τμήμα της ελληνιστικής αυτοκρατορίας των Σελευκιδών, διαδραμάτισε νευραλγικό ρόλο στην ίδρυση πολλών χριστιανικών εκκλησιών στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, κυρίως στη Μ. Ασία και την Ελλάδα. Το δεύτερο ιεραποστολικό ταξίδι του Παύλου περιελάμβανε διδαχή και κήρυγμα με σκοπό τη μεταστροφή στη συναγωγή της Θεσσαλονίκης, μέχρις ότου διώχθηκε από την εβραϊκή κοινότητα της πόλης.
Βυζαντινή περίοδος
Μετά την κατάρρευση του δυτικού τμήματος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, στοιχεία του ρωμαϊκού πολιτισμού εξακολούθησαν να υπάρχουν στη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Οι Εβραίοι της Ελλάδος έγιναν σταδιακά αντικείμενο της προσοχής των αυτοκρατόρων στην Κωνσταντινούπολη. Μερικοί αυτοκράτορες προσπάθησαν με ζήλο να αποκτήσουν τον έλεγχο του πλούτου των Εβραίων της Ελλάδος και τους επέβαλλαν ειδικούς φόρους ή επιχείρησαν να τους μεταστρέψουν βίαια στον Χριστιανισμό. Η προσπάθεια αυτή δεν είχε ιδιαίτερη επιτυχία, γιατί προσέκρουσε στην αντίσταση τόσο της εβραϊκής κοινότητας όσο και των ελληνικών χριστιανικών συνόδων.
Το 12ο αιώνα, ο περιηγητής Βενιαμίν της Τουδέλας ανέφερε την ύπαρξη εβραϊκών οικογενειών και κοινοτήτων σε πολλές πόλεις, ενώ κοινότητες υπήρχαν και στα μεγαλύτερα νησιά. Οι κύριες ασχολίες τους ήταν η υφαντουργία, η βαφή υφασμάτων και η μεταξουργία. Οι Εβραίοι αυτοί, που αποκαλούνται αργότερα Ρωμανιώτες, ήταν ελληνόφωνοι και σημαντικά ενσωματωμένοι στον ελληνικό πολιτισμό. Είναι χαρακτηριστικό ότι έγραφαν στα ελληνικά, χρησιμοποιώντας το εβραϊκό αλφάβητο, όπως συμβαίνει και με τη Γίντις[2] και μερικές φορές με την Ισπανοεβραϊκή γλώσσα (Λαντίνο).
Κατά τον Μεσαίωνα διάφορες ομάδες Ασκεναζιτών[3] άρχισαν να εγκαθίστανται στην Ελλάδα. Η πρώτη ομάδα έφθασε στην περιοχή το 1376 και αποτέλεσε ουσιαστικά την προφυλακή της μεταναστευτικής κίνησης Ασκεναζιτών από την Ουγγαρία και τη Γερμανία. Το ρεύμα αυτό αυξήθηκε κατά τον 15ο αιώνα εξαιτίας του διωγμού των Εβραίων από τις χώρες αυτές. Επιπλέον, Εβραίοι από τη Γαλλία και τη Βενετία έφθασαν στην Ελλάδα και ίδρυσαν νέες εβραϊκές κοινότητες στη Θεσσαλονίκη.
Οθωμανική περίοδος
Οι ελληνικές περιοχές περιήλθαν σε οθωμανική κατοχή από τα μέσα του 15ου αιώνα μέχρι και το τέλος της Επανάστασης με τη συνθήκη του 1832 και του Α' Βαλκανικού Πολέμου το 1913. Σε όλη αυτή την περίοδο η Θεσσαλονίκη αποτελούσε το κέντρο της εβραϊκής ζωής στα Βαλκάνια.
Μετά την εκδίωξή τους από την Ισπανία, περίπου 15.000-20.000 Σεφαρδίτες εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη. Οι μετανάστες αυτοί εγκατέστησαν το πρώτο τυπογραφείο στην πόλη, η οποία απέκτησε φήμη ως κέντρο εμπορίου και μάθησης. Η συνεχής άφιξη Εβραίων από διάφορες ευρωπαϊκές περιοχές εξαιτίας των διωγμών, οδήγησε σε αύξηση του εβραϊκού πληθυσμού, μέχρι που το 1519 αποτελούσε την πλειοψηφία των κατοίκων της πόλεως.
Το 1650 εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη ο Σαμπετάι Ζεβί, ένας Εβραίος από τη Σμύρνη, που ισχυριζόταν ότι ήταν ο μεσσίας. Ο Ζεβί απέκτησε αρκετούς ειλικρινείς πιστούς στην πόλη, επωφελούμενος από ένα κύμα αυξανόμενου ενδιαφέροντος για τον μυστικισμό και τον καββαλισμό. Μετά την αναγκαστική μεταστροφή τού Ζεβί στο Ισλάμ, τριακόσιες οικογένειες από τους ακολούθους του έγιναν Donmeh, διατηρώντας μια μορφή μεσσιανικού κρυπτο-Ιουδαϊσμού παρά τη μεταστροφή τους. Τα γεγονότα συνετέλεσαν στη διαπίστωση ότι υπήρχε ανάγκη για μεγαλύτερη κεντρική οργάνωση και ηγεσία στην εβραϊκή κοινότητα. Η ηγεσία αυτή κατόρθωσε να επωφεληθεί δύο αιώνες αργότερα από την προοδευτική φιλελευθεροποίηση των οθωμανικών νόμων.
Προς το μέσο του 19ου αιώνα, όμως, έγιναν νέες αλλαγές στη ζωή των Ελλήνων Εβραίων. Tο σώμα των γενίτσαρων είχε διαλυθεί το 1862 και τις παραδοσιακές εμπορικές οδούς εκμεταλλεύονταν πια οι Μεγάλες Δυνάμεις τής Ευρώπης. Ο σεφαρδίτικος πληθυσμός τής Θεσσαλονίκης είχε αυξηθεί σε περίπου 25.000-30.000 μέλη και αυτό είχε οδηγήσει σε έλλειψη πόρων, προβλήματα υγιεινής και πυρκαγιές. Προς το τέλος τού αιώνα, όμως, η κατάσταση βελτιώθηκε σημαντικά, καθώς οι εμπορικές πρωτοβουλίες τής σεφαραδίτικης κοινότητας, κυρίως εκ μέρους τής οικογένειας Αλλατίνη, αξιοποίησαν τις νέες δυνατότητες εμπορίου με την υπόλοιπη Ευρώπη. Ο ιστορικός Misha Glenny υπογραμμίζει ότι η Θεσσαλονίκη ήταν «η μόνη πόλη στην αυτοκρατορία, όπου οι Εβραίοι άσκησαν βία κατά του χριστιανικού πληθυσμού ως μέσον παγίωσης της πολιτικής και οικονομικής τους ισχύς».
Στην πραγματικότητα, ώς τις αρχές τού 20ού αιώνα οι Εβραίοι αποτελούσαν πάνω από το μισό τού πληθυσμού τής πόλης. Ως αποτέλεσμα της εβραϊκής επιρροής, ακόμη κι αρκετοί μη Εβραίοι στη Θεσσαλονίκη μιλούσαν την Ισπανοεβραϊκή (Λαντίνο), τη γλώσσα των Σεφαρδιτών, και η πόλη ουσιαστικά έκλεινε κατά το εβραϊκό Σάββατο. Ταξιδιώτες που περνούσαν από το λιμάνι τής πόλης εκείνη την εποχή έλεγαν, χιουμοριστικά, ότι η Θεσσαλονίκη ήταν η πόλη στην οποία οι εργάσιμες ημέρες ήταν στην ουσία τέσσερεις και ακολουθούσαν τρεις ημέρες αργίας, Παρασκευή για τους Μουσουλμάνους, Σάββατο για τους Εβραίους και Κυριακή για τους Χριστιανούς.
Η οθωμανική κυριαρχία στη Θεσσαλονίκη έληξε το 1912, όταν οι Έλληνες στρατιώτες μπήκαν στην πόλη τις τελευταίες ημέρες του Α' Βαλκανικού Πολέμου Το καθεστώς τής Θεσσαλονίκης δεν είχε αποφασιστεί από τη Βαλκανική Συμμαχία πριν τον πόλεμο. Αν και υπήρχαν φωνές στην εβραϊκή κοινότητα που ισχυρίζονταν ότι η βουλγαρική κυριαρχία θα κρατούσε την πόλη σε θέση προφυλακής στο διεθνές εμπόριο, η ελληνική κυβέρνηση υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο κέρδισε την υποστήριξη της κοινότητας και η χώρα ήταν από τις πρώτες που αποδέχθηκαν τη Δήλωση Μπάλφουρ.
O B' Παγκόσμιος Πόλεμος και το Ολοκαύτωμα
Στη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου η Ελλάδα κυριεύθηκε από τη Ναζιστική Γερμανία και βρέθηκε υπό κατοχή από τις δυνάμεις του Άξονα. Υπολογίζεται ότι 12.898 Έλληνες Εβραίοι πολέμησαν στον ελληνικό στρατό. Ένας από τους πλέον γνωστούς ήταν ο συνταγματάρχης Μορδεχάι (Μαραδοχαίος) Φριζής, ο οποίος πρώτος απώθησε επιτυχώς τους Ιταλούς, αλλά αργότερα σκοτώθηκε από πυρά τής ιταλικής αεροπορίας. Συνολικά, το 86% των Ελλήνων Εβραίων, κυρίως σε περιοχές υπό γερμανική και βουλγαρική κατοχή, δολοφονήθηκαν παρά τις προσπάθειες της ιεραρχίας τής Ελληνικής Ορθόδοξης εκκλησίας και αρκετών Ελλήνων Χριστιανών να τους προσφέρουν καταφύγιο. Όμως, μερικοί κατόρθωσαν να κρυφτούν με τη βοήθεια των Ελλήνων γειτόνων τους.
Στις 11 Ιουλίου 1942 οι Γερμανοί περικύκλωσαν τους Εβραίους τής Θεσσαλονίκης για να τους εκτοπίσουν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η κοινότητα πλήρωσε το ποσόν των 2,5 δισεκατομμυρίων δραχμών για την ελευθερία της, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να καθυστερήσει η εκτόπιση ως τον επόμενο Μάρτιο. Το 96% των μελών της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης, δηλαδή 46.091 άνθρωποι, στάλθηκαν στο Άουσβιτς. Μόνο 1.950 επέστρεψαν και βρήκαν τις περισσότερες από τις εξήντα συναγωγές τους κατεστραμμένες και τα σχολεία τους ερειπωμένα. Αρκετοί επιζώντες μετανάστευσαν στο Ισραήλ και στις ΗΠΑ. Η εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης αριθμεί σήμερα περίπου 1.000 μέλη και διατηρεί 4 συναγωγές.
Ένας από τους θρησκευτικούς ηγέτες, που αντιστάθηκαν στις εκτοπίσεις των Εβραίων προς τα στρατόπεδα, ήταν ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος, που επανειλημμένα ανέλαβε πρωτοβουλίες για να τις παρεμποδίσει. Ο Γεννάδιος κατέβαλε προσπάθειες να διασωθούν οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης που είχαν γίνει Χριστιανοί κι όσοι Εβραίοι διέθεταν πλαστές βεβαιώσεις βάπτισης. Αξιοσημείωτη ήταν, κυριώς, η επίσημη επιστολή διαμαρτυρίας που υπογράφηκε στην Αθήνα στις 23 Μαρτίου 1943 από τον αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό και 27 ηγετικά μέλη πολιτιστικών, ακαδημαϊκών και επαγγελματικών οργανώσεων. Το κείμενο ήταν γραμμένο σε ιδιαίτερα αιχμηρή γλώσσα και τόνιζε τους αδιάρρηκτους δεσμούς μεταξύ Χριστιανών και Εβραίων, αποκαλώντας τους από κοινού «Έλληνες» χωρίς διάκριση. Το κείμενο αυτό είναι μοναδικό στο είδος του σε όλη την κατεχόμενη Ευρώπη ως προς τον χαρακτήρα, το περιεχόμενο και τον σκοπό.
Σημαντική, επίσης, ήταν η συνεισφορά του Γενικού Προξένου της Ιταλίας Γκουέλφο Ζαμπόνι (Guelfo Zamboni), που εφοδίασε με πλαστά πιστοποιητικά ιθαγένειας περίπου 300 Εβραίους της Θεσσαλονίκης, επιτρέποντάς τους έτσι να καταφύγουν στην ιταλική ζώνη κατοχής στην Αθήνα.
Δυστυχώς, όπως και σε άλλες χώρες, η εσφαλμένη πληροφόρηση και ο εφησυχασμός έδωσαν στις εβραϊκές κοινότητες στις αρχές τού 1940 μια ψευδαίσθηση ασφαλείας. Στη Θεσσαλονίκη, οι κάτοικοι μίας από τις κοινότητες με το μεγαλύτερο εβραϊκό στοιχείο επέδειξαν παθητική και αδιάφορη στάση έναντι της εφαρμογής της Τελικής Λύσης. Ως αποτέλεσμα, ο κίνδυνος της εκτόπισης και της γενοκτονίας στα στρατόπεδα συγκέντρωσης αρχικά αντιμετωπίστηκε με δυσπιστία από τους Εβραίους στην Ελλάδα ακόμη και από τα ηγετικά μέλη τής κοινότητας.
Μετά την κατάρρευση του φασιστικού καθεστώτος στην Ιταλία το 1943, η Κέρκυρα πέρασε στον έλεγχο της ναζιστικής Γερμανίας. Ο τότε δήμαρχος συνεργάστηκε με τις αρχές κατοχής και συνέβαλε στην υιοθέτηση και εφαρμογή διάφορων αντισημιτικών νόμων με την καθοδήγηση της ναζιστικής διακυβέρνησης. Στις αρχές τού Ιουνίου 1944, ενώ οι Σύμμαχοι βομβάρδιζαν την Κέρκυρα, ως αντιπερισπασμό για την απόβαση στη Νορμανδία, η Γκεστάπο περικύκλωσε τους Εβραίους τής πόλης, τους έθεσε υπό προσωρινή κράτηση στο Παλαιό Φρούριο και στις 10 Ιουνίου τους εκτόπισε στο Άουσβιτς, από όπου ελάχιστοι επιβίωσαν. Όμως, περίπου διακόσιοι από τους 2.000 Εβραίους τού νησιού, οι οποίοι διέφυγαν την περικύκλωση, βρήκαν καταφύγιο στους χριστιανούς γείτονές τους και κρύφτηκαν εκεί. Είναι αξιοσημείωτο ότι μέχρι σήμερα μία από τις κύριες συνοικίες τής παλαιάς πόλης ονομάζεται Εβραϊκή σε αναγνώριση της συμμετοχής και της συνεχούς παρουσίας των Εβραίων στην πόλη τής Κέρκυρας. Η Συναγωγή τής συνοικίας αυτής παραμένει ενεργός και λειτουργεί με περίπου 65 μέλη.
Οι 275 Εβραίοι τής Ζακύνθου, ωστόσο, επέζησαν από το Ολοκαύτωμα. Όταν οι γερμανικές αρχές κατοχής διέταξαν γραπτώς τον δήμαρχο να τους παραδώσει κατάλογο με τα ονόματα των Εβραίων του νησιού, ο μητροπολίτης Χρυσόστομος επέστρεψε τη διαταγή στους Γερμανούς με δύο ονόματα: το δικό του και του δημάρχου. Ο πληθυσμός τού νησιού προσέφερε καταφύγιο σε κάθε μέλος τής εβραϊκής κοινότητας. Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1953, όταν το νησί υπέστη καταστροφές από σεισμό, η πρώτη χορηγία βοήθειας ήλθε από το κράτος τού Ισραήλ συνοδευόμενη από το εξής μήνυμα: «Οι Εβραίοι τής Ζακύνθου δε λησμόνησαν ποτέ τον Δήμαρχο και τον αγαπητό τους Επίσκοπο, καθώς και όσα έκαναν για εμάς». Στις 21 Νοεμβρίου 2003 η ελληνική Κυβέρνηση, διά του Υφυπουργού Εσωτερικών, ανακήρυξε την 27η Ιανουαρίου «Ημέρα μνήμης των Ελλήνων Εβραίων μαρτύρων και ηρώων του Ολοκαυτώματος» στη χώρα και εξέφρασε την αφοσίωσή της στη συνεργασία όλων των πολιτών, ανεξάρτητα από καταγωγή, για την καταπολέμηση του αντισημιτισμού στην Ελλάδα.
[1] Σεφαρδίτες ή Σεφαρντίμ (εβρ. αδθΣΩέ), ονομάζονται οι Εβραίοι που κατάγονται από την Ιβηρική Χερσόνησο.
[2] Η Γίντις ή Γερμανοεβραϊκή (ΩΩΣΩι, Jiddisch αρχικά, ή Yiddish αργότερα) είναι η γλώσσα που μιλούσαν οι Εβραίοι Ασκενάζι (Ashkenazi), της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης. Jiddisch στη γερμανοεβραϊκή γλώσσα σημαίνει εβραϊκά. Είναι μια γλώσσα με πολλά στοιχεία από τα Γερμανικά αλλά και από άλλες γλώσσες της κεντρικής Ευρώπης. Η Γίντις ήταν η γλώσσα που μιλούσε ο μεγαλύτερος αριθμός Εβραίων.
[3] Ασκεναζίτες (εβρ.: Π·ι°Ϋ°Όΰ·Φ΄Ωέ) αποκαλούνται τα μέλη των εβραϊκών κοινοτήτων στη δυτική κι ανατολική Ευρώπη. Προφανώς προέρχονται από Ιουδαίους που είχαν καταφύγει στην κεντρική Ευρώπη το 70 μ.Χ. για να αποφύγουν τους διωγμούς των Ρωμαίων. Κυρίως εγκαταστάθηκαν στην κοιλάδα του Ρήνου. Η παλαιότερη ιστορική αναφορά εβραϊκής κοινότητας είναι από το 321 στην Κολωνία. Οι Ασκεναζίτες διατήρησαν την γλώσσα και τη θρησκεία τους διαμέσου των αιώνων, ανεξάρτητα της καθόδου των φυλών και των άλλων γεγονότων του Μεσαίωνα. Για γλώσσα χρησιμοποιούσαν τη Γίντις. Σημαντικές εβραϊκές κοινότητες αναδείχτηκαν στις πόλεις Σπάιερ, Βόρμς και Μάιντς. Οι Εβραίοι κυνηγήθηκαν την εποχή των Σταυροφοριών, και αργότερα την εποχή της πανούκλας και αναγκάστηκαν ξανά να καταφύγουν, αυτήν την φορά στην Πολωνία και τη Λιθουανία.
Πηγή: Wikipedia