Πριν καιρό είχε βγει στο γυαλί ένας καθηγητής Θεολογίας και μας αποκάλυψε τα καλλιτεχνικά ονόματα των ρασοφόρων, που απέκτησαν για τα βίτσια τους. Ρουφήχτρα, Αρπάχτρα και δεν συμμαζεύεται.
Μη θαρρείτε όμως ότι οι θρησκευτικοί μας ηγέτες ασχολούνται μόνο μ' αυτά και δεν παράγουν θεάρεστο έργο που έχει σχέση στο να καβατζάρουν μπακίρια για «ανίψια», «ανιψιές» και για πάρτι τους. Το δημοσίευμα απ' το Κυριακάτικο «Εθνος» είναι χαρακτηριστικό: «Νέες αποκαλύψεις για "μαύρο χρήμα" αναμένεται να συγκλονίσουν τον χώρο της Εκκλησίας καθώς, σύμφωνα με διασταυρωμένες πληροφορίες, δέκα μητροπολίτες ελέγχονται από το ΣΔΟΕ για την εισοδηματική και περιουσιακή τους κατάσταση αφού στους λογαριασμούς τους βρέθηκαν ποσά καταθέσεων που ξεπερνούν το 1 εκατ. Ευρώ».
Δεν μας απασχολεί και λίγη σημασία έχει για το ποιοι είναι αυτοί οι δεσποτάδες αλλά σίγουρα ανάμεσα τους θα υπάρχουν και κάποιοι που θα διακρίνονται για τον σκοταδισμό τους και την θρησκευτική μισαλλοδοξία τους. Και τέτοιοι υπάρχουν πάρα πολλοί στον χώρο της ελληνικής εκκλησίας.
Τρανό παράδειγμα ο μητροπολίτης Κομοτηνής. Πριν μερικά χρόνια αφόρισε το δήμαρχο της πόλης, τους αντιδημάρχους και όλους τους δημοτικούς συμβούλους, γιατί έδωσαν δημοτική αίθουσα όπου έγινε εκδήλωση μιας Φιλοσοφικής Εταιρείας. Αφόρισε όλα τα μέλη του τοπικού Δ.Σ. του Ιατρικού Συλλόγου γιατί δεν του έκαναν τα χατίρια και τώρα να δούμε ποιοι έχουν σειρά.
Δεν ξέρουμε πώς αντιμετώπισαν το γεγονός οι καταδικασμένοι στην «αιώνια πυρά». Ας ελπίσουμε ότι είχαν το χιούμορ του Λασκαράτου. Οταν ένας ρασοφόρος πήγε στο συγγραφέα και του ανακοίνωσε τον αφορισμό του, εκείνος τον ρώτησε απορημένος: Δηλαδή αυτό τι σημαίνει για μένα; Δεν γνωρίζετε; του απαντά έκπληκτος ο τράγος. Οταν πεθάνετε τα κόκκαλα σας δεν πρόκειται να λιώσουν.
Α, πολύ ωραία του απαντά ο Λασκαράτος. Περιμένετε ένα λεπτό. Μπαίνει στο σπίτι του και γυρνάει κρατώντας ένα κουτί με δυο ζευγάρια παπούτσια των παιδιών του. Θα με υποχρέωνε πολύ ο δεσπότης, λέει στον παπά, αν τα αφόριζε κι αυτά ώστε να μη λιώνουν οι σόλες τους.
Αλλά ας αφήσουμε το συγκεκριμένο δεσπότη στο σκοταδισμό του και στο μεσαίωνα που ζει. Εξάλλου το παπαδαριό πάντα παραμυθιάζει το λαό. Την δουλειά του κάνει. Στο παρελθόν, και στο όνομα πάντα του θεού, προσπαθούσε να ενώσει διαταξικά τον αφέντη με το δούλο, τον δουλοπάροικο με το φεουδάρχη, και σήμερα τον αστό με τον εργάτη. Στο όνομα μιας μελλοντικής παραδεισένιας ζωής προσπαθεί να αποκοιμίσει τον κόσμο απ' τα σημερινά του προβλήματα. Οχι μονάχα να υπομένει τις αλυσίδες που του φοράν οι καπιταλιστές, αλλά και να τις χρυσώνει.
Να μην αρχίσουμε όμως τα τροπάρια για τον βίο και την πολιτεία του παπαδαριού και ας πάμε σε μια μικρή πραγματική ιστοριούλα που την γνώρισα από πρώτο χέρι.
Ολα του' χαν ρθει βολικά του Ευαγγέλου του γουνέμπορα. Βίλες, κότερα, μαγαζιά. Μια γυναίκα με στεφάνι και δυο για ριλάξ.
Το αγκάθι του ήταν με το γιο του. Πέρα από βουτυροχλεχλές του βγήκε και ομοφυλόφιλος Μέχρι τώρα ξεχαρμάνιαζε τον κύκλο του στο Κολωνάκι. Διάλεγε τους επιβήτορες του, νταλαβεριζόταν με τη σικ κοινωνία, λίγο το κακό.
Τώρα όμως ήρθε η ώρα να πάει φαντάρος κι εκεί αρχίζουν τα μανίκια. Σαράντα κοντάρια τα ντέρτια του γουνέμπορα. Το μελετάει από δω το ζυγιάζει από κει, τίποτα. Να του δώσει τρελόχαρτο δεν γούσταρε. Να πάρει ο μπούλης του απαλλαγή απ' το στρατό λόγω «ψυχολογικών προβλημάτων» του ερχόταν βαρύ.
Τη λύση του τη βρήκε ο μόδιστρος που συνεργαζόταν. Παλιά καραβάνα, χρόνια στο κουρμπέτι, ήξερε από τρύπες και όχι μόνο των νόμων. Στείλε τον κανακάρη σου, του λέει, καλόγερο σ' ένα μοναστήρι. Κάνει διακοπές πέντε χρόνια εκεί, μετά αποσχηματίζεται κι έχεις το λεβέντη δίπλα σου. Γλυτώνει αυτός το στρατό και συ αφήνεις καθαρό το όνομα σου.
Του καλάρεσε του γουνέμπορα η φτιάξη. Το συζητάει με το γιο του και συμφωνούν. Μια και δυο βάζουν πλώρη για ένα μοναστήρι. Βρίσκει τον ηγούμενο και του ξηγιέται ντόμπρα. Αυτό μου συμβαίνει δέσποτα μου. Βοήθησε το παιδί μου και γω δεν θα σ' αφήσω παραπονεμένο.
Αλλο που δεν ήθελε ο ηγούμενος. Μπάνικο το καινούριο του γιουσουφάκι δεν είχε καμιά αντίρρηση. Μέσα σ' όλα.
Γύρισε, που λέτε, ο Ευάγγελος στις γούνες του κι έμεινε το καμάρι του με τα κομποσκοίνια. Το χειροτόνημα πήγαινε σύννεφο αλλά πάλι κάτι δεν άρεσε στο καλογεράκι. Λίγο το 'χεις ν' αλλάξεις τ' αρώματα με τα λιβάνια, τα μοντελάκια με κελεμπίες; Ασε που παλιά έκανε επιλογή καβαλάρηδων και τώρα τον έπαιρνε από κάτι γέρους κακομούτσουνους ρασοφόρους.
Εντάξει, ήξερε ότι σε πέντε χρόνια θα 'κανε τη ζωή του με τα λεφτά του μπαμπά, αλλά τώρα πώς τη βγάζει; Να την κοπανήσει απ' το μοναστήρι δεν γινόταν. Θα 'χανε το κομπόδεμα του γέρου, τον περίμεναν τραβήγματα με τη στρατολογία.
Μαράζι ο μαζοχισμός. Αν και νουρέλιασε το μυαλό του παρέμεινε θηλυκό. Η γκλάβα του κατεβάζει την ιδέα. Θα βουτήξει απ' το μοναστήρι κάτι παλιές εικόνες κάτι αρχαία χειρόγραφα απ' το μουσείο, τα σκοτώνει στην πιάτσα και λύνει το πρόβλημα. Την κοπανάει στο εξωτερικό κι' αρχίζει καινούργια ζωή.
Ελα όμως που δεν ήξερε όλα τα κατατόπια. Επρεπε να κάνει τη λοβιτούρα του με συνεργό. Αυτόν τον βρήκε στο πρόσωπο του Χαράλαμπου. Αγιογράφος ο λεγόμενος είχε τις άκριες του και μέσα και έξω απ' το μοναστήρι. Καταστρώνουν το σχέδιο τους και βάζουν μπρος. Φτιάχνει ο τύπος μαϊμού εικόνες, και τα σχετικά και παν παρακάτω.
Κάνουν το μεγάλο ντου. Αλλάζουν τα γνήσια με τα πλαστά εικονίσματα, βουτάν όσα αξίας "ιερά κειμήλια" μπορούσαν και γίνονται καπνός. Επόμενη στάση σε κλεπταποδόχο. Ζεστά μπακίρια στην τσέπη κι ετοιμάζονται να χωρίσουν τα τσανάκια τους. Ο καθένας να πάρει τη στράτα του.
Ελαχε όμως να τους κάτσει η «στραβή» και να γίνουν μπάχαλο τα σχέδια τους. Εμπλεξε σε νταλαβέρια με τους μπάτσους ο κλεπταποδόχος και για να καθαρίσει, κελάηδησε. Τους κάρφωσε στην ψύχρα και άρχισαν τα λούκια τους. Τώρα τους τρώει η μαραμάγκα στην στενή.
Με το θεό τα βρήκε ο μπούλης. Ξομολογήθηκε και καθάρισε. Αν καταφέρει και το πορτοφόλι του γέρου του να τον ξεμπλέξει απ' τον νόμο, μικρή η ζημιά.