Η πτώση της εθνικής θρησκείας στην Ελλάδα (χριστιανικές ομολογίες των εγκλημάτων!)
Την εποχή κατά την οποία διεξαγόταν σφοδρός εσωτερικός αγώνας της Εκκλησίας κατά των αιρέσεων, η πολυθεϊστική θρησκεία αργά αλλά σταθερά κατέρρεε στην Ελλάδα, στην κοιτίδα της. Είναι αληθές ότι μετά τον Μ. Κωνσταντίνο και τους υιούς του χριστιανούς αυτοκράτορες, από τους οποίους ο Κωνστάντιος (330-360) είχε σύζυγο την Ευσεβία από τη Θεσσαλονίκη, ο ανεψιός του Ιουλιανός, ο επικληθείς παραβάτης, αποπειράθηκε να απαγορεύσει τον Χριστιανισμό και να αναζωογονήσει την εθνική θρησκεία, θεωρώντας ασυμβίβαστο τον Ελληνισμό προς τον Χριστιανισμό. Οι τάσεις του προς την εθνική θρησκεία ενισχύθηκαν ακόμη περισσότερο στην Αθήνα, όπου διέτριψε για κάποιο χρόνο ως φοιτητής του Πανεπιστημίου, έχοντας μεταξύ των άλλων συμφοιτητές τους διαπρέψαντες στη συνέχεια στην Εκκλησία Βασίλειο από την Καισαρεία της Καππαδοκίας και Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό. Ο Ιουλιανός αντίθετα προς αυτούς απομακρύνθηκε ακόμη περισσότερο από τον Χριστιανισμό, μυήθηκε στα Ελευσίνια μυστήρια και από τότε συνέλαβε το παράλογο σχέδιο να επαναφέρει στη ζωή την εθνική θρησκεία. Έτσι, μόλις κατέλαβε την αρχή (361), προέβη σε καταδιωκτικές πράξεις κατά του Χριστιανισμού και εμφανίσθηκε πρόμαχος της ελληνικής πολυθεΐας. Έκτος των άλλων θανατώθηκε από τους εθνικούς και ο Ρηγίνος επίσκοπος Σκοπέλου (Πεπαρήθου). Ο Ιουλιανός όμως φονεύθηκε σύντομα σε μάχη (363) και δεν κατόρθωσε να πράξει τίποτα, διότι η αρχαία θρησκεία δεν μπορούσε να αναβιώσει μετά την εμφάνιση της νέας και αληθινής θρησκείας. Αυτό υποδήλωνε και ο δοθείς, όπως λέγεται, στον αποστάτη χρησμός του μαντείου των Δελφών: «Είπατε τω Βασιλεί χαμαί πέσε δαίδαλος αυλά. Ουκέτι Φοίβος έχει καλύβαν, ου μάντιδα δάφνην, ου παγάν λαλέουσαν. Απέσβετο και λάλον ύδωρ». Την επαύριο του θανάτου του Ιουλιανού, ο χριστιανός Ιοβιανός, ο οποίος βασίλευσε μόνο για μερικούς μήνες (363-364), ανύψωσε και πάλι το χριστιανικό λάβαρο και ανεκάλεσε τα εκδοθέντα από τον Ιουλιανό κατά του Χριστιανισμού διατάγματα. Ο διάδοχος του Ουαλεντινιανός (364-376), στην προσπάθεια του να καταργήσει και τα Ελευσίνια μυστήρια αποτράπηκε από τον ανθύπατο της Ελλάδας Πραιτεξτάτο. Κατήργησε, μεταξύ άλλων, τον νόμο του Ιουλιανού, με τον οποίο απαγορευόταν στους χριστιανούς η ελληνική παιδεία, γεγονός που επέτρεψε την επάνοδο του χριστιανού σοφιστή Προαιρέσιου στη θέση του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, από την οποία είχε απομακρυνθεί. Ο συνάρχοντας του Ουαλεντινιανού στην Ανατολή Ουάλης (364-378), ήταν αρειανός στο φρόνημα και πολέμησε την ορθοδοξία, ήταν όμως αδιάφορος προς την εθνική θρησκεία και καταδίωξε μόνο τη μαγεία, ένεκα πολιτικών υποψιών. Τον Ουάλεντα διαδέχθηκε ο Γρατιανός (379-383), ο οποίος έκανε αργότερα ουνάρχοντά του στην Ανατολή τον Θεοδόσιο (375-395). Ο Γρατιανός αρνήθηκε να δεχθεί τα διακριτικά του άκρου αρχιερέως και έτσι διέκοψε την επίσημη σχέση του προς την εθνική θρησκεία. Πρεσβεία της Γερουσίας με επικεφαλής τον Σύμμαχο μετέβη στα Μεδιόλανα για να παρακαλέσει τον αυτοκράτορα υπέρ της ανακλήσεως αποφάσεων που καταργούσαν την επίσημη σχέση της ρωμαϊκής πολιτείας προς την εθνική θρησκεία. Ο Γρατιανός δεν τη δέχθηκε όμως. Πιο δραστήρια εργάσθηκε στην Ανατολή κατά του εθνισμού ο Θεοδόσιος, ο οποίος βαπτίσθηκε στη Θεσσαλονίκη από τον αρχιεπίσκοπο Αχόλιο. Με εισήγηση του Θεοδοσίου εκδόθηκε το 380, εξ ονόματος και των τριών συναρχόντων, ο πρώτος νόμος κατά του εθνισμού. Με άλλο νόμο (381) απηγόρευσε τη μαγεία, περιέστειλε τα δικαιώματα των εθνικών ιερέων και κατήργησε την προστασία της πολιτείας υπέρ της εθνικής θρησκείας στη Ρώμη (382). Τότε απομακρύνθηκε οριστικά από τη Γερουσία το άγαλμα της Νίκης, το οποίο είχε αναστηλώσει ο Ιουλιανός. Με διαταγή του Θεοδοσίου όλοι οι ειδωλολατρικοί ναοί των πόλεων και της υπαίθρου χώρας στην Αίγυπτο κλείσθηκαν ή καταστράφηκαν. Στην Κωνσταντινούπολη ο ναός του Ηλίου μεταποιήθηκε σε ξενώνα του ναού της του Θεού Σοφίας, εκείνος της Αρτέμιδος σε σκιραφείο (καφενείο, χαρτοπαικτική λέσχη), πολλοί άλλοι δε προορίσθηκαν για διαφορετικές χρήσεις. Σε πολλά σημεία όμως συνέβησαν καταστροφές των λαμπρών μνημείων της ελληνικής τέχνης, μάταια δε ο γηραιός Λιβάνιος με λόγο του «Υπέρ ιερών» ζητούσε από τον αυτοκράτορα την αναστολή της καταστροφής εκείνης. Στην Αλεξάνδρεια διαταγή του Θεοδοσίου να μεταποιηθεί ο ναός του Βάκχου σε χριστιανικό, προκάλεσε τη στάση του εθνικού όχλου. Ανάμεσα στους εκεί καταστραφέντες ναούς περιλαμβάνεται και το Σεράπειο. Στη Ρώμη, μετά τον θάνατο του Ουαλεντινιανού και την επικράτηση του σφετεριστή της εξουσίας Ευγενίου, αποκαταστάθηκε και πάλι το άγαλμα της Νίκης στη Γερουσία και ετελούντο ελεύθερα τα της εθνικής λατρείας. Ο Θεοδόσιος, όμως, ο οποίος υπερίσχυσε των συναρχόντων του και είχε ήδη γίνει μονοκράτορας, απαγόρευσε οριστικά με αυστηρότερους νόμους, που εκδόθηκαν στα Μεδιόλανα (391) και την Κωνσταντινούπολη (392), οποιαδήποτε θυσία και εθνική τελετή. Ευρισκόμενος στα Μεδιόλανα πληροφορήθηκε ότι ο λαός της Θεσσαλονίκης στασίασε κατά τις εορτές στον ιππόδρομο και παρασυρθείς από οργή διέταξε τη γενική σφαγή των στασιαστών, εντολή που εκτελέσθηκε από το στράτευμα. Όταν όμως ο αυτοκράτορας θέλησε να μεταβεί στον ναό, ο Μεδιολάνων Αμβρόσιος του απαγόρευσε την είσοδο και του επέβαλε βαρύ επιτίμιο μετανοίας, το οποίο ήρε μετά την πάροδο οκταμήνου όταν ο Θεοδόσιος επέδειξε ειλικρινή μεταμέλεια. Στην Ελλάδα, τα διατάγματα του Θεοδοσίου είχαν ως συνέπεια να κλείσουν πολλοί ναοί, να σβεσθούν τα τελευταία ίχνη των ονομαστών μαντείων και να περισταλεί η τέλεση των Ελευσίνιων μυστηρίων. Οι Ολυμπιακοί αγώνες τελέσθηκαν για τελευταία φορά το 395, όταν μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη και το άγαλμα του Δία, το οποίο είχε φιλοτεχνήσει ο Φειδίας. Με άδεια του αυτοκράτορα οι Ολυμπιακοί αγώνες ετελούντο στην Αντιόχεια, όπου δεν εφαρμόζονταν με αυστηρότητα τα διατάγματα κατά της εθνικής θρη""κείας. Εκεί δίδασκε ελεύθερα και ο Λιβάνιος, στηρίζοντας όσο μπορούσε τον καταρρέοντα εθνισμό. Η ελληνική γλώσσα, η οποία εχρησιμοποιείτο από όλους, ο ελληνικός πολιτισμός, οι κοινωνικές και οικογενειακές παραδόσεις, από τις οποίες δεν μπορούσαν να αποσπασθούν οι προσερχόμενοι στον Χριστιανισμό, τα ελευθέρως λειτουργούντα θέατρα, οι εορτές και τελετές των εθνικών, όλα αυτά συγκρατούσαν ακόμη την εθνική θρησκεία.
Η είδηση του θανάτου του Θεοδοσίου ακούσθηκε με ανακούφιση από τους εθνικούς, διότι ήλπισαν ότι οι υιοί του Αρκάδιος (395-408) και Ονώριος (395-423) θα πολιτεύονταν επιεικέστερα έναντι του εθνισμού. Κατά τη διάρκεια της εξουσίας αυτών όμως και το κράτος διαιρέθηκε και ο εθνισμός με τον αρχαίο πολιτισμό υπέστησαν ανεπανόρθωτες καταστροφές. Οι Γότθοι με ηγέτη τους τον Αλάριχο κατέστρεψαν τα μνημεία και κατερήμωσαν την Ελλάδα. Στις φλόγες παραδόθηκε από αυτούς ιδιαίτερα η Ελευσίνα, όπου φονεύθηκε ο τελευταίος των ιεροφαντών με όλο το ιερατείο. Από την πανωλεθρία εκείνη μόλις σώθηκε η πόλη των Αθηνών, η οποία διατήρησε για μερικά έτη ακόμη την ακμή της. Ο υιός και διάδοχος του Αρκαδίου Θεοδόσιος Β΄ (408-450) ευεργέτησε μεν την Ελλάδα και προσπάθησε παντοιοτρόπως να την ανακουφίσει από τα κακά που της επεσώρευσε η γοτθική επιδρομή, αλλά η κωδικοποίηση των νόμων που πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του (438), με την έκδοση του Θεοδοσιανού κώδικα, κατήργησε και τα τελευταία λείψανα του ελεύθερου πολιτειακού βίου στην Ελλάδα και αφαιρέθηκαν έτσι από την πόλη των Αθηνών τα ιδιαίτερα προνόμια της. Στο μεταξύ ο μεν φανατικός χριστιανικός όχλος της Αλεξανδρείας συνέλαβε κάποια ημέρα την περίφημη φιλόσοφο Υπατία και την φόνευσε με απάνθρωπο τρόπο (415), από δε τον αυτοκράτορα διατασσόταν (423-426) η πλήρης και τέλεια εφαρμογή των προηγούμενων νόμων και διαταγμάτων κατά της εθνικής θρησκείας, ταυτόχρονα όμως απαγορευόταν η καταστροφή των μνημείων τέχνης και των ναών, των οποίων επιτρεπόταν ο εξαγνισμός με την αναστήλωση σ' αυτούς σταυρών. Παρά τις επιφυλάξεις αυτές στην Ολυμπία πυρπολήθηκε ο σωζόμενος ακόμη τότε ναός του Ολυμπίου Διός, η Αθήνα δε στερήθηκε ωραιότατων μνημείων, διότι από τον ναό στον ?ρειο Πάγο αφαιρέθηκαν πολλοί κίονες για να κοσμήσουν τη χρυσή πύλη της Κωνσταντινουπόλεως. Επίσης από τον ναό της Αθηνάς στην Ακρόπολη αποσπάσθηκε το αριστούργημα του Φειδία, το κολοσσιαίο άγαλμα της Προμάχου Αθηνάς. Η επιδειχθείσα μέριμνα για τη διάσωση των μνημείων και των ναών εξηγείται από την ένισχυθείσα κατά την εποχή εκείνη αγάπη και συμπάθεια προς το ελληνικό παρελθόν.
Την τάση αυτή ενίσχυσε στην αυλή του Θεοδοσίου Β΄ η σύζυγος του Αθηναίς, εξόχως μορφωμένη Ελληνίδα, κόρη του Αθηναίου φιλοσόφου Λεοντίου, η οποία βαπτίσθηκε (421) και μετονομάσθηκε Ευδοκία, κατά τη διάρκεια δε προσκυνηματικού ταξιδιού της στους Αγίους Τόπους της Παλαιστίνης (439) διήλθε της Αντιοχείας, όπου απήγγειλε λόγο ενώπιον της βουλής και του δήμου και είπε καυχώμενη για την ελληνική καταγωγή της προς τους ακροατές της, «υμετέρης γενεής τε και αίματος εύχομαι είναι». Με τους λόγους αυτούς υπαινισσόταν τις αποικίες της Ελλάδας στην Αντιόχεια και άλλες πόλεις της Συρίας 9. Μετά την επιστροφή της όμως από την Παλαιστίνη η Ευδοκία ήλθε σε ρήξη προς τη ζηλώτρια αδελφή του Θεοδοσίου Β΄ Πουλχερία, η οποία απομάκρυνε από την Αυλή τους πεπαιδευμένους Έλληνες, εκ των οποίων ο αρχιγραμματέας Παυλίνος αποκεφαλίσθηκε στην Καππαδοκία, ο δε Κύρος αναγκάσθηκε να γίνει επίσκοπος της οτασιάζουσας τότε Σμύρνης. Η Ευδοκία, εγκαταστάθηκε στην Ιερουσαλήμ, την οποία και κόσμησε με πολλά μνημεία και ναούς (?460).
Η Ευδοκία υπήρξε αντιπρόσωπος του συνδυασμού του αρχαίου Ελληνισμού, όχι ως θρησκεύματος, άλλ' ως πολιτισμού, με τον Χριστιανισμό. Ο συνδυασμός αυτός και η αφομοίωση του αρχαίου βίου προς τις αρχές του Χριστιανισμού εσυντελείτο με επιμονή. Τα αρχαία ήθη και έθιμα διετηρούντο στην ελληνική χριστιανική κοινωνία' τελετές, εορτές και παραστάσεις εσυγκρατούντο αδιάσπαστα, διασωζόμενες σ? αυτήν, όπως συμβαίνει μέχρι και σήμερα. Οι αρχαίοι ναοί αφιερώνονταν στη χριστιανική λατρεία. Ο ναός του Παρθενώνα στην Ακρόπολη των Αθηνών μεταβλήθηκε σε ναό της Παρθένου Μαρίας και έγινε ο πρώτος καθεδρικός ναός των χριστιανικών Αθηνών. Ομοίως, το Ερεχθείο μεταβλήθηκε σε ναό της Θεοτόκου, ο ναός της Απτέρου Νίκης έγινε χριστιανικός ναός, το Θησείο ή Ηφαίστειο, μάλλον ακριβέστερα, μεταβλήθηκε σε ναό του αγίου Γεωργίου, οι ναοί του Ηλίου στις κορυφές των ορέων σε ναούς του προφήτη Ηλιού, οι του Ποσειδώνα σε ναούς του αγίου Νικολάου και οι του Διονύσου σε ναούς του αγίου Διονυσίο τέλος, το Πάνθεον της Ρώμης σε ναό των Αγίων Πάντων. Έτσι αναστελλόταν η καταστροφή των μνημείων.
Καιτοι δε κατά τον Ε' αιώνα ο αυτοκράτορας Λέων Α΄ ανανέωσε τους αυστηρούς νόμους του Θεοδοσίου Α΄ κατά του εθνισμού, αναγκάσθηκαν μάλιστα τότε πολλοί να δεχθούν τον Χριστιανισμό ενώ παρέμεναν εθνικοί, εν τούτοις η καταρρέουσα εθνική θρησκεία διετηρείτο ακόμη σε κάποια μέρη δια της ελληνικής παιδείας. Κέντρο αυτής ήταν το Πανεπιστήμιο Αθηνών, το οποίο είχε ως περιφημότερους καθηγητές τον Πρίσκο και τον Αθηναίο Πλούταρχο, υιό πιθανώς του τελευταίου αρχιερέα των Ελευσίνιων μυστηρίων, μεταξύ δε πολλών άλλων και τον Σύριο Πρόκλο, αδιάλλακτο πολέμιο του Χριστιανισμού. Ο Πρόκλος ανέλαβε να αναδιοργανώσει εκλεκτικά το εθνικό θρήσκευμα, διατελώντας, όπως πίστευε, υπό την άμεση χειραγωγία της Αθηνάς, αλλά δεν μπόρεσε να κατορθώσει κάτι τέτοιο, οι δε διάδοχοι του εξακολουθούντες να τηρούν την ίδια εχθρική στάση προς τον Χριστιανισμό προκάλεσαν την προσοχή της χριστιανικής πολιτείας. Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α΄, ο οποίος απαγόρευσε την τέλεση των Ολυμπιακών αγώνων στην Αντιόχεια (528), με την έκδοση του περίφημου Ιουστινιάνειου κώδικα (529) ώρισε ότι η νομική επιστήμη θα διδασκόταν πλέον μόνο στην Κωνσταντινούπολη, στη Ρώμη και τη Βηρυτό, όχι δε και στο πανεπιστήμιο Αθηνών. Επειδή μάλιστα ανακαλύφθηκαν στην Κωνσταντινούπολη πολλοί οπαδοί της εθνικής θρησκείας, η οποία υποστηριζόταν από τους εθνικούς καθηγητές, ο Ιουστινιανός ανανέωσε τις προγενέστερες διατάξεις κατά του εθνισμού και απαγόρευσε τις θυσίες. Επίσης απαγόρευσε τη διδασκαλία στους «νοσούντας την ελληνικήν μανίαν», ήτοι στους εθνικούς καθηγητές και περιέλαβε στο δημόσιο ταμείο την περιουσία του πανεπιστημίου Αθηνών, του οποίου η περαιτέρω λειτουργία κατέστη αδύνατη, πολύ περισσότερο δε όταν δεν βρέθηκαν χριστιανοί καθηγητές. Οι εθνικοί καθηγητές με επικεφαλής τον σχολάρχη τους Δαμάσκιο, αποφάσισαν να μετοικήσουν στην Περσία, όπου πράγματι μετέβησαν και έγιναν ενθουσιωδώς δεκτοί. Αλλά απογοητεύθηκαν γρήγορα και επέστρεψαν στην Ελλάδα.
Λείψανα της εθνικής θρησκείας εναπέμειναν στη Μάνη, τα οποία κατά τους Θ΄ και Ι΄ αιώνες εξαφανίσθηκαν με την τέλεια επικράτηση του Χριστιανισμού. Η θεωρία του Φαλλμεράϋερ, κατά την οποία επί Ιουστινιανού Β΄ του ρινότμητου (685-695, 705-711) ανακλήθηκαν από τον Λίβανο Μαρδαΐτες και κατοίκησαν στη Μάνη, αποδείχθηκε παντελώς ασύστατη. Είναι δε μόνο αληθές ότι κατά τον εποικισμό των Σλαύων στην Πελοπόννησο στο βορειοδυτικό τμήμα της εγκαταστάθηκαν μερικοί Σλαύοι Μελιγγοί και Εζερίτες, οι οποίοι αναμείχθηκαν με τους Έλληνες κατοίκους της χώρας, απογόνους των αρχαίων Ελευθερολακώνων. Επί Βασιλείου Α΄ του Μακεδόνα (867-886) το 875 το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων του Κάστρου της Μαΐνης, όπως ονομαζόταν τότε η Μάνη, προσήλθαν στον Χριστιανισμό. Αργότερα, ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος στο «Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν» σύγγραμμά του σημείωσε περί των κατοίκων της Μαΐνης τα ακόλουθα «μέχρι νυν παρά των εντοπίων Έλληνες προσαγορεύονται δια το εν τοις προπαλαιοίς χρόνοις ειδωλολάτρας είναι και προσκυνητάς των ειδώλων κατά τους παλαιούς Έλληνας». Κατά τον Ι΄ αιώνα, όπως θα δούμε στη συνέχεια, εργάσθηκε μεταξύ αυτών ο άγιος Νίκων ο «Μετανοείτε».
9. Ευάγριος, Έκκλησ. Ιστορία, 1,20. Πρβλ. Κ. Παπαρρηγοπούλου, Ιστορία, Β΄ 2, σ. 242. Ο Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος, Εκκλησ. Ιστορία, 14, 50, σημείωσε εσφαλμένα ότι τα ανωτέρω ελέχθησαν από την Ευδοκία προς κατοίκους των Ιεροσολύμων.
www.apostoliki-diakonia.gr/gr_main/catehism/theologia_zoi/themata.asp?contents=ecclesia_history/contents_1934.asp&main=1934&file=4.1.6.htm
↧