ΙΗΣΟΥΣ Ο ΝΑΖΩΡΑΙΟΣ!! Μακάριοι είναι εκείνοι, που πενθούν, γιατί αυτοί θα παρηγορηθούν.!!
Το γέλιο βγήκε από την κόλαση ΠΗΓΗ ΙΟΣ
ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΡΩΜΙΟΙ ΓΙΑ ΝΑ ΓΝΩΡΙΣΤΕ ΣΕ ΠΟΙΑ ΕΒΡΑΪΚΗ ΑΝΟΗΣΙΑ ΣΑΣ ΜΑΘΑΙΝΟΥΝ ΝΑ ΠΙΣΤΕΥΕΤΕ ΑΠΟ ΜΙΚΡΑ ΠΑΙΔΑ!!
Μέρα του γέλιου η χτεσινή, συνέπεσε για μια ακόμα φορά για τους χριστιανούς με τις μέρες της περίσκεψης και της νηστείας. Αυτή η αντίθεση του γέλιου με τη θρησκευτική πίστη συνοδεύει το χριστιανισμό από τη γέννησή του.
Πριν καταδικάσουμε τους φανατικούς μουσουλμάνους που δεν συμμερίζονται το χιούμορ της Δύσης -ειδικά όταν αναφέρεται στον Μωάμεθ- καλό είναι να ρίξουμε μια ματιά και στα «δικά μας». Να δούμε πόσο ανέχεται και η δική μας «επικρατούσα θρησκεία» το αστείο και το γέλιο. Και τότε με έκπληξη θα διαπιστώσουμε ότι η ορθόδοξη θεολογία είναι εξαιρετικά αυστηρή πάνω σ' αυτό το ζήτημα. Οι έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας είναι εκείνοι που επιδεικνύουν τη λιγότερη ανοχή απέναντι στο γέλιο: Το θεωρούν ανθρώπινη αδυναμία, απότοκο του προπατορικού αμαρτήματος, και το αποδίδουν στον διάβολο. Το γέλιο στη Βίβλο Η πρώτη χρονολογικά, η πιο γνωστή και περισσότερο σχολιασμένη σκηνή γέλιου στην Παλαιά Διαθήκη είναι η στιγμή που η Σάρρα ακούει τον Κύριο να πληροφορεί τον Αβραάμ ότι του χρόνου η γυναίκα του θα γεννήσει. Αντιγράφουμε από τη μετάφραση της Ελληνικής Βιβλικής Εταιρείας: «Η Σάρρα τα άκουγε όλα αυτά, γιατί στεκόταν από πίσω του, στο άνοιγμα της σκηνής. Ο Αβραάμ και η Σάρρα ήταν γέροντες προχωρημένης ηλικίας, και η Σάρρα δεν είχε πια περίοδο. »Η Σάρρα λοιπόν γέλασε κρυφά καθώς σκεφτόταν: "Αφού γέρασα, είναι δυνατόν να έχω ορμές; Κι ο άντρας μου είναι κι αυτός γέροντας". Αλλά ο Κύριος είπε στον Αβραάμ: "Γιατί γέλασε η Σάρρα; Γιατί αμφιβάλλει ότι θ' αποκτήσει γιο τώρα που γέρασε; Τίποτα δεν είναι αδύνατο για τον Κύριο! Οταν την ίδια εποχή ύστερα από ένα χρόνο θα ξανάρθω σπίτι σου, η Σάρρα θα έχει γιο". Η Σάρρα αρνήθηκε και είπε: "Δε γέλασα" - γιατί φοβήθηκε. Αλλά εκείνος της είπε: "Και όμως, γέλασες"» (Γένεσις, 18,10). * Αυτό το γέλιο της Σάρρας θα εμπνεύσει το Θεό να ονομάσει τον γιο του ζεύγους Ισαάκ. Yishaq στα εβραϊκά σημαίνει «γελάει» ή «άσ' τον να γελάει». Τα γέλια της Σάρρας της βγήκαν ξινά: «Ο Αβραάμ ήταν εκατό ετών όταν γεννήθηκε ο Ισαάκ, ο γιος του. Και είπε η Σάρρα: "Περίγελω μ' έκανε ο Θεός. Οποιος ακούει ότι έκανα γιο θα γελάει μ' εμένα". Και συνέχισε: "Ποιος να το 'λεγε στον Αβραάμ ότι η Σάρρα θα θήλαζε παιδιά! Στα γερατειά του του γέννησα παιδί"» (21,5). * Οι ερμηνευτές της Βίβλου επί αιώνες πολλούς διασταυρώνουν τα ξίφη τους για το αν το γέλιο της Σάρρας ήταν έκφραση αδυναμίας, λειψής πίστης (και επομένως καταδικάζεται) ή χαράς μπροστά στο θαύμα (και κατά συνέπεια ευλογείται). Σε ένα τόσο εκτεταμένο αφήγημα όσο η Παλαιά Διαθήκη είναι φυσικό να περιλαμβάνονται και άλλες αναφορές στο γέλιο, καθώς και σκηνές με ειρωνική διάθεση. Ωστόσο είναι επικίνδυνο να μπερδέψουμε τη σημερινή αίσθηση χιούμορ με εκείνη που είχαν οι συντάκτες των Ιερών Βιβλίων πριν από κάποιες χιλιετίες. * Τα μηνύματα προς τους αναγνώστες της Βίβλου δεν είναι μονοσήμαντα. Ακόμα και στο ίδιο βιβλίο υπάρχουν αποκλίνουσες αναφορές. Στον Εκκλησιαστή, για παράδειγμα, όπου μιλάει ο γιος του Δαβίδ, βασιλιάς στην Ιερουσαλήμ, στην αρχή διαβάζουμε: «Για το γέλιο κατέληξα πως είν' ανοησία και για τη χαρά σκέφτηκα "τι ωφελεί;"» (2,2). Και σε άλλο σημείο: «Προτιμότερη είναι η λύπη από το γέλιο. »Γιατί μπορεί να δίνει στο πρόσωπο όψη θλιμμένη, αλλά σου μαθαίνει τη ζωή. Οι σοφοί βρίσκονται εκεί που οι άνθρωποι πενθούν και οι ανόητοι εκεί που γλεντούν» (7,3). Αλλά στο ίδιο βιβλίο υπάρχει και η πιο ισορροπημένη διατύπωση: «Για όλα πάνω στη γη υπάρχει ο κατάλληλος χρόνος και ο συγκεκριμένος καιρός [...] Καιρός που κλαίει κανείς και που γελάει. Που θρηνεί και που χορεύει» (3,4). * Τις περισσότερες φορές είναι ο ίδιος ο Θεός που γελάει. Παράδειγμα στους Ψαλμούς: «Θ' αναγελάσει εκείνος που 'χει στους ουρανούς το θρόνο του» (2,4), «Ο Κύριος γελάει μαζί του (σ.σ. με τον ασεβή), γιατί ξέρει πως έρχεται της τιμωρίας του η μέρα» (37,13), «Αλλά συ, Κύριε, γελάς μ' αυτούς χλευάζεις όλα τα έθνη» (59,9). Ο Σολομών στις Παροιμίες του γράφει ότι η θεϊκή σοφία γελάει εκδικητικά με τους ανόητους: «Απορρίψατε όλες μου τις συμβουλές και περιφρονήσατε τις επιπλήξεις μου. Γι' αυτό κι εγώ με την καταστροφή σας θα γελάσω, θα σας ειρωνευτώ όταν σας κυριέψει ο τρόμος» (1,26). Ο αγέλαστος Ιησούς Αν ο Γιαχβέ συχνά πυκνά γελούσε, δεν φαίνεται να κληροδότησε αυτή του την ιδιότητα στον μονογενή Υιό του. Σύμφωνα με τη διατύπωση πολλών Πατέρων της Εκκλησίας ο Χριστός «δεν γέλασε ποτέ». Οπως εξηγεί ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, τόσο τα Ευαγγέλια, όσο και οι Πράξεις και οι Επιστολές, αντιμετωπίζουν εντελώς αρνητικά την υπόθεση «γέλιο». * Τα πράγματα παίρνουν, λοιπόν, μια αυστηρότερη μορφή στην Καινή Διαθήκη που μας αφορά άμεσα. Το γέλιο είναι παρόν, αλλά κυρίως ως ειρωνεία και κοροϊδία όσων δεν πιστεύουν στον Ιησού και τη διδασκαλία του. Τον περιγελούν όταν τους λέει ότι η κόρη του άρχοντα δεν πέθανε αλλά κοιμάται (Κατά Ματθαίον, 9,24). Τον κοροϊδεύουν οι στρατιώτες του Πιλάτου, γονατίζουν μπροστά του και λένε «Ζήτω ο βασιλιάς των Ιουδαίων» (Κατά Ματθαίον, 27,29). * Η διδασκαλία του Ιησού είναι σαφής επ' αυτού: «Μακάριοι εσείς που τώρα κλαίτε γιατί θα χαρείτε [...] Αλίμονο σ' εσάς που τώρα γελάτε, γιατί θα θρηνήσετε και θα κλάψετε» (Κατά Λουκάν, 6,21-25). Πουθενά στα Ευαγγέλια δεν αναφέρεται ο Ιησούς να γελάει, ενώ αλλού κλαίει («Τότε ο Ιησούς δάκρυσε», Κατά Ιωάννην 11,35), αλλού τρώει («Τα πήρε και τα έφαγε μπροστά τους», Κατά Λουκάν, 24/43), αλλού πίνει («Ο Ιησούς της λέει, "δώσε μου να πιω"», Κατά Ιωάννην, 4/7) ή κοιμάται («Ο Ιησούς ήταν στην πρύμνη και κοιμόταν πάνω σ' ένα μαξιλάρι», Κατά Μάρκον, 4/38). * Υπάρχουν, όμως και ορισμένες ενδείξεις ότι αυτή η εικόνα ενός σοβαρού και αγέλαστου δασκάλου είναι πλασματική και οφείλεται στο γεγονός ότι στα Ευαγγέλια περιγράφεται μόνο η δημόσια δράση του Ιησού τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του και η πορεία του προς το εκούσιο πάθος, γεγονός που επέβαλε στους Ευαγγελιστές να αυτολογοκριθούν και να αποσιωπήσουν τις πιο χαλαρές πλευρές του χαρακτήρα του. * Προς αυτή την κατεύθυνση συντείνει και η μαρτυρία του Ευαγγελιστή, ο οποίος αντιπαραβάλλει την εικόνα ενός γλεντζέ Ιησού προς εκείνη του ασκητή Προδρόμου: «Ηρθε ο Ιωάννης, που δεν έτρωγε και δεν έπινε και είπαν "είναι δαιμονισμένος". Ηρθε ο Υιός του Ανθρώπου, που τρώει και πίνει, και λένε "φαγάς και οινοπότης είν' αυτός"» (Κατά Ματθαίον, 11, 18). * Αλλά και το πρώτο θαύμα που αναφέρεται στα Ευαγγέλια δεν είναι άλλο από τη δημιουργία κρασιού από νερό για τις ανάγκες του γλεντιού στον γάμο της Κανά (Κατά Ιωάννην, 2,6). * Από την άλλη μεριά, η εικόνα του αγέλαστου Ιησού συνδέεται περισσότερο με την παράδοση του θείου παιδιού. Απαιτεί ασφαλώς σοβαρότητα η εικόνα του δωδεκάχρονου Ιησού που συζητούσε με τους νομοδιδάσκαλους στον Ναό (Κατά Λουκάν, 2,40) και επιτιμούσε με αυστηρότητα τους γονείς του που ανησυχούσαν γι' αυτόν. "Οι Πατέρες " Ανεξάρτητα από τον ανθρώπινο χαρακτήρα της ιστορικής μορφής του Ιησού, σημασία για την εξέλιξη της διδασκαλίας του έχει η κωδικοποίηση του δόγματος που πραγματοποιήθηκε τους πρώτους αιώνες της χριστιανικής εξάπλωσης. Εδώ σταματούν οι επαμφοτερίζουσες διατυπώσεις. Το γέλιο καταδικάζεται αποφασιστικά ως προϊόν του διαβόλου! * Ερμηνεύοντας τις Γραφές ο "Μεγάλος" Βασίλειος θεωρεί ότι «το να κατέχεται κανείς από ασυγκράτητο και άμετρο γέλωτα είναι απόδειξη ακράτειας και δεικνύει ότι δεν ελέγχει τας συγκινήσεις του και ότι δεν καταπιέζεται η χαλαρότητα της ψυχής με αυστηρή κριτική. Η συγκίνηση βέβαια της ψυχής δεν είναι απρεπές να εκδηλώνεται μέχρι και με ένα φωτεινό μειδίαμα, όσο διά να δείξει μόνον τον λόγο της Γραφής, ότι "όταν ευφραίνεται η καρδία, το πρόσωπο θάλλει". »Αλλά ο δυνατός γέλως και οι αθέλητοι άτακτοι κινήσεις του σώματος δεν είναι γνωρίσματα εκείνου που ελέγχει την ψυχή του ούτε του δοκίμου ούτε εκείνου που εξουσιάζει τον εαυτόν του» («Οροι κατά πλάτος, Β'»). * Ο Βασίλειος είναι σαφής και για τον Ιησού: «Ο Κύριος εις καμίαν περίπτωση δεν φαίνεται ότι εγέλασεν, όσον ημπορούμε να κρίνουμε από τις ευαγγελικές αφηγήσεις, αλλά και χαρακτήριζε δυστυχισμένους τους κατεχομένους από τον γέλωτα». Οσο για τις αναφορές της Παλαιάς Διαθήκης στο γέλιο και πάλι ο Αγιος της Πρωτοχρονιάς δεν αφήνει ερωτηματικά: «Ας μη παραπλανώμεθα από την αμφίβολον σημασία της λέξεως "γέλως". Διότι η Γραφή πολλάκις ονομάζει γέλωτα την χαράν της ψυχής και την φαιδράν διάθεσιν, που δημιουργείται από τα συμβαίνοντα αγαθά». * Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς αφιερώνει ειδικό κεφάλαιο του μεγάλου του έργου «Παιδαγωγός» στο γέλιο («Περί γέλωτος»). Η άποψή του είναι ότι πρέπει να εξορίζονται οι γελωτοποιοί: «Τους ανθρώπους που μιμούνται τα γελοία ή μάλλον τα καταγέλαστα πάθη πρέπει να τους απομακρύνουμε από την πολιτεία μας». Κατά μείζονα λόγο δεν πρέπει να τους μιμούμαστε: «Αν λοιπόν πρέπει ν' αποβάλουμε τους γελωτοποιούς από την πολιτεία μας, πολύ περισσότερο δεν πρέπει να επιτρέπουμε στους εαυτούς μας να γελωτοποιούμε. [...] Αλλά και τον ίδιο τον γέλωτα πρέπει να χαλιναγωγούμε. Διότι το γέλιο, όταν εξάγεται με τον τρόπο που αρμόζει, εμφανίζει κοσμιότητα, όταν όμως δεν εκδηλώνεται έτσι, δείχνει ακολασία. [...] Επειδή δηλαδή ο άνθρωπος είναι γελαστικό ζώο, αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να γελά για τα πάντα, αφού ούτε ο ίππος, που είναι χρεμετιστικός, δεν χρεμετίζει για τα πάντα. Ως λογικά ζώα πρέπει να κατευθύνομε τους εαυτούς μας με μετριοπάθεια, χαλαρώνοντας αρμονικώς την αυστηρότητα και την υπερένταση του ζήλου μας, χωρίς να τα διαλύομε δυσαρμονικά. Η κόσμια και αρμονική άνεσις του προσώπου, σαν οργάνου, ονομάζεται μειδίαμα, κι έτσι στο πρόσωπο ανακλάται η διάχυσις και το γέλιο ανήκει στους σώφρονες. Η δυσαρμονική όμως έκλυσις του προσώπου, αν γίνεται στις γυναίκες, ονομάζεται κιχλισμός που είναι πορνικό γέλιο, κι αν γίνεται στους άνδρες, ονομάζεται καγχασμός και είναι γέλιο προκλητικό κι υβριστικό. [...] Πρέπει επίσης να γίνεται εκπαίδευσις στο μειδίαμα. Αν πρόκειται για αισχρά πράγματα, πρέπει να φαινόμαστε μάλλον ότι κοκκινίζουμε, παρά ότι χαμογελούμε, για να μη νομιστεί ότι συμμετέχουμε στην ηδονή από συμπάθεια. [...] Για τα μειράκια μάλιστα και τις γυναίκες ο γέλωτας είναι ολίσθημα προς τις διαβολές» (Ο Παιδαγωγός, Λόγος Β', 46-47). * Ο πιο σκληρός αντίπαλος του γέλιου μεταξύ των Πατέρων της Εκκλησίας ήταν χωρίς αμφιβολία ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Στο Υπόμνημά του για την Προς Εβραίους Επιστολή του Παύλου (Ομιλία ΙΕ) αναπτύσσει μια εκτενή διατριβή εναντίον του γέλιου, το οποίο ευθέως συνδέει με τον διάβολο: «Στέκεσαι και γελάς όπως οι κοσμικές γυναίκες, προκαλώντας τα γέλια σαν τις γυναίκες του θεάτρου; Αυτό τα ανέτρεψε όλα, αυτό τα κατέρριψε. Κατάντησαν τα δικά μας γέλως και πολιτισμός και αστειότητα. Τίποτα το σταθερό, τίποτα το στερεό. Δεν τα λέγω αυτά μόνο προς τους κοσμικούς άνδρες, αλλά γνωρίζω ποιους υπαινίσσομαι. Γέμισε η Εκκλησία από γέλωτα. »Αν ο τάδε πει κάποιο αστείο, αμέσως προκαλούνται γέλια σ' εκείνους που κάθονται. Και το θαυμαστό είναι ότι πολλοί δεν σταματούν να γελούν και κατά την ίδια την ώρα της ευχής. Παντού χορεύει ο διάβολος, όλους τους ντύθηκε, όλους τους εξουσιάζει. Ατιμάσθηκε ο Χριστός, περιφρονήθηκε, δεν υπάρχει πουθενά η εκκλησία. Δεν ακούτε τον Παύλο που λέγει "αισχρότητα και μωρολογία και γελοιότητες ας εξαφανισθούν από σας"; Μαζί με την αισχρότητα αναφέρει τη γελοιότητα και συ γελάς; Μωρολογία τι είναι; »Εκείνα που δεν έχουν τίποτα χρήσιμο. Γελάς λοιπόν διαρκώς και φαιδρύνεις το πρόσωπό σου συ ο μοναχός; Γελάς, πες μου, συ που έχει σταυρωθεί, συ που πενθείς; Πού άκουσες το Χριστό να το κάνει αυτό; Πουθενά, αλλά πόσες φορές ήταν σκυθρωπός. Πραγματικά, όταν είδε την Ιερουσαλήμ δάκρυσε, όταν σκέφτηκε τον προδότη ταράχτηκε και όταν επρόκειτο ν' αναστήσει τον Λάζαρο έκλαψε. Και συ γελάς; [...] Ο παρών καιρός είναι καιρός πένθους και θλίψεως, βασάνων και δουλαγωγίας, αγώνων και ιδρώτων, και συ γελάς;» * Κάπου ο Ιωάννης καταλαβαίνει ότι το παράκανε και βάζει λίγο νερό στο κρασί του: «Και τι κακό, λέγει, είναι το γέλιο; Δεν είναι κακό το γέλιο, αλλά κακό είναι όταν γίνεται πέρα από το μέτρο και άκαιρα. [...] Το γέλιο υπάρχει στην ψυχή μας, για να ανακουφίζεται κάποτε η ψυχή, όχι για να οδηγείται στη διάχυση. Αλλωστε και η επιθυμία υπάρχει μέσα στα σώματά μας και δεν πρέπει οπωσδήποτε επειδή υπάρχει να τη χρησιμοποιούμε ή να τη χρησιμοποιούμε πέρα από το μέτρο». * Απ' ό,τι φαίνεται, αυτή η εμμονή του Ιωάννη στο κλάμα είχε αποτυπωθεί και σε παρατσούκλια που του απηύθυναν οι σύγχρονοί του. Μας το λέει ο ίδιος: «Γνωρίζω ότι πολλοί με κατηγορούν, λέγοντας "αμέσως δάκρυα"». Αλλα εκείνος επιμένει: «Ας πενθήσουμε, αγαπητοί, ας πενθήσουμε για να γελάσουμε πραγματικά, για να νιώσουμε πραγματική ευφροσύνη κατά τον καιρό της ειλικρινούς χαράς». Φυσικά αυτή η «ειλικρινής χαρά» και τα γέλια μετατίθενται για την άλλη ζωή. Αυτή η διδασκαλία κατά του γέλιου οδήγησε στη θέσπιση της απαγόρευσής του στο εσωτερικό των μοναστικών κοινοτήτων. Οι περισσότεροι κανονισμοί μονών προβλέπουν συγκεκριμένα επιτίμια (ποινές) για τους μοναχούς που παρασύρονται σε γέλια. Δεν είναι ασφαλώς σύμπτωση που στο γνωστό αστυνομικό μπεστ σέλερ «Το Ονομα του Ρόδου» που διαδραματίζεται στο εσωτερικό ενός μεσαιωνικού μοναστηριού, ο Ουμπέρτο Εκο έχει τοποθετήσει στο κέντρο της μυθοπλασίας τις φιλοσοφικές και θεολογικές διαφωνίες για το γέλιο. Στην εκτενή συζήτηση μεταξύ του Γουλιέλμου της Μπάσκερβιλ και του γηραιού μοναχού Χόρχε του Μπούργκος, το τελικό επιχείρημα του Χόρχε εναντίον του γέλιου είναι και πάλι το γνωστό: «Ξέρετε ότι ο Χριστός δεν γελούσε». Ο Γουλιέλμος τον αμφισβητεί: «Δεν είμαι βέβαιος. Οταν καλεί τους Φαρισαίους να ρίξουν τον πρώτο λίθο, όταν ζητά να μάθει ποιος απεικονίζεται στο νόμισμα που θα δοθεί ως φόρος, όταν παίζει με τις λέξεις και λέει "Συ ει Πέτρος", πιστεύω ότι έλεγε πράγματα ευφυή που σπέρναν τη σύγχυση στους αμαρτωλούς και εμψύχωναν τους πιστούς του. [...] Ως και ο Θεός, λοιπόν, εκφράζεται με αστεϊσμούς για να σπείρει τη σύγχυση σ' αυτούς που θέλει να τιμωρήσει» (σ. 180). Κλειδί του μυστηρίου στο μυθιστόρημα είναι -τι άλλο- μια φιλοσοφική πραγματεία για το γέλιο που θα εξαφανιστεί, γιατί όπως λέει ο Χόρχε: «Το γέλιο είναι η αδυναμία, η εξαχρείωση, η αηδία της σάρκας μας. [...] Το γέλιο αποσπά για μερικές στιγμές τον αγροίκο από τον φόβο. Μα ο νόμος επιβάλλεται με το δέος, του οποίου το αληθινό όνομα είναι "φόβος Θεού"» (σ. 624). Ο Εκο δεν είναι, βέβαια, ο πρώτος λογοτέχνης που ασχολήθηκε με το ζήτημα. Σχολιάζοντας την «Ουσία του γέλιου και του κωμικού στη γλυπτική», ο Μποντλέρ παρατηρεί ότι σύμφωνα με τις Γραφές το «γέλιο είναι ένα καταραμένο στοιχείο που προέρχεται από το διάβολο και είναι ένα από τα πολλά κουκούτσια που περιέχονται στο συμβολικό μήλο». Ως απόδειξη αυτής της θέσης του ο Μποντλέρ επαναλαμβάνει κι αυτός ότι πουθενά ο Ιησούς δεν γελάει και παραπέμπει σε ανάλογες διαπιστώσεις πολλών ομοτέχνων του (Curiosites esthetiques, 1855, Garnier, Paris 1969). Και τώρα τι κάνουμε; Πρέπει -όσοι πιστεύουν- να τα βάψουν μαύρα και να σταματήσουν να γελούν; Αστειεύεστε, βέβαια. Υπάρχει και η αισιόδοξη πλευρά. Επιμένοντας τόσο πολύ εναντίον του γέλιου, οι Πατέρες της Εκκλησίας και ειδικά οι θεωρητικοί του ασκητισμού απλώς πιστοποιούν το γεγονός ότι το γέλιο είναι σύμφυτο με την ανθρώπινη ιδιότητα. Στην πραγματικότητα, λοιπόν, εξισώνοντας το γέλιο με τον Σατανά οι θεολόγοι και οι μοναχοί εκείνης της περιόδου εκδηλώνουν την ουτοπική αισιοδοξία τους και την πίστη τους ότι ο άνθρωπος μπορεί να ξεπεράσει τη σαρκική του υπόσταση. Καταπνίγοντας το γέλιο μέσα τους είναι σαν να νικούν τον Σατανά, έστω σ' αυτό το μικρό αλώνι. Τον Σατανά που τους κρατάει μακριά από τον Θεό, στην κατάσταση της «πτώσης». Πόσο ρεαλιστικό είναι αυτό; Μα είναι θέμα απλής άσκησης. Μας το διδάσκει ένα απλό παιδικό παιχνίδι όπου χάνει όποιος γελάσει πρώτος. Γνωρίζουμε ότι κάποια παιδιά αντέχουν περισσότερο, αλλά στο τέλος όλοι γελούν. ΚΑΙ ΠΩΣ ΝΑ ΓΕΛΑΣΕΙ Ο ΡΑΒΙΝΟΣ ΙΗΣΟΥΣ ΟΤΑΝ ΤΟΥ ΤΟ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΟΥ!!
1 Κάλλιον όνομα καλόν παρά πολύτιμον μύρον· και η ημέρα του θανάτου παρά την ημέραν της γεννήσεως. 2 Κάλλιον να υπάγη τις εις οίκον πένθους, παρά να υπάγη εις οίκον συμποσίου· διότι τούτο είναι το τέλος παντός ανθρώπου, και ο ζων θέλει βάλει αυτό εις την καρδίαν αυτού. 3 Κάλλιον η λύπη παρά τον γέλωτα· διότι εκ της σκυθρωπότητος του προσώπου η καρδία γίνεται φαιδροτέρα. 4 Η καρδία των σοφών είναι εν οίκω πένθους· αλλ' η καρδία των αφρόνων εν οίκω ευφροσύνης. 5 Κάλλιον εις τον άνθρωπον να ακούη επίπληξιν σοφού, παρά να ακούη άσμα αφρόνων· 6 διότι καθώς είναι ο ήχος των ακανθών υποκάτω του λέβητος, ούτως ο γέλως του άφρονος και τούτο ματαιότης. 7 Βεβαίως η καταδυναστεία παραλογίζει τον σοφόν· και το δώρον διαφθείρει την καρδίαν. 8 Κάλλιον το τέλος του πράγματος παρά την αρχήν αυτού· καλήτερος ο μακρόθυμος παρά τον υψηλόφρονα. 9 Μη σπεύδε εν τω πνεύματί σου να θυμόνης· διότι ο θυμός αναπαύεται εν τω κόλπω των αφρόνων. 10 Μη είπης, Τις η αιτία, διά την οποίαν αι παρελθούσαι ημέραι ήσαν καλήτεραι παρά ταύτας; διότι δεν ερωτάς φρονίμως περί τούτου. 11 Η σοφία είναι καλή ως η κληρονομία, και ωφέλιμος εις τους βλέποντας τον ήλιον. 12 Διότι η σοφία είναι σκέπη, ως είναι σκέπη το αργύριον· πλην η υπεροχή της γνώσεως είναι, ότι η σοφία ζωοποιεί τους έχοντας αυτήν. 13 Θεώρει το έργον του Θεού· διότι τις δύναται να κάμη ευθές εκείνο, το οποίον αυτός έκαμε στρεβλόν; 14 Εν ημέρα ευτυχίας ευφραίνου, εν δε ημέρα δυστυχίας σκέπτου· διότι ο Θεός έκαμε το εν αντίστιχον του άλλου, διά να μη ευρίσκη ο άνθρωπος μηδέν οπίσω αυτού. 15 Τα πάντα είδον εν ταις ημέραις της ματαιότητός μου· υπάρχει δίκαιος, όστις αφανίζεται εν τη δικαιοσύνη αυτού· και υπάρχει ασεβής, όστις μακροημερεύει εν τη κακία αυτού. 16 Μη γίνου δίκαιος παραπολύ, και μη φρόνει σεαυτόν υπέρμετρα σοφόν· διά τι να αφανισθής; 17 Μη γίνου κακός παραπολύ, και μη έσο άφρων· διά τι να αποθάνης προ του καιρού σου; 18 Είναι καλόν να κρατής τούτο, από δε εκείνου να μη αποσύρης την χείρα σου· διότι ο φοβούμενος τον Θεόν θέλει εκφύγει πάντα ταύτα. 19 Η σοφία ενδυναμόνει τον σοφόν περισσότερον παρά δέκα εξουσιάζοντες, οίτινες είναι εν τη πόλει. 20 Διότι δεν υπάρχει άνθρωπος δίκαιος επί της γης, όστις να πράττη το καλόν και να μη αμαρτάνη. 21 Προσέτι, μη δώσης την προσοχήν σου εις πάντας τους λόγους όσοι λέγονται· μήποτε ακούσης τον δούλον σου καταρώμενόν σε· 22 διότι πολλάκις και η καρδία σου γνωρίζει ότι και συ παρομοίως κατηράσθης άλλους. 23 Πάντα ταύτα εδοκίμασα διά της σοφίας· είπα, Θέλω γείνει σοφός· αλλ' αύτη απεμακρύνθη απ' εμού. 24 Ο, τι είναι πολύ μακράν και εις άκρον βαρύ, τις δύναται να εύρη τούτο; 25 Εγώ περιήλθον εν τη καρδία μου διά να μάθω και να ανιχνεύσω, και να εκζητήσω σοφίαν και τον λόγον των πραγμάτων, και να γνωρίσω την ασέβειαν της αφροσύνης και την ηλιθιότητα της ανοησίας. 26 Και εύρον ότι πικροτέρα είναι παρά θάνατον η γυνή, της οποίας η καρδία είναι παγίδες και δίκτυα και αι χείρες αυτής δεσμά· ο αρεστός ενώπιον του Θεού θέλει εκφύγει απ' αυτής· ο δε αμαρτωλός θέλει συλληφθή εν αυτή. 27 Ιδέ, τούτο εύρηκα, λέγει ο Εκκλησιαστής, εξετάζων εν προς εν, διά να εύρω τον λόγον· 28 τον οποίον έτι η ψυχή μου εκζητεί αλλά δεν ευρίσκω· άνδρα ένα μεταξύ χιλίων εύρηκα· γυναίκα όμως μίαν μεταξύ πασών τούτων δεν εύρηκα. 29 Ιδού, τούτο μόνον εύρηκα· ότι ο Θεός έκαμε τον άνθρωπον ευθύν, αλλ' αυτοί επεζήτησαν λογισμούς πολλούς.
ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΣ