Η ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ ΤΩΝ "ΕΥΑΓΓΕΛΙΩΝ"!!ΑΓΝΩΣΤΟΙ ΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΤΟΥΣ!!
ΤΑ "ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ" ΓΡΑΦΤΗΚΑΝ ΤΟ 60 -100 ΜΕΤΑ ΝΑΖΩΡΑΙΟΥ!!
Δυο είναι οι μεγάλες γραπτές συλλογές κειμένων που αποτελούν την ιστορική πηγή του Χριστιανισμού, όπου σήμερα πλέον τα εν λόγω κείμενα (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) αναφέρονται ως Βίβλος ή Αγία Γραφή. Αν και στην συγκεκριμένη μελέτη δεν θα ασχοληθούμε με το πρώτο κομμάτι της Βίβλου, θα πρέπει όμως να τονίσουμε πως ολόκληρο το ιερό κείμενο θεωρείται ως η αποκάλυψη του αληθινού Θεού και συγκεκριμένα αποτελεί "Λόγο Θεόπνευστο". Η Βίβλος όμως δεν είχε από την αυγή του Χριστιανισμού το γνωστό σε εμάς περιεχόμενο. Μοιάζει μάλιστα να σχηματίστηκε μέσα από την προσπάθεια της Εκκλησίας να αποκτήσει αυτοσυνειδησία μέσα από τον Ιουδαϊσμό αλλά και από τον συγκρητισμό τον υπολοίπων μυστηριακών λατρειών της Μεσογείου. Έτσι με την πάροδο του χρόνου, στην χρήση των ιερών κειμένων των Ιουδαίων (και ιδιαιτέρως αυτά των προφητών και των 'Ψαλμών') προστίθονται και κείμενα που η παράδοση θέλει η συγγραφή τους να ανήκει στους ίδιους τους Αποστόλους. Μπορούμε όμως να είμαστε βέβαιοι πως ήταν αυτοί οι συγγραφείς; Στην ερώτηση αυτή είναι σχεδόν αδύνατον να πάρουμε μια θετική απάντηση εφόσον κανείς από την εποχή εκείνη δεν έφτασε σήμερα σε εμάς για να το βεβαιώσει. Έτσι θα πρέπει να εμπιστευθούμε (όπως άλλωστε εμπιστευόμαστε τον Πλάτωνα για την διδασκαλία του Σωκράτη) αυτά που μαρτυρούν τα κείμενα ως συγγραφείς ή αυτά που η παράδοση θέλει. Αυτό που όμως μπορούμε να διερευνήσουμε είναι η χρονολογία των κειμένων αυτών καθ΄ αυτών. Ο Κανόνας της Καινής Διαθήκης αποτελείται από 27 κείμενα: 4 Ευαγγέλια (Ματθαίος, Μάρκος, Λουκάς, Ιωάννης), Πράξεις των Αποστόλων (του Λουκά), 14 επιστολές του Παύλου, 2 του Πέτρου, 3 του Ιωάννη, 1 του Ιακώβου, 1 του Ιούδα και την Αποκάλυψη του Ιωάννη. Η ένωση των κειμένων στην μορφή που ξέρουμε σήμερα και η δογματική αποδοχή τους έγινε στα μισά του 4ου αιώνα. Το 404 μ.Χ. ο Άγιος Ιερώνυμος μεταφράζει με την σειρά του τα ιερά κείμενα σχηματίζοντας έτσι την γνωστή Vulgata η οποία αν και προκαλεί προβληματισμούς για ορισμένες αλλαγές στο κείμενο που έκανε ο ίδιος ο Ιερώνυμος (με βάση τις παρατηρήσεις του), αναγνωρίστηκε με την Σύνοδο της Τριδέντου το 1546, αν και η αποδοχή της ήταν ήδη στην πρακτική των κληρικών κατά την διάρκεια όλου του Δυτικού Μεσαίωνα. Τα κείμενα της Καινής Διαθήκης ήταν όλα γραμμένα στην Ελληνική, σε συνεχή μεγαλογράμματη γραφή. Κανένα όμως δεν αποτελεί αυθεντικό χειρόγραφο από τους συγγραφείς τους, ενώ όλα τα σωζόμενα κείμενα αποτελούν αντιγραφές σε περγαμηνές. Ο προσεκτικός μελετητής θα αναγνωρίσει πως σήμερα υπάρχει μια μεγάλη ποικιλία από διαφορετικές εκδοχές ιερών κειμένων που συχνά περιλαμβάνουν και απόκρυφα ευαγγέλια. Το φαινόμενο αυτό όμως δεν αποτελεί μόνο σύγχρονη κίνηση αφού από την αρχαιότητα υπήρχαν αρκετοί διαφορετικοί κώδικες (Βατικανός, Σιναϊτικός, Αλεξανδρινός κ.α.) τα οποία αν και όμοια στην γενική τους μορφή, είχαν παρόλα αυτά μικρές προσθήκες, διορθώσεις και μεταφραστικά λάθη που όμως (και τουλάχιστον για την θεολογική τάξη) δεν αποτελούν εμπόδιο στην μελέτη των κειμένων. Σύμφωνα λοιπόν με τις μελέτες των κειμένων αλλά και τις πληροφορίες από διάφορους συγγραφείς, είναι δυνατή η κατα προσέγγιση χρονολόγηση των κειμένων της Καινής Διαθήκης. Έτσι πιστεύεται πως το ευαγγέλιο του Μάρκου είναι το παλαιότερο (65-75 μ.Χ), ακολουθεί αυτό του Λουκά (80 μ.Χ.) και Ματθαίου (85-90 μ.Χ.) ο οποίος μοιάζει να στηρίχτηκε πάνω στο κείμενο του Μάρκου ενώ τελευταίο μένει το ευαγγέλιο του Ιωάννη (95-110 μ.Χ.) Αναφορικά με τα υπόλοιπα κείμενα, οι Πράξεις των Αποστόλων υπολογίζονται περίπου το 80 μ.Χ. όμως η μη αναφορά στον θάνατο του Παύλου ίσως να πηγαίνει την ημερομηνία πίσω στην δεκαετία του 60. Η επιστολή προς Ρωμαίους του Παύλου χρονολογείται στο 56 μ.Χ. η πρώτη επιστολή προς Κορινθίους (από τον ίδιο) το 55, η δεύτερη το 55 ή 56. Ακόμη πιο παλιά μοιάζει να είναι η επιστολή προς Γαλάτας το 50, προς Εφεσίους (σε ορισμένα αρχαία χειρόγραφα δεν υπάρχει η αναφορά της λέξης Εφεσίους) το 60 όμως η γνησιότητα της είναι υπό αμφισβήτηση, προς Φιλιππησίους κάπου ανάμεσα στο 53 και 62, προς Κολοσσαείς (ξανά η γνησιότητα της αμφισβητείται) και Φιλήμονα το 60, οι δυο επιστολές του Παύλου προς Θεσσαλονικείς το 50, προ Τιμόθεον Α, Β και Τίτον πιθανόν το 85, προς Εβραίους λίγο πριν το 70, η επιστολή Ιακώβου στις αρχές του 60, στην δεκαετία του 60 τοποθετείται και η πρώτη επιστολή του Πέτρου, ενώ η δεύτερη το 80 ή ακόμη και κάπου στον 2ο αιώνα. Οι 3 επιστολές του Ιωάννη τοποθετούνται στις αρχές της δεκαετίας του 90 ενώ τέλος του Ιούδα το 70 ή στη τρίτη δεκαετία του του 2ου αιώνα (!). Βασιζόμενοι στην χρονολόγηση που υπάρχει για τα παρόντα κείμενα, είναι εύλογο να δεχτούμε πως θα μπορούσαν να περιγράφουν τον βίο του Χριστού και των μαθητών του με τρόπο ιστορικά σαφή. Πολλοί προβληματισμοί όμως έχουν αναπτυχθεί σχετικά με την χρονολόγηση ορισμένων κειμένων, της ταυτότητας των συγγραφέων τους αλλά και το ίδιο το περιεχόμενο τους. Τα 4 Κανονικά Ευαγγέλια (Ματθαίος, Μάρκος, Λουκάς, Ιωάννης) αναφέρονται με τα ονόματα των συγγραφέων τους όχι παλιότερα από το 180 μ.Χ. περίπου από τον Ειρηναίο της Λυόν στο "Κατά Αιρέσεων", ο Ιγνάτιος αναφέρει τα ευαγγέλια του Ματθαίου και Ιωάννη, ενώ ο Παπίας αναφέρει πως ο Ματθαίος και ο Μάρκος είναι οι συγγραφείς των ευαγγελίων τους. Το 130 μ.Χ. γίνεται η πρώτη παραπομπή από επονομαζόμενο ευαγγέλιο σε γράμμα του Πολύκαρπου, Επισκόπου της Σμύρνης, ενώ δέκα χρόνια πιο πριν, βρίσκουμε χωρίο από το ευαγγέλιο του Ματθαίου στην Επιστολή του Βαρνάβα. Μπορούμε επομένως να θεωρήσουμε πως οι πρώτοι χριστιανοί τυχαία αποφάσισαν την ταυτότητα των ευαγγελίων, ή θα πρέπει να δεχτούμε πως γνώριζαν από άλλες πηγές -που δεν διασώθηκαν-, τις ταυτότητες των συγγραφέων; Αυτό που οι περισσότεροι μελετητές συμφωνούν όμως, είναι για τις επιστολές του Παύλου (Θεσσαλονικείς Β, Τιμόθεον Α και Β) οι οποίες πιστεύονται ως μη γνήσιες, ενώ μεγάλοι προβληματισμοί υπάρχουν ακόμη για πολλές άλλες όπως προς Εφεσίους, Κολοσσαείς, Τιμόθεον Α και Τίτον, Φιλήμονα, Εβραίους. Ψευδεπίγραφες μοιάζουν όμως να ορίζονται και οι επιστολές του Πέτρου και του Ιωάννη, ενώ το ίδιο, προβληματισμούς δημιούργησε και η Αποκάλυψη του Ιωάννη (94 μ.Χ. ;) όπου στα γραπτά του Ωριγένη (185-254 μ.Χ) δεν αναφέρεται ποτέ, ενώ ο Ευσέβιος ακολουθεί την κριτική γνώμη του Αγίου Διονυσίου της Αλεξάνδρειας. Αφήνοντας στην άκρη τώρα τους ακαδημαϊκούς διαξιφισμούς για την ακριβή χρονολόγηση και την ταυτότητα των κειμένων, περνάμε στο ίδιο το περιεχόμενο των γραπτών τα οποία δεν μοιάζουν να είναι πάντα το ίδιο. Μπροστά στον κίνδυνο μάλιστα της ψευδογραφείας, ο ίδιος ο Απόστολος Παύλος αναφέρει στους πιστούς να αναγνωρίζουν τα κείμενα του από τον τρόπο που γράφει (Θεσσαλονικείς Β: 3-17) Ο Κέλσος (περίπου 170 μ.Χ.) μας αναφέρει πως οι Χριστιανοί τροποποιήσανε τρεις ή τέσσερις φορές τα κείμενα τους έτσι ώστε να δυσκολέψουν όλους όσους ασκούσαν κριτική εναντίον τους την εποχή εκείνη... Παρόμοια ήταν και το συμπέρασμα του Ωριγένη: "Είναι ένα αποδεκτό γεγονός σήμερα πως υπάρχει μια μεγάλη ποικιλία μεταξύ των χειρόγραφων, που οφείλεται άλλοτε στην απροσεξία των γραφέων ή στην διεστραμμένη αυθάδεια μερικών ανθρώπων να διορθώνουν τα κείμενα ή ξανά στο γεγονός όπου υπάρχουν κάποιοι που προσθέτουν ή διαγράφουν όπως τους ευχαριστεί, βάζοντας τους εαυτούς τους ως διορθωτές." Μπορούμε όμως σήμερα να αναγνωρίσουμε αυτές τις προσθαφαιρέσεις; Το έργο αυτό μοιάζει δύσκολο όμως οι συγκρίσεις μεταξύ των αρχαιότερων διασωθέντων χειρογράφων βοηθούνε σημαντικά. Έτσι, οι στίχοι 16:9-20 του Μάρκου (όπου γίνονται οι αναφορές για τις εμφανίσεις του Χριστού μετά την ανάσταση) λείπουν από τα αρχαία αντίγραφα. Στο ευαγγέλιο του Ιωάννη οι στίχοι 7:53 και 8:1-11 (όπου γίνεται αναφορά στην μοιχαλίδα που την απειλούσαν να την λιθοβολήσουν μέχρι την παρέμβαση του Ιησού), δεν εμφανίζονται παρά μόνο σε αντίγρφα του 5ου αιώνα και όποτε υπάρχουν δεν βρίσκονται πάντα στην ίδια θέση, ενώ δεν βρίσκονται και σε κανένα άλλο ευαγγέλιο (να σημειωθεί οτι ο υπεύθυνος για την απελευθέρωση γυναίκας μοιχαλίδας που καταδικαζόταν για λιθοβολισμό, θεωρούταν ένοχος προς εκτέλεση γιατι αυτό αντίναινε στην δικαστική απόφαση του θρησκευτικού εβραικού δικαστηρίου. Αγνωστος παραμένει ο λόγος που ο Ιησούς δεν τιμωρήθηκε) Στην επιστολή Ιωάννου Α (4:7) όπου γίνεται αναφορά στα τρία πρόσωπα του Θεού, μεγάλο κομμάτι της φράσης είναι ανύπαρκτο στα αρχαία χειρόγραφα. Αξίζει να αναφέρουμε επίσης πως μαζί με τις προσθαφαιρέσεις στα κείμενα, ποικίλα μεταφραστικά προβλήματα ή διχογνωμίες έχουν παρουσιαστεί. Στην προ Εβραίους επιστολή (10:34) ο στίχος παρουσιάζεται με διαφορετική μορφή από χειρόγραφο σε χειρόγραφο. Παρόμοιο πρόβλημα υπάρχει στους προ Κορινθίους Β (5:3, 6:16, 9:10), στις Πράξεις Αποστόλων (18:17), Λουκά (11:2-5), στην Αποκάλυψις Ιωάννου (13:18) κ.α.... Γεννάται συνεπώς ο προβληματισμός και για την γενικότερη εγκυρότητα του κειμένου της "Αγίας Γραφής", γεγονός που και άλλοι παράγοντες έρχονται για να βάλουν σε σκέψεις τον μελετητή. Σημεία διάσπαρτα λοιπόν στην Καινή Διαθήκη προβληματίζουν τους ερμηνευτές εξαιτίας των αντιφάσεων τους καθώς και της ιστορικής ανακρίβειας που περιέχουν. Τόσο το ευαγγέλιο του Ματθαίου όσο και του Λουκά προσφέρουν την γενεαλογία του Χριστού. Μια μεγάλη ασυμφωνία υπάρχει όμως μεταξύ των δυο αυτών. Ο πρώτος ξεκινάει την γενεαλογία (1:1-16) από τον Αβραάμ (50 γενεές) ενώ ο Λουκάς (3:23-38) ξεκινά από τον Θεό και έπειτα από τον Αδάμ για να φτάσει τελικά στον Χριστό (76 γενεές). Στα ενδιάμεσα μάλιστα γίνονται αναφορές σε πρόσωπα που ο άλλος συγγραφέας μοιάζει να αγνοεί (για τον Ματθαίο π.χ. ο πατέρας του Ιωσήφ είναι ο Ιακώβ ενώ για τον Λουκά ο Ηλί) περιπλέκοντας έτσι την σύνθεση της λίστας. Η συνήθης ερμηνεία είναι αυτή της συμπληρωματικής (πως το ένα βιβλίο συμπληρώνει το άλλο) μελέτης της Γραφής. Μπορούμε όμως -χρησιμοποιόντας ορθή σκέψη- να δεχτούμε αυτή την δυνατότητα ανάγνωσης και κατανόησης, αγνοώντας τα ποικίλα προβλήματα που παρουσιάζονται σε ολόκληρο το κείμενο; Παρόμοια είναι η κατάσταση και με τα τελευταία λόγια του Χριστού στον σταυρό. Ο Ματθαίος (27: 46) αναφέρει "Γύρω στις τρεις κραύγασε ο Ιησούς με δυνατή φωνή: 'ηλί ηλί λιμά σαβαχθανί;' δηλαδή 'Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;" Στον Μάρκο (15:34) "Στις τρεις η ώρα κραύγασε ο Ιησούς με δυνατή φωνή: 'Ελωί Ελωί λιμά σαβαχθανί;' που σημαίνει Θεέ μου, Θεέ μου γιατί με εγκατέλειψες;" Στον Λουκά (23:46) διαβάζουμε "Τότε ο Ιησούς κραύγασε με δυνατή φωνή και είπε: 'Πατέρα, στα χέρια σου παραδίνω το πνεύμα μου.' Μόλις το είπε αυτό ξεψύχησε." Τέλος στον Ιωάννη (19:30) "ότε οθν έλαβε το όξος ο Ιησούς είπε, 'τετέλεσται' και κλίνας την κεφαλήν παρέδωκε το πνεύμα." Προβληματισμό προκαλούν τα χωρία που αναφέρονται και στο τέλος του Ιούδα. Ο Ματθαίος μας πληροφορεί (26:5) πως ο προδότης πήγε και απλά κρεμάστηκε, μια εικόνα που γίνεται πιο πλούσια στις Πράξεις των Αποστόλων όπου αναφέρεται πως "Έπεσε όμως με το πρόσωπο στη γη, σκίστηκε η κοιλιά του και χύθηκαν όλα τα σπλάχνα του." (1:12-26) Ο αναγνώστης θα αναγνωρίσει μια διχογνωμία σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο περιγράφτηκε ο θάνατος του Ιούδα (εκτός βέβαια και αν οι συγγραφείς εννοούν πως κρεμάστηκε πρώτα, το σχοινί κόπηκε έπειτα και πέφτοντας σχίστηκε η κοιλιά του!) Ερωτηματικά προκαλεί το χωρίο 22:41 στον Λουκά όπου αναφέρεται πως ο Χριστός "απομακρύνθηκε από αυτούς [τους μαθητές του] σε απόσταση πετροβολίας" και εκεί, στο όρος των Ελαίων προσευχήθηκε. Αν η απόσταση ήταν τέτοια ώστε οι μαθητές να μην μπορούσαν να ακούσουν, τότε πως γίνεται οι απόστολοι να καταγράφουν τα λόγια του; Ο ίδιος προβληματισμός υπάρχει και στις σκηνές όπου ο Χριστός βρισκόταν ενώπιον του Πιλάτου. Άξια προβληματισμού είναι επίσης η ομόφωνη απόφαση των Εβραίων "το αίμα του [Χριστού] πάνω μας και πάνω στα παιδιά μας." (Ματθαίος 27:25) Μπορεί να θεωρηθεί μια τέτοια βαριά κρίση ως η απόφαση ενός πλήθους; Εύκολα σήμερα αναγνωρίζουμε την τάση ακροδεξιών-χριστιανικών παρατάξεων που πίσω από αυτή την φράση δικαιολογούν την αντι-σιωνιστική τους στάση. Αν και ο αρθρογράφος δεν βρήκε κάποιο επικριτή της παρούσας φράσης (πέραν του Ambelain R.), θεωρεί το χωρίο γνήσιο αν και σίγουρα άξιο ερμηνευτικής προσοχής! Μια διαφορετική αντίφαση τώρα, βρίσκουμε στο ιστορικό της ανάστασης του Χριστού. Στον Ματθαίο (13:40) διαβάζουμε: "Όπως δηλαδή ο προφήτης Ιωνάς ήταν τρεις μέρες και τρεις νύχτες στην κοιλιά του κήτους, έτσι θα είναι και ο Υιός του Ανθρώπου μέσα στην γη τρεις μέρες και τρεις νύχτες." Η πρόβλεψη αυτή του Χριστού όμως για τον θάνατο και την ανάσταση του μοιάζει να μην τηρήθηκε με αυτό τον τρόπο. Σύμφωνα με τα ευαγγέλια (Ματθαίος 27:32-28:8, Μάρκος 15:25-16:5, Λουκάς 23:26-24:7), η σταύρωση πραγματοποιήθηκε μέρα Παρασκευή ενώ η επίσκεψη των γυναικών που πρώτες αντίκρισαν τον άδειο τάφο έγινε την Κυριακή. Απλοποιώντας αφάνταστα την χρονική διάρκεια θα μπορούσαμε (κάνοντας μια μεγάλη υποχώρηση) να δεχτούμε πως το γεγονός δηίρκησε 3 μέρες (εδώ οι μέρες μοιάζουν συμβολικές κατά τα πρότυπα της Γεννέσεως). Την ίδια όμως υποχώρηση μπορούμε να κάνουμε και για τις 3 ανύπαρκτες βραδιές που ο Χριστός ήταν νεκρός; Που λοιπόν σταματά ο συμβολισμός και που αρχίζει η ιστορική περιγραφή στα ευαγγέλια; Σαν τέτοιο αποτελεί και η τραγική ιστορία της σφαγής των νηπίων (14000 νήπια σε μια πόλη δέκα πέντε, το πολύ δέκα έξι χιλιάδων κατοίκων...)που αναφέρει μονάχα ο Ματθαίος(2:16-18), ένα γεγονός όπου δεν στηρίζεται ιστορικά αφού δεν μοιάζει να έχει διασωθεί κανένα επίσημο αρχείο (χριστιανικό και μη) που να επιβεβαιώνει το γεγονός αυτό. Επίσης σιωπηλά είναι τα επίσημα αρχεία των Εβραίων και των Ρωμαίων σχετικά με τις εμφανίσεις νεκρών, την έκλυψη του ηλίου και τον μεγάλο σεισμό την στιγμή του θανάτου του Χριστού (Ματθαίος 27:51-53) παρόλο που προφανώς ένα τέτοιο γεγονός θα προκαλούσε όσο να 'ναι την προσοχή του επίσημου κράτους ή κάποιου των χρονικογράφου της εποχής. Ιστορικό παράδοξο υπάρχει επίσης και στο χωρίο 2:22-23 του Ματθαίου όπου βλέπουμε πως η οικογένεια του Χριστού εγκαθιστάται στην περιοχή της Γαλιλαίας, την Ναζαρέτ και έτσι εκπληρώνεται η προφητεία που θέλει τον Χριστό να ονομαστεί Ναζωραίος. Η πόλη ή το χωριό της Ναζαρέτ όμως δεν υπάρχει σε κανένα αρχαίο κείμενο της εποχής. Η Παλαιά Διαθήκη δεν αναφέρει καμία τέτοια περιοχή, ούτε ο χρονικογράφος Φλάβιος Ιωσήφ (1ος αιώνας μ.Χ.), ή τα χειρόγραφα της Νεκράς Θάλασσας παρά μονάχα βρίσκεται στα Χριστιανικά κείμενα. Από τον 8ο αιώνα όμως χτίζεται η περιοχή αυτή ικανοποιώντας έτσι τους προσκυνητές που αναζητούσαν πεισματικά τους ιερούς τόπους. (22) Γεωγραφική ανακρίβεια μοιάζει να υπάρχει και στον Λουκά (8:26-35) όπου υπάρχει το περιστατικό με τους δεκάδες δαιμονισμένους χοίρους που πέφτουν από ένα γκρεμό σε μια λίμνη κοντά στα Γάδαρα. Αν εξαιρέσουμε το γεγονός όπου ο Ιουδαϊκός νόμος απαγορεύει να τρέφονται γουρούνια είτε για εμπόριο είτε για ιδιωτική χρήση, η παρουσία μιας λίμνης στην περιοχή αυτή είναι αδικαιολόγητη αφού απλά... δεν υπάρχει! Λίμνη υπάρχει μονάχα στην περιοχή της Γενησαρέτ που όμως δεν βρίσκεται στην χώρα των Γαδαρηνών παρά στην Γωλανίτιδα σε απόσταση άνω 80 χιλιομέτρων. Γεωγραφικό πρόβλημα όσο και αντιφάσεις φαίνεται να υπάρχουν και στην τελική επαφή του Χριστού με τους μαθητές του. Ο Ματθαίος (28:16-20) αναφέρει πως ο Χριστός συναντά τους μαθητές στην Γαλιλαία πάνω σε ένα όρος όπου και τους στέλνει να διδάξουν τον κόσμο στο όνομα της Αγίας Τριάδος. Στον Μάρκο (16:19) ο Χριστός αφού μίλησε στους μαθητές του στην πόλη της Γαλιλαίας αναλήφθηκε στους ουρανούς. Στον Λουκά (24:50-51) οι μαθητές περπάτησαν μαζί με τον Χριστό ως την Βηθανία και έπειτα ανέβηκε στους ουρανούς. Στον Ιωάννη (21:1-25) οι μαθητές βρίσκονται στην λίμνη Τιβεριάδα όπου όμως δεν γίνεται αναφορά σε ανάληψη. Επίσης η περιγραφή της ανάληψης γίνεται στις Πράξεις Αποστόλων (1:9) αλλά δεν αναφέρεται καμία τοποθεσία. Αν δεχτούμε πως ο Ιωάννης και ο Ματθαίος απλά δεν αναφέρουν το περιστατικό της αναλήψεως ("Υπάρχουν κι άλλα πολλά που έκανε ο Ιησούς, που αν γραφτούν ένα προς ένα, ούτε ο κόσμος ολόκληρος δε θα χωρούσε, νομίζω τα βιβλία που θα έπρεπε να γραφτούν" Ιωάννης 21:25) τότε σίγουρα μένουμε προβληματισμένοι αφού η Βηθανία, η Τιβεριάδα ή το όρος Γάμαλα , έχουν μια απόσταση μεταξύ τους 150 χιλιομέτρων! Γεωγραφικά λάθη, αντιφάσεις, μεταφραστικά προβλήματα και ιστορικές ανακρίβειες. Είναι όλα αυτά μερικά από τα ποικίλα προβλήματα που παρουσιάζουν τα βιβλία της Καινής Διαθήκης.
Έχω τελειώσει με την εξέταση των τεσσάρων βιβλίων που αποδίδονται στο Ματθαίο, το Μάρκο, το Λουκά και τον Ιωάννη. Και δεδομένου ότι το χρονικό διάστημα από τη Σταύρωση μέχρι την Ανάληψη είναι μόνο λίγες μέρες, απ'ότι φαίνεται όχι πάνω από τρεις-τέσσερις μέρες, και τα γεγονότα συνέβησαν στο ίδιο σημείο, την Ιερουσαλήμ, πιστεύω ότι είναι αδύνατο να βρεθεί άλλη καταγεγραμμένη ιστορία με τόσες προφανείς αντιφάσεις, παραλογισμούς και ψεύδη, όσες σ'αυτά τα βιβλία. Είναι περισσότερα και προφανέστερα απ'όσο περίμενα όταν ξεκίνησα αυτή την έρευνα και ακόμα περισσότερα απ'όταν ξεκίνησα να γράφω το προηγούμενο μέρος της "Εποχής της Λογικής". Δεν είχα Παλαιά ή Καινή Διαθήκη για να συμβουλευτώ, ούτε τρόπο να αποκτήσω μία Βίβλο. Η καθημερινότητά μου γινόταν μέρα με τη μέρα όλο και πιο επικίνδυνη, σε σημείο να κινδυνεύει η ίδια μου η ύπαρξη και αφού ήθελα να αφήσω κάτι πίσω σχετικά με το θέμα, έπρεπε να είμαι γρήγορος και ακριβής. Τα χωρία που παρέθεσα ήταν μόνο από μνήμης, αλλά είναι ορθά και οι απόψεις που προώθησαν σε εκείνο το έργο είναι το αποτέλεσμα μιας ξεκάθαρης πεποίθησης στην οποία κατέληξα εδώ και πολύ καιρό: Ότι η Παλαιά και Καινή Διαθήκη έχουν επιβληθεί στον κόσμο, ότι η πτώση του ανθρώπου, η ιστορία ότι ο Ιησούς Χριστός ήταν ο Υιός του Θεού και πέθανε για να κατευνάσει την οργή του Θεού και η σωτηρία με αυτή την παράξενη μέθοδο, είναι όλα φανταστικά κατασκευάσματα που δεν τιμούν τη σοφία και τη δύναμη του Μεγαλοδύναμου. Ότι η μόνη αληθινή θρησκεία είναι ο Ντεϊσμός, με το οποίο εννοούσα και εννοώ και τώρα την πίστη σε ένα Θεό και τη μίμηση της ηθικής του ή την εφαρμογή αυτών που ονομάζουμε "ηθικές αρχές". Ότι σ'αυτό και μόνο (όσον αφορά τη θρησκεία) στηρίζω όλες μου τις ελπίδες για ευτυχία μετά θάνατον. Τα ίδια λέω και τώρα· μάρτυς μου ο Θεός.
Αλλά ας επιστρέψω στο κεντρικό θέμα. Αν και είναι αδύνατο μετά από τόσο καιρό να εξακριβώσουμε απόλυτα το ποιοι ήταν οι συγγραφείς αυτών των βιβλίων (και αυτό και μόνο είναι αρκετό για να μας κάνει να αμφιβάλλουμε και εκεί που αμφιβάλλουμε, δεν πιστεύουμε) δεν είναι δύσκολο να διακρίνουμε ότι δεν γράφτηκαν από αυτούς στους οποίους αποδίδονται. Οι αντιφάσεις των βιβλίων δείχνουν δύο πράγματα:
Πρώτον, ότι οι συγγραφείς δεν ήταν αυτόπτες και αυτήκοες μάρτυρες των γεγονότων που διηγούνται, αλλιώς θα τα μετέφεραν χωρίς αντιφάσεις, άρα δεν μπορεί τα βιβλία αυτά να γράφτηκαν από τους Αποστόλους, που υποτίθεται ότι ήταν παρόντες στα γεγονότα.
Δεύτερον, ότι οι συγγραφείς, όποιοι κι αν ήταν, δεν έγραψαν συντονισμένα, αλλά ο καθένας χωριστά και μόνος του, χωρίς να έχει ο ένας γνώση του τι κάνει ο άλλος.
Τα ίδια στοιχεία που αποδεικνύουν την πρώτη θέση, αποδεικνύουν και τη δεύτερη· ότι δηλαδή τα βιβλία αυτά δεν γράφτηκαν από τους Αποστόλους και ότι δεν αποτελούν συντονισμένη προσπάθεια. Όσον αφορά τη θεοπνευστία, ούτε συζήτηση. Καλύτερα να προσπαθήσουμε να συμβιβάσουμε την αλήθεια και το ψέμα, παρά τη θεοπνευστία με τις αντιφάσεις.
Αν τέσσερις άνδρες είναι αυτόπτες και αυτήκοες μάρτυρες σε μια σκηνή, τότε θα συμφωνήσουν για το χρόνο και το χώρο, το πότε και πού συνέβη η σκηνή αυτή, χωρίς να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Η γνώση που θα είχε ο καθένας θα έφτανε και δεν θα χρειαζόταν συνεννόηση. Δε θα λέγανε, ο ένας ότι κάτι συνέβη σε ένα βουνό στην εξοχή και ο άλλος σε ένα σπίτι στην πόλη· ο ένας δεν θα έλεγε ότι ήταν ξημέρωμα και ο άλλος ακόμα σκοτάδι. Γιατί οπουδήποτε και οποτεδήποτε συνέβησαν τα γεγονότα θα τα ήξεραν εξίσου όλοι τους.
Από την άλλη, αν οι τέσσερις άνδρες είχαν συνεννοηθεί μεταξύ τους για τη διήγηση της ιστορίας, οι διαφορετικές τους διηγήσεις θα συμφωνούσαν για να υποστηρίξουν το σύνολο. Στη μία περίπτωση η συνεννόηση ενισχύει την επιθυμία ενός γεγονότος να είναι αληθινό ενώ, στην άλλη περίπτωση, η γνώση του γεγονότος υπερνικά την ανάγκη για συμφωνία. Οι ίδιες αντιφάσεις, λοιπόν, που αποδεικνύουν ότι δεν υπήρξε συνεννόηση, επίσης αποδεικνύουν ότι οι συγγραφείς δεν είχαν γνώση των γεγονότων (ή μάλλον των διηγήσεων που μας περιγράφουν ως γεγονότα) και το ψεύδος των διηγήσεών τους. Αυτά τα βιβλία, λοιπόν, δεν γράφτηκαν ούτε από τους άνδρες που ονομάζονται απόστολοι, ούτε από απατεώνες που συνεργάζονταν. Πώς γράφτηκαν, τότε;
Δεν είμαι από εκείνους που τους αρέσει να πιστεύουν ότι υπάρχει στη Βίβλο εσκεμμένο ψεύδος, με εξαίρεση αυτούς που παριστάνουν ότι είναι προφήτες, όπως στην Παλαιά Διαθήκη· γιατί η προφητεία είναι το να ψεύδεσαι κατ'επάγγελμα. Σχεδόν σε όλες τις άλλες περιπτώσεις δεν είναι δύσκολο να ανακαλύψει κανείς τη διαδικασία με την οποία ακόμα και η πιο απλή εικασία, με τη βοήθεια της ευπιστίας, θα καταλήξει να εξελιχθεί σε ψέμα και τελικά θα καταλήξει να ειπωθεί ως γεγονός. Και [θα μας λένε] ότι όποτε μπορούμε να βρούμε για ένα τέτοιου είδος γεγονός ένα αγαθοποιό αίτιο δε θα πρέπει να ψάξουμε για μια πιο σοβαρή αιτία.
Μια ιστορία όπως του Ιησού Χριστού, που εμφανίστηκε μετά θάνατον είναι η ιστορία μιας οπτασίας που μπορεί να δημιουργήσει η φοβισμένη φαντασία και δεχτεί ένας εύπιστος. Παρόμοιες ιστορίες λέγονταν και για τον Ιούλιο Καίσαρα μερικά χρόνια νωρίτερα και γενικά βασίζονται σε βίαιους θανάτους ή εκτέλεση αθώων. Μια τέτοια ιστορία λέγεται και ξαναλέγεται μέχρι που να θεωρείται μια βέβαιη αλήθεια. Σε τέτοιες περιπτώσεις οι αφηγητές, συμπάσχοντας με τον πρωταγωνιστή, διογκώνουν καλοπροαίρετα την ιστορία. Αν ξεκινήσει μια ιστορία με φάντασμα και η ευπιστία συμπληρώσει την ιστορία της ζωής του και δημιουργήσει ένα λόγο για την εμφάνισή του, μετά κάποιος θα τη διηγηθεί με ένα τρόπο, ένας άλλος με άλλο τρόπο, μέχρι να υπάρχουν τόσες ιστορίες για το φάντασμα και το συγκεκριμένο άτομο, όσες για τον Ιησού Χριστό σ'αυτά τα τέσσερα βιβλία.
Η ιστορία της εμφάνισης του Ιησού Χριστού λέγεται με το ίδιο παράξενο μείγμα γήινου και υπερφυσικού στοιχείου, με το οποίο ξεχωρίζει ο θρύλος από ένα γεγονός. Παρουσιάζεται ξαφνικά, να μπαινοβγαίνει από κλειστές πόρτες, να εξαφανίζεται και να επανεμφανίζεται σαν μια άυλη οπτασία, αλλά παράλληλα πεινάει και κάθεται και τρώει βραδινό. Αλλά, όπως συμβαίνει σε όλους όσους λένε τέτοιου είδους ιστορίες, ξέχασαν να καλύψουν όλες τις λεπτομέρειες. Μας λένε ότι άφησε τα σάβανά του στον τάφο, αλλά ξέχασαν να πουν πού βρήκε τα ρούχα όταν επανεμφανίστηκε μετά και δεν μας λένε τι τα έκανε όταν αναλήφθηκε, αν γδύθηκε ή αναλήφθηκε με όλα του τα ρούχα. Στην περίπτωση του Ηλία είχαν προσέξει τουλάχιστον να τον κάνουν να ρίξει το χιτώνα του, αλλά δεν μας είπαν πώς έγινε και δεν κάηκε από το φλεγόμενο άρμα. Αλλά τέτοιου είδους προβλήματα μπορεί να τα καλύψει η φαντασία· μπορούμε αν θέλουμε να υποθέσουμε ότι ο χιτώνας ήταν φτιαγμένος από πετσί σαλαμάνδρας.
Αυτοί που δεν είναι πολύ εξοικειωμένοι με την εκκλησιαστική ιστορία μπορεί να νομίζουν ότι η Καινή Διαθήκη υπάρχει από την εποχή του Ιησού Χριστού, όπως ότι τα βιβλία που αποδίδονται στο Μωυσή υπάρχουν από τον καιρό του Μωυσή. Αλλά η ιστορική αλήθεια διαφέρει. Η Καινή Διαθήκη δεν υπήρξε παρά 300 χρόνια μετά την εποχή του Χριστού.
Το πότε εμφανίστηκαν τα βιβλία που αποδίδονται στο Ματθαίο, το Μάρκο, το Λουκά και τον Ιωάννη είναι αβέβαιο. Δεν υπάρχει ούτε ίχνος στοιχείου για το ποιοι ήταν αυτοί που τα έγραψαν τα βιβλία, ούτε το πότε τα έγραψαν, και θα μπορούσαν να αποδοθούν σε οποιοδήποτε από τους άλλους υποτιθέμενους Αποστόλους. Τα πρωτότυπα είναι στην κατοχή της Χριστιανικής Εκκλησίας όσο και οι δύο πλάκες που υποτίθεται ότι γράφτηκαν από το χέρι του Θεού στο όρος Σινά και δόθηκαν στο Μωυσή είναι στην κατοχή των Εβραίων. Και ακόμα και να υπήρχαν, δε θα μπορούσε να αποδειχθεί ότι είναι γνήσια χειρόγραφα. Την περίοδο που γράφτηκαν τα τέσσερα αυτά βιβλία δεν υπήρχε τυπογραφία και, συνεπώς, ο μόνος τρόπος να κυκλοφορήσουν ήταν με χειρόγραφα αντίτυπα, που ο καθένας θα μπορούσε να αλλάξει όπως ήθελε και να τα βαφτίσει "πρωτότυπα". Είναι δυνατόν να υποθέσουμε ότι είναι συνεπές με τη σοφία του Μεγαλοδύναμου να μεταδώσει το λόγο του σε ανθρώπους με τόσο αναξιόπιστα μέσα; Δεν μπορούμε να αλλάξουμε ή ακόμα και να μιμηθούμε ούτε καν ένα χορταράκι, αλλά μπορούμε να φτιάξουμε ή να αλλάξουμε το λόγο του Θεού, όπως μπορούμε να κάνουμε με τα λόγια των ανθρώπων.
Περίπου 350 χρόνια μετά τον καιρό του Χριστού, πολλά κείμενα τέτοιου είδους υπήρχαν στην κατοχή διαφόρων ατόμων και καθώς η εκκλησία είχε αρχίσει να οργανώνεται ιεραρχικά και να δημιουργεί εκκλησιαστική διακυβέρνηση με εγκόσμια εξουσία, ξεκίνησε να συγκεντρώνει αυτά τα κείμενα στο βιβλίο που σήμερα ονομάζουμε "Καινή Διαθήκη". Αποφασίσανε με ψηφοφορία, όπως είπα και στο προηγούμενο μέρος της "Εποχής της Λογικής", ποια από αυτά τα κείμενα της συλλογής θα έπρεπε να ονομάζονται "λόγος του Θεού" και ποια όχι. Οι Εβραίοι ραβίνοι είχαν ήδη αποφασίσει παλιότερα με ψήφο ποια θα ήταν τα βιβλία της Βίβλου.
Καθώς ο σκοπός της εκκλησίας, όπως συμβαίνει και με κάθε εθνικό εκκλησιαστικό ίδρυμα, είναι η δύναμη και το κέρδος και το μέσο που χρησιμοποιεί είναι ο τρόμος, είναι λογικό να υποθέσουμε ότι μόνο τα πιο θαυμαστά και υπέροχα γραπτά από εκείνα που είχαν συγκεντρωθεί είχαν κάποια πιθανότητα να υπερψηφιστούν. Και όσον αφορά την αυθεντικότητα των γραπτών, την αντικαθιστά η ψήφος, γιατί δεν μπορεί να ανιχνευθεί με μεγαλύτερη βεβαιότητα.
Ωστόσο, υπήρχαν διαφωνίες μεταξύ των Χριστιανών, όχι μόνο για τα δόγματα, αλλά και για την αυθεντικότητα των βιβλίων. Στη διαμάχη μεταξύ του Αυγουστίνου και του Fauste γύρω στα 400 μ.Χ., ο Fauste λέει "Τα βιβλία των Ευαγγελίων συνετέθησαν πολλά χρόνια μετά τον καιρό των αποστόλων από άγνωστους άνδρες που, φοβούμενοι ότι ο κόσμος δε θα έδινε αξία σε κείμενα για γεγονότα που δεν μπορούσαν να ξέρουν από πρώτο χέρι, κυκλοφόρησαν τα βιβλία τους με τα ονόματα των αποστόλων. Είναι γραμμένα λες και οι συγγραφείς ήταν μεθυσμένοι και γεμάτα με τόσα ασυμβίβαστα γεγονότα, που δεν υπάρχει καν σχέση ή σύνδεση μεταξύ τους".
Και αργότερα, απευθυνόμενος σε αυτούς που υπερασπίζονταν την άποψη ότι τα βιβλία είναι αυτά ο λόγος του Θεού, λέει "Οι προκάτοχοί σας, λοιπόν, έβαλαν στις Γραφές του Κυρίου πολλά πράγματα, που αν και φέρουν το όνομά του δεν συμφωνούν με το δόγμα του. Αυτό δεν είναι εντυπωσιακό, αφού έχει αποδειχθεί πολλές φορές ότι αυτά τα πράγματα δεν έχουν γραφτεί από τον ίδιο, ούτε από τους Αποστόλους του, αλλά ως επί το πλείστον βασίζονται σε ιστορίες, συγκεχυμένες αναφορές και συγκεντρωμένες από, κι εγώ δεν ξέρω τι είδους, ημι-Εβραίους που δεν συμφωνούσαν καν μεταξύ τους. Παρά ταύτα δημοσιεύτηκαν με το όνομα των αποστόλων του Κυρίου μας και τους απέδωσαν τα ψέματα και τα λάθη τους.
Ο αναγνώστης θα δει σε αυτά τα αποσπάσματα ότι η αυθεντικότητα της Καινής Διαθήκης αμφισβητείται και ότι τα βιβλία θεωρούνταν ιστορίες, πλαστογραφίες και ψέματα κατά την ψηφοφορία για το λόγο του Θεού. Αλλά η αποφασιστικότητα της εκκλησίας, με την βοήθεια του φραγγελίου, υπερκέρασε τους διαφωνούντες και εν τέλει απαγόρευσε κάθε έρευνα γύρω από το θέμα. Θαύματα επί θαυμάτων λοιπόν, και οι άνθρωποι διδάχθηκαν να λένε ότι τα πιστεύουν, είτε όντως τα πιστεύουν, είτε όχι. Αλλά (για να ρίξω μια σκέψη) η Γαλλική Επανάσταση αφόρισε από την Εκκλησία τη δύναμη να κάνει θαύματα· από τότε που ξεκίνησε η Επανάσταση, παρά τη βοήθεια όλων των αγίων της, δεν έχει καταφέρει να κάνει ένα θαύμα. Και δεδομένου ότι τώρα χρειάζεται ένα θαύμα περισσότερο από ποτέ, μπορούμε να συμπεράνουμε και χωρίς μαντικές ικανότητες, ότι όλα τα προηγούμενα θαύματά της ήταν κόλπα και ψέματα.
Όταν αναλογιστούμε ότι από τον καιρό που υποτίθεται ότι έζησε ο Χριστός μέχρι τον καιρό που συνετέθη το βιβλίο της Καινής Διαθήκης, μεσολαβούν πάνω από 300 χρόνια, πρέπει να είναι προφανές και χωρίς τη βοήθεια ιστορικών στοιχείων, ότι υπάρχει μικρή πιθανότητα αυθεντικότητας. Η αυθεντικότητα του βιβλίου του Ομήρου, όσον αφορά την ταυτότητα του συγγραφέα, είναι πολύ πιο βέβαιη, παρότι ο Όμηρος είναι 1000 χρόνια αρχαιότερος της Καινής Διαθήκης. Μόνο ένας πολύ καλός ποιητής θα μπορούσε να είχε γράψει το βιβλίο του Ομήρου, άρα μόνο λίγοι θα έκαναν την απόπειρα· και ένας άνθρωπος που θα είχε τις ικανότητες για να το κάνει δεν θα πετούσε τη φήμη του με το να αποδώσει το βιβλίο σε κάποιον άλλο. Παρομοίως, λίγοι θα μπορούσαν να γράψουν τα "Στοιχεία" του Ευκλείδη, γιατί μόνο ένας εξαιρετικός γεωμέτρης θα μπορούσε να είναι ο συγγραφέας του έργου.
Αλλά όσον αφορά τα βιβλία της Καινής Διαθήκης, ειδικά εκείνα τα μέρη που διηγούνται την Ανάσταση και την Ανάληψη, οποιοσδήποτε που θα μπορούσε να γράψει την ιστορία μιας οπτασίας ή ενός ανθρώπου να περπατάει πάνω σε νερό, θα μπορούσε να γράψει τέτοια βιβλία· γιατί η ιστορία είναι γραμμένη χάλια. Συνεπώς, είναι εκατομμύρια φορές πιο πιθανό να έχει πλαστογραφηθεί η Καινή Διαθήκη παρά τα βιβλία του Ομήρου ή του Ευκλείδη. Μεταξύ των πολυάριθμων ιερέων και επισκόπων σήμερα, σχεδόν όλοι μπορούν να βγάλουν ένα κήρυγμα ή να μεταφράσουν ένα κειμενάκι από τα Λατινικά, ειδικά αν έχει ήδη μεταφραστεί χιλιάδες φορές. Αλλά πόσοι από αυτούς μπορούν να γράψουν ποίηση σαν τον Όμηρο ή επιστήμη σαν τον Ευκλείδη; Όλη η γνώση ενός κληρικού, με ελάχιστες εξαιρέσεις, περιορίζεται στο "α" και "β" κάνει "αβ" και στο hic, haec, hoc και οι επιστημονικές τους γνώσεις στο ότι τρία επί ένα κάνει ένα· και τόση η γνώση θα ήταν αρκετή για κάποιον που έζησε τότε, ώστε να γράψει όλα τα βιβλία της Καινής Διαθήκης.
Όσο αυξάνονταν οι δυνατότητες πλαστογράφησης, τόσο μεγάλωνε και το δέλεαρ. Ένας άνθρωπος δε θα κέρδιζε τίποτα αν έγραφε κάτι με τον Όμηρο ή τον Ευκλείδη ως συγγραφέα, αφού αν μπορούσε να γράψει ισάξια με εκείνους, θα ήταν καλύτερο να χρησιμοποιήσει το δικό του όνομα και αν έγραφε κατώτερα, θα αποτύγχανε [στην απάτη]. Η υπερηφάνεια θα εμπόδιζε το πρώτο και η αδυναμία το δεύτερο. Αλλά σχετικά με τα βιβλία της Καινής Διαθήκης, όλα βοηθούσαν το έργο του [επίδοξου] πλαστογράφου. Ακόμα και η καλύτερη ιστορία φαντασίας που θα μπορούσε να γραφτεί πριν από δύο ή τρεις χιλιάδες χρόνια, δε θα μπορούσε να περαστεί ως πρωτότυπη αν ο συγγραφέας χρησιμοποιούσε το κανονικό του όνομα. Η μόνη πιθανότητα να επιτύχει ήταν η πλαστογραφία, γιατί η εκκλησία χρειαζόταν μόστρα για το νέο της δόγμα και δεν υπήρχε περίπτωση να χρησιμοποιήσει την αλήθεια και το ταλέντο [ως μέσα επιτυχίας.]
Αλλά (όπως ήδη παρατηρήσαμε) δεν είναι ασυνήθιστο να διηγείται κανείς ιστορίες με νεκρούς που περπατάνε αφού έχουν πεθάνει και με φαντάσματα και οπτασίες ανθρώπων που πέθαναν με μυστηριώδη ή υπερβολικά βίαιο τρόπο. Και οι άνθρωποι τότε συνήθιζαν να πιστεύουν σε τέτοιες ιστορίες· στην εμφάνιση αγγέλων και δαιμόνων και ότι μπαίνουν μέσα στους ανθρώπους και τους τρελαίνουν και μετά βγαίνουν σαν να είχαν πιει εμετικό (η Μαρία η Μαγδαληνή, μας λέει το βιβλίο του Μάρκου, είχε μέσα της εφτά δαιμόνια). Το ότι κυκλοφόρησαν τέτοιες ιστορίες για τον Ιησού Χριστό και μετά αποτέλεσαν τη βάση για το Ματθαίο, το Μάρκο, το Λουκά και τον Ιωάννη, δεν είναι καθόλου παράξενο. Ο κάθε συγγραφέας είπε την ιστορία όπως την άκουσε, ή περίπου όπως την άκουσε, και την απέδωσε στον Άγιο ή τον Απόστολο που η παράδοση έλεγε ότι ήταν αυτόπτης μάρτυρας στα γεγονότα. Μόνο σ'αυτή τη βάση μπορούν να εξηγηθούν οι αντιφάσεις που υπάρχουν στα βιβλία αυτά, διαφορετικά είναι απλώς κατάφορα ψεύδη και πλαστογραφίες, χωρίς καν τη δικαιολογία της ευπιστίας.
Το ότι γράφτηκαν από ημι-Εβραίους, όπως αναφέρεται στο προαναφερθέν απόσπασμα, είναι αρκετά ευδιάκριτο. Οι συχνές αναφορές στον αρχιδολοφόνο και απατεώνα Μωυσή και στους υποτιθέμενους προφήτες το επιβεβαιώνουν. Από την άλλη, η εκκλησία διαιώνισε την απάτη με το να παραδεχθεί ότι η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη "συνομιλούν" μεταξύ τους. Μεταξύ των Χριστιανών και των Εβραίων καθώς και των Χριστιανών και των Εθνικών, η έννοια "προφητεία" και το προφητευόμενο γεγονός, ο τύπος και το γεγονός στο οποίο αναφέρεται, το σημάδι και το σημαινόμενο, έχουν έντεχνα ανακατευθεί και συνταιριάζονται όπως οι κλειδαριές με τα αντικλείδια. Η ανόητη ιστορία της Εύας και του φιδιού και η έχθρα μεταξύ ανθρώπου και φιδιού (γιατί το φίδι πάντα δαγκώνει τη φτέρνα, αφού δεν μπορεί να φτάσει ψηλότερα και ο άνθρωπος πάντα κλωτσάει το φίδι στο κεφάλι, αφού είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να αποφύγει μια δαγκωματιά αυτή η ανόητη ιστορία, λέω, μετατράπηκε σε προφητεία, σε προτύπωση· και μια υπόσχεση και ένα ψέμα από τον Ησαΐα στον Άχαζ, ότι "! παρθένος ν γαστρv ξει, καv τέξεται υ1όν" μετατράπηκε σε σημάδι ότι ο Άχαζ θα νικήσει, ενώ τελικά ηττήθηκε (όπως ήδη έγραψα στις παρατηρήσεις μου για το βιβλίο του Ησαΐα) και έχει διαστραφεί σε προφητεία.